ΜΠρΑθ 259/2020
Προστασία καταναλωτή - Αδικοπρακτική ευθύνη ΕΠΕΥ - Παροχή επενδυτικών συμβουλών - Προσωρινή εκτελεστότητα - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.
Αδικοπρακτική ευθύνη ΕΠΕΥ λόγω παραβάσεως των προβλεπόμενων στον Κανονισμό Δεοντολογίας ΕΠΕΥ αρχών. Υποχρέωση παρανομούσας τράπεζας σε αποζημίωση. Ευθύνη λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Υποχρεώσεις προμηθευτή. Αίτημα για κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής που ασκείται το πρώτον με τις προτάσεις. Παρεπόμενο δικονομικό ζήτημα ου μπορεί να συμπληρωθεί μεταγενέστερα. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην έκταση της ζημίας του. Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Επένδυση σε ομόλογα. Αθέτηση εκ μέρους της τράπεζας του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίηση του ενάγοντος πελάτη της σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου του. Πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων της τράπεζας και παράβαση Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Επιδίκαση αποζημίωσης και εύλογου ποσού χρηματικής ικανοποίησης για τη ηθική βλάβη του ενάγοντος.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 259/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Σιαχάμη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Παναγιώτα Στρατικοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος : ..., κατοίκου Παπάγου Αττικής, οδός ..., έχοντος ΑΦΜ ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μαρκουλάκο (ΑΜ/ΔΣΑ 29936).
Των εναγομένων : 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», νομίμως εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου, αριθμός 40 και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», νομίμως εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρνεάδου, αριθμός 25-29, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ανώνυμης εταιρίας με την «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», αμφότερες οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανελλιά (ΑΜ/ΔΣΑ 11528).
Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 15.3.2013 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2013 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2013 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 17.3.2016, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, εγγραφομένη κάθε φορά στο οικείο πινάκιο.
Κατά την δημόσια συζήτηση της υπόθεσης παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτικη ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και. ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας.
Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ' εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013).
Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε,Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/6.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007). ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή «Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.»... Τρίτη αρχή: «Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.». Τέταρτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.» ... Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς». Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις (, γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή. τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προ υφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε προμηθευτή» -και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως -με τελολογική ερμηνεία τους -αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του «προμηθευτή», συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
Ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, ιατρός, ιστορεί ότι διατηρούσε με την πρώτη των εναγομένων πολύχρονη σχέση συνεργασίας με αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης. Ότι, περαιτέρω, κατόπιν προτροπών υπαλλήλων της πρώτης των εναγομένων, και επιθυμώντας ο ίδιος (ενάγων) να επενδύσει συντηρητικά τα χρήματα του σε χρηματοοικονομικά προϊόντα εξασφαλισμένου κεφαλαίου - αποδόσεων, σύναψε με αμφότερες τις εναγόμενες, οι οποίες αποτελούσαν το εξειδικευμένο τμήμα «ALPHA PRIVATE BANKING)), την από 18.6.2003 σύμβαση περιορισμένης εντολής, με αντικείμενο την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του, σύμφωνα με τις εντολές του και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από την πλευρά των εναγομένων. Ότι, τόσο πριν την υπογραφή της ανωτέρω σύμβασης, όσο και κατά την υπογραφή της κατέστησε σαφές στους αρμοδίους υπαλλήλους των εναγομένων ότι επιθυμεί το αρχικό του κεφάλαιο να μην υπόκειται σε κινδύνους και να έχει ένα σταθερό εξασφαλισμένο εισόδημα. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενες, στις 16.10.2007, αγόρασαν για λογαριασμό του τον ομολογιακό τίτλο με την ονομασία «Aspis Finance PLC», στο οποίο τοποθέτησαν το ποσό των 63.485,10 ευρώ. Ότι, περί τα μέσα του έτους 2008, διαπιστώνοντας ότι η αξία του χαρτοφυλακίου του μειώνεται, απέστειλε επιστολές στις εναγόμενες εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκεια του για τον τρόπο που οι προστηθέντες υπάλληλοι των τελευταίων διαχειρίζονται τα χρήματα του. Ότι, οι εναγόμενες του απάντησαν ότι ενήργησαν, κατόπιν διεξοδικής ενημέρωσης του για τις ενέργειες τους και ότι επρόκειτο για μια απολύτως ασφαλή επένδυση και ότι κατά την ημερομηνία λήξης του ομολόγου ή την ημερομηνία ανάκλησης του, θα του επιστραφεί η αξία του στο 100% της ονομαστικής του αξίας. Ότι, ωστόσο, οι ως άνω διαβεβαιώσεις των εναγομένων δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθώς ο επίμαχος τίτλος ήταν εντελώς επισφαλής και εξαιρετικά ριψοκίνδυνος, δεδομένου ότι είχε εκδοθεί από μια θυγατρική εταιρία της τραπεζικής εταιρίας Τ BANK (πρώην ASPIS BANK), την Aspis Finance PLC, η οποία ιδρύθηκε το Νοέμβριο του έτους 2004, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και κεφάλαιο 50.000,00 ευρώ και είχε ως αποκλειστικό - ειδικό σκοπό την έκδοση του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης, προκειμένου να ενισχύσει την κεφαλαιακή επάρκεια της τραπεζικής εταιρίας ASPIS BANK, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας. Ότι, οι εναγόμενες, αν και γνώριζαν ως εκ της θέσης τους, το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης, αφού η πρώτη εξ αυτών, από κοινού με την τραπεζική εταιρία ABN AMRO Bank N.V. - είχε αναλάβει - ως ανάδοχος - την υποχρέωση διάθεσης των εν λόγω ομολόγων στο επενδυτικό κοινό έναντι προμήθειας, υπαιτίως δεν του παρείχαν (στον ενάγοντα) εξειδικευμένες, σαφείς, ορθές και πλήρεις συμβουλές σχετικά με την ανωτέρω επιχειρηθείσα για λογαριασμό του επένδυση αλλά αντιθέτως του προώθησαν τον ανωτέρω ομολογιακό τίτλο, ο οποίος ήταν παντελώς ασύμβατος με το επενδυτικό του προφίλ, παραβιάζοντας τον νόμο του καταναλωτή, τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με αποτέλεσμα να υποστεί περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο ποσό της επένδυσης που απώλεσαν, καθώς και μη περιουσιακή ζημία, λόγω της διάψευσης της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ αυτού (ενάγοντος) και των εναγομένων. Ότι, τέλος, με επιστολή που του απέστειλαν οι εναγόμενες, ενημερώθηκε (ο ενάγων) ότι ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ως άνω ομολόγου τραπεζικής εταιρίας Τ BANK και ότι ως εκ τούτου, οι όποιες αξιώσεις του εκ του ως άνω ομολόγου θα έπρεπε να αναζητηθούν από την υπό εκκαθάριση τραπεζική εταιρία, το οποίο συνεπαγόταν ότι η ικανοποίηση της απαίτησης του για απόδοση του κεφαλαίου που είχε επενδύσει στο ως άνω ομόλογο είχε καταστεί ανέφικτη. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος κυρίως αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, λόγω της υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων τους, που απέρρεαν από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών - συμβουλευτικών υπηρεσιών που είχαν συνάψει (διάδικοι) και από τον Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ και επικουρικά αδικοπρακτική ευθύνη λόγω της παραβίασης του νόμου για την προστασία του καταναλωτή και όλως επικουρικά, ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων από την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από μέρους των εναγομένων, λόγω της μη παροχής με αντικειμενικό τρόπο των απαραίτητων εξηγήσεων και συμβουλών, κατ' άρθρο 729 ΑΚ, και κατόπιν παραδεκτής συμπλήρωσης της αγωγής με τις έγγραφες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρσν η κάθε μια, να του καταβάλουν το ποσό των 63.485,10 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Περαιτέρω, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου καθ' ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου (7, 9, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία [άρθρα 209 επ. ΚΠολΔ, ως οι επιμέρους διατάξεις του οικείου δεύτερου βιβλίου του εν λόγω Κώδικα, που συναρτώνται με τη διαδικασία στο ακροατήριο και την προθεσμία άσκησης παρέμβασης, προσεπίκλησης, ανακοίνωσης δίκης και ανταγωγής (δηλαδή με τα νέα άρθρα 237 και 238), ίσχυαν πριν από την κατά περίπτωση τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.07.2015), καθώς το προκείμενο εισαγωγικό δικόγραφο έχει κατατεθεί την 1.4.2013, ήτοι πριν το χρόνο έναρξης εφαρμογής σχετικώς του συγκεκριμένου νόμου, την 01.01.2016, και δεν καταλαμβάνεται κατά τα ανωτέρω από την ισχύ του]. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στην ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 334, 341, 346, 361, 480, 481, 713, 714, 718, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 174, 907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ, 2 παρ.Ια, 2στ, 6, 3 παρ.1, 7, 13, 16, 17 παρ. 1, 5, 22 του Ν.2396/1996 «Επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άυλες μετοχές», που εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την κατάργηση του από το Ν. 3606/2007 σε πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νεότερου αυτού νόμου την 1.11.20107 ( άρθρα 71 και 85 Ν.3606/2007), ΠΔΤΕ 250/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» και 1 παρ. 3, 4, 8 παρ. 1, 2 εδ.β, 4 Ν.2251/1994. Σημειώνεται ότι νομίμως ο ενάγων αιτείται το πρώτον με τις προτάσεις του την κήρυξη της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, αφού πρόκειται για παρεπόμενο δικονομικό αίτημα, που μπορεί να συμπληρωθεί μεταγενέστερα, κατ' άρθρο 224 εδ.β ΚΠολΔ (βλ. Νικολόπουλο σε Κεραμέα -Κονδύλη - Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II [2000], άρθρο 907, σελ.1721 με την εκεί παραπομπή σε νομολογία). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ' αριθμ. ... e-παράβολο, το οποίο καταβλήθηκε ηλεκτρονικά, όπως προκύπτει από το συνημμένο σ' αυτό παραστατικό πληρωμής του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος).
