Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΜΠρΑθ 378/2024

Σύνθετα και άληκτα (perpetual) χρηματοοικονομικά προϊόντα - Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) - Παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων -.

Τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα. Ενάγοντες μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές-επενδυτές. Συνδρομή αιτιώδους συνάφειας αφού η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης προκάλεσε την κρατική παρέμβαση (διά της εκδόσεως διαταγμάτων για την υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές μηδενικής αξίας) και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια.  Οι ενάγοντες υπέστησαν περιουσιακή ζημία, που συνίσταται στο ποσό που έκαστος εξ αυτών και έβαλε ως τίμημα για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, καθώς και ηθική βλάβη ένεκα της αδικοπραξίας που τελέστηκε σε βάρος τους κύρωση της σύμβασης αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 378/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή, Κωνσταντίνο Πρατικάκη, Δικαστικό Πάρεδρο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Ειρήνη Σχίζα
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ... και 4...., οι οποίοι προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Δομίνικου Αρβανίτη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 29970), δυνάμει των από 02-11-2020 δικαστικών πληρεξουσίων για τους τρεις πρώτους και του από 4-12-2020 δικαστικού πληρεξουσίου για την τέταρτη,
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», η οποία εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου (οδ. Στασινού αριθ. 51, Στρόβολος) και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Αθήνα (Λεωφ. Αλεξάνδρας αρ. 192) με ΑΦΜ ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Φερφελή (Α.Μ. Δ.Σ.Α 26181), ως μέλος της δικηγορικής Εταιρείας «Ποταμίτης Βεκρής Δικηγορική Εταιρεία» δυνάμει του από 4-12-2020 ειδικού πληρεξουσίου.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 10-3-2020 αγωγή τους με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και προσδιορίσθηκε η συζήτησή της, μετά την πάροδο των νόμιμων προθεσμιών και το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο . , με αριθμό. , με πρωτοβουλία της αρμόδιας Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, από όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.

Κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η αγωγή συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 §4 εδ. ζ’ Κ.Πολ.Δ., με την παρουσία του τρίτου ενάγοντας και χωρίς την παρουσία των λοιπών διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις ρυθμίσεις των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως δύναται είτε αφενός να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και αφετέρου την ανόρθωση οποιοσδήποτε άλλης ζημίας αυτού, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον η απάτη αποτελεί επίσης αδικοπραξία, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να αξιώσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του. Στην πρώτη περίπτωση, η αποζημίωση έγκειται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας δικαιούται παράλληλα αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας αυτού που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στη σύναψη έγκυρης σύμβασης, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (βλ. ΑΠ 715/2011, ΠΠΑΘ 1887/2017). Στην περίπτωση αντιθέτως που ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη εξαιτίας της απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση αυτού συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, μέσω του οποίου καλύπτονται οι ζημίες του που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός είχε πιστέψει (ΠΠΑΘ 218/2019). Απάτη, υπό την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί οποιαδήποτε εκ προθέσεως συμπεριφορά τείνει στην παραγωγή, την ενίσχυση ή τη διατήρηση πεπλανημένης αντίληψης ή εντύπωσης, προκειμένου έτερο πρόσωπο να αχθεί σε δήλωση βουλήσεως, ενώ η απατηλή συμπεριφορά έγκειται στην παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, την απόκρυψη, την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του. Ειδικά, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες (ήτοι υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίων, υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών σχετικά με συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα κ.α.) συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τράπεζας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι εν λόγω προϋποθέσεις αναλύονται στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις παρεχόμενες υπηρεσίες και το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, διά της οποίας παραβιάζονται εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει τις υπηρεσίες, είτε απαγορευτικοί ή επιτακτικοί κανόνες δικαίου, που απονέμουν δικαιώματα ή προστατεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα του ζημιωθέντος, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 2.5 Ν. 3606/2007, είτε οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, όπως αυτές προσδιορίζονται εκάστοτε σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 25 Ν. 3606/2007 (που εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεισθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 4514/2018 κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου): 1. Οι Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε Θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της. (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα, που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου η υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν ως επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τούς (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα, που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προαναφερόμενού ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη η το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο η ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ, που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ορολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας, που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της 7...8..., 9... 10... Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου 1. Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων: (α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανόμενων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή (β) μεταξύ πελατών τούς. 2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη. 3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, (β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών η των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος.

 

Περαιτέρω, κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007. εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα έξης: «Για τούς σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως: ...9. Επενδυτική συμβουλή; μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το

πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. Δίαυλος επικοινωνίας: το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μια πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, κι μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» (άρθρο 2 παρ. 9 και 10), 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανόμενων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΥ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει: (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας: (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις: (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να (αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεσαι σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές η άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ» (άρθρο 4), 3) «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης, (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανόμενων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται για κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης» (άρθρο 8), 4) «1.Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τούς πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την αντίληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007 θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται στις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του» (άρθρο 12), 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που απαιτεί ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, (ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τούς πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως 1 εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής» (άρθρο 14).

 

Τέλος, στην υπ’ αριθ. 2501/31.10.2002 Πράξη Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για ιούς όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Φ.Ε.Κ. Α 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. - Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. - Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεων τους σύμφωνα και με τούς βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΉ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: ... Σε ότι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά η αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων ...». Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, το οποίο σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντας επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων η πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών. Με βάση λοιπόν τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 914 ΑΚ, εφόσον δε η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση [βλ. ΑΠ 1228/2019 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 974/2018 ο.π.]. Τούτο ισχύει ιδίως για τα λεγάμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» η «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες που εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μια ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, παρέχουν δε στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα υπόληψης των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβληθείσας αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του με σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειάς του ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί» επειδή παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δάνειων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς όμως να ταυτίζονται με κανένα από τα δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες (είτε πιστωτικά ιδρύματα είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμη και τον εμπειρότερο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί σύναψης δανειακής σχέσης και συνακολούθως αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και παραλλήλως διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτιθέμενα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις παραπάνω διατάξεις και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημιώσεως των επενδυτών - πελατών της (βλ. ΑΠ 1129/2019 δημ. ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1350/2018 ΔΕΕ 2019.610, ΕφΑΘ 480/2023). Ταυτόχρονα, η παράλειψη εκπλήρωσης από την τράπεζα των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη της, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού συνιστά ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Οι προδιαληφθείσες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, όταν παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου να μπορεί να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σ’ αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε να αξιολογήσει, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή προς την αντισυμβαλλόμενή του τράπεζα (βλ. ΑΠ 1738/2013, ΑΠ 1739/2013, ΕπισκΕΔ 2013, 638, ΑΠ 535/2012, ΝοΒ 2012, 1969, ΑΠ 115/2012, ΑΠ 1369/2010, ΑΠ 789/2010, ΑΠ 995/2008, 889/2008, ΑΠ 422/2008, ΑΠ 285/2008, ΑΠ 177/2008, ΑΠ 460/2007, ΑΠ 824/2002). Οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται η αστική ευθύνη σε αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, που διέπει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις ευθύνης ένεκα παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, υπό την έννοια του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α, όπως συμβαίνει με τα πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει σχετική εξειδίκευση. Η ρύθμιση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται απ' αυτόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§4 του Ν. 2251/1994, η περί ης ο λόγος αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως στην προϋπόθεση της παρανομίας. Εξαιτίας της προδιαληφθείσας κατανομής του βάρους απόδειξης, επί ευθύνης ερειδόμενης στην προμνημονευθείσα ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να υποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, τη μη ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην τελευταία και τη ζημία ή τη συνδρομή κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 535/2012, ΑΠ 1227/2007, ΕλλΔ/νη 2008/1642, ΠΠΑΘ 278/2019).

