Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Απόφαση 149 / 2024 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Α. του Α., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. Κ. Δ. Ε. Λ.", που εδρεύει στη ..., είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα με το υποκατάστημά της στη……., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Φερφέλη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 120/2017 του Τριμελούς Εφετείου Λαρισσας. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την υπ' αριθ. 120/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ... και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτείτο από δικαστές άλλους εκτός εκείνων που δίκασαν.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθ. 113/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαρισσας , την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-11-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 113/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., την από 23.12.2013 αγωγή του, απευθυνόμενη κατά 1. Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "...." (ήδη αναιρεσίβλητης) και 2. Της μη διαδίκου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "....", με την οποία ιστορούσε τα εξής: Ότι τον Ιούλιο του έτους 2008, όντας πελάτης της πρώτης εναγομένης, επισκέφθηκε με τη σύζυγό του το υποκατάστημα αυτής στη Λάρισα, για να ανανεώσουν την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε προθεσμιακή κατάθεση. Ότι τότε η αρμοδία υπάλληλος της πρώτης εναγομένης τους πρότεινε την τοποθέτηση του ποσού της καταθέσεώς τους στο καινούργιο καταθετικό προϊόν "Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018" (ΜΧ), εκδόσεως της πρώτης εναγομένης, το οποίο, όπως τους ανέφερε, προσέφερε η τράπεζα εξαιρετικά και για περιορισμένο αριθμό στους μετόχους, υπαλλήλους και τους πολύ καλούς πελάτες της, με εγγυημένο και απολύτως εξασφαλισμένο κεφάλαιο. Ότι έτσι καταπείσθηκε ο ίδιος και η σύζυγός του και υπέγραψαν την από ………...2008 "Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων", για το συνολικό ποσό των 630.897 ευρώ. Ότι χωρίς τη θέλησή τους υποβλήθηκαν σε σωρεία κινδύνων δυνάμενων να μηδενίσουν ανά πάσα στιγμή το κεφάλαιό τους, αν και οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης τους είχαν διαβεβαιώσει για το αντίθετο εστιάζοντας στο ότι το κεφάλαιο είναι εγγυημένο και ότι μόνο ο ενάγων και η σύζυγός του μπορούσαν να μετατρέψουν το χρεόγραφά τους σε μετοχές. Ότι δεν είχαν ούτε ήθελαν να έχουν (ο ενάγων και η σύζυγός του) οποιαδήποτε σχέση με το χρηματιστήριο και με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ούτε έχουν γνώσεις επί των συγκεκριμένων επενδύσεων και επανειλημμένα τόνισαν στους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης πως δεν επιθυμούσαν να επενδύσουν τα χρήματά τους σε επισφαλή προϊόντα. Ότι παρασύρθηκαν από την εμπιστοσύνη τους προς την πρώτη εναγομένη και τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της ότι το ανωτέρω προϊόν ήταν 100% εγγυημένο, με μηδενικό ρίσκο και με μεγαλύτερο επιτόκιο σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις και επένδυσαν στο ανωτέρω προϊόν, το οποίο όμως ενείχε τεράστιο επενδυτικό κίνδυνο για το αρχικό κεφάλαιό τους και δεν ήταν συμβατό με το δηλωθέν προφορικά συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους. Ότι ο ενάγων, παρά την πεποίθησή του πως είχε προβεί στην ασφαλέστερη δυνατή τοποθέτηση των χρημάτων του, πριν την άσκηση της αγωγής πληροφορήθηκε ότι συνέβαιναν ραγδαίες εξελίξεις, και δη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης λόγω εισαγωγής μετόχων συνεπεία της μετατροπής ορισμένων προϊόντων της (ΜΑΚ) και τροποποιήσεως των όρων έκδοσης άλλων προϊόντων της (ΜΑΕΚ), που σχετίζονταν, έστω έμμεσα, με την τοποθέτηση των χρημάτων του και αντιλήφθηκε ότι το σύνολο της τοποθέτησής του διέτρεχε εξαιρετικό κίνδυνο, διότι εξαρτώνταν από μελλοντικούς αστάθμητους παράγοντες αναφερόμενους στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την υποχρεωτική μετατροπή των αξιογράφων σε μετοχές. Ότι, μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε τον Απρίλιο του 2013, έλαβε την από 8/2013 επιστολή της πρώτης εναγομένης, με την οποία ενημερώθηκε ότι το σύνολο του κεφαλαίου του μετατράπηκε μονομερώς και εν αγνοία του ίδιου και της συζύγου του σε μετοχές Δ' τάξης αξίας 6.308,97 ευρώ ήτοι μειώθηκε σε ποσοστό 99%. Ότι η ζημία του ανέρχεται στο ποσό των 630.897 ευρώ. Ότι οι κίνδυνοι του προϊόντος αυτού ήταν ορατοί στην πρώτη εναγομένη κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω συμφωνίας με αυτήν λόγω της διαφαινόμενης χρηματοπιστωτικής αστάθειας στην …… και της σύνδεσης της όλης κατάστασης με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα του μνημονίου. Ότι οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης εξαπάτησαν τον ενάγοντα και τη σύζυγό του, προκειμένου να συμβληθούν, καθόσον δεν τους χορήγησαν, όπως όφειλαν, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε ευρύ κατάλογο παραγόντων κινδύνου, ούτε τους ενημέρωσαν για την ύπαρξή του και τους όρους του, δεν τους συνέστησαν να λάβουν συμβουλή από ειδικούς οικονομικούς και νομικούς συμβούλους κατά τη ρητή προτροπή του δελτίου, τους απέκρυψαν δόλια τους κινδύνους του ως άνω προϊόντος, τους διαβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για απόλυτα ασφαλή και εγγυημένη τοποθέτηση, μηδενικού ρίσκου, ανάλογη μιας προθεσμιακής κατάθεσης και τους έπεισαν ότι τον Ιούνιο 2013 θα τους επιστρεφόταν ολόκληρο το κεφάλαιό τους, αφού εν τω μεταξύ θα είχαν καρπωθεί και τους αναλογούντες τόκους, ενώ το αληθές το οποίο γνώριζαν οι ως άνω υπάλληλοι ήταν ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου. Ότι, εάν ο ενάγων και η σύζυγός του γνώριζαν τους κινδύνους του εν λόγω προϊόντος δεν θα είχαν επενδύσει σε αυτό. Ότι η πρώτη εναγομένη με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον ενάγοντα, παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωσή του, ενώ παράλληλα του δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, παρουσιάζοντας την όλη επένδυση ως εγγυημένου κεφαλαίου κατά 100% και μηδενικού κινδύνου και δεν αξιολόγησε το επενδυτικό προφίλ, τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Ότι, η συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης αντιβαίνει στο καθήκον διαφώτισης που υπείχαν απέναντί του, με βάση την καλή πίστη αλλά και την προϋπάρχουσα μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης και επίσης είναι καταχρηστική, παράνομη, αντισυμβατική και αντίκειται στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, στο Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, στο Ν. 3606/2007 και συνιστά αδικοπραξία. Ότι η δεύτερη εναγομένη στις 26.3.2013 ανέλαβε όλα τα υποκαταστήματα, τους υπαλλήλους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης και συνεπώς επέχει ισόποση ευθύνη αλληλέγγυα και εις ολόκληρο για τις επίδικες αξιώσεις, ευθυνόμενη και η ίδια ως ειδική διάδοχος της πρώτης εναγομένης εταιρίας για την αποκατάσταση της ζημίας του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος την ιδιότητά του ως καταναλωτή στην ένδικη σύμβαση, ζήτησε με την αγωγή του, να ακυρωθεί η σύμβαση πώλησης των περιγραφόμενων στην αγωγή Μετατρέψιμων Χρεογράφων έναντι του κεφαλαίου του ύψους 630.897 ευρώ, με την παράλληλη επιστροφή - παράδοση στην πρώτη εναγομένη των αξιογράφων, που κατά τα ανωτέρω διατέθηκαν σ' αυτόν, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, σε ολόκληρο καθεμιά τους, να του καταβάλουν α) το ποσό των 630.897 ευρώ για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσε, β) το ποσό των 24.893,80 ευρώ για τόκους τους οποίους απώλεσε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ως προς τον υπολογισμό τους στην αγωγή, γ) το ποσό των 63.045,70 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της αδικοπραξίας, και συνολικά το ποσό των 718.836,50 ευρώ νομιμότοκα. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 35/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως προς την δεύτερη εναγομένη, ενώ ως προς την πρώτη εναγομένη έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ακυρώθηκε η σύμβαση αγοραπωλησίας των 630.897 Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, που συνάφθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 640.897 ευρώ (630.897 ευρώ ως αποζημίωση + 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 22.7.2013 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, με τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης - μεταβίβασης από αυτόν στην πρώτη εναγομένη των τίτλων που κατέχει, ήτοι των μετοχών Δ' τάξης που αναφέρονται στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η πρώτη εναγομένη άσκησε την από 24.6.2015 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 120/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., που την δέχθηκε τυπικά και την απέρριψε κατ' ουσία. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως η πρώτη εναγομένη άσκησε την από 29.9.2017 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η ως άνω, υπ' αριθμ. 