Οι εναγόμενες με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και επικουρικά ισχυρίζονται ότι: α) από το ποσό που τυχόν επιδικαστεί στον ενάγοντα ως αποζημίωση πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των τοκομεριδίων του ομολόγου τους, το οποίο ανέρχεται συνολικά σε 10.311,78 ευρώ, το οποίο αυτός εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2007 έως και τον Νοέμβριο του έτους 2011. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 298 εδ. α του ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού κέρδους - ζημίας, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί αληθινή η λήψη του εν λόγω συνολικού ποσού, οι αποδόσεις δεν συνιστούν κέρδος του ενάγοντος από τη ζημιά του, αλλά απορρέουν από τη σύμβαση που αυτός κατήρτισε με τις εκδότρια του ομολόγου και προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Ειδικότερα, τα τοκομερίδια που τυχόν έλαβε ο ενάγων αποτελούν μεν κέρδος του από την κατοχή των τίτλων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου στην εκδότρια εταιρεία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας σε αυτόν τους συμφωνηθέντες τόκους (ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΝΟΜΟΣ), β) Ότι, ο ενάγων δεν προέβη εγκαίρως στην ρευστοποίηση του, με αποτέλεσμα να έχει συντελέσει και με δικό του πταίσμα στην επέλευση στην επέλευση της οποίας ζημίας κριθεί ότι αυτός έχει υποστεί. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην έκταση της ζημίας του, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 εδ. β του ΑΚ και 6 παρ. 11 του Ν. 2251/1994, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα ανταπόδειξης, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, την υπ' αριθμ. ./17.4.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, την οποία με επίκληση προσκομίζει ο ενάγων και η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων πριν από τουλάχιστον 2 εργάσιμες μέρες (άρθρα 421, 422ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, αφού προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α87/23-7-2015, έναρξη ισχύος 1-1-2016, βλ. τις υπ' αριθμ. .../12.4.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών ...), από όλα τα έγγραφα που νόμιμα, μετ' επίκληση, προσκομίζουν οι διάδικοι, καθιστάμενα, ωσαύτως από την προσκομιδή τους κοινά για όλους (346 ΚΠολΔ), ορισμένα από τα οποία παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη αποτελεί ανώνυμη τραπεζική εταιρία και διατηρεί υποκαταστήματα σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων στην Καρδίτσα και στο Βόλο, η δεύτερη εναγομένη τυγχάνει καθολική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της, θυγατρικής της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Ο δε ενάγων, ιατρός, συνεργαζόταν με το υποκατάστημα της πρώτης των εναγομένων από το την 25η.2.1998, διατηρώντας καταθετικούς λογαριασμούς και ήδη από την 18η.6.2003 τυγχάνει πελάτης του τμήματος ιδιωτικής τραπεζικής (private banking), που παρείχε τη δυνατότητα υψηλότερου επιτοκίου στις καταθέσεις από ό,τι τα λοιπά υποκαταστήματα της πρώτης των εναγομένων και ως αποστολή είχε την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και συμβουλών σε συγκεκριμένους πελάτες. Ειδικότερα, περί τα μέσα του έτους 2003, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης στο υποκατάστημα της στην Καρδίτσα, προσέγγισαν τον ενάγοντα, προκειμένου να του προωθήσουν επενδυτικές υπηρεσίες, μέσω του τμήματος ALPHA PRIVATE BANK, το οποίο είχαν συστήσει οι εναγόμενες και το οποίο λειτουργούσε στο υποκατάστημα της πρώτης των εναγομένων στον Βόλο Ν. Μαγνησίας. Πράγματι, ο ενάγων απευθύνθηκε στο τμήμα PRIVATE BANK του Βόλου, όπου διευθύντρια ήταν η …. Η ανωτέρω υπάλληλος των εναγομένων διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι το κεφάλαιο του θα ήταν ασφαλώς τοποθετημένο, με μηδενικό ρίσκο, ότι θα είχε ένα σταθερό εισόδημα από τους τόκους και ότι οι υπάλληλοι του εν λόγω τμήματος των εναγομένων θα μεριμνούσαν γι' αυτό. Με βάση τις ως άνω διαβεβαιώσεις, μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», αφενός, εκπροσωπουμένων από την ..., και του ενάγοντος και της μη διαδίκου συζύγου του, ..., (επενδυτές) αφετέρου, συνήφθη στο κείμενο επί της οδού …, στην πόλη του Βόλου Ν. Μαγνησίας, υποκατάστημα της πρώτης εξ' αυτών, η υπ' αριθμ. ./18.6.2003 σύμβαση περιορισμένης εντολής, Σύμφωνα δε το άρθρο 2.1 της εν λόγω σύμβασης, οι εναγόμενες ανέλαβαν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των επενδυτών (ενάγοντος και της συζύγου του) σύμφωνα με τις εντολές που λάμβαναν από τους τελευταίους επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 [ήτοι κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τίτλοι της χρηματαγοράς, τίτλοι προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps), δικαιώματα προαιρέσεως (options) για την αγορά ή πώληση οποιουδήποτε από τους ανωτέρω τίτλους, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, ιδίως δικαιώματα προαιρέσεως (options) επί συναλλάγματος και επιτοκίων], όπως επίσης και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών μετά από εντολή των επενδυτών. Παράρτημα της εν λόγω σύμβασης ήταν ένα ερωτηματολόγιο για το επενδυτικό προφίλ του πελάτη. Κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου προέκυψε για τον ενάγοντα και την σύζυγο του μικτό προφίλ, σύμφωνα με το οποίο οι τελευταίοι στόχευαν μέσω ισορροπημένης επενδυτικής κατανομής σε ομόλογα και μετοχές, τόσο σε επίτευξη εισοδήματος από τοκομερίδια, όσο και σε κεφαλαιακή υπεραξία μεσοπρόθεσμα, αποδεχόμενοι μια πιθανή διακύμανση του κεφαλαίου. Περαιτέρω, στην εν λόγω σύμβαση έχει προσαρτηθεί και το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β υπό τον τίτλο «ΑΜΟΙΒΗ», όπου αποδεικνύεται ότι ως ετήσια αμοιβή διαχειρίσεως, μεταξύ άλλων, ομολόγων, συμφωνείται ποσοστό 0,15% συν ΦΠΑ, αναφέρεται ρητά δε ότι η παραπάνω αμοιβή, συρρέει σωρευτικά με άλλες τυχόν αμοιβές που δικαιούνται οι Εταιρίες ή και οι τρίτοι από τον Επενδυτή για την παροχή και άλλων επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ενδεικτικά αναφέρονται οι αμοιβές των Εταιριών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες λήψεως και διαβιβάσεως παραγγελιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή στο Χρηματιστήριο Παραγώγων Αθηνών κ.