 

Στην κρινόμενη υπόθεση με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με την οποία συνεργάζονταν από παλιά, στο πλαίσιο τοποθέτησης των αποταμιεύσεών τους σε προθεσμιακές καταθέσεις, και έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης μαζί της, πρότεινε σε όλους τους ενάγοντες, δια των αρμοδίων υπάλληλων της, μέσω τηλεφωνικής ή και δια ζώσης επικοινωνίας μαζί τους, στον αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο τόπο και χρόνο, όπως προβούν, κατά περίπτωση, είτε στην απευθείας τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ), είτε στην τοποθέτηση του κεφαλαίου τους αρχικά σε μετατρέψιμα χρεόγραφα (ΜΧ), ακολούθως στην μετατροπή των ως άνω ΜΧ στα παρεμφερή Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (ΜΑΚ), και, τέλος, στην τοποθέτηση του κεφαλαίου τούς στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ), που παρουσίαζαν εις επενδυτικό ομόλογο «ιδιαίτερα προνομιακό» με προνομιακό επιτόκιο 6.5% και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήψη του. Ότι, ειδικότερα, η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους στο τελευταίο εκ των ανωτέρω προϊόντων παρουσιάστηκε στους ενάγοντες από τους υπάλληλους της εναγόμενης ως 100% εγγυημένη για το κεφάλαιο αυτό, με μηδενικό κίνδυνο, ανάλογη μιας προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης, και παράλληλα ιδιαίτερα επωφελής. Ότι, ωστόσο, εξαρτιόταν από σωρεία παραγόντων κινδύνου, όπως ειδικότερα αναλύεται στο διακοσίων σελίδων από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περί ΜΑΕΚ, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται αποσπασματικά στο δικόγραφο της αγωγής, και το οποίο, ουδέποτε τους δόθηκε, ούτε κατά την υπογραφή της σχετικής αίτησης ούτε και στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του. Ότι οι ανωτέρω ενάγοντες εξαπατήθηκαν από την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι δεν τους ενημέρωσαν για τούς κρίσιμους κινδύνους της τοποθέτησής τους, και δεν τούς συνέστησαν να λάβουν συμβουλή από ειδικούς και νομικούς συμβούλους, όπως προτείνεται στο ανωτέρω δελτίο, πεισθέντες δε στις διαβεβαιώσεις των υπάλληλων της, προέβησαν, έκαστος εξ αυτών, στην τοποθέτηση των αναφερομένων στο αγωγικό δικόγραφο χρηματικών ποσών, με τα οποία αγόρασαν τα προϊόντα της εναγόμενης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα», «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» κατά περίπτωση, με αποτέλεσμα να απωλέσουν, όχι μόνο τους συμπεφωνημένους τόκους, αλλά και το σύνολο του κεφαλαίου τους. Ότι η εναγόμενη, χωρίς να αξιολογήσει, ως όφειλε, το προφίλ, τις ανάγκες και τις δυνατότητες τους, και παραβιάζοντας την αρχή της απόλυτης προτεραιότητας του συμφέροντος του πελάτη της, επένδυσε προς όφελος της τα κεφάλαια των εναγόντων, χωρίς την κατάλληλη ενημέρωσή τους για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι αποταμιεύσεις τους. Ότι ειδικότερα απέκρυψε υπαίτια την ακριβή φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επενδυτικών προϊόντων που τους παρουσίασε, και τους έπεισε να επενδύσουν τις οικονομίες τους παρουσιάζοντας τις τοποθετήσεις αυτές ως δήθεν «100% εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου» με δυνατότητα ανάληψης του κεφαλαίου εν όλω ή εν μέρει ανάλογα με τις ανάγκες τους, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ότι η αλλοδαπή εναγόμενη τραπεζική εταιρεία αρνείται να αποκαταστήσει τη ζημία τους, αποποιούμενη των υποχρεώσεών της, κατά παράβαση του νόμου, αλλά και κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, εφόσον μάλιστα φέρει διπλή ιδιότητα, δηλαδή τόσο του εκδότη όσο και του παρόχου των ως άνω αξιογράφων. Ότι, εάν είχαν ενημερωθεί επαρκώς και γνώριζαν την αληθή φύση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, δεν θα είχαν προβεί σε καμία συνεργασία με την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία και δεν Θα τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τούς στα προτεινόμενα από αυτή επενδυτικά προϊόντα. Ότι η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας τους: α) κατά τις διατάξεις του Ν. 3606/2007 και της συναφούς νομοθεσίας, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στις μεταξύ τους σχέσεις στο πλαίσιο εκπληρώσεως συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, β) κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και γ) κατά τις διατάξεις περί ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες (άρθρο 8 Ν. 2251/1994). Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι, ως δικαιούχοι των εν λόγω προϊόντων, έχουν υποστεί ηθική βλάβη από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης σε βάρος τους, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν, όπως το αγωγικό αίτημά τους παραδεκτώς περιορίστηκε με τις προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τούς, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά (άρθρο 223 σε συνδ. με άρθρο 295 ΚΠολΔ), στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να τους καταβάλει (α) στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωση για το απολεσθέν κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 16.250 ευρώ για τόκους τους οποίους Θα λάμβανε (κατά προσδοκία δικαιώματος) καθώς και το ποσό των 4.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, μετ’ αφαίρεση ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, (β) στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 47.224,00 ευρώ ως αποζημίωση για το απολεσθέν κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 15.347,80 ευρώ για τόκους τούς οποίους θα λάμβανε (κατά προσδοκία δικαιώματος), καθώς και το ποσό των 4.678,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, μετ' αφαίρεση ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει παριστάμενος ως πολιτικώς εναγών από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, (γ) στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 40.000 ευρώ ως αποζημίωση για το απολεσθέν κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 13.000 ευρώ για τόκους τους οποίους θα λαμβάνει (κατά προσδοκία δικαιώματος) καθώς και το ποσό των 3.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, μετ’ αφαίρεση ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, και (δ) στην τέταρτη εξ αυτών το ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωση για το απολεσθέν κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 16.250 ευρώ για τόκους τούς οποίους θα λάμβανε (κατά προσδοκία δικαιώματος) καθώς και το ποσό των 4.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, μετ’ αφαίρεση ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 30-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης ./30-4-2014 αγωγής από την οποία παραιτήθηκαν στις 7-11-2019 και άσκησαν την υπό κρίση αγωγή εντός του εξαμήνου μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 5 παρ. 1-3, 15 παρ. 1γ, 16 παρ. 1, 17. 23 παρ. 5 του Κανονισμού 44/2001) και είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (ά. 5 § 1α'-3, 15 § 1γ , 16 § 1, 17, 23 §5 Καν 44/2001, 7, 9, 12-14, 25 § 2, 31, 33, 35 και 74 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί με την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε ορισμένη και για το παραδεκτό της συζήτησης έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019 (βλ. τα προσκομιζόμενα από 2-11-2020 για τους δύο πρώτους ενάγοντες, 3-11-2020 για τον τρίτο ενάγοντα και 4-12-2020 για την τέταρτη ενάγουσα, έντυπα για έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις, και στις διατάξεις των άρθρων 71, 147, 149, 154 επ., 184, 281, 288, 297, 298, 299, 330, 345, 346, 914, 922, 919, 932 ΑΚ, 3 § 2 και 25 Ν. 3606/2007 (που εξακολουθεί να εφαρμόζεται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελευτεί μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν 4514/2018 κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 του νόμου αυτού) 1§4, 8, 9α-9ε και 90 Ν. 2251/1994, και 176 ΚΠολΔ, πλην του ειδικότερου κονδυλίου που αφορά τη μη καταβολή των τόκων εκ των ΜΑΕΚ, ύψους 6,5%, για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, διότι πρόκειται για θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης, δηλαδή για ότι οι ενάγοντες θα αποκόμιζαν από την έγκυρη δικαιοπραξία, ζημία η οποία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην νομική σκέψη, δεν δύναται να αποκατασταθεί στην περίπτωση που ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει, ως εν προκειμένω, την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Έτσι, σε περίπτωση που ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας δικαιούται παράλληλα αποζημίωση που έγκειται στο αρνητικό διαφέρον, περιλαμβάνον κάθε ζημία αυτού που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε πειστεί στη σύναψη της σύμβασης. Εξάλλου, οι εναγόντες ουδόλως ισχυρίζονται ότι πρόκειται για διαφυγόν κέρδος, ήτοι για τόκους που θα επιτύγχαναν από άλλη σύμβαση σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί, μνημονεύοντας, μάλιστα, με εξειδικευμένο τρόπο όλες τις περιστάσεις που θα καθιστούσαν αναμενόμενη την απόδοση τόκου ύψους 6,5% για το ίδιο ως άνω χρονικά διάστημα. Μη νόμιμο είναι επίσης και το αίτημα για κήρυξη της παρούσας απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Σημειώνεται ότι επί της υπό κρίση διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (lex causa) τόσο ως lex contractus, διότι, ελλείψει προγενέστερης της παρούσας δίκης συμφωνίας των συμβαλλόμενων διαδίκων περί επιλογής του εφαρμοστέου στις μεταξύ τους σχέσεις δικαίου, οι ενάγοντες θεμελιώνουν τα ένδικα δικαιώματα τους από τη σύμβαση στο ημεδαπό δίκαιο, δίχως να προκύπτει σχετική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγόμενης (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, ΕιρΠειρ 671/2005, ΕφΠειρ 27/2001, ΕΝΔ 30, 19, ΠΠρΑΘ 1470/2017, ΠΠρΑΘ 3961/2015, ΤΝΠ Ισοκράτης ΠΠΠατρ 244/2015) (ά. 3 και 6 § 3, 4 στοιχ. δ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη I»), όσο και ως lex delicti, δοθέντος ότι οι υπό κρίση τελούσες σε συρροή νομίμων βάσεων αδικοπρακτικές αξιώσεις των εναγόντων συνδέονται επίσης στενά με τις συναφθείσες στην ημεδαπή ανάμεσα στους διαδίκους προσβαλλόμενες ένδικες συμβάσεις (ά. 2, 4, 14 § I στοιχ. α και 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «Ρώμη ΙI», βλ. ΠΠΑΘ 278/2019, ΠΠΑΘ 1470/2017, ΠΠρΑΘ 3961 /2015, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΠΠΠαιρ 244/2015). Εξάλλου, εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό ως το δίκαιο της χώρας, όπου οι ενάγοντες καταναλωτές έχουν τη συνήθη διαμονή τους, ακόμη κι αν συμφωνήθηκε επιλογή άλλου δικαίου από τα μέρη, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1-2 Κανονισμού 593/2008 «Ρώμη I» (ΕφΑΘ. 6401/2002, ΔΕΕ 2003, 412, ΠΠΑΘ 3184/2018, ΠΠΑΘ 1470/2017). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 και 298 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι η αποκατάσταση της πλήρους, αλλά και μόνον, ζημίας και όχι ο πλουτισμός του ζημιωθέντος. Επομένως, εάν το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε μεν στον ζημιωθέντα ζημία, αλλά απέφερε στον τελευταίο ορισμένες ωφέλειες (κέρδος), αποκαταστατέα τυγχάνει η πραγματική ζημία, δηλαδή η διαφορά, η οποία προκύπτει από την αφαίρεση του κέρδους από την προκληθείσα ζημία. Ο λεγόμενος «συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους» (compensatio lucri cum damno) δεν συνιστά εξαίρεση από τούς γενικούς κανόνες του δικαίου της αποζημιώσεως, αλλά εφαρμογή τους κατά τρόπο, ο οποίος προκύπτει από την ιδία την έννοια της ζημίας, για τον υπολογισμό της οποίας εκτιμάται η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος και οι επιπτώσεις του ζημιογόνου γεγονότος, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές. Συνεπώς, για τον υπολογισμό της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση της ζημίας πρέπει να συνυπολογισθεί και το τυχόν κέρδος. Η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους αποτελεί ανατρεπτική της αγωγής ένσταση του εναγόμενου, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής σε σχέση προς το μέρος του αξιουμένου ποσού αποζημιώσεως, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος, το οποίο αποκομίζει ο ενάγων από το επιζήμιο γεγονός (ΟλΑΠ 54 και 56/1990 ΝοΒ 41.380). Δυσχέρεια εμφανίζει το ζήτημα του προσδιορισμού (ή της οριοθετήσεως) των συνυπολογιστέων ωφελειών, διότι ο συνυπολογισμός όλων ανεξαιρέτως των κερδών, ακόμη και των πλέον απομακρυσμένων και μόνον εμμέσως συνδεόμενων με το ζημιογόνο γεγονός, θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα. Κατά μία άποψη (θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας) συνυπολογίζονται μόνο τα κέρδη, τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και όχι τα οφειλόμενα σε τυχαία ή έκτακτα περιστατικά, ενώ κατ’ άλλη άποψη (θεωρία του σκοπού της κερδοφόρου παροχής) απαιτείται προσφυγή στον σκοπό της πράξεως, της συμβάσεως ή της διατάξεως του νόμου, βάσει της οποίας ο ζημιωθείς αποκόμισε το όφελος (κέρδος) και, εάν ο σκοπός αυτός συμπίπτει με το σκοπό το δικαίου της αποζημιώσεως, το κέρδος πρέπει να συνυπολογίζεται [προς αποφυγή πλουτισμού του ζημιωθέντος. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και κέρδους (όπως δέχονται οι ΑΠ 244/2016 δημ. ΝΌΜΟΣ, ΑΠ 1857/2005, ΑΠ 1213/2001 ΕλλΔνη 43.96, ΕφΑΘ 4881/2014), αλλά και μη αντίθεση του συνυπολογισμού του κέρδους, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ' 1286/2021, ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 480/2023).