120/2017, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ... και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Ακολούθως δε, το Τριμελές Εφετείο ..., ως δικαστήριο της παραπομπής, εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 113/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία η έφεση της πρώτης εναγομένης έγινε δεκτή, εξαφανίστηκε ως προς αυτήν η εκκαλουμένη απόφαση και αφού δικάστηκε ως προς αυτήν η αγωγή, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), η κρινόμενη, από 18-11-2021, αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι υποχρεωτική η προκατάθεση των προτάσεων της αναιρεσίβλητης είκοσι ημέρες πριν την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 570 παρ.1β του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (AΠ 354/2022, AΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 536/2019). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, AΠ 354/2022,AΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019). Εξάλλου, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 914/2021,ΑΠ 895/2011). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση η ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ' αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 282/2010). Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 197 και 198 ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα (ΑΠ 715/2011, ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009,ΑΠ 491/2008). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 914/2021,ΑΠ 1269/2017,ΑΠ 715/2011, ΑΠ 373/2008). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρ. 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 715/2011, ΑΠ 1399/2007, ΑΠ 1458/2001). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Αντίθετα αν ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη λόγω της απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση που δικαιούται συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης, με το οποίο καλύπτονται οι ζημίες που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και όχι ανύπαρκτα και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός την είχε πιστέψει (ΑΠ 715/2011, ΑΠ 1960/ 2009, ΑΠ 373/2008,ΑΠ 776/2004). Στην αστική απάτη, στο πλαίσιο της ΑΚ 147, η ύπαρξη ζημίας δεν είναι κατ' αρχήν απαραίτητη, αντίθετα με τα ισχύοντα στην ποινική απάτη, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται περιουσιακή βλάβη. Η αιτιακή αλυσίδα στο πλαίσιο της ΑΚ 147 ολοκληρώνεται στην δήλωση βούλησης του απατώμενου, ενώ η περαιτέρω αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής και τυχόν ζημιών του τελευταίου δεν είναι νομικά κρίσιμη για την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, ο ν.3606/2007 "Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις", με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ και του οποίου οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ν. 4514/3-1-2018 (βλ. άρθρο 98 τούτου), προέβλεπε: ι) στο άρθρο 4 παρ. 1, ότι ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, νοούνται μεταξύ άλλων, (α) η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στην λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, και (ε) η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται σε παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του, είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, ιι) στο άρθρο 2, αναφερόμενο στο πεδίο εφαρμογής του, ότι σ` αυτόν υπάγονται οι ΑΕΠΕΥ .... και τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και ιιι) στο άρθρο 3 παρ. 2, ότι στα πιστωτικά ιδρύματα εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες εφαρμόζονται οι αναφερόμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων η διάταξη του άρθρου 25 του νόμου αυτού. Με το τελευταίο άρθρο του εν λόγω νόμου (3606/2007), ορίζονται τα ακόλουθα: ``1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι` αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ, που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, μπορούν παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού. (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη. (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες ......``. Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω νόμου υποχρεώσεων των ΑΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον δε αυτή η παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον καταναλωτή, ιδιώτη επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα ΑΕΠΕΥ σε αποζημίωση (ΑΠ 140/2023,ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 619/2021, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 931/2019). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή"- και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή"- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν, όμως- με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Περαιτέρω, επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επί πλέον και η 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η οποία δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α', 277), έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 2123/2009), επομένως η ενημέρωση των συναλλασσομένων, οποιασδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά, καθώς και η κατανόηση των πιθανών ειδικά ισχυόντων για αυτά κινδύνων και της αναμενόμενης απόδοσης τους (ΑΠ 459/2021). Βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους των Τραπεζών, μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του, δεύτερον ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: "Η εκκαλούσα - πρώτη εναγομένη (αναιρεσίβλητη) είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την Κύπρο, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, διατηρούσε ικανό αριθμό καταστημάτων στη χώρα, μεταξύ των οποίων και υποκατάστημα στην πόλη της .... Ο εφεσίβλητος - ενάγων (αναιρεσείων), ιατρός στο επάγγελμα, διατηρούσε τόσο αυτός όσο και η επίσης ιατρός, σύζυγός του Σορίνα, Γερμανίδα υπήκοος, συνεργασία με την πρώτη εναγομένη από το έτος 2005, διατηρώντας στο υποκατάστημά της στη Λάρισα καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Στις 30.4.2008 το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος υπό τον τίτλο "ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018" (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Χ. 2013/2018), ειδικότερα δε την έκδοση έως 573.409.701 Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου ενός (1) ευρώ, με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής υπέρ των τότε υφισταμένων μετόχων της. Στις 25.6.2008 εκδόθηκε από την πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία το Σημείωμα Εκδιδομένου Τίτλου "ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18 ", στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι "Η έγκριση τον παρόντος εγγράφου δεν συνεπάγεται παρότρυνση προς το επενδυτικό κοινό για επένδυση στον εκδότη. Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεων του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μαΐου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου. Ο επενδυτής πρέπει να βασίζει οποιαδήποτε επενδυτική απόφασή του στην εξέταση του Ενημερωτικού Δελτίου ως σύνολο". Καθ' όσον αφορά τους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο από 25.6.2008 σχετικό Περιληπτικό Σημείωμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα θα φέρουν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δύο περιόδους τόκου δηλ. μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Για την περίοδο 30 Ιουνίου 2009 - 30 Ιουνίου 2013 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν προβεί στην εξαγορά των Μετατρέψιμων Χρεογράφων, τότε για την περίοδο 1 Ιουλίου 2013 - 30 Σεπτεμβρίου 2018 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 2,00%. Περίοδος Τόκου και Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου: Η περίοδος τόκου είναι εξαμηνιαία και ο τόκος θα πληρώνεται σε μετρητά στο τέλος της κάθε περιόδου τόκου. Ως Ημερομηνίες Πληρωμής Τόκου ορίζονται η 30 Ιουνίου και η 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περίοδος Μετατροπής: 15 - 30 Σεπτεμβρίου και 15 - 31 Μαρτίου κάθε έτους. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής 15 - 30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής 15 - 31 Μαρτίου 2013. Τιμή Μετατροπής 10,50 Ε. Τελευταία ημερομηνία αποπληρωμής 30 Ιουνίου 2018. Τιμή αποπληρωμής: Στο άρτιο, δηλ. στο Ε 1 ανά αξία. Εξαγορά (Redemption) και αγορά: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα μπορούν, κατ' επιλογή της Τράπεζας κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοραστούν από την Τράπεζα, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους κατά τις 30 Ιουνίου 2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προτεραιότητα (Subordination): Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα κατατάσσονται σε ίση προτεραιότητα προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες ή άλλοι πιστωτές, των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων Αξιογράφων Κεφαλαίου και μετόχων της Τράπεζας. Προορισμός υπό άντληση κεφαλαίων: Ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του Συγκροτήματος και μαζί με τα προβλεπόμενα στο τριετές Σχέδιο του Συγκροτήματος αυξημένα αδιανέμητα κέρδη, θα μπορούν να επενδυθούν για την περαιτέρω ανάπτυξη των εργασιών του Συγκροτήματος, τόσο οργανικά όσο και μέσω εξαγορών. Εισαγωγή στο ΧΑΚ και ΧΑ: Υποβλήθηκε αίτηση για εισαγωγή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στο ΧΑΚ και το ΧΑ και αναμένονται οι εγκρίσεις από τα αρμόδια όργανα των δύο χρηματιστηρίων". Καθ' όσον αφορά στους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, στο αυτό ως άνω έγγραφο της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφέρονται τα ακόλουθα: "ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Περιληπτικό Σημείωμα, στο Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη, στο Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο και στο Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται παρακάτω, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που θεωρούνται επουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ: - Μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Επιτοκιακός Κίνδυνος - Εξαγορά (Redemption) και Αγορά - Προτεραιότητα (Subordination) - Περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων - Επίδραση της έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στην τιμή της μετοχής - Εμπορευσιμότητα των μετοχών που θα προκύψουν από τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Εμπορευσιμότητα και διακυμάνσεις τιμών των Μετατρέψιμων Χρεογράφων. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ:- Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν χαμηλότερη ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια - Η τιμή των μετοχών ενδέχεται να παρουσιάσει διακυμάνσεις. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ: Το Συγκρότημα υπόκειται σε κινδύνους, οι οποίοι δεν είναι υπό τον έλεγχο του και αν παρουσιαστούν σε σημαντικό βαθμό ενδέχεται να επηρεάσουν τα οικονομικά του αποτελέσματα και να δημιουργήσουν πρόβλημα στην πληρωμή τόκου των Χρεογράφων ή και του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κίνδυνοι αυτοί συνοψίζονται πιο κάτω: - Υπάρχει ο κίνδυνος το Συγκρότημα να μην επιτύχει τους στρατηγικούς του στόχους όπως έχουν τεθεί στο τριετές στρατηγικό του πλάνο με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και χρηματοοικονομική θέση του Συγκροτήματος - Οι Μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του Δανειακού Χαρτοφυλακίου του Συγκροτήματος - Κίνδυνος ρευστότητας - Το ρυθμιστικό πλαίσιο του κυπριακού τραπεζικού τομέα μεταβάλλεται - Οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον Κυπριακό, Ελληνικό και Διεθνή Χώρο - Ένταση ανταγωνισμού - Νομικός κίνδυνος (litigation risk ) - Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και αλλού θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη λειτουργία του Συγκροτήματος ... ".Η πρώτη εναγομένη είχε προβεί στην ανακοίνωση του εν λόγω προϊόντος και των όρων αυτού στις 30.4.2008, στις 26.6.2008, στις 11.7.2008, στις 15.7.2008 και στις 8.8.2008, ενώ παράλληλα είχε προβεί και στη δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου (Σημείωμα εκδιδόμενου τίτλου), το οποίο περιείχε τους όρους έκδοσης των MX, καθώς και τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονταν με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της τράπεζας, τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονταν με τα συγκεκριμένα υπό έκδοση ομόλογα και τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονταν με τις μετοχές της τράπεζας. Εξάλλου, η περίοδος εγγραφών για τους ενδιαφερόμενους να επενδύσουν στο εν λόγω προϊόν ήταν από 15.7.2008 έως 28.7.2008. Εν τέλει η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία την 8.8.2008 με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγματεύσεως των Μ.Χ. 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η δε έκδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, με την οποία σκοπήθηκε η ενίσχυση του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 2), καλύφθηκε πλήρως. Όσον αφορά τη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη παρείχε ενημέρωση στα στελέχη της και διένειμε έγγραφα για τα επιχειρήματα πώλησής του, προκειμένου να ενημερώσουν, με τη σειρά τους, τους πελάτες. Από το εσωτερικό έγγραφο της πρώτης εναγομένης με τίτλο "επιχειρήματα πώλησης", που προσκομίζει ο ενάγων, προκύπτει ότι οι υπάλληλοί της, κατά τις εντολές της, θα ενεργούσαν με σκοπό την ενημέρωση και τις απαντήσεις σε ερωτήσεις των πελατών σχετικά με τα χρεόγραφα και την εξυπηρέτησή τους για την υποβολή αίτησης εγγραφής στην έκδοση Μετατρέψιμων Χρεογράφων, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και λύνοντας τις βασικές απορίες τους, ενώ επίσης αναγράφεται ότι σε περίπτωση που ο πελάτης έχει εξειδικευμένες ερωτήσεις ή θέλει συμβουλές τότε το κατάστημα πρέπει να τον παραπέμπει να ενημερώνεται από το αρμόδιο τμήμα Επενδυτικών Υπηρεσιών (επενδυτικοί σύμβουλοι), και ακόμη ρητά αναγράφεται ότι σε καμία περίπτωση δεν συμβουλεύουν οι υπάλληλοι της τράπεζας τον πελάτη να αγοράσει ή να μην αγοράσει χρεόγραφα, αλλά απλά λένε τα χαρακτηριστικά των χρεογράφων και λύνουν βασικές απορίες. Ο ενάγων, ο οποίος από το έτος 2005 όπως προεκτέθηκε ήταν πελάτης της πρώτης εναγομένης, στις 23.7.2008, μετέβη μαζί με τη σύζυγό του στο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στη ………., προκειμένου να ερευνήσουν τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών τους. Εκεί συναντήθηκαν με την υπάλληλο της ως άνω εναγομένης Ζ. Π., την οποία γνώριζαν από προηγούμενες συναλλαγές, η οποία τους ανέφερε το παραπάνω προϊόν ήτοι τα "ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018" και επίσης η ίδια αλλά και άλλοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης τους ενημέρωσαν γι'αυτό. Στην αγωγή του ο ενάγων άλλοτε αναφέρει ότι αυτή που τους πρότεινε ένθερμα το ανωτέρω προϊόν, τους διαβεβαίωσε ότι το κεφάλαιό τους ήταν απόλυτα εξασφαλισμένο και τους κατέπεισε να το αγοράσουν ήταν η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης Ζ. Π. (βλ. 1η, 2η, 5η σελίδες της αγωγής) και άλλοτε αναφέρει ότι "υπάλληλοι" της ως άνω εναγομένης τους διαβεβαίωσαν ότι το κεφάλαιό τους ήταν εγγυημένο όπως και το ανωτέρω προϊόν και ότι αυτό ήταν μηδενικού ρίσκου, καθώς και ότι τους παραπλάνησαν και τους εξαπάτησαν να επενδύσουν σε αυτό (βλ. 4η, 5η, 6η, 7η, 18η, 20η, 21η σελίδες της αγωγής), εκ τούτων δε, συνάγεται ότι ο ενάγων και η σύζυγός του ήρθαν σε επαφή και ενημερώθηκαν για το ένδικο προϊόν από περισσότερους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης. Την ίδια ημέρα (23.7.2008) παραδόθηκε στον ενάγοντα έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης (ενημερωτικό πακέτο με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 2007) για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, ο δε ενάγων υπέγραψε στο συνημμένο σε αυτό, με ημερομηνία 23.7.2008 παράρτημα Β, στο οποίο βεβαιώνεται ότι έχει λάβει, διαβάσει και αντιληφθεί τους όρους του με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 2007 ενημερωτικού πακέτου, τους οποίους αποδέχεται, ενώ επίσης τέτοιο έντυπο υπέγραψε και η σύζυγός του. Το ως άνω ενημερωτικό πακέτο παρέχει ενημέρωση α) για τους γενικούς κινδύνους που ενέχει κάθε επένδυση σε χρηματοοικονομικά μέσα, β) για τα γενικά χαρακτηριστικά των ομολόγων και γ) για τον ειδικό κίνδυνο των ομολόγων, δηλαδή ότι είναι εκτεθειμένα σε όλους τους επενδυτικούς κινδύνους, υπόκεινται στον κίνδυνο πτώχευσης του εκδότη και αθέτησης της συμφωνίας για την αποπληρωμή κεφαλαίου ή κουπονιών. Την επόμενη ημέρα (24.7.2008) ο ενάγων και η σύζυγός του, έχοντας αποφασίσει να αγοράσουν Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, μετέβησαν εκ νέου στο ως άνω υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης, όπου είχαν και πάλι επαφές και συνομιλίες με υπαλλήλους της. Ενόψει δε του ότι για την αγορά αυτή έπρεπε να ετοιμαστούν αρκετά έγγραφα, ο ενάγων και η σύζυγός του, προκειμένου, λόγω και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, να μην χρονοτριβούν αναμένοντας, αποχώρησαν από το ως άνω κατάστημα και αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν τα απαραίτητα έγγραφα, η Ζ. Π. έχοντας αυτά μαζί της μετέβη, κατ'εντολή του διευθυντή του ως άνω καταστήματος, στο χώρο των ιατρείων του ενάγοντος και της συζύγου του, προκειμένου αυτοί να υπογράψουν τα εν λόγω έγγραφα. Ειδικότερα, ο ενάγων υπέγραψε α) ι) την με ημερομηνία 24.7.2008 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την πρώτη εναγομένη και το συνημμένο σε αυτήν Παράρτημα Ε - Ερωτηματολόγιο Επενδυτικού Προφίλ, από το οποίο προκύπτει ότι ο ενάγων ασχολείται με το Ελληνικό Χρηματιστήριο πάνω από πέντε χρόνια, ότι έχει ικανοποιητικές χρηματιστηριακές γνώσεις, ότι ο βασικός στόχος της επένδυσής του είναι η διαφύλαξη του αρχικού κεφαλαίου συν μία σταθερή απόδοση κεφαλαίου, ότι ο επενδυτικός κίνδυνος που ήταν διατεθειμένος να αναλάβει ήταν σχετικά μικρός και ότι ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής του ήταν μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών), καθώς και ιι) την με ημερομηνία 24.7.2008 εξουσιοδότηση χρήσης για την ατομική επενδυτική μερίδα, που ήδη κατείχε, όπου αναφέρονται τα στοιχεία επενδυτή, ο κωδικός χειριστή στο ΣΑΤ και η μερίδα του. Στην ανωτέρω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η Τράπεζα διεκπεραιώνει εντολές του επενδυτή, αλλά ουδέποτε τον συμβουλεύει για την επιλογή και το συμφέρον γι'αυτόν ή όχι των πράξεων τις οποίες προτίθεται να διενεργήσει, για τις συνέπειες των οποίων ευθύνεται ο ίδιος