τλ. Συνεπώς, αποδεικνύεται, τα μέρη είχαν συμφωνήσει ρητώς στην καταβολή αμοιβής στις εναγόμενες από τον ενάγοντα. Σε κάθε δε περίπτωση ακόμα και αν τα μέρη δεν είχαν συμφωνήσει σε αμοιβή των εναγομένων για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον ενάγοντα, ουδεμία έννομη επιρροή θα ασκούσε εν προκειμένω, και δεν θα συνεπάγετο ανυπαρξία συνεργασίας μεταξύ τους, διότι οικονομικό όφελος αυτών δεν αποτελεί μόνον η αμοιβή, αλλά και η δια της παροχής των υπηρεσιών της, ενίσχυση της συνεργασίας της με τον ενάγοντα (ΑΠ 335/2010). Από τα ανωτέρω, το: Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη σύμβαση-παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών και όχι εκτέλεσης απλώς από τις εναγόμενες των εντολών του ενάγοντος για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ενάγων, μετά από απλή ενημέρωση εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων. Εξάλλου, στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης ο ενάγων, την 16η. 10.2007, προέβη στην αγορά ομολόγου έκδοσης της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC LDN», με κωδικό τίτλου XS..., λήξης την 10.02.2015, με valeur την 16.11.2005, ονομαστικής αξίας 63.000 ευρώ, με καθ. τιμή 100,77000079 και τιμή διακανονισμού 64.153,66 ευρώ, με ονομαστικό επιτόκιο EURIBOR τριμήνου +1,35% και πιστωτική διαβάθμιση Β. Για την εν λόγω αγορά εκδόθηκε το με ημερομηνία 18.8.2008 έγγραφο με τίτλο «Αποδεικτικό δευτερογενούς αγοράς», το οποίο περιείχε αποκλειστικά και μόνο τα ανωτέρω στοιχεία αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου. Κατά, δε, τη λειτουργία της ανωτέρω σύμβασης και πριν την ανωτέρω αγορά του επιδίκου ομολόγου αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατόπιν συμβουλών των προστηθέντων των εναγομένων, είχε επενδύσει και σε έτερα ομόλογα, διαφόρων εκδοτών, όπως ALPHA CREDIT GROUP PLC, NBG FINANCE, EGNATIA FINANCE, ABG FINANCE, EMPORIKI GROUP FINANCE, PIRAEUS GROUP FIN, MARFIN POPULAR BK PUBLIC, CYPRUS POPULAR BANK (βλ. σχετικά την αναλυτική κατάσταση κινήσεων αξιόγραφων). Εξάλλου, ο ενάγων, τον Απρίλιο του έτους 2008, απέστειλε στην …, διευθύντρια του Alpha Private Bank Βόλου, επιστολή, διαμαρτυρόμενος για την τοποθέτηση ενός εξαιρετικά μεγάλου τμήματος του συνολικού κεφαλαίου του, ποσοστού 71% -76%, σε ένα συγκεκριμένο ομόλογο, διάφορο του επιδίκου, ήτοι το ALPHA GROUP JERSEY LTD, με χρόνο λήξης το 2049. Ακολούθησε δε ανταλλαγή επιστολών με τις εναγόμενες, με κύριο θέμα πάντα την αγορά του ανωτέρω ομολόγου και μόνο, ενώ στις 18.11.2008, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, η ως άνω σύμβαση μεταφέρθηκε από το Alpha Private Bank Βόλου στο Alpha Private Bank Αθήνας (Κέντρο Μερλιν) και έλαβε αριθμό Ζ.... Περαιτέρω, ο ενάγων, η σύζυγος του, ... και τα τέκνα του ..., υπέγραψαν την από υπ' αριθμ. .../16.7.2009 βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Την 1.3.2010, ο ενάγων, με επιστολή του προς τη Τράπεζα, δήλωσε ότι έχει ελέγξει όλες τις χρεοπιστώσεις στα πλαίσια λειτουργίας της υπ' αριθμ. Ζ... σύμβασης και αναγνώρισε ανεπιφύλακτα όλες τις κινήσεις του λογαριασμού αυτού, ζήτησε δε να μεταφερθεί το σύνολο του χαρτοφυλακίου του στην .../16.7.2009 βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Εξάλλου, αναφορικά με το επίδικο ομόλογο, αποδείχθηκε ότι αυτό είχε εκδοθεί στις 10/2/2005, με την εγγύηση της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK ΑΕ» (μετέπειτα «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ») από τη θυγατρική αυτής "ASPIS FINANCE PLC", η οποία είχε συσταθεί, μόνον, προς το σκοπό έκδοσης του ομολόγου. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ. Το ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ το τοκομερίδιο του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο με βάση το τρίμηνο επιτόκιο Euribor συν περιθώριο 1,35% μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2010 και ύστερα, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1,30%. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH ήταν ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε αναγράφονται στο προαναφερόμενο «Αποδεικτικό δευτερογενούς αγοράς», το οποίο ήταν και το μόνο έγγραφο που παραδόθηκε στον ενάγοντα. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το ομόλογο είχε καθοδική πορεία και υπήρξε υποβάθμιση του από ΒΒ κατά την έκδοση του, σε Β, στις 3/11/2008, σε CCC+ στις 29/7/2009, σε CCC στις 3/11/2009 και σε C στις 22/12/2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Επίσης, σύμφωνα με το Ενημερωτικό Δελτίο 2006 της ASPIS BANK εγγυήτριας του ομολόγου, η Τράπεζα, το Δεκέμβριο του έτους 2005, είχε λάβει από το διεθνή οίκο αξιολόγησης FITCH τις εξής διαβαθμίσεις: Μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -ΒΒ+, Βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -Β, χρηματοοικονομική θέση -C/D. Σύμφωνα με τους ορισμούς του ίδιου οίκου, με ημερομηνία δημοσίευσης ορισμών τον 12/2014, η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της ASPIS BANK, ως ΒΒ, υποδεικνύει ότι υπήρχε αυξημένος κίνδυνος να διακόψει πληρωμές, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα δυσμενών οικονομικών αλλαγών ή μεταβολών της αγοράς. Η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση, ως Β υποδεικνύει κερδοσκοπικού