 

Εν προκειμένω, η εναγομένη με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνείται την αγωγή, και επικουρικά προβάλλει την ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων ως προς τα ποσά των τόκων που έκαστος εξ αυτών έλαβε ως κάτοχος των επενδυτικών της προϊόντων. Ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 298 εδ. α’ και 930 παρ.3 ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τα προεκτεθέντα ποσά για έκαστο ενάγοντα από τις αποδόσεις των τόκων των ΜΧ-ΜΑΚ-ΜΑΕΚ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα νομική σκέψη, θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και κέρδους, ενώ εν προκειμένω οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους, αλλά απορρέουν από τη σύμβαση που κατήρτισαν με την εναγόμενη τράπεζα, εκδότρια των ανωτέρω τίτλων, που προέβλεπε τις συγκεκριμένες απολήψεις. Ειδικότερα, τα ως άνω ποσά αποτελούν κέρδος των εναγόντων από την κατοχή των επίδικων τίτλων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τούς, αλλά προέρχεται από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην εναγομένη, η οποία εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας τούς συμφωνημένους καρπούς τους (ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 244/2016, ΠΠΑΘ 1082/2022, ΠΠΑΘ 3184/2018).

 

Περαιτέρω, η εναγόμενη επικουρικά προβάλλει την ένσταση συντρέχοντας πταίσματος των εναγόντων, αφενός σε σχέση με την πρόκληση της επικαλούμενης ζημίας τους, διότι όφειλαν να έχουν αναγνώσει τα έγγραφα που κλήθηκαν να υπογράψουν, να ζητήσουν περαιτέρω διευκρινίσεις, και να μην δηλώσουν ψευδώς ότι κατανόησαν το περιεχόμενό τους, αφετέρου ως προς την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι όφειλαν, από την 31.12.2008 που ενημερώθηκαν εγγράφως για την παραλαβή του πρώτου statement, να δουν την απομείωση της αξίας του κεφαλαίου τους, να αντιληφθούν ότι πρόκειται για χρηματιστηριακό προϊόν για το οποίο υφίσταται κίνδυνος ζημίας, και να περιορίσουν τη ζημία τους με τη ρευστοποίηση των ΜΧ, ΜΑΚ ή ΜΑΕΚ ανά περίπτωση, αμέσως στο Χρηματιστήριο. Ότι παρά τούτα ουδέν έπραξαν, με αποτέλεσμα να ευθύνονται για την έκταση του συνόλου της ζημίας τούς. Ότι άλλως θα είχε περιορίσει τη ζημία τους στα ποσά κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα για έκαστο ενάγοντα με τις προτάσεις της. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300 § 1 και 330 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και μάλιστα τις με αριθμούς ./2-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις της μάρτυρας του πρώτου και δευτέρου των εναγόντων . ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, τη με αριθμό ./2-11-2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρας . για τον τρίτο ενάγοντα ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιλίου ., τη με αριθμό ./2-11-2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος . για την τέταρτη ενάγουσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., οι οποίες ελήφθησαν νόμιμα μετά από κλήτευση της αντιδίκου τους τουλάχιστον πριν από 2 εργάσιμες ήμερες (βλ. υπ’ αριθ. .Ε/26.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς . περί επίδοσης στην εναγόμενη της από 23.10.2020 κλήσης - γνωστοποίησης λήψεως των οικείων ενόρκων βεβαιώσεων προς χρήση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, από τα οποία άλλα χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και άλλα για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλων παραπλήσιων δικών, και λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να είναι απαραίτητη η ειδική μνεία αυτών (βλ. ΑΠ 736/2016, ΠΠΑΘ 3184/2018), εφόσον αυτές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν έχουν ληφθεί επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν και στην παρούσα δίκη για την οποία κρίνεται η διαφορά (ΑΠ 593/2019, ΑΠ 627/2018, ΑΠ 100/2007), και με την επισήμανση ότι οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους γνωμοδοτήσεις νομομαθών δεν αποτελούν γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις, αλλά εξωδικονομική προέκταση των νομικών επιχειρημάτων των διαδίκων και δεν έχουν σχέση με την πραγματογνωμοσύνη η τη γνωμοδότηση του άρθρου 390 του ΚΠολΔ, αφού σε αντίθεση με αυτές αποσκοπούν στο να βοηθήσουν το δικαστή για την κατάστρωση της μείζονας πρότασης του συλλογισμού του και όχι των πραγματικών περιστατικών της ελάσσονος πρότασης (ΑΠ 2197/2007, ΑΠ 868/2005, ΕφΑΘ 1128/2019, Μ. Μαργαρίτης ΕρμΚΠολΔ εκδ. 2018 τόμος I στο άρθρο 390 σελ. 649 § 5. Κ.Κεραμεύς-Ν.Νίκας-Β.Κονδύλης Ερμ ΚΠολΔ τόμος I υπό άρθρο 368 σελ. 721 § 6 και υπό άρθρο 390 σελ. 736 ), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τούς διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο υποκαταστήματα. Την 30.4.2008 το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος, υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018» (εφεξής χάριν συντομίας Μ.Χ. 2013/2018), ειδικότερα δε, την έκδοση έως πεντακοσίων εβδομήντα τριών εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενός (573.409.701) Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου, ενός ΕΥΡΩ (1 €), με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής, υπέρ των τότε υφισταμένων μετόχων της. Την 25.6.2008 εκδόθηκε από την αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία το Σημείωμα Εκδιδομένου Τίτλου «ΈΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18», στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι «Η έγκριση τον παρόντος εγγράφου δεν συνεπάγεται ..με., παρότρυνση προς το επενδυτικό κοινό για επένδυση στον εκδότη. Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεων του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους, οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μάϊου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου. Ο επενδυτής πρέπει να βασίζει οποιαδήποτε επενδυτική απόφασή του στην εξέταση του Ενημερωτικού Δελτίου ως σύνολο». Στο ίδιο ως άνω Σημείωμα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα θα φέρουν σταθερό επιτόκιο 6.5% για τις πρώτες δυο περιόδους τόκου δηλ. μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Για την περίοδο 30 Ιουνίου 2009 - 30 Ιουνίου 2013 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν προβεί στην εξαγορά των Μετατρέψιμων Χρεογράφων, τότε για την περίοδο 1 Ιουλίου 2013 - 30 Σεπτεμβρίου 2018 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 2,00%. Περίοδος Τόκου και Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου: Η περίοδος τόκου είναι εξαμηνιαία και ο τόκος θα 1 Πληρώνεται σε μετρητά στο τέλος κάθε περιόδου τόκου. Ως Ημερομηνίες Πληρωμής Τόκου ορίζονται η 30 Ιουνίου και η 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περίοδος Μετατροπής: 15-30 Σεπτεμβρίου και 15-31 Μαρτίου κάθε έτους. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής 15-30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής 15-31 Μαρτίου 2013. Τιμή Μετατροπής 10,50 €. Τελευταία ημερομηνία αποπληρωμής 30 Ιουνίου 2018. Τιμή αυτοπληρωμής: Στο άρτιο, δηλ. στο €1 ανά αξία. Εξαγορά (Redemption) και αγορά: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοραστούν από την Τράπεζα, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους κατά τις 30 Ιουνίου 2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προτεραιότητα (Subordination): Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα κατατάσσονται σε ίση προτεραιότητα προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες η άλλοι πιστωτές, των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και μετόχων της Τράπεζας. Προορισμός υπό άντληση κεφαλαίων: Ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του Συγκροτήματος και μαζί με τα προβλεπόμενα στο τριετές Σχέδιο του Συγκροτήματος αυξημένα αδιανέμητα κέρδη, θα μπορούν να επενδυθούν για την ανάπτυξη των εργασιών του Συγκροτήματος, τόσο οργανικά, όσο και μέσω εξαγορών. Εισαγωγή στο ΧΑΚ και στο ΧΑ: Υποβλήθηκε αίτηση για εισαγωγή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στο ΧΑΚ και το ΧΑ και αναμένονται οι εγκρίσεις από τα αρμόδια όργανα των δύο χρηματιστηρίων». Όσον αφορά στους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, στο αυτό ως άνω έγγραφο της εναγόμενης αναφέρονται τα ακόλουθα: «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ : Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Περιληπτικό Σημείωμα, στο Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη, στο Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο και στο Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται παρακάτω, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που θεωρούνται επουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ: - Μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Επιτοκιακός Κίνδυνος - Εξαγορά (Redemption) και Αγορά - Προτεραιότητα (Subordination) - Περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων - Επίδραση της έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στην τιμή της μετοχής - Εμπορευσιμότητα των μετοχών που θα προκύψουν από την μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Εμπορευσιμότητα και διακυμάνσεις τιμών των Μετατρέψιμων Χρεογράφων. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν χαμηλότερη ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια - Η τιμή των μετοχών ενδέχεται να παρουσιάσει διακυμάνσεις. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ: Το Συγκρότημα υπόκειται σε κινδύνους, οι οποίοι δεν είναι υπό τον έλεγχό του και αν παρουσιαστούν σε σημαντικό βαθμό ενδέχεται να επηρεάσουν τα οικονομικά του αποτελέσματα και να δημιουργήσουν πρόβλημα στην πληρωμή τόκου των Χρεογράφων ή και του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κίνδυνοι αυτοί συνοψίζονται πιο κάτω : - Υπάρχει ο κίνδυνος το Συγκρότημα να μην επιτύχει τους στρατηγικούς του 1 στόχους όπως έχουν τεθεί από τριετές στρατηγικό του πλάνο για δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τη χρηματοοικονομική θέση του Συγκροτήματος - Οι Μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του Δανειακού Χαρτοφυλακίου του Συγκροτήματος - Κίνδυνος ρευστότητας, - Το ρυθμιστικό πλαίσιο του κυπριακού τραπεζικού τομέα μεταβάλλεται - Οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον Κυπριακό, Ελληνικό και Διεθνή Χώρο Ένταση ανταγωνισμού - Νομικός κίνδυνος - Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και αλλού θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη λειτουργία του Συγκροτήματος ...». Εν τέλει η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία την 8.8.2008 με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγματεύσεως των Μ.Χ. 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η δε έκδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, με την οποία σκοπήθηκε η ενίσχυση του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (ΤΙΘΓ 2), υπερκαλύφθηκε συγκεντρώνοντας εγγραφές 583 εκατομμυρίων. Περαιτέρω, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 25.2.2009 ανακοίνωσή του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Κ.), μέχρι του ποσού των εξακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (645.000.000 €). Πράγματι, την 30.4.2009 η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 30.4.2009 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ € 645.327.822 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα : «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αορίστου διάρκειας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι € 645.327.822. Ονομαστική αξία : € 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του € 1 και πολλαπλάσια αυτού ... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18 που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2009 μέχρι 5 Ιουνίου 2009 τους δεδουλευμένους τόκους των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 τα οποία θα γίνουν αποδεκτά ως αντιπαροχή στην έκδοση ίσων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου.    Καθεστώς εξασφάλισης: Τα μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τούς. Προτεραιότητα κατάταξης: Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας - έχουν προτεραιότητα μόνο έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Καμία πληρωμή σε σχέση με τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν θα καθίσταται πληρωτέα εκτός και αν η Τράπεζα είναι φερέγγυα (solvent) και θα μπορεί να συνεχίσει να είναι φερέγγυα (solvent) ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή. Διάρκεια: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς ή μετατροπής του. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δύνανται κατ’ επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: € 5,50 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας € 1,00. Περίοδοι Μετατροπής: 15-30 Σεπτεμβρίου & 15-31 Μαρτίου κάθε έτος μέχρι το 2014. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής: 15-30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής: 15-31 Μαρτίου 2014. Εξαγορά (Redemption): Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου μπορούν, κατ' επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η Τράπεζα διαθέτει ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίου. Τιμή Εξαγοράς: Στο άρτιο, δηλ. στο € 1 ανά Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α' του Τμήματος 11 του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο τμήμα Π μέρος Α κεφ. 1.0 «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ» του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτά. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται στο τμήμα II μέρος Α κεφ. 1.0 «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ» του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού η νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού. Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Κ., ρητώς προβλέπεται (υπό τον τίτλο «Ακύρωση Πληρωμής Τόκων») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου. Πριν από την ημερομηνία οποιοσδήποτε Πληρωμής Τόκου, αν η Τράπεζα, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων, στα πλαίσια των “Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” ως περιγράφεται στον Όρο 4. Οποιαδήποτε τέτοια Ακύρωση Πληρωμής Τόκου θα ικανοποιηθεί από την Τράπεζα μόνο (i) κατά την εξαγορά των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (ii) κατά την εξαγορά, ανταλλαγή ή αλλαγή των Όρων λόγω αλλαγών στο θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο που διέπει τις εκδόσεις Πρωτοβάθμιου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα τις εκδόσεις Αξιογράφων Κεφαλαίου. Οποιαδήποτε Ακύρωση Πληρωμής Τόκου δύναται να ικανοποιηθεί (εκτός σε περίπτωση διάλυσης και στις περιπτώσεις που περιγράφονται στον Όρο 6) μόνο με το προϊόν έκδοσης Μετοχών της Τράπεζας μέσω του Εναλλακτικού Μηχανισμοί) Ικανοποίησης Πληρωμής Τόκου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά. Αν η Τράπεζα δεν δύναται να προβεί στην πληρωμή τόκων σε μετρητά, δύναται να καλύψει την πληρωμή τόκων μέσω έκδοσης μετοχών στους κατόχους των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου κατόπιν έγκρισης της έκδοσης από Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας» και υπό τον τίτλο «Εξαγορά [Redemption] και Αγορά» ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα ... », ενώ επισημαίνεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές») ότι «Κάθε πιθανός επενδυτής σε οποιαδήποτε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου πρέπει να αξιολογήσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Συγκεκριμένα, κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: (i) να έχει απαραίτητη γνώση και εμπειρία έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβεί σε ουσιαστική αξιολόγηση των όρων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, των δικαιωμάτων και κινδύνων που εμπεριέχονται στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται ή που ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, (ii) να έχει την κατάλληλη γνώση και πρόσβαση σε εργαλεία ανάλυσης έτσι ώστε να αξιολογήσει, στα πλαίσια της ιδιαίτερης κατάστασής του, την επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό του χαρτοφυλάκιο, (iii) να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα έτσι ώστε να μπορεί να επωμισθεί όλους τούς κινδύνους της επένδυσης του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, (vi) να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, (ν) να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου του για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και καθόλου και (v) να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε ο ίδιος είτε με τη βοήθεια οικονομικών συμβούλων) τα πιθανά σενάριά που αφορούν τούς παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν την επένδυσή του όπως το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, τα επιτόκια ή άλλους παράγοντες και στη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην επένδυσή του», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 οφείλουν να συμβουλευτούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους σύμβουλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή -διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών. Με βάση τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, οι τιμές τους θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο συναλλαγών και τις διαφορές μεταξύ των εντολών αγοράς και πώλησης». Τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολυετών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Η τελευταία την 10.6.2009 με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την υπερκάλυψη της εκδόσεως του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, ως και ότι το αντληθέν ποσόν των εξακοσίων πενήντα εννέα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (659.000.000 €) πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της επάρκειας και δη για την ενίσχυση των πρωτοβαθμίων κεφαλαίων (Tier 1) αυτής. Ακολούθως, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 28.2.2011 ανακοίνωσή του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας : Μ.Α.Ε.Κ.), μέχρι του ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.000 €). Πράγματι, την 6.4.2011 η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ' όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα :«Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διάρκειας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι € 1.342.422.297. Ονομαστική αξία : € 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του € 1 ... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής : Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (i) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ii) Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τούς δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν αποδεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου - έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιοσδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια: Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (€): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο ($): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/αγοράς/μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ' επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: € 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας € 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις (αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις)... Περίοδοι Μετατροπής : 1 -15 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1-15 Σεπτεμβρίου και 15 - 30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής. Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής : 31 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption): Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης ... Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται, από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και αδιανέμητα κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε, δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που περιγράφονται στο Τμήμα II Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (i) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tier I ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων - Common Equity Tier I ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνέπεια του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Visibility Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσής της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή (iii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (i) την ανώτατη τιμή των €3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ii) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι €1). Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένους κινδύνους που αφορούν τους όρους έκδοσής τους, περιλαμβανόμενων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα Π, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος». Ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς για τους δανειζομένους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας η αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και αλλού, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τούς επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει : i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τούς κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυσή του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό οπό το νόμισμα του επενδυτή, vi. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο, τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμόμητας, v. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά στην οικονομία, στο επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, στη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και στη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκόψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσής τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α του Τμήματος 11 του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου μεταξύ άλλων αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές ...», β ) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται Μέρος Β, Όρο 5 «Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου». Πριν από την ημερομηνία οποιοσδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση, στα πλαίσια όμως των «Συνεπακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» ως περιγράφεται στο Τμήμα II, Μέρος Β/11 στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι' αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσής τους στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», δ) (υπό το γενικό τίτλο « Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ... », ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατοχών Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δεν θα ικανοποιηθούν. Σε αυτή την περίπτωση οι Κάτοχοι δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσής τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της Προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεών του λόγω της μετατροπής επένδυσής του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυσή τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capital]») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφαλαίο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το "καθεστώς εξασφάλισής τους και την αόριστη διάρκειά τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιοσδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφου Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τούς οικονομική κατάσταση, τούς επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής ... Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο (Tier 1 capital) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισής τους, τη διάρκειά τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε συνήθεις μετοχές, την περίοδο και την τιμή μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας, εφόσον υφίσταται, καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης/Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου») ότι «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τούς οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσής τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνέπεια αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής χάριν συντομίας : Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδεινώσεως των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Ιουνίου έτους 2010 αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (2.400.000.000 €), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία να ανέρχεται σε ποσοστό 80%. Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε εν τέλει καίριο πλήγμα στην κεφαλαιακή επάρκεια της - εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε Ο.Ε.Δ. - εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Εξάλλου, η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία την 15.6.2012 αποφάσισε, αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το αυτό δε έπραξε την 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 26.3.2013 η εναγόμενη τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα, bail-in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τούς αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΥΡΩ (1 €') για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 € σε 0,01 € δι’ εκάστη μετοχή, επί σκοπώ διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € δι’ εκάστη μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ΕΥΡΩ (1 €). Οι μη ενοποιημένες μετοχές ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους.