αποκλειστικά (βλ. όρο 2.1.2 της ως άνω σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), β) την με ημερομηνία 24.7.2008 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τη θυγατρική της πρώτης εναγομένης "..." καθώς και την με ημερομηνία 24.7.2008 εξουσιοδότηση χρήσης για την ατομική επενδυτική του μερίδα. Στην αμέσως ανωτέρω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία, στα πλαίσια της παροχής των υπηρεσιών της παρέχει ενημέρωση ή πληροφόρηση στον πελάτη για την προοπτική των εταιριών στις κινητές αξίες των οποίων επενδύει ή έχει επενδύσει, αλλά δεν συμβουλεύει για επενδύσεις ούτε διατυπώνει απόψεις για ζημιές τις οποίες είναι δυνατόν να υποστεί από μεταβολές των τιμών των κάθε είδους χρεογράφων και τίτλων που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας για λογαριασμό του ή αποκτά ο πελάτης μέσω της εταιρίας ή για τις συνθήκες η συνδρομή των οποίων επιδρά θετικά ή αρνητικά στις τιμές αυτών των περιουσιακών στοιχείων (βλ. Μέρος Β. Ειδικοί Όροι Συναλλαγών όρος 2. της ως άνω σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), γ) την με ημερομηνία 24.7.2008 αίτηση για δημιουργία κοινής επενδυτικής μερίδας στο ΣΑΤ με τη σύζυγό του, όπου αναφέρεται ότι τα statements (οι αναφορές) για την πορεία του προϊόντος θα αποστέλλονται στη σύζυγο του ενάγοντος. Ακόμη ο ενάγων υπέγραψε το με ημερομηνία 24.7.2008 έγγραφο με τίτλο έκδοση και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, με το οποίο αιτήθηκε την αγορά τους για ποσό 630.897 ευρώ. Στην αίτηση αυτή βεβαιώνεται ότι ο ενάγων έχει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσής του στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, ότι αποδέχεται τους όρους έκδοσής τους, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου με ημερομηνία 25 Ιουνίου 2008 και ότι δεν του έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της έκδοσης αυτής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται και οι λογαριασμοί από τους οποίους θα προέλθουν τα επιμέρους ποσά ώστε να καλυφθεί το συνολικό ποσό. Εξάλλου, σειρά εγγράφων για την ανωτέρω επένδυση υπέγραψε και η σύζυγος του ενάγοντος, η οποία αιτήθηκε και αγόρασε μαζί με τον ενάγοντα τα ανωτέρω Μ.Χ. 2013/2018. Μετά την υπογραφή των πιο πάνω εγγράφων και αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία καταγγελίας των κοινών προθεσμιακών καταθέσεων του ενάγοντος και της συζύγου του, εκδόθηκε και το από 25.7.2008 αποδεικτικό συμμετοχής στην έκδοση των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018. Όσον αφορά τις καταθέσεις που διατηρούσαν ο ενάγων και η σύζυγός του στην πρώτη εναγομένη, μετά υπογραφή των πιο πάνω εγγράφων, έληξαν πρόωρα α) η με αριθμό 000021005431 προθεσμιακή κατάθεση και μεταφέρθηκε στον υπ'αριθμ. 14255694 λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του, το ποσό των 35.442,19 ευρώ β) η με αριθμό 000021005431 προθεσμιακή κατάθεση και ποσό 139.042,05 ευρώ, μεταφέρθηκε στον υπ'αριθμ.14255694 λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του, και γ) η με αριθμό 000021006609 προθεσμιακή κατάθεση και ποσό 422.658,95 ευρώ μεταφέρθηκε στον υπ'αριθμ.14255694 λογαριασμό. Τα ποσά αυτά πλέον ποσού 23.752,95 ευρώ, που μεταφέρθηκε στον υπ'αριθμ. 14255694 λογαριασμό, από τον υπ'αριθμ. 19847670 λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του, καθώς και ποσό 10.000 ευρώ που ήταν κατατεθειμένο στο υπ'αριθμ. 14255694 λογαριασμό ήτοι συνολικό ποσό 630.897 ευρώ, χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να αγοράσει ο ενάγων και η σύζυγός του στις 24.7.2008 το ανωτέρω προϊόν δηλαδή Μετατρέψιμα Χρεόγραφα, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής αξίας 630.897 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της ως άνω εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2009 έως τον Απρίλιο του 2010 αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ.. Η ως άνω επένδυση των κεφαλαίων της πρώτης εναγομένης, που υπαγορεύθηκε από μακροπρόθεσμες οικονομικές προσδοκίες της αλλά και από λόγους αλληλεγγύης και στήριξης της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η εν λόγω εναγομένη δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά και στην ελληνική τραπεζική αγορά, αποδείχθηκε εκ των υστέρων επιβλαβής για την κεφαλαιακή της επάρκεια, ενόψει της ψήφισης του ν. 4050/2012 και της υποχρεωτικής συμμετοχής της στην απομείωση ("κούρεμα") της ονομαστικής αξίας των Ο.Ε.Δ. Στις 30.6.2012 η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρουσίασε έλλειμμα ποσού 730.000.000 ευρώ (οφειλόμενο εν πολλοίς στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικά με τα Ο.Ε.Δ.) και ζήτησε την οικονομική της στήριξη από την Κυπριακή Δημοκρατία, που ήδη είχε προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Στις 15.3.2013 η πρώτη εναγομένη άντλησε ρευστότητα από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) ποσού 1.000.000.000 ευρώ, που ήταν ικανό να καλύψει το ως άνω έλλειμμά της. Ωστόσο στις 25.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με το ποσό των 10.000.000.000 ευρώ, εκ των οποίων μόνο 2.500.000.000 ευρώ θα χρησιμοποιούνταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξαιρουμένων όμως της Λαϊκής Τράπεζας και της πρώτης εναγομένης, με την αυτή δε απόφαση του Eurogroup επιβλήθηκε για πρώτη φορά η εξυγίανση της πρώτης εναγομένης τράπεζας με ίδια μέσα και μεταβιβάσθηκαν σε αυτήν στοιχεία του ενεργητικού της Λαϊκής Τράπεζας αλλά και η υποχρέωση της τελευταίας προς τον E.L.A., ύψους 9.000.000.000 ευρώ. Στις 26.3.2013 η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του "Περί εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013", στα πρότυπα της "Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων" και βάσει της "Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 "Για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων" και του "Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004", με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με "κούρεμα" καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με τα υπ'αριθμ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του "Περί εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων" Νόμου του 2013, τα ομόλογα μετατράπηκαν σε Μετοχές Δ' Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1 Ε), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΥΡΩ (1 Ε) για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 Ε σε 0,01 Ε δι' εκάστη μετοχή, επί σκοπώ διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 Ε δι' εκάστη μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ΕΥΡΩ (1 Ε) εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της ως άνω εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Τα ανωτέρω είχαν ως αποτέλεσμα τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα του ενάγοντος να μετατραπούν σε 6.308 συνήθεις μετοχές, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστη. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής στις 30.7.2013 η πρώτη εναγομένη εξήλθε μετά από απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας ………. από το καθεστώς εξυγίανσης. Με δε την από 8.8.2013 επιστολή της προς τον ενάγοντα του γνωστοποίησε τα ανωτέρω και τον ενημέρωσε ότι τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα ποσού 630.897 ευρώ, που κατείχε, μετατράπηκαν σε 6.308 συνήθεις μετοχές, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστη και συνολικά 6.308 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι καθ' όλο το χρονικό διάστημα από 31.12.2008 έως και 31.12.2012 η πρώτη εναγομένη έστελνε έγγραφες ενημερώσεις (statements) σχετικά με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του ενάγοντος, στη σύζυγό του, στην οποία οι εν λόγω σύζυγοι είχαν ζητήσει με την από 24.7.2008 αίτηση για δημιουργία κοινής επενδυτικής μερίδας να αποστέλλονται αυτές. Στις εν λόγω έγγραφες ενημερώσεις, αναγράφονταν τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα ως ομόλογα και όχι ως προθεσμιακή κατάθεση και επίσης φαινόταν από το πρώτο κιόλας εξάμηνο η απομείωση της αξίας τους, χαρακτηριστικό που συναντάται σε χρηματιστηριακά προϊόντα, πλην όμως ο ενάγων ουδέν έπραξε έως τότε αλλά διατήρησε το ανωτέρω επενδυτικό προϊόν μέχρι την προεκτεθείσα απόφαση για την εξυγίανση της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα δε, το χαρτοφυλάκιό του αποτιμήθηκε στις 31.12.2008 στο ποσό των 542.571,42 ευρώ, στις 30.6.2009 στο ποσό των 611.970,09 ευρώ, στις 31.12.2009 στο ποσό των 555.189,36 ευρώ, στις 30.6.2010 στο ποσό των 542.571,42 ευρώ, στις 31.12.2010 στο ποσό των 504.717,60 ευρώ, στις 30.6.2011 στο ποσό των 608.815,61 ευρώ, στις 31.12.2011 στο ποσό των 394.310,63 ευρώ, στις 30.6.2012 στο ποσό των 240.371,76 ευρώ και στις 31.12.2012 στο ποσό των 240.371,76 ευρώ. Εξάλλου, η πρώτη εναγομένη το έτος 2009 προέβη σε δημόσια προσφορά και εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και Κύπρου νέων ομολογιών με την ονομασία "Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου" (ΜΑΚ) και το έτος 2011, με την έγκριση των αρμόδιων εποπτικών αρχών και προς ενίσχυση της κεφαλαιακής της επάρκειας εξέδωσε και διέθεσε με δημόσια προσφορά από 27.4.2011 έως 17.5.2011 αξιόγραφα με την ονομασία "Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου" (ΜΑΕΚ). Τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ ήταν αόριστης διάρκειας δηλαδή δεν έληγαν σε συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά εναπόκεινταν στην τράπεζα να επιλέξει πότε θα τα εξαγοράσει, ενώ τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 έληγαν μετά την πάροδο πενταετίας ή το αργότερο δεκαετίας. Η πρώτη εναγομένη απέστειλε σε όσους κατείχαν ομόλογά της, όπως ο ενάγων και η σύζυγός του, που κατείχαν Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, την από 18.5.2008 ενημερωτική επιστολή για την έκδοση των ΜΑΚ μαζί με αίτηση συμμετοχής και την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή για την έκδοση των ΜΑΕΚ μαζί με αίτηση συμμετοχής. Ο ενάγων, αν και ενημερώθηκε, όπως ομολογεί με την αγωγή του, για τη δυνατότητά του να μετατρέψει τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 σε ΜΑΚ και ΜΑΕΚ αξιολόγησε εκ νέου την επένδυσή του και αποφάσισε να εμμείνει σ'αυτή, χάριν, όπως αναφέρει στην αγωγή, της σταθερότητας και της ασφάλειας της τοποθέτησής του, καθόσον τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ ήταν αόριστης διάρκειας. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων είχε ενημερωθεί επαρκώς και γνώριζε τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους που εμπεριείχε το ανωτέρω επενδυτικό προϊόν (Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018) εκδόσεως της πρώτης εναγομένης. Αυτός έθεσε την υπογραφή του στο από 24.7.2008 έγγραφο με τίτλο έκδοση και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, από την οποία σαφώς προέκυπτε ο χρηματιστηριακός χαρακτήρας του εν λόγω προϊόντος, επιπλέον δε βεβαιώνεται σε αυτή και το προεκτεθέν προτυπωμένο κείμενο της αιτήσεως αυτής, ότι δηλαδή ο ενάγων έχει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσής του στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, ότι αποδέχεται τους όρους έκδοσής τους, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου με ημερομηνία 25 Ιουνίου 2008 και ότι δεν του έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της έκδοσης αυτής. Εξάλλου, ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης διαβεβαίωσαν τον ίδιο και τη σύζυγό του ότι μόνο αυτοί (δηλαδή ο ενάγων και η σύζυγός του) μπορούσαν να μετατρέψουν τα χρεόγραφα σε μετοχές (βλ. 4η σελίδα της αγωγής), εκ τούτου δε, συνάγεται σαφώς ότι οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης δεν εμφάνισαν το ανωτέρω προϊόν στον ενάγοντα ως προθεσμιακή κατάθεση, καθόσον, όπως αυτός γνώριζε λόγω των ικανών χρηματιστηριακών γνώσεων που ο ίδιος δήλωσε στο ερωτηματολόγιο επενδυτικού προφίλ ότι έχει, η προθεσμιακή κατάθεση δεν μετατρέπεται σε μετοχές αλλά μόνο τα επενδυτικά προϊόντα. Ούτε άλλωστε απαιτείται για την τοποθέτηση σε προθεσμιακή κατάθεση το άνοιγμα κοινής επενδυτικής μερίδας, όπως συνέβη εν προκειμένω. Η κατάθεση της πρωτοδίκως εξετασθείσας μάρτυρα απόδειξης περί του ότι η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης Ζ. Π., ανέφερε στον ενάγοντα και τη σύζυγό του για το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ότι ήταν περισσότερο εγγυημένο από προθεσμιακή κατάθεση ότι δεν έχει σχέση με το χρηματιστήριο ότι ακόμη και αν χρεοκοπούσε η τράπεζα θα έπαιρναν τα χρήματά τους και ότι το κεφάλαιό τους ήταν εγγυημένο, και οι ένορκες βεβαιώσεις των Δ. Κ. και Ι. Κ. περί του ότι η εν λόγω υπάλληλος πιεστικά διαβεβαίωνε τη σύζυγο του ενάγοντος στο ιατρείο της ότι επρόκειτο για προϊόν προθεσμιακού χαρακτήρα με εγγυημένο και εξασφαλισμένο κεφάλαιο, δεν κρίνονται πειστικές με βάση όσα προεκτέθηκαν και διότι αναιρούνται, ως προς τα χαρακτηριστικά του ένδικου επενδυτικού προϊόντος και τους κινδύνους που αυτό ενείχε, από το περιεχόμενο των προαναφερόμενων εγγράφων, που υπέγραψε ο ενάγων, ενώ επίσης οι ως άνω μάρτυρας και ενόρκως βεβαιούντες δεν γνωρίζουν τι προηγήθηκε της μεταβάσεως της προαναφερόμενης υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης στα ιατρεία του ενάγοντος και της συζύγου του. Ακόμη ο ενάγων, αν και ενημερώθηκε, όπως προεκτέθηκε, για τη δυνατότητά του να μετατρέψει τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 σε ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, αξιολόγησε εκ νέου την επένδυσή του και αποφάσισε να εμμείνει σ'αυτή, γεγονός που καταδεικνύει ότι είχε ενημερωθεί πλήρως για τις εξελίξεις, όπως είχαν διαμορφωθεί το έτος 2009 και το έτος 2011 και θέλησε να διασφαλίσει το κεφάλαιό του. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι ο ενάγων είχε λάβει γνώση του ενημερωτικού δελτίου της πρώτης εναγομένης για τα Μ.Χ. 2013/2018 και η αγορά τους ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής του, δίχως να του έχει παρουσιασθεί ως επενδυτική συμβουλή. Τέτοια επενδυτική συμβουλή άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα ούτε εγγράφως ούτε ατύπως. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αφού δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε επενδυτική συμβουλή προς τον ενάγοντα δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 3606/2007, ενώ επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι αυτός εξαπατήθηκε ή παραπλανήθηκε ή ότι παραπληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, από προστηθέντα υπάλληλο της πρώτης εναγομένης, τα αντίθετα δε, υποστηριζόμενα με την αγωγή, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα κατ'ουσία. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο είχε διττή λειτουργία καθώς λειτουργούσε αφενός ως εκδότρια του προαναφερθέντος προϊόντος αφετέρου δε ως παρέχουσα επενδυτικές υπηρεσίες και όχι συμβουλές, όπως άλλωστε αναφέρεται και στις ανωτέρω συμβάσεις επενδυτικών υπηρεσιών που συνήψε ο ενάγων, οι δε υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης του παρείχαν ενημέρωση σχετικά με το ανωτέρω προϊόν ώστε να έχει την ευχέρεια να συγκρίνει και να αποφασίσει αβίαστα, αν θέλει να επενδύσει σε αυτό και δεν τον επηρέασαν κατά τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης αναφορικά με τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 ούτε τον εξαπάτησαν ως προς τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος αλλά ακολουθώντας τις εσωτερικές οδηγίες της πρώτης εναγομένης του εξέθεσαν τα χαρακτηριστικά του επενδυτικού αυτού προϊόντος, επιλύοντας βασικές απορίες του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη κατά τον επίδικο χρόνο ήταν μία ισχυρή τραπεζική εταιρία με έντονη παρουσία στην Ελλάδα και την Κύπρο και από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι οι υπάλληλοί της είχαν θετική γνώση συγκεκριμένων οικονομικών στοιχείων τα οποία έθεταν υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια της επίμαχης επένδυσης και τα οποία όφειλαν να γνωστοποιήσουν στον ενάγοντα με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ούτε ότι γνώριζαν το ενδεχόμενο αφερεγγυότητας ή πτώχευσής της. Με βάση τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων ως έμπειρος και όχι αδαής περί τις συναλλαγές είχε πλήρη γνώση ότι τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 ήταν χρηματιστηριακό προϊόν και όχι προθεσμιακή κατάθεση, το οποίο ενείχε κίνδυνο για το κεφάλαιό του αλλά το επέλεξε ενόψει των μεγαλύτερων αποδόσεων που παρείχε, είχε δε, χρηματιστηριακές γνώσεις και ήταν σε θέση να αξιολογήσει τους κινδύνους του προϊόντος αυτού που αναφέρονταν στο ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο.
Συνεπώς, η αγορά των επίδικων Μετατρέψιμων Χρεογράφων αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του ενάγοντος κατόπιν πλήρους ενημέρωσής του από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης για τη φύση και τους κινδύνους τους. Ως εκ τούτων δεν προκύπτει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης έναντι του ενάγοντος. Οι ανωτέρω κρίσεις του Δικαστηρίου δεν αναιρούνται από α) την υπ' αριθ. πρωτ. 4995/25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατ' άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 3297/2004) που απηύθυνε προς την πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, αναφορικά με την προώθηση άλλου επενδυτικού προϊόντος (ΜΑΕΚ) και όχι του επίδικου (ΜΧ) καλώντας την να προβεί σε αποκατάσταση των ζημιωθέντων πελατών της και να γνωστοποιήσει στην ως άνω Αρχή εντός δέκα ημερών εάν αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα στην έγγραφη αυτή σύσταση, αφού ακολούθως ο Συνήγορος του Καταναλωτή, δυνάμει της υπ'αριθμ. 7791/26.3.2013 επιστολής του προς τους αναφερόμενους σε αυτήν αποδέκτες, έθεσε την υπόθεση στο αρχείο αναφέροντας ότι εξάντλησε το περιθώριο της διαμεσολαβητικής του δράσης για την υπόθεση, β) την υπ'αριθμ. 18/671/16.1.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 7.000 ευρώ στην πρώτη εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 5 και 6 του Ν. 3606/2007 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 της υπ'αριθμ. 