χαρακτήρα πιστοληπτική ικανότητα και μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και αυξημένη ευπάθεια σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Τέλος, η αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης της τράπεζας, ως C/D, υπεδείκνυε ότι επρόκειτο για μια τράπεζα με μία ή και περισσότερες προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης. Η αξιολόγηση αυτή υπεδείκνυε, επιπλέον, ανησυχίες σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση και το περιβάλλον λειτουργίας της ή τις προοπτικές της. Εξάλλου, στην αρχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος για την έκδοση του εν λόγω ομολογιακού δανείου, αναφέρεται ότι η έκδοση είναι με την «αμετάκλητη εγγύηση» της ASPIS BANK και διευκρινίζεται ότι η εγγύηση αυτή αναφέρεται στην μειωμένης διασφάλισης εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK, δηλαδή μετά τους πιστωτές της εγγυήτριας με διασφάλιση και μετά τους λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες ομολογίες. Σε περίπτωση δηλ. πτώχευσης, εκκαθάρισης κλπ. η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της ASPIS FINANCE. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο ενάγων λάμβανε μηνιαίως από τις εναγόμενες, υπό τον κοινό τίτλο "ALPHA PRIVATE BANK", τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση της, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του τηρουμένου επενδυτικού λογαριασμού και οι τόκοι. Ακολούθως, με την από 28/12/2011 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τον ενάγοντα ενημέρωσε αυτόν, ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 25/1/17-12-2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ- BANK ΑΤΕ» (πρώην ASPIS BANK), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων του από το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι 10/2/2012. Επίσης, με βάση την με αρ. 26/17-12-2011 (ΦΕΚ Β 2856/17-12-2011) απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ", το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ - BANK ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενο στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα με την από 11/10/2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως, σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα, δια των εκκαθαριστών της δηλώνει ότι λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής, όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Ενόψει του γεγονότος ότι βάσει της υπ' αριθμ. 26/1/17-12-2011 απόφασης, άρθρο 2, στοιχ. Β', στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ASPIS BANK από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της ASPIS FINANCE PLC, για κεφάλαιο ύψους 50 εκατ. ευρώ, αλλά και του ότι από την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από 11/10/2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας, προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, πλήρως καταδεικνύεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του ομολόγου, ο ενάγων υπέστη ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό 64.153,66 ευρώ, που διέθεσε για την αγορά του, η οποία έχει συντελεστεί και άρα είναι παρούσα, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων ότι επίκειται η απόληψη των χρημάτων του ενάγοντος από τη διαδικασία αναγγελίας αυτών στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης της Τ - BANK. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων, κατά τον χρόνο σύναψης των ως άνω συμβάσεων εξακολουθούσε να υποβάλλεται στους ίδιους εκτεταμένους περιορισμούς, οι οποίοι στην ηλικία του και ανάλογα του μορφωτικού επιπέδου που έχει, αποτελούν πλέον σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους. Οι περιορισμοί αυτοί αναγόμενοι στο επίπεδο της εκπαίδευσης του ενάγοντος και στο περιεχόμενο των εμπειριών του, προκαλούν στην συγκεκριμένη περίπτωση την εκ μέρους του τελευταίου αναμενόμενη εκδήλωση της αδυναμίας αυτού, να αντιληφθεί την ιδιότητα του ομολόγου και την βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στον ενάγοντα το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει προφορικώς να του αναπτύξουν τις δυσνόητες για τον μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού, και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης, που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, είναι βέβαιο ότι αυτός θα είχε αρνηθεί να επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, προεχόντως διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, ώστε να ελέγξει, την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα λόγο, ο ενάγων θα είχε απορρίψει την επένδυση αυτή σε περίπτωση που είχε πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι οι εναγόμενες δεν αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των ιδίων σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στην συγκεκριμένη συμβατική σχέση η αντισυμβαλλόμενη - εκδότρια ήταν μία εταιρία εδρεύουσα στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι εναγόμενες παρέλειψαν, όπως είχαν υποχρέωση, να ενημερώσουν σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξαν να επιχειρήσουν, με συνέπεια ο ενάγων να μην έχει κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδεόταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους του. Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του ενάγοντος, συνισταμένη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του ενάγοντος - πελάτη τους, σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου του, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις εναγόμενες σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών της, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους από την συναφθείσα σύμβαση, κατά τα εκτιθέμενα και στην νομική σκέψη της παρούσας.