 

Στο πλαίσιο αυτό η συναλλακτική σχέση των μερών διαμορφώθηκε ως ακολούθως: α) Ο πρώτος των εναγόντων, διατηρούσε συνεργασία με την εναγόμενη με προθεσμιακές καταθέσεις σε αυτή χωρίς ωστόσο, να διαθέτει γνώσεις ή προγενέστερη εμπειρία στις επενδύσεις. Τέλη Μαΐου του 2009 υπάλληλος της Τράπεζας επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά προκειμένου να μεταβεί στο υποκατάστημα του Βόλου και να συζητήσουν σχετικά με μια «επωφελή» τοποθέτηση του κεφαλαίου του. Στο υποκατάστημα, ο ίδιος ως άνω υπάλληλος του συνέστησε ένθερμα τα ΜΑΚ, τα οποία του παρουσίασε ως ένα επενδυτικό ομόλογο, παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Προκειμένου να τον πείσει, του είπε, μάλιστα, ότι και ο ίδιος έχει τοποθετήσει κεφάλαιό του στο ίδιο προϊόν, και τον προέτρεψε να τοποθετήσει τα κεφάλαιά του σε αυτό. Ο ενάγων τον ενημέρωσε ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει το κεφάλαιό του, και ο υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου της εναγόμενης, και λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον τελευταίο, ο ενάγων με την από 27-5-2009 αίτηση εγγραφής με χρέωση του λογαριασμού του έλαβε την από 6-6-2009 με αριθμό . επιστολή περί παραχώρησης 47.483 ΜΑΚ. Αρχές Μαΐου του έτους 2011 μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με υπάλληλο της εναγομένης τράπεζας τον κάλεσε στο ίδιο υποκατάστημα και του συνέστησε να μετατρέψει τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ ως πιο συμφέρουσα επένδυση με σίγουρα κέρδη, ήτοι σε πιο προνομιούχο προϊόν. Μετά από την 4-5-2011 αίτηση έλαβε επιστολή παραχώρησης 50.000 ΜΑΕΚ. Στις 15-6- 2012 έλαβε ειδοποίηση από την εναγόμενη για ακύρωση πληρωμής τόκων. Ο ενάγων υπέβαλε στις 19-6-2012 αίτηση για εξηγήσεις που δεν έλαβε. Τον Αύγουστο του 2013 ενημερώθηκε ότι το κεφάλαιο του μετετράπη αναγκαστικά σε συνήθεις μετοχές δ τάξεως ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη συνολικής αξίας 5.000 ευρώ. Ο δεύτερος των εναγόντων είχε πολυετή συνεργασία με την εναγομένη διατηρώντας σε αυτή τις καταθέσεις του. Δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις σχετικά με σύνθετα τραπεζικά ή επενδυτικά προϊόντα, πλην όμως ήταν κάτοχος μικρού αριθμού μετοχών. Περί τα μέσα του έτους 2009 τον κάλεσε υπάλληλος του υποκαταστήματος στο Βόλο και του πρότεινε να μεταβεί στο υποκατάστημα της Τράπεζας για να συζητήσουν σχετικά με την τοποθέτηση του κεφαλαίου του, που ήταν τοποθετημένο σε κατάθεση. Ο ενάγων επισκέφθηκε το εν λόγω υποκατάστημα, όπου ο ως άνω υπάλληλος πολύ ένθερμα του συνέστησε ένα προϊόν, τα «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» της Τράπεζας Κύπρου, για το οποία τον πληροφόρησε ότι ήταν ένα προϊόν παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Προκειμένου δε να τον πείσει να επενδύσει στο εν λόγω προϊόν, του είπε ότι τον συνέφερε να τοποθετήσει το κεφάλαιό του άμεσα, καθόσον επρόκειτο ουσιαστικά για προσφορά απόλυτα συμφέρουσα. Αφού πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του τοποθέτησε το ποσόν των 2.000 ευρώ σε ΜΧ. Τέλη Μάιου του 2009 έλαβε νέο τηλεφώνημα από υπάλληλο της εναγομένης και μετέβη στο υποκατάστημα Βόλου όπου ο υπάλληλος του πρότεινε να τοποθετήσει το κεφάλαιο του σε ένα νέο προϊόν της εναγομένης (ΜΑΚ) με προνομιακό επιτόκιο και χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο του. Αφού πείστηκε από τον υπάλληλο για το επωφελές της τοποθέτησης με την από 27-5-2009 αίτηση εγγραφής με χρέωση του λογαριασμού του ποσού 48.000 ευρώ ζήτησε τη μετατροπή του ποσού των 50.000 ευρώ, ήτοι 48.000+2.000 από τα ΧΜ. Η εναγομένη με την από 6-6-2009 και με αριθμό . επιστολή της του γνωστοποίησε την παραχώρηση 47.224 ΜΑΚ. Αρχές Μαΐου του 2011 μετά από τηλεφωνική επικοινωνία υπαλλήλου της εναγόμενης μετέβη στο ίδιο υποκατάστημα όπου ο υπάλληλος τον έπεισε στη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ ένα νέο προϊόν της τραπέζης ιδιαίτερα ελκυστικό και σίγουρο για την επένδυση του με εγγυημένο κεφάλαιο και χωρίς κανένα κίνδυνο. Αφού πείστηκε από την πρόταση του υπαλλήλου με την από 3-5-2011 αίτησή του ζήτησε τη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και έλαβε τη με αριθμό . επιστολή παραχώρησης για 47.224 ΜΑΕΚ. Τον Ιούνιο του 2012 έλαβε επιστολή από την εναγομένη ότι δεν υποχρεούται πλέον στην καταβολή τόκων. Ο τρίτος των εναγόντων, ιατρός το επάγγελμα, διατηρούσε καταθέσεις στην εναγομένη τράπεζα. Αρχές Μαΐου του 2011 επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά ένας υπάλληλος της εναγόμενης, και του πρότεινε να επισκεφθεί το υποκατάστημα της Τράπεζας στην Πετρούπολη προκειμένου να συζητήσουν σχετικά με το κεφάλαιό του, που είχε τοποθετήσει σε λογαριασμό της. Όταν πήγε εκεί, ο υπάλληλος του παρουσίασε τα ΜΑΕΚ της Τράπεζας ως ένα επενδυτικό ομόλογο, παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο, και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, το οποίο ήταν «ιδιαίτερα προνομιακό», όπως χαρακτηριστικά του ανέφερε. Ο ενάγων τόνισε στον υπάλληλο ότι δεν τον ενδιέφερε το γρήγορο κέρδος, και ότι δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει το κεφάλαιό του, πλην όμως ο υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχει λόγο να φοβάται, αφού επρόκειτο για ένα 100% εγγυημένο προϊόν με μηδενικό ρίσκο. Πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του, ο ενάγων αποφάσισε να τοποθετήσει κεφάλαιο ύψους 40.000 ευρώ σε ΜΑΕΚ της Τράπεζας για τις οποίες έλαβε στις 18-5-2011 την υπ' αριθ. . επιστολή παραχώρησης για τα ως άνω 40.000 ΜΑΕΚ. Αρχές Αυγούστου του 2013 η εναγομένη με επιστολή ενημέρωσης τον ενημέρωσε ότι τα ΜΑΕΚ αντικαταστάθηκαν με μετοχές Δ τάξεως αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Η τέταρτη ενάγουσα συνταξιούχος δικηγόρος διατηρούσε λογαριασμό κατάθεσης στην εναγομένη τράπεζα. Αρχές Μαΐου του 2011 υπάλληλος της εναγομένης την προσκάλεσε τηλεφωνικά στο υποκατάστημα Καισαριανής, όπου την προέτρεψε στην αγορά ΜΑΕΚ. Στην προφορική αυτή ενημέρωση, της παρουσίασε το νέο αυτό προϊόν ως επενδυτικό ομόλογο παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο, και με εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, χωρίς κανένα κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα αποφάσισε να τοποθετήσει το ποσόν των 50.000 ευρώ σε ΜΑΕΚ. Μετά από αίτησή της έλαβε το από 10-5-2011 αποδεικτικό συμμετοχής στην έκδοση ΜΑΕΚ. Στη συνέχεια έλαβε από την εναγομένη επιστολή όπου της γνωστοποιήθηκε ότι το κεφάλαιό της μετοχοποιήθηκε σε μετοχές Δ κατηγορίας αξίας 500 ευρώ. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, επρόκειτο περί ιδιωτών επενδυτών και καταθετών, οι οποίοι επεδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία αποτελούσαν κυρίως προϊόν αποταμίευσης, όσοι δε εξ αυτών επένδυαν και σε μετοχές, σε αμοιβαία κεφάλαια ή σε ξένο νόμισμα, το έκαναν σε μικρό βαθμό, αναλαμβάνοντας μικρού ή μεσαίου μεγέθους κινδύνους, ήτοι ήταν μικροεπενδυτές, οι δε κατά περίπτωση επενδύσεις τους σε μετοχές ήταν σε εταιρείες με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι τοποθετήσεις τους ήταν συντηρητικές και χαμηλού κινδύνου, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης ότι οι ενάγοντες είχαν εμπειρία περί τις τραπεζιτικές συναλλαγές αφού κανένας εκ των εναγόντων δεν ήταν επαγγελματίας πελάτης, που διέθετε την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τούς κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και τα προπαρατεθέντα σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία ήταν τόσο εξειδικευμένα που δεν μπορούσαν να γίνουν πλήρως αντιληπτά από τον μέσο ιδιώτη επενδυτή ως προς τη φύση και την επικινδυνότητά τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, αντιλαμβανόμενη την εξαιρετική σπουδαιότητα και σημασία επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των ΜΑΕΚ στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την ασύμμετρη και προνομιακή αυτή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τους ανωτέρω πελάτες της, με τους οποίους είχε μακρά σχέση εμπιστοσύνης και είχε κατάλληλα επιλέξει βάσει της οικονομικής τούς επιφάνειας, και στους οποίους απευθύνθηκε αντί των στρατηγικών και θεσμικών επενδυτών, καθώς και την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε τις καταθέσεις τούς, και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τούς έπεισε να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε αυτά, χωρίς όμως να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο συμβατότητας αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Ωστόσο η εναγόμενη γνώριζε ως ενδεχόμενη και αποδέχτηκε την πρόκληση της ζημίας σε βάρος τους ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Για την υλοποίηση δε των στόχων της, προέβη σε μια «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων της. Το γεγονός αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από 18.5.2019 και 28.5.2009 «εσωτερικά» έγγραφα της εναγόμενης προς τους Διευθυντές Business Centers και τους Διευθυντές Καταστημάτων ιδιωτών, τα οποία, αφενός αναφέρουν τα αποτελέσματα των προωθητικών της ενεργειών για την ανταλλαγή των υφιστάμενων κεφαλαίων των πελατών από το Μετατρέψιμο Ομόλογο της Τράπεζας 2008/2013 στο νέο ομόλογο 2009, καθώς και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων στην έκδοση του νέου ομολόγου, που αναφέρονται ως «Στόχοι» Α και Β αντίστοιχα, αφετέρου τονίζουν την ανάγκη να επιτευχθεί οπωσδήποτε ποσοστό κάλυψης 100% του Α’ στόχου μέχρι τη λήξη της έκδοσης, με την «καθολική ενεργοποίηση όλου του δυναμικού των καταστημάτων στην επίτευξη του στόχου», και με την επισήμανση ότι πρόκειται για «γεγονός αδιαπραγμάτευτο από πλευράς Διοίκησης». Έτσι, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της πρώτης εναγόμενης τράπεζας ή μη, αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων και σημειωμάτων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση των μετατρέψιμων ομολόγων καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτών, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις του προσωπικού της εναγομένης. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τούς είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάζουν» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Ενόψει δε της ανωτέρω, βάσει οργανωμένου σχεδίου, ακολουθούμενης πολιτικής με σκοπό μη μαζική προώθηση των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, όλοι οι ενάγοντες, προσεγγίστηκαν τηλεφωνικώς από τους προαναφερθέντες αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης, με τους οποίους έκαστος εξ αυτών συναλλασσόταν μέχρι τότε, με σκοπό την προσέλκυση των πρώτων και την πρόκληση της αποφάσεως να επενδύσουν στα επενδυτικά προϊόντα της Τράπεζας. Σημειώνεται ότι έκαστος των εναγόντων είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προεκτεθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης, με τον οποίο και συναλλάσσονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι υπάλληλοι αυτοί παρουσίασαν στους ανωτέρω ενάγοντες τα μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς προϊόν, ενημερώνοντάς τους συνοπτικά ότι αφενός δε θα τους επιβαλλόταν ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων τους, σε όσες περιπτώσεις υφίσταντο προθεσμιακές καταθέσεις, και αφετέρου ότι το νέο αυτό τραπεζικό προϊόν ήταν παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων αντί εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην πρώτη των εναγομένων συντηρητικό προφίλ των εναγόντων. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, προκειμένου να τους προσελκύσουν, τούς δήλωναν ότι και οι ίδιοι οι υπάλληλοι έχουν τοποθετήσει το κεφάλαιό τους στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, καθώς και ότι έπρεπε να λάβουν την απόφασή τους άμεσα, διότι η προσφορά είχε περιορισμένη χρονική ισχύ. Σημειωτέον δε ότι στο έντυπο της εναγόμενης με τίτλο «Ερωτήσεις και Απαντήσεις», που στάλθηκε για αυστηρά εσωτερική χρήση με σκοπό την ενημέρωση των υπαλλήλων του δικτύου περί ΜΑΕΚ υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων, στην υπ' αριθ. 21 ερώτηση «ΜΑΕΚ vs Κατάθεση» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6.50% (για τα πέντε πρώτα χρόνια) μία απόδοση του είναι ψηλότερη από την κατάθεση. Τα ΜΑΕΚ δυνατόν να εξασφαλίσουν στους κατόχους τους αρκετά ψηλότερες αποδόσεις εάν η τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο είναι ψηλότερη από την τιμή μετατροπής. Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει». Με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφές ότι διενεργείται σύγκριση των ΜΑΕΚ με τις καταθέσεις, με επιλεκτική πληροφόρηση προς τους πελάτες, και δη με επισήμανση μόνο των πλεονεκτημάτων των προϊόντων, χωρίς αναφορά στους κινδύνους, στη δυνατότητα της τράπεζας να δύναται κατά την κρίση της καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητά της, να επιλέξει να ακυρώσει την πληρωμή των τόκων, καθώς και την περίπτωση που συμβεί οποιοδήποτε γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου ή γεγονότος βιωσιμότητας, οπότε τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές. Έτσι, υπό τις οδηγίες της εναγομένης, οι υπάλληλοι αυτής αποσιώπησαν από τους ενάγοντες την πραγματική φύση και λειτουργία των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives) με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, και δη είτε του δευτεροβάθμιου κεφαλαίου της (Tier 2 - τα ΜΧ 2013/2018) είτε του πρωτοβάθμιου κεφαλαίου της (Tier 1 - τα ΜΑΚ και ΜΑΕΚ), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων, όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, ιδίως δε ως προς τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ, αυτά ήταν αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» - perpetual bonds) υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιό του, αλλά μόνο να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες στη δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγματεύσεως. Ιδίως δε οι ως άνω υπάλληλοι απέκρυψαν και δεν επισήμαναν στους ανωτέρω ενάγοντες τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς κατά την κρίση της εναγομένης ακύρωσης των τόκων, κατά την επένδυση σε ΜΑΚ, και, επιπλέον, αναφορικά με την επένδυση οι ΜΑΕΚ, της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των τελευταίων κατά σειρά επενδυτικών προϊόντων σε μετοχές της, δεδομένου ότι όλα τα ανωτέρω επενδυτικά προϊόντα σχεδιάστηκαν ως «μέσα απορροφήσεως ζημιών» της εναγόμενης τράπεζας, ιδίως δε τα ΜΑΚ και προεχόντως τα ΜΑΕΚ αποτέλεσαν προστατευτικό μέσο, το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής εκθέσεώς της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο προκλήσεως των οποίων ήταν αραιό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εναγόμενης τράπεζας, ήδη κατά το χρόνο σχεδιασμού, τόσο των ΜΧ 2013/2018 και των ΜΑΚ, όσο και των ΜΑΕΚ.