1/452/1.11.2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και γ) την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την 700η/10.12.2014 συνεδρίασή του, με την οποία επιβλήθηκε στην πρώτη εναγομένη πρόστιμο 10.000 ευρώ, διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (M.A.E.K.) παρείχε επενδυτικές συμβουλές χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν. 3606/2007 και της υπ' αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφενός διότι στις αποφάσεις αυτές δεν γίνεται λόγος περί εξαπάτησης των επενδυτών από την πρώτη εναγομένη, αφετέρου διότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν συναλλαγές άλλων πελατών της ως άνω εναγομένης με αυτήν και όχι τη συναλλακτική της σχέση με τον ενάγοντα και δεν μπορεί να παραλληλισθεί ή να εξομοιωθεί η τυχόν επιλήψιμη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της προς άλλους πελάτες της με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των προστηθέντων της έναντι του ενάγοντος. Επίσης, η από 13.9.2013 απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, με την οποία επιβλήθηκε στην πρώτη εναγομένη πρόστιμο ποσού 4.000 ευρώ για παραβάσεις των αναφερόμενων σε αυτήν άρθρων του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου 144(Ι) του 2007 και της Οδηγίας 558/2007 της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την Άσκηση Επενδυτικών Δραστηριοτήτων, αναφορικά με τα ΜΑΕΚ, ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της από 9.6.2020 απόφασης του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου της Κύπρου. Με βάση τα παραπάνω και κυρίως βάσει του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, ο δε ενάγων ήταν επαρκώς ενημερωμένος για το είδος και τους κινδύνους του προϊόντος, προκύπτει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι... προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι η αγορά του επίδικου επενδυτικού προϊόντος αποτέλεσε επιλογή του ενάγοντος, ο οποίος είχε χρηματιστηριακές γνώσεις και εμπειρία στις συναλλαγές, κατόπιν πλήρως ενημερώσεώς του από τους προστηθέντες υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης για τη φύση και τους κινδύνους των Μ.Χ. 2013/2018, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της εν λόγω εναγομένης προς αποζημίωση του ενάγοντος είτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ, 25 ν. 3606/2007, 919, 281, 288 ΑΚ είτε κατά τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή (8, 9 ν. 2251/1994), παρέπεται δε ότι εφόσον δεν καταφάσκεται ευθύνη από αδικοπραξία ούτε περί ηθικής βλάβης του ενάγοντος μπορεί να γίνει λόγος και ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση ακύρωσης της ένδικης σύμβασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξαπατήθηκε ή παραπλανήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη σύναψή της, ούτε ανακύπτει ζήτημα προσυμβατικής ευθύνης, διότι η κατάρτιση έγκυρης σύμβασης σήμανε τη λήξη του σταδίου των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι έλαβε χώρα η επικαλούμενη από τον ενάγοντα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, που, κατά τους ισχυρισμούς του, τον οδήγησε στην απόκτηση των Μ.Χ. 2013/2018, περίπτωση που δεν συντρέχει κατά τα προεκτεθέντα, η συμπεριφορά αυτή δεν υπήρξε αναγκαίος όρος της ένδικης ζημίας του συνισταμένης στην απώλεια του συνόλου, σχεδόν, της αξίας της επένδυσής του, συνεπεία υποχρεωτικής μετατροπής των επίμαχων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, αρχικά σε μετοχές της πρώτης εναγομένης τράπεζας, ονομαστικής αξίας ισόποσης, με αυτά και, στη συνέχεια, σε μετοχές της, ονομαστικής αξίας ισουμένης με το ένα εκατοστό της αρχικής, που επιβλήθηκε, κατά τον Ιούλιο του 2013, στην πρώτη εναγομένη τράπεζα, για την εξυγίανση και διάσωσή της, δυνάμει νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Διαταγμάτων της Κεντρικής της Τράπεζας, κατόπιν σχετικής Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και δεν συνδέονται αμέσως κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια. Και τούτο διότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, εκδηλωθείσα κατά το έτος 2008, δεν ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή ούτε μπορούσε, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση, κατά τον Ιούλιο του 2013, της νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας, που αποτελούν περιστατικά κείμενα εκτός της συνηθισμένης και κανονικής πορείας των πραγμάτων, ως γεγονότα, εντελώς, έκτακτα, εξαιρετικά, χωρίς ανάλογο προηγούμενο, μέχρι τότε, στην κυπριακή έννομη τάξη και εντεύθεν, μη δυνάμενα να προβλεφθούν, κατά τον, ως άνω, κρίσιμο, χρόνο της σύναψης των ενδίκων επενδυτικών συμβάσεων (έτος 2008), από το μέσο λογικό, ευσυνείδητο και επιμελή άνθρωπο. Καθοριστικής σημασίας στην παρούσα περίπτωση είναι το κριτήριο της προβλεψιμότητας της ως άνω ζημίας από τον προαναφερόμενο άνθρωπο με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (αντικειμενική εκ των προτέρων πρόγνωση) και όχι εκ των υστέρων με βάση στοιχεία που εμφανίζονται μετά την επέλευση της ζημίας.
Συνεπώς, μόνη η ανωτέρω επένδυση του ενάγοντος δεν θα επέφερε αντικειμενικά ζημία σ'αυτόν και δεν ήταν αυτή γεγονός ικανό και πρόσφορο, κατά το χρόνο της επένδυσης να τον ζημιώσει εφόσον, όπως προεκτέθηκε, κατά το χρόνο εκείνο δεν τίθενταν ζήτημα αφερεγγυότητας ή βιωσιμότητας της ως άνω εναγομένης τράπεζας. Η δε ζημία του ενάγοντος δεν επήλθε κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης αγοράς των Μ.Χ. 2013/2018, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, αφού αν δεν μεσολαβούσαν τα ως άνω γεγονότα που, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ήταν έκτακτα και απρόβλεπτα, επιβλήθηκαν στα πλαίσια της κανονιστικής αρμοδιότητας της Κυπριακής Πολιτείας και ανάγονται στον πυρήνα άσκησης της κρατικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, το ως άνω επενδυτικό προϊόν της πρώτης εναγομένης που είχε αποκτήσει ο ενάγων, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε απαξιωθεί και η πρώτη εναγομένη θα εξαγόραζε τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 είτε το 2013 (προαιρετικά) είτε το αργότερο (αλλά υποχρεωτικά) το 2018 και ο ενάγων θα λάμβανε το κεφάλαιό του και τόκους. Εξάλλου, ο εφεσίβλητος - ενάγων, με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι το ποσό των 630.897 ευρώ των κοινών καταθέσεων του ίδιου και της συζύγου του δεν προορίσθηκε για την αγορά των Μετατρέψιμων Χρεογράφων ούτε μεταφέρθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και συνακόλουθα η ψήφιση και δημοσίευση του περί Εξυγίανσης Τραπεζικών Ιδρυμάτων Νόμου 17/2013 ουδεμία συνεπεία έχει στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον οι ως άνω κοινές προθεσμιακές καταθέσεις έληξαν πρόωρα στις 4.8.2008, προκειμένου η εκκαλούσα να αντλήσει το πιο πάνω ποσό των 630.897 ευρώ για την αγορά ισόποσων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, εν τέλει όμως αυτή άντλησε τα ως άνω κεφάλαια στις 5.8.2008, ενώ ήδη από τις 29.7.2008 η έκδοση των Μετατρέψιμων Χρεογράφων είχε υπερκαλυφθεί. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, κρίνεται με βάση όσα προεκτέθηκαν απορριπτέος ως αβάσιμος. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια των ετών 2008 έως 2012 αποστέλλονταν, κατά τα προεκτεθέντα, στη σύζυγο του εφεσιβλήτου statements, στα οποία αποτυπώνονταν η χρηματιστηριακή αξία των Μετατρέψιμων Χρεογράφων τους και επίσης ο εφεσίβλητος επί σειρά ετών εισέπραττε τόκους για τα εν λόγω χρεόγραφα, γεγονότα από τα οποία σαφώς συνάγεται ότι το πιο πάνω χρηματικό ποσό των 630.897 ευρώ διατέθηκε για την αγορά των ως άνω χρεογράφων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η προστηθείσα υπάλληλος της πρώτης εναγομένης Ζ. Π. παρείχε επενδυτική συμβουλή στον ενάγοντα, ότι ο ενάγων παρασύρθηκε στη σύναψη της κρινόμενης σύμβασης λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, συνιστάμενης στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση υπαρκτών γεγονότων των οποίων η αποκάλυψη σ'αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποιήσεως αυτού, που υπείχε απέναντί του, προκειμένου ο ενάγων να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της τοποθέτησης των κεφαλαίων του, που του προτάθηκε και να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικά, να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη του τράπεζα, ότι εάν του είχαν γνωστοποιηθεί οι επιμέρους όροι της συμβάσεως δεν θα είχε επιχειρήσει την προτεινόμενη σ'αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του διότι θα αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, να σταθμίσει τον κίνδυνο και να ελέγξει τη μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης, ότι η συμπεριφορά αυτή της πρώτης εναγομένης είναι παράνομη και επιπλέον διότι η επισφαλής επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η ενημέρωση του ενάγοντος που ήταν αναγκαία ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη σ'αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της ζημίας του ενάγοντος και εν συνεχεία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα - πρώτη εναγομένη με τους σχετικούς δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής της". Με βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης Τράπεζας και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη, με επάλληλη (κύρια και επικουρική) αιτιολογία, ήτοι κυρίως μεν διότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση του ενάγοντος από αδικοπραξία είτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ, 25 ν. 3606/2007, 919, 281, 288 ΑΚ είτε κατά τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή (8, 9 ν. 2251/1994), συνακόλουθα δε ούτε και ευθύνη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επικουρικά δε, λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου, δεχόμενο ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι υπήρξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, που τον οδήγησε στην απόκτηση των Μ.Χ. 2013/2018, η συμπεριφορά αυτή δεν υπήρξε αναγκαίος όρος της ένδικης ζημίας του συνισταμένης στην απώλεια του συνόλου, σχεδόν, της αξίας της επένδυσής του, ενώ, περαιτέρω, δέχθηκε εν μέρει και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση που υπέβαλε η εκκαλούσα-αναιρεσίβλητη και υποχρέωσε τον εφεσίβλητο-αναιρεσείοντα να της καταβάλει το ποσό των 841.053,26 λεπτών, νομιμοτόκως.