Επιπροσθέτως, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά, ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος ΚΔΕΠΕΥ ΥΑ 12263/1997, δυνάμει των διατάξεων του οποίου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μίας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων, όπως αναλύονται εκτενώς στα διαλαμβανόμενα της παραπάνω νομικής σκέψης. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται κι από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Κεφ. Β' αριθμ. 4 περ. γ' της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας αρ. 2501/200 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α' 277) «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (π.χ. συμφωνίες πώλησης με επαναγορά) και λοιπών αξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από καταθέσεις είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», ενώ σύμφωνα με το Κεφ. Γ της ίδιας Πράξης αρ. 1 ατοιχ. γ και δ. «Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσομένους πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά την σύναψη της. Χορηγούν στους πελάτες τους παραστατικά συναλλαγών, καθώς και ανάλυση των καταβολών που πραγματοποιούν οι συναλλασσόμενοι σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από τόκους, προμήθειες, εφάπαξ έξοδα και φόρους - τέλη. Η ανάλυση αυτή παρέχεται το αργότερο με την επόμενη της συναλλαγής περιοδική ενημέρωση». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου για την πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων, ενισχύεται κι από το γεγονός ότι, καίτοι οι εναγόμενες όφειλαν, συμμορφούμενες προς τις αναληφθείσες συμβατικές τους υποχρεώσεις, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, να προσκομίσουν στον ενάγοντα το προμνησθέν ενημερωτικό σημείωμα εκδότη, προκειμένου να ενημερωθεί πλήρως κι εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο απαραιτήτως από τους έχοντες εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και σχετική εμπειρία υπαλλήλους αυτών, όχι, μόνον, παρέλειψαν να το κάνουν, αλλά, το πρώτον, ενημέρωσαν τον ενάγοντα για την εκδότρια και την εγγυήτρια του ένδικου ομολόγου, καθώς και για την αξιολόγηση αυτού, μετά την επίδοση σε αυτόν της ως άνω επιστολής της πρώτης εναγομένης, με την οποία τους ενημέρωνε περί της ανακλήσεως της αδείας της εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, οπότε και κατόπιν δικών του ερευνών, έλαβε γνώση του ενημερωτικού αυτού δελτίου, το οποίο, μάλιστα, στην αρχική του μορφή, συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα και με τους δυσνόητους χρηματοοικονομικούς όρους, αδυνατούσε να κατανοήσει, χωρίς τις αναγκαίες επεξηγήσεις από εξειδικευμένους συμβούλους επί των οικονομικών. Τότε, πλέον, ο τελευταίος πληροφορήθηκε ότι η εκδότρια του ομολόγου εταιρία είχε έδρα το Λονδίνο, ήταν θυγατρική σε ποσοστό 100% εταιρία της ASPIS BANK και είχε συσταθεί στις 16-11-2004 στην Αγγλία και την Ουαλία, ως δημόσια εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Public Limited Company), διεπόμενη από το Αγγλικό Δίκαιο, ήτοι τον Companies Act 1985. Μέχρι του χρονικού αυτού σημείου, δε, οι προστηθέντες των εναγομένων, ήταν εντελώς καθησυχαστικοί έναντι του ενάγοντος για την εξασφάλιση του κεφαλαίου του (βλ. την υπ' αριθμ. ./17.4.2019 ένορκη βεβαίωση της ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ...). Σημειωτέον, ότι όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε μετάφραση ενημερωτική εγκύκλιο οι τίτλοι της ως άνω εταιρίας ήταν μειωμένης εξασφάλισης κυμαινόμενου επιτοκίου με λήξη το έτος 2015. και πλέον των όσων έχουν, ήδη, αναφερθεί σχετικά παραπάνω, τονίζεται από ανωτέρω έγγραφο ότι «Η επένδυση στους τίτλους ενέχει ρίσκο». Η ως άνω, δε, εγκύκλιος κυκλοφόρησε στις 28.2.2005 και, ως εκ τούτου, ήταν γνωστή στους εναγομένους, που ασχολούνται με τις τραπεζικές υπηρεσίες σε αντίθεση με τον ενάγοντα, που δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει αυτό, αφού θα έπρεπε να του παρασχεθούν από τους εναγομένους οι στοιχειώδεις πληροφορίες, σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. ʼλλωστε, ο ενάγων γι' αυτό εμπιστεύθηκε τις εναγόμενες αφού ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωναν και θα τον προστάτευαν οπό τυχόν ατόπημα ή λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει ο ενάγων, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους. Στους όρους δε αναδοχής του ομολόγου, που αφορούσαν και την πρώτη εναγομένη, ως κύρια ανάδοχο, για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε, ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα, με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά ίων συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα, χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνο με όλες τις διατάξεις του νόμου 876/1979 και με το π.δ. 52/1992, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεση τους στην Ελλάδα Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι δεν υποχρεούνταν στην έκδοση ενημερωτικού δελτίου για το εν λόγω ομόλογο και στην υποβολή προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διότι δεν επρόκειτο για προϊόν, που υπόκειτο σε δημόσια πρόσκληση, αλλά απευθύνονταν σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, πλην, όμως, όπως προκύπτει οπό το άρθρο 3 του π.