Έτσι, άπαντες οι ενάγοντες πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων της εναγόμενης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προεκτεθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, αφού τεχνηέντως δεν τους επισημάνθηκαν, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τούς προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους αγοράζοντάς το. Βέβαια, στην αίτηση για την αγορά των ΜΑΕΚ βρισκόταν προδιατυπωμένη η δήλωση έκαστου αιτούντος ότι έχει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσής του σε ΜΑΕΚ, ότι αποδέχεται τους όρους έκδοσης και αναγνωρίζει τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011, καθώς και ότι δεν του έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και την απόφασή του για υποβολή της αίτησης για εγγραφή. Ωστόσο, οι κατά περίπτωση τραπεζικοί υπάλληλοι δεν έθεσαν υπόψη των εναγόντων τα αναφερόμενα στην αίτηση Ενημερωτικά Δελτία, ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και που είναι αυτά διαθέσιμα, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή τους στις συνοπτικές και ολίγων σελίδων αιτήσεις συμμετοχής στα επίμαχα επενδυτικά προϊόντα, στις οποίες περιλαμβάνεται - σε «ψιλά» γράμματα η τυπική αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πράγματικότητα- παραδοχή ότι έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον τους κατανόησαν πλήρως, πράγμα εν πάση περιπτώσει εξαιρετικώς αμφίβολο, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι έλαβαν στην κατοχή τους και ανέγνωσαν τα εν λόγω Ενημερωτικά Δελτία ή πληροφορήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενό τους. Τούτο διότι αυτά ήταν πυκνογραμμένα σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα με σύνθετους νομικούς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία αποταμιευτή ή επενδυτή. Εξάλλου, ενόψει της εν γένει προσπάθειας για την προώθηση των επενδυτικών της προϊόντων, με την επιλεκτική πληροφόρηση, και με την παρότρυνση των εναγόντων να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε «επωφελέστερη» επένδυση, την οποία παραπλανητικώς συνέκριναν με την προθεσμιακή κατάθεση, κρίνεται ότι η εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, σαφώς παρέσχε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, επενδυτική υπηρεσία-συμβουλή, υπό τη μορφή συστάσεως στους πελάτες της, οι οποίοι φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στην προδιατυπωμένη αίτηση για την αγορά των ΜΑΕΚ. Άλλωστε, το γεγονός ότι η εναγομένη παρέσχε επενδυτική υπηρεσία υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχής συστάσεως) (υποδεικνύεται επιπρόσθετα από τις εκθέσεις των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών. Ειδικότερα, στην «Έκθεση Ειδικού Ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας κατά την προώθηση των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ, και στην οποία, αφού καταγράφεται η πρακτική των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τούς, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση, εφόσον με τα κεφάλαια αυτά θα ελάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω αξιόγραφων, διατυπώνεται το συμπέρασμα αναφορικά με αμφότερα τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (ΜΑΚ και ΜΑΕΚ) ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής υπό τη μορφή της συστάσεως, για την οποία παρουσιάστηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα για έκαστο συγκεκριμένο επενδυτή. Στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα καταλήγει και η από 13.9.2013 απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, σύμφωνα με την οποία, παρόλο που η εναγόμενη είχε δώσει ρητές οδηγίες στο μη πιστοποιημένο προσωπικό της, που επικοινωνούσε με τους πελάτες, να τους παραπέμπει στο Private Banking, δεν ήταν ξεκάθαρη σε αυτούς η διαχωριστική γραμμή της βασικής αντικειμενικής πληροφόρησης/ενημέρωσης και η παροχή της επενδυτικής συμβουλής. Ως εκ τούτου, ο τρόπος επικοινωνίας με τούς πιθανούς ενδιαφερομένους πελάτες/επενδυτές διαπιστώθηκε ότι δεν συνάδει με την έννοια της απλής ενημέρωσης από πλευράς των υπαλλήλων της τράπεζας. Λαμβανομένων δε υπόψη των περιστάσεων και του στόχου της εναγόμενης, που ήταν η διάθεση περίπλοκων χρηματοοικονομικών μέσων σε ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι δεν είχαν τις στοιχειώδεις γνώσεις για να αντιληφθούν τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των αξιογράφων, κρίθηκε όπ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επαφή της τράπεζας με τους πελάτες της για την προώθηση της διάθεσης των εν λόγω αξιογράφων εμπίπτει στις συνήθεις επαφές της τράπεζας με τους πελάτες της. Τέλος, σύμφωνα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τούς υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο που, ακόμα κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές. Ακόμη και αν στα έντυπα των «αιτήσεων αγοράς» των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περιγράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως, προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ.1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Ενόψει των ανωτέρω, η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστης. Ειδικότερα, δεν κατέβαλε πάσα δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές - καταναλωτές της παρεχομένης επενδυτικής υπηρεσίας, και με απατηλά μέσα οι ως άνω προστηθέντες της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας τραπεζικοί υπάλληλοι δολίως προκάλεσαν σε άπαντες τούς ενάγοντες, οι οποίοι ήταν συντηρητικοί πελάτες της Τράπεζας με προφίλ μέσου αποταμιευτή και επενδυτή, την απόφαση να επενδύσουν το εις χρήμα κεφάλαιό τούς στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιό τους επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει, περαιτέρω δε επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, με μόνο σκοπό τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης τράπεζας μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα και εν τέλει δια της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, όπως τελικώς συνέβη, κατά τα προεκτεθέντα, με συνέπεια οι τελευταίοι να υποστούν περιουσιακή ζημία, αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, η οποία προκλήθηκε σε αυτούς από την απώλεια του κεφαλαίου τους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες. Περαιτέρω, ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας Θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής: αναγκαίος όρος για την κατάφαση ευθύνης προς αποζημίωση αποτελεί, μεταξύ άλλων η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης (αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά) του δράστη και της επελθούοας ζημίας του θύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας συνιστούν (και δη σωρευτικώς) η παράβαση της εν τοις πράγμασι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών (εν προκειμένω υπό τη μορφή της συστάσεως - παράβαση άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281,288 ΑΚ), η παραβίαση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες και η αδικοπραξία (άρθρα 914 επ.), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, ενώ ζημία, όπως έχει ήδη επισημανθεί, συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η μετατροπή κεφαλαίου (μετρητών χρημάτων) των εναγόντων σε μετοχές, αλλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό εξήλθε της περιουσίας τους και αντ’ αυτού δεν εισήλθε ισοδύναμο ποιοτικώς μέγεθος, αλλά κάτι έτερο (aliud), ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου και, εν τέλει, μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, με συνέπεια η ζημία των ανωτέρω εναγόντων να θεωρείται επελθούσα, ακόμη και σε περίπτωση, καθ' ην δεν είχε χωρήσει μετατροπή σε τραπεζικές μετοχές. Μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νομίμων λόγων ευθύνης της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας και της ως άνω ζημίας των ως άνω εναγόντων υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι, εάν η εναγόμενη είχε παράσχει, ως οφείλει κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστεως, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ίδιους ως άνω ενάγοντες πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, τους κινδύνους της επενδύσεως στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την προπεριγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, οι ενάγοντες, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει στα προϊόντα αυτοί και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Πρέπει, ιδίως, να επισημανθεί ότι κατά το χρόνο εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ. (2011), το Ενημερωτικό Δελτίο των οποίων αναφέρεται εκτενώς - το πρώτον -σε «Γεγονός Βιωσιμότητας» και σε «Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου», τα οποία, εφ’ όσον επισυμβούν, οδηγούν υποχρεωτικώς σε μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία σαφώς γνώριζε την σημαντική επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της και τη δραματική υποβάθμιση της κεφαλαιακής της επάρκειας λόγω της υπερβολικής εκθέσεως αυτής σε Ο.Ε.Δ., γεγονός, το οποίο επιρρωνύει τη βασική παραδοχή ότι προεχόντως τα Μ.Α.Ε.Κ. σχεδιάσθηκαν ειδικώς προκειμένου να απορροφήσουν τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας από την υπερβολική έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. και να αναπληρώσουν τις απώλειες της σε πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Ζήτημα διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου (από την παρεμβολή του Κυπριακού Δημοσίου (δια της θέσεως σε ισχύ του ως άνω Νόμου) και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (δια της εκδόσεως των προαναφερομένων Διαταγμάτων) δεν τίθεται, αφ’ ενός διότι η ζημία των κατόχων των ΜΑΕΚ είχε ήδη επέλθει με την αγορά των επιδίκων τριών επενδυτικών προϊόντων σε προγενέστερο χρόνο, αφ’ ετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω νομοθετικές παρεμβάσεις απλώς υλοποιήθηκαν οι όροι του αφορώντας στα ΜΑΕΚ Ενημερωτικού Δελτίου, όπως αυτοί παρατίθενται αναλυτικώς ανωτέρω στο σκεπτικό (ίδ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνη, Η διάθεση στην Ελλάδα “Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» [ΜΑΕΚ], ως καινοφανών ομολόγων ομολογιακού δανείου αλλοδαπής τράπεζας, εις ΔΕΕ 2018 21 επ.), δηλαδή δεν πρόκειται περί επελεύσεως άλλου εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, ανεξάρτητου προς την αρχική αδικοπραξία, εντελώς ασχέτου προς το γεγονός, το οποίο ήταν πρόσφορο να επιφέρει και θα επέφερε το βλαπτικό αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εν τέλει δεν επήλθε λόγω του πράγματι επελθόντος εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, με συνέπεια τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου (ίδ. σχετ. ΑΠ 1083/2022 ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1479/2013). Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγόμενης προκάλεσε την κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1083/2022, 1182/2021, ΕφΑΘ 480/2023). Περαιτέρω, και ως προς την επικουρικά προβαλλόμενη από την εναγόμενη ένσταση συντρέχοντας πταίσματος των εναγόντων, ως προς την πρόκληση και την έκταση της ζημίας τους (άρθρ. 300 ΑΚ) διότι αφενός δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, δεν ανέγνωσαν τα ενημερωτικά έγγραφα και δεν ζήτησαν περαιτέρω διευκρινίσεις για την ακριβή φύση και τους κινδύνους των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων και αφετέρου διότι δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τα χρεόγραφά τους στη χρηματιστηριακή αγορά μετά τη λήψη των σχετικών ενημερώσεων (statements), ακολούθως δε να εισπράξουν το τίμημα της πωλήσεως, περιορίζοντας τη ζημία τους, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τούτο διότι υπό τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες συνθήκες προσεγγίσεως και καταπείσεως των εναγόντων με απατηλά μέσα να προβούν στις επίδικες επενδύσεις δεν νοείται συνδρομή συντρέχοντας πταίσματος αυτών (πολλώ δε μάλλον δεν τίθεται ζήτημα ετοιμότητας τους να προβούν σε χρηματιστηριακή πώληση των ομολόγων τους καθ’ ο χρόνο εισπράπουν τόκους με κανονικούς ρυθμούς), αφ' ετέρου δε μετά την ακύρωση των τόκων κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 η σημαντική πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των εν λόγω προϊόντων και εν τέλει ο μηδενισμός της (μετά την υποχρεωτική μετατροπή αυτών σε μετοχές μηδενικής πραγματικής αξίας) καθιστούν κάθε απόπειρα πωλήσεως αυτών στη χρηματιστηριακή αγορά άνευ αντικειμένου. Άλλωστε, οι εδώ ενάγοντες, ως μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές - επενδυτές, δεν είχαν ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις και, εν πάση περιπτώσει, δεν διέθεταν ειδικούς νομικούς και χρηματιστηριακούς συμβούλους (όπως εθεωρείτο αναγκαίο, κατά τα άνω αναφερόμενα στα σχετικά Ενημερωτικά Δελτία), ώστε να λαμβάνουν συνεχώς νομική και χρηματοοικονομική ενημέρωση για την εξέλιξη της επενδύσεως τούς και να αντιλαμβάνονται πλήρως και επαρκώς τις μεταβολές των χρηματιστηριακών δεικτών, για το λόγο δε αυτό μόνη η προς αυτούς αποστολή από την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία έγγραφων ενημερώσεων (statements) για τις αποδόσεις των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων σε τακτά χρονικά διαστήματα δεν αρκεί προς απόδειξη της πλήρους γνώσεως αυτών περί τη φύση, τη λειτουργία και τούς κινδύνους των προϊόντων αυτών, αλλά μόνο περί το χαρακτήρα τούς ως επενδύσεων (τον οποίο οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν, καθ’ όσον δεν ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω προϊόντα ήσαν προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά προϊόντα ομοιάζοντα προς προθεσμιακές καταθέσεις, προς τις οποίες και συγκρίθηκαν από τους κατά περίπτωση αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους, κατά τα αναλυτικούς εκτιθέμενα ανωτέρω), τις οποίες όμως ευλόγως θεωρούσαν ασφαλείς και χωρίς κίνδυνο για το επενδυόμενο κεφάλαιό τους. Το αυτό ισχύει και για τις ενημερωτικές επιστολές της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας προς αυτούς, διότι η αποστολή των εν λόγω εγγράφων καλύπτει μεν τύποις τη γενική υποχρέωση ενημερώσεως των υποψηφίων επενδυτών (με χρήση συνθέτων και μη ευχερώς κατανοητών από τον μέσο μη «επαγγελματία» επενδυτή τεχνικών νομικών χρηματοοικονομικών όρων), δεν αποδεικνύει όμως πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσεως και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και - προεχόντως - των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους στερουμένους ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων ενάγοντες, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των τελευταίων με τους κατά περίπτωση αρμοδίους υπαλλήλους (οι οποίοι και είχαν την πρωτοβουλία της προσεγγίσεως των υποψηφίων επενδυτών είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής) επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρεσχέθηοαν σαφείς διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια του επενδυομένου κεφαλαίου και την καταγραφή υψηλών αποδόσεων τόκου. Από τα ίδια προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για την ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες αφού η οικονομική της κατάρρευση οφειλόταν σε απρόβλεπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών που την οδήγησαν στο στάδιο της εξυγίανσης καθώς και σε ανώτερη βία, αφού οδηγήθηκε στην κατάσταση αυτή από πταίσμα των οργάνων που τη διοικούσαν και σε κακό σχεδίασμά για μελλοντικές κινήσεις που θα οδηγούσαν στην περαιτέρω οικονομική της ανόρθωση.