4. Στο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι "αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ' αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται σ' αυτήν", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα "η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση...". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή, κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός καθώς και αυτά που συνάπτονται, άρρηκτα, με εκείνα που αναιρέθηκαν. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 304/2016). Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν από αυτήν. Περίπτωση ολικής αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 359/2017, ΑΠ 84/2017). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικά, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση, όπως και ως προς εκείνα που συνδέονται άρρηκτα με αυτά, τα οποία συναναιρούνται. Η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, τα οποία δεν προσβλήθηκαν με την αίτηση αναίρεσης ή εκείνα, ως προς τα οποία απορρίφθηκαν οι λόγοι αναίρεσης (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 634/2016). Ως προς τα κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, αυτή παράγει δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Στην αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται το δεδικασμένο της απόφασης αυτής, κατά τη θετική του λειτουργία (ΑΠ 1180/2022, ΑΠ 1258/2022, ΑΠ 644/2017, ΑΠ 503/2017). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης ως προς τα πληγέντα κεφάλαια και τα αρρήκτως συνδεόμενα με αυτά που συναναιρούνται, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και τα αρρήκτως με αυτό συνδεόμενα κεφάλαια και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ μόνο ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, από ό,τι η αναιρεθείσα, χωρίς να δεσμεύεται, ούτε ως προς το σημείο αυτό, από εκείνη (ΑΠ 886/2017,ΑΠ 682/2014, ΑΠ 15/2014, ΑΠ 956/2011, ΑΠ 201/2011). Τα νομικά ζητήματα, για τα οποία κάνει λόγο το άρθρο αυτό, μπορεί να ανάγονται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 631/2018,ΑΠ 542/2017,ΑΠ 479/2010,ΑΠ 295/2007), γεγονός που προκύπτει τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης, όσο και από το ότι, η παραπομπή διατάσσεται επί αναίρεσης, για παράβαση όχι μόνο του ουσιαστικού, αλλά και του δικονομικού δικαίου. Επομένως, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ο Άρειος Πάγος παραπέμψει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, αυτό δεσμεύεται ως προς το νομικό ζήτημα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος. Αν ασκηθεί δε (νέα) αναίρεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής, ο Άρειος Πάγος αυτοδεσμεύεται από την προηγούμενη απόφασή του (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 1297/2010, ΑΠ 2141/2007, ΑΠ 2083/2007). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.4 και 581 παρ.2 του ιδίου άρθρου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, δηλ. δεν ακολούθησε όσον αφορά το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρετική απόφαση την λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο. Εφόσον, όμως, το Δικαστήριο της παραπομπής συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση, ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε, είναι απαράδεκτος κάθε λόγος αναίρεσης, που προσβάλλει την απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής, κατά το μέρος που αυτό συμμορφώθηκε (άρθρο 562 παρ. 1 του ΚΠολΔ - ΑΠ 1141/2003, ΑΠ 472/2007). Συντρέχει δε το απαράδεκτο αυτό, αν ο αναιρεσείων προβάλλει ότι, κακώς συμμορφώθηκε το δικαστήριο της παραπομπής, με το επιλυθέν από την απόφαση του Αρείου Πάγου νομικό ζήτημα, διότι η δοθείσα από την τελευταία απόφαση λύση, είναι εσφαλμένη (ΑΠ 816/2022). Αντιθέτως, δεν υπάρχει μη συμμόρφωση, όταν το δικαστήριο της παραπομπής δίνει λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση ή όταν τούτο αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς, η επί της οποίας κρίση άλλωστε είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 923/2017, ΑΠ 556/2011, ΑΠ 906/2009). Όταν όμως η διαφορετική νομική λύση που δέχθηκε το δικαστήριο της παραπομπής στηρίζεται σε λαθεμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν και δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του ή στην αντίθετη περίπτωση, που δεν εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, μολονότι υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του, σύμφωνα με όσα ανελέγκτως έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπεται αναίρεση κατά της απόφασης του, για τον προβλεπόμενο όμως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγο (ΑΠ 867/2008, ΑΠ 194/2004). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση νόμου, δηλαδή τη ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς τη ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Εξ άλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί μεταξύ των ιδίων προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί (ΟλΑΠ 7/2013,ΑΠ 886/2017).
5.Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα προβάλλει με τον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης την αιτίαση ότι το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 16 και 18 του ΚΠολΔ, διότι παραβίασε το δεδικασμένο παραχθέν εκ της αναιρεθείσας υπ'αριθμ.120/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ... και δη ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής του, την οποία παρανόμως έκρινε εκ νέου και απέρριψε, αφού η ως άνω 120/2017 εφετειακή απόφαση δεν αναιρέθηκε στο σύνολό της με την προαναφερόμενη υπ'αριθμ.813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, αλλά μόνο κατά το μέρος που διέγνωσε ευθύνη της αναιρεσίβλητης τράπεζας εκ της παραβίασης του Ν.2251/1994, επικουρικά δε, διότι δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο της απόφασης αυτής (ΑΠ 813/2019), καθόσον έκρινε επί της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής του, ενώ η εν λόγω απόφαση, μη αναιρώντας ως προς τη βάση αυτή την υπ'αριθμ.120/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., κατέστησε αυτήν αμετάκλητη ως προς το ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της. Όμως, όπως αναφέρθηκε κατά την παράθεση της διαδικαστικής πορείας της υπόθεσης, με την υπ' αριθμ. 813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε στο σύνολό της, και όχι μερικά, η προγενέστερη υπ' αριθμ. 120/2017 απόφαση του Εφετείου. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι: "Με το να δεχθεί, όμως, το Εφετείο ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της ήδη αναιρεσείουσας, εναγομένης τράπεζας, συνισταμένη στην πλημμελή ενημέρωση του ήδη αναιρεσίβλητου, ενάγοντος, αναφορικά με τους επενδυτικούς κινδύνους, τους οποίους αυτός αναλάμβανε, συνάπτοντας, κατά το έτος 2008, την ένδικη επενδυτική σύμβαση, υπήρξε αναγκαίος όρος της ένδικης ζημίας του (αναιρεσίβλητου, ενάγοντος) συνισταμένης στην απώλεια του συνόλου, σχεδόν, της αξίας της επένδυσής του, συνεπεία υποχρεωτικής μετατροπής των επίμαχων μετατρεψίμων χρεογράφων, αρχικά, σε μετοχές της αναιρεσείουσας τράπεζας, ονομαστικής αξίας ισόποσης, με τα αυτά και, στη συνέχεια, σε μετοχές της, ονομαστικής αξίας ισουμένης με το ένα εκατοστό της αρχικής, που επιβλήθηκε, κατά τον Ιούλιο του 2013, στην ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα, για την εξυγίανση και διάσωσή της, δυνάμει νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Διαταγμάτων της Κεντρικής της Τράπεζας, κατόπιν σχετικής Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνδέονται αμέσως, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια και, συνακόλουθα, ν' απορρίψει την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποίαν είχε επιδικασθεί στον ήδη αναιρεσίβλητο, ενάγοντα, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της, εντεύθεν, ηθικής του βλάβης, το ως άνω χρηματικό ποσό, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 932 του ΑΚ, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας αυτές εσφαλμένα. Τούτο διότι, η προαναφερθείσα συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της ήδη αναιρεσείουσας, εναγομένης, τράπεζας και η, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, επελθούσα, ως συνέπεια αυτής (συμπεριφοράς), ένδικη, ζημία του ήδη αναιρεσίβλητου, ενάγοντος, δεν συνδέονται, μεταξύ τους, αμέσως, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια. Ειδικότερα, η υπόψη συμπεριφορά, εκδηλωθείσα κατά το έτος 2008, δεν ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή ούτε μπορούσε, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση, κατά τον Ιούλιο του 2013, της νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας, που αποτελούν περιστατικά κείμενα εκτός της συνηθισμένης και κανονικής πορείας των πραγμάτων, ως γεγονότα, εντελώς, έκτακτα, εξαιρετικά, χωρίς ανάλογο προηγούμενο, μέχρι τότε, στην κυπριακή έννομη τάξη και, εντεύθεν, μη δυνάμενα να προβλεφθούν, κατά τον, ως άνω, κρίσιμο, χρόνο της σύναψης των ενδίκων επενδυτικών συμβάσεων (έτος 2008), από το μέσο λογικό, ευσυνείδητο και επιμελή άνθρωπο. Επομένως, το Εφετείο, παραβιάζοντας ευθέως, με την προαναφερθείσα κρίση του, τους ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου κανόνες, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που του καταλογίζει η αναιρεσείουσα, με το υπό στοιχείο 3.1.3 σκέλος του πρώτου λόγου της αναίρεσής της, παρελκούσης, εντεύθεν, της έρευνας όλων των λοιπών λόγων, αφού αυτοί καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια αυτού, να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, εφ' όσον είναι δυνατή η συγκρότησή του, από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν". Η ως άνω υπ' αριθμ. 