δ 52/1992, 6α έπρεπε να τηρηθεί η ως άνω δημοσιότητα, ενόψει του ότι ικανός αριθμός επενδυτών επένδυσαν στα ως άνω ομόλογα στη δευτερογενή αγορά. Από όλα, λοιπόν, τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφαλίσεως, υψηλού κινδύνου, που είχε εκδοθεί από μία θυγατρική της εγγυήτριας εταιρία, χωρίς οικονομική δραστηριότητα, που συστήθηκε, με μοναδικό σκοπό την έκδοση ομολόγων. Το επίμαχο ομόλογο αγοράστηκε στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να παρασχεθούν στον ενάγοντα καταναλωτή στοιχειώδεις πληροφορίες, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτού, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης. Πιο συγκεκριμένα, μοναδικό προσυμβατικό έγγραφο αποτελεί η απόδειξη αγοράς, στην οποία δεν αναφέρεται η τρέχουσα τιμή αγοράς, η ύπαρξη ή μη εγγυητή, πιθανές ημερομηνίες ανάκλησης του. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε επένδυση στο ως άνω ομόλογο ενείχε σοβαρούς κινδύνους αφού ούτε οι αποδόσεις του ήταν εγγυημένες και πολύ περισσότερο το κεφάλαιο του. Οι ανώνυμες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στις επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει είναι ιδιαίτερα προσεκτικές, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τους κινδύνους, τους οποίους ενέχει η επένδυση των καταθέσεων τους σε συγκεκριμένα ομόλογα, δεδομένου ότι οι ίδιες έχουν και την δυνατότητα και την ενημέρωση για την πραγματική λειτουργία αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως οι εναγόμενες παρότι είχαν ενημέρωση, σχετικά με το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και γνώριζαν την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, εντούτοις, δεν ενημέρωσαν τον ενάγοντα εγγράφως, σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία του συγκεκριμένου τίτλου, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσε προϊόν της δευτερογενούς αγοράς μειωμένης εξασφάλισης, εκδοθέν από μία αμφιβόλου προελεύσεως αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, διαπραγματευόμενο σε χρηματιστηριακή αγορά της αλλοδαπής, όπου, μάλιστα, η τελευταία αγοραπωλησία επί του εν λόγω ομολόγου πραγματοποιήθηκε ενώ στις 15/2/2012 ανεστάλη οριστικά η διαπραγμάτευση αυτού και στο ενδιάμεση χρονικό διάστημα δεν υπήρξε ενδιαφέρον για τη διαπραγμάτευση αυτού στην εν λόγω οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά. Όπως προκύπτει, εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αλλά και από το ότι οι εναγόμενες συνομολογούν, μη ειδικώς αρνούμενες αυτό, οι προστηθέντες αυτών υπάλληλοι, ενημέρωναν τον ενάγοντα αορίστως και ασαφώς για τα συγκεκριμένα ομόλογα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ομόλογα της Τραπεζικής Εταιρίας ASPIS BANK και όχι της ως άνω θυγατρικής εταιρίας. Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, ο ενάγων πίστευε πεπλανημένα ότι η επένδυση του ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβανε ήταν, μόνον, ως προς την απόδοση, επένδυση, που ρητά ζήτησε καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας του με τις εναγόμενες (βλ. την υπ' αριθμ. ./17.4.2019 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …). Βέβαια, ο ενάγων τυγχάνει ιατρός, πλην, όμως, παρά το μορφωτικά του επίπεδο, δεν ήταν γνώστης των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, ούτε προσδίδει σ' αυτόν τέτοιες ιδιαίτερες γνώσεις, σχετικά με χρηματιστηριακές συναλλαγές, οι αγορές από αυτόν των έτερων ομολόγων, που τηρούσε στο χαρτοφυλάκιο του, ως προαναφέρθηκε, καθότι αυτές είχαν γίνει μέσα στο επίδικο χρονικό διάστημα και μέσα στο ίδιο πλαίσιο εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς επένδυση του κεφαλαίου, που διέθετε, γεγονός που δεν στοιχειοθετεί μακροχρόνια ενασχόληση με τα χρηματοοικονομικά, ώστε να του προσδώσει την απαιτούμενη εμπειρία περί αυτών. ʼλλωστε, τα άλλα ομόλογα στα οποία είχε επενδύσει πριν την αγορά του επίδικου ομολόγου (ALPHA CREDIT GROUP PLC, NBG FINANCE, EGNATIA FINANCE, ABG FINANCE, EMPORIKI GROUP FINANCE, PIRAEUS GROUP FTN, MARFIN POPULAR BK PUBLIC, CYPRUS POPULAR BANK βλ. σχετικά την αναλυτική κατάσταση κινήσεων αξιόγραφων) δεν φέρονται να είχαν τα στοιχεία επικινδυνότητας και μειωμένης ασφάλειας όπως το επίδικο, η δε αγορά μετοχών δεν ενέχει υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο, ώστε ο ενάγων να καταταγεί σε αντίστοιχης κατηγορίας επενδυτή, που ήταν σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα προϊόντα. Για το λόγο αυτό άλλωστε, αυτός παραπέμφθηκε στην εν λόγω διεύθυνση από το υποκατάστημα της πρώτης στην Καρδίτσα, από το οποίο εξυπηρετούνταν μέχρι τότε. Ο ενάγων, λοιπόν υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ασχολούταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας ούτε είχε ιδιαίτερες γνώσεις από τέτοιου είδους συναλλαγές. Το γεγονός δε, ότι ο ενάγων υπέγραψε όρο της μεταξύ αυτού και των εναγομένων από 18.6.2003 σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «Ρητά συμφωνείται, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή» και «Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε .ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή που καταρτίσθηκε, ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή, που δίνεται προς τις Εταιρίες, είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών» (όροι 8.1, 8.2), δεικνύει ακριβώς την μη «επαγγελματική» ενασχόληση του με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και την εμπιστοσύνη, που είχε στους εναγόμενους αφού πίστευε πεπλανημένα ότι τον προστάτευαν Επομένως, όλα τα περί εμπειρίας και γνώσης αυτού, ως επενδυτή, που αναφέρουν οι εναγόμενοι κρίνονται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Η αναλυτικά περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, συγχρόνως και αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του Ν 2251/1994 αλλά και του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ) σύμφωνα με όσα σχετικώς αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη. Επιπλέον, n συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας του ενάγοντος, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον τελευταίο της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος, εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω λεχθέντα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι σχετικές ενστάσεις των εναγομένων: 1. Περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, καθότι ο τελευταίος, αφενός, επέλεξε την επένδυση αυτή, αφετέρου, δεν ρευστοποίησε το ομόλογο, όταν διέκρινε την καθοδική πορεία του επιτοκίου του και 2. περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών τους και της ζημίας του ενάγοντος, η οποία οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, που επακολούθησε την κρίση του τραπεζικού συστήματος, που ξεκίνησε από την Αμερική το έτος 2008. Τούτο, δε, καθότι, ως προειπώθηκε, η επιλογή του ομολόγου από τον ενάγοντα, έγινε κατόπιν προτροπής και παντελούς έλλειψης ενημέρωσης για τα χαρακτηριστικά του και την επικινδυνότητα της επένδυσης από τους προστήθέντες υπαλλήλους των εναγομένων, οι οποίοι ήταν, επίσης, καθησυχαστικοί και αποτρεπτικοί της ρευστοποίησης αυτού, η οποία άλλωστε, ήταν αδύνατη, μετά το έτος 2007, οπότε και το ομόλογο έπαψε να διαπραγματεύεται στη Χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Επίσης, η απώλεια του κεφαλαίου του ενάγοντος, λόγω της μηδενικής αξίας του ενδίκου ομολόγου, στο οποίο επένδυσε το κεφάλαιο τους αυτό, δεν είναι απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που έπληξε το τραπεζικό σύστημα, αλλά συνδέεται αιτιωδώς με την κακή πορεία της εγγυήτριας αυτού τραπεζικής εταιρίας, θυγατρική της οποίας ήταν και η εκδότρια αυτού, ως φαίνεται από την προαναφερομένη αξιολόγηση αυτής, η οποία ήταν γνωστή στις εναγόμενες, ως ασχολούμενες με το τομέα των χρηματοοικονομικών, από το έτος 2005. Επίσης, και εξ αντιδιαστολής των παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων ενημερώθηκε δια των προστηθέντων τους ότι εγγυήτρια του ομολόγου είναι η «ASPIS BANK Α.Ε» (μετέπειτα Τ- BANK ΑΕ), εκδότρια αυτού η «ASPIS FINANCE PLC», ότι η δεύτερη είχε συσταθεί, μόνον, για την έκδοση του συγκεκριμένου ομολόγου, προς το σκοπό συγκέντρωσης κεφαλαίου για την πρώτη, καθώς και για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ομολόγου, δηλαδή ότι τούτο προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, κατά μείζονα δε λόγο, δεν τον ενημέρωσαν, λαμβανομένης υπόψη και της παντελούς έλλειψης ικανότητας από αυτόν να προσεγγίζει και αναλύει χρηματοοικονομικά θέματα, ότι η ανωτέρω διαβάθμιση καταδείκνυε μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων επέλεξε μόνος τους, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογα, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση των προστηθέντων των εναγομένων αλλά ότι οι εναγόμενες, όχι, μόνον, παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ενημέρωση του ενάγοντος, για την επισφάλεια της συγκεκριμένης επένδυσης, αλλά αντιθέτως, τον διαβεβαίωσαν ανακριβώς ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των [23] εναγομένων, υπό τις ειδικές περιστάσεις που παραπάνω εκτίθενται ο ενάγων υπέστη θλίψη και στεναχώρια και επομένως δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό της οποίας ανέρχεται, με βάση τις αναφερόμενες ανωτέρω συνθήκες, το βαθμό πταίσματος των εναγόμενων, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει ως άνω περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής σε ποσό 1.000,00 ευρώ, ποσό που είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 531/2014, ΑΠ 433/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (63.485,10 + 1.000 =) 64.485,10 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σημειώνεται ότι η ζημία του ενάγοντος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αποδείχθηκε ότι ανέρχεται στο ποσό των 64.153,66 ευρώ , πλην όμως θα πρέπει να επιδικαστεί το αιτηθέν από τον ενάγοντα ποσό των 63.485,10 ευρώ, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει ποσό πέραν του αιτηθέντος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό κατά το ήμισυ του ποσού που πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, δηλαδή κατά το ποσό των (64.485,10 Χ 1/2 =) 32.242,55 ευρώ, και τούτο διότι, λόγω της παλαιότητας του χρέους και του γεγονότος ότι τα χρήματα που ο ενάγων απώλεσε αποτελούσαν μέρος των αποταμιεύσεων του, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το ανωτέρω ποσό και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της θα επιφέρει σημαντική οικονομική ζημία σε αυτόν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στον ενάγοντα το ποσό των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και δέκα λεπτών (64.485,10€), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (32.242,55 €).
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 8-1-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