Μετά ταύτα, από την ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας οι ανωτέρω ενάγοντες υπέστησαν περιουσιακή ζημία, που συνίσταται στο ποσό που έκαστος εξ αυτών και έβαλε ως τίμημα για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, και ανέρχεται ειδικότερα: 1) για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 50.000 ευρώ, 2) για τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των 47.224 ευρώ, 3) για τον τρίτο ενάγοντα στο ποσόν των 40.000 ευρώ, 4) για την τέταρτη ενάγουσα στο ποσό των 50.000 ευρώ). Περαιτέρω, από την εις βάρος τούς τελεσθείσα αδικοπραξία και την ανωτέρω ζημία, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός του πταίσματος του υποχρέου, το είδος και οι συνέπειες της προσβολής, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας, να αναγνωριστεί ότι πρέπει να επιδικαστούν σε καθένα τα εξής ποσά: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.500 ευρώ, β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.000,00 ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.500 ευρώ, δ) στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 4.500 ευρώ.

Μετά από όλα τα παραπάνω η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και ως ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στους ενάγοντες τα παρακάτω ποσά: 1) Στον πρώτο ενάγοντα το ποσόν των 54.500 ευρώ, 2) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσόν των 51.224 ευρώ, 3) στον τρίτο ενάγοντα το ποσόν των 43.500 ευρώ και 4) στην τέταρτη ενάγουσα το ποσόν των 54.500 ευρώ και μάλιστα νομιμοτόκως από την επίδοση της από 30-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης ././30-4-2014 αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης ανάλογα με το μέγεθος της ήττας της (άρθρο 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 63 παρ.1 (ί) α΄, 68 παρ.1 Ν 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει: 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (54.500) ευρώ, 2) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των πενήντα ενός χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων (51.224) ευρώ 3) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων (43.500) ευρώ, 4) στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (54.500) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 30-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης ./30-4-2014 αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 1700 ευρώ, για τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των 1600 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα στο ποσό των 1350 ευρώ και για την τέταρτη ενάγουσα στο ποσό των 1700 ευρώ.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, την 12η Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.