813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες, ούτε και είναι ασαφής, αλλά αντίθετα, από το περιεχόμενό της προκύπτει, αναμφίβολα και με σαφήνεια, ότι το Δικαστήριο τούτο αναίρεσε στο σύνολό της την υπ'αριθμ. 120/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ... και έτσι ουδέν κεφάλαιο αυτής παρέμεινε αλώβητο, αφού δεν περιόρισε, με σχετική διάταξη, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια και δη σε κάποια από τις βάσεις, στις οποίες το Εφετείο θεμελίωσε την ευθύνη της αναιρεσίβλητης, χωρίς βεβαίως, σε κάθε περίπτωση, να είναι επιτρεπτό να ερευνηθεί πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί, δεδομένου μάλιστα ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ερμηνεία της ως άνω αναιρετικής απόφασης, θα οδηγούσε σε αλλαγή του διατακτικού, πράγμα που ρητά απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 316 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η εφετειακή απόφαση απέβαλε πλήρως την ισχύ της και, μετά ταύτα, έπαυσε να παράγει δεδικασμένο επί οιουδήποτε ζητήματος αυτή έκρινε, οι δε διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την έκδοση αυτής (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, μετά την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.113/2021 απόφασή του, ορθώς έκρινε συνολικά την υπόθεση, συμμορφούμενο προς αυτήν (με την επικουρική αιτιολογία), όσον αφορά το επιλυθέν νομικό ζήτημα της έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσίβλητης τράπεζας και της επελθούσας ζημίας του αναιρεσείοντος, ως προς το οποίο (νομικό ζήτημα) και μόνον δεσμευόταν από την πιο πάνω αναιρετική απόφαση, δηλαδή ότι, αυτή καθεαυτή, η αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, δεν ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή ούτε μπορούσε, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση, κατά τον Ιούλιο του 2013, της νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας. Όπως δε εκτέθηκε, λόγω της συνολικής αναίρεσης της προηγηθείσας απόφασης του Εφετείου, η κρίση αυτή της αναιρετικής απόφασης περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ νομίμου λόγου ευθύνης και ζημίας καταλαμβάνει την αδικοπραξία γενικά ως προς όλες τις θεμελιώσεις της και όχι μόνον καθό μέρος αυτή ερείδεται στην παράβαση του άρθρου 8 του ν. 2251/1994. Σημειωτέον, ότι όσον αφορά και την πρώτη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν υπάρχει μη συμμόρφωση του δικαστηρίου της παραπομπής, αφού με την αιτιολογία αυτή το Εφετείο αποφάνθηκε επί της ουσίας της διαφοράς (η επί της οποίας κρίση είναι αναιρετικά ανέλεγκτη), δίνοντας λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση, και συγκεκριμένα απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω του ότι δεν υπήρξε αντισυμβατική ούτε και αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, με την ως άνω κρίση του, α) εφόσον η προγενέστερη εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, κατά παραδοχή λόγου αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να δεχθεί δεδικασμένο από την αναιρεθείσα αυτή απόφαση, και ως εκ τούτου, ο ανωτέρω πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, β) κινήθηκε μέσα στα όρια, που διαγράφονται, από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 αρ. 3 και 581 αρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, συμμορφούμενο με την αναιρετική απόφαση ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε και, συνακόλουθα, ο ίδιος ως άνω αναιρετικός λόγος, κατά το δεύτερο (επικουρικά προβαλλόμενο) σκέλος, από τον αρ. 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος. 6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 40/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017). 7. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα: α) της σύναψης ή μη προφορικής σύμβασης παροχής επενδυτικής συμβουλής μεταξύ των διαδίκων, β) της συνδρομής ή μη παράνομης συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης από την παραβίαση της επιμέλειας ή των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και γ) της έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αναφερόμενης στην ένδικη αγωγή συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης και της αιτούμενης με αυτή ζημίας του αναιρεσείοντος, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 147, 149, 914, 281, 288, 297, 298, 330, 713, 714,718 ΑΚ, 386 ΠΚ, 8 του ν.2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: 1) διαλαμβάνοντας τις παραδοχές, ότι ο αναιρεσείων στο υπογραφέν από αυτόν Ερωτηματολόγιο Επενδυτικού Προφίλ αναφέρεται, ότι ασχολείτο με το Ελληνικό χρηματιστήριο άνω των πέντε ετών και ότι είχε ικανοποιητικές χρηματιστηριακές γνώσεις, ότι αυτός υπέγραψε την ένδικη από 24.7.2008 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και την αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, και επίσης ότι η αναιρεσίβλητη καθ' όλο το χρονικό διάστημα από 31.12.2008 έως και 31.12.2012 έστελνε στη σύζυγο του αναιρεσείοντος έγγραφες ενημερώσεις (statements) σχετικά με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, όπου αναγράφονταν τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα ως ομόλογα και όχι ως προθεσμιακή κατάθεση και φαινόταν, από το πρώτο κιόλας εξάμηνο, η απομείωση της αξίας τους, χαρακτηριστικό που συναντάται σε χρηματιστηριακά προϊόντα, δέχεται, ακολούθως, με βάση τα περιστατικά αυτά, ότι ο αναιρεσείων ήταν έμπειρος και όχι αδαής περί τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ότι είχε πλήρη γνώση ότι τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 ήταν χρηματιστηριακό προϊόν και όχι προθεσμιακή κατάθεση, το οποίο ενείχε κίνδυνο για το κεφάλαιό του και ότι είχε χρηματιστηριακές γνώσεις και ήταν σε θέση να αξιολογήσει τους κινδύνους του προϊόντος αυτού που αναφέρονταν στο σχετικό ενημερωτικό δελτίο, μολονότι ταυτόχρονα, με άλλες παραδοχές, δέχεται, ότι η προγενέστερη συνεργασία του αναιρεσείοντος με την αναιρεσίβλητη αφορούσε αποκλειστικά καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις και, ακόμη, ότι ο αναιρεσείων στον εν λόγω ερωτηματολόγιο επενδυτικού προφίλ δήλωσε ότι βασικός στόχος της επένδυσής του είναι η διαφύλαξη του αρχικού κεφαλαίου συν μία σταθερή απόδοση κεφαλαίου, ότι ο επενδυτικός κίνδυνος που ήταν διατεθειμένος να αναλάβει ήταν σχετικά μικρός, με συνέπεια, ενόψει των παραδοχών αυτών, να μην αιτιολογείται επαρκώς το ως άνω αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού, περαιτέρω, δεχόμενο το εφετείο ότι το επάγγελμα του αναιρεσείοντος ήταν αυτό του ιατρού, δεν αναφέρει, αν αυτός ήταν εντός ή εκτός του κύκλου των προσώπων εκείνων, που ήταν σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών που αφορούν τη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων επενδυτικών επιλογών, 2) δέχεται ότι εκδόθηκε από την αναιρεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία το Ενημερωτικό Δελτίο-Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου με ημερομηνία 25-6-2008, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχή, ότι αυτό παραδόθηκε πράγματι στον αναιρεσείοντα, σε αρνητική δε περίπτωση, πως εν τέλει το περιεχόμενο αυτού περιήλθε σε γνώση του, ενόψει και της ρητής άρνησης του αναιρεσείοντος ότι έλαβε γνώση του εν λόγω Σημειώματος, 3) ενώ δέχεται α) ότι στο ως άνω Σημείωμα ρητώς αναφερόταν ότι "Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεων του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μαΐου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου...." και β) ότι στο εσωτερικό έγγραφο της αναιρεσίβλητης με τίτλο "επιχειρήματα πώλησης", αναφέρεται ότι οι υπάλληλοί της, κατά τις εντολές της, θα ενεργούσαν με σκοπό την ενημέρωση και τις απαντήσεις σε ερωτήσεις των πελατών σχετικά με τα χρεόγραφα και την εξυπηρέτησή τους για την υποβολή αίτησης εγγραφής στην έκδοση Μετατρέψιμων Χρεογράφων, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και λύνοντας τις βασικές απορίες τους, και ότι σε περίπτωση που ο πελάτης έχει εξειδικευμένες ερωτήσεις ή θέλει συμβουλές, τότε το κατάστημα πρέπει να τον παραπέμπει να ενημερώνεται από το αρμόδιο τμήμα Επενδυτικών Υπηρεσιών (επενδυτικοί σύμβουλοι), δηλαδή ότι η επένδυση στο επίδικο πολύπλοκο επενδυτικό προϊόν απαιτούσε για έναν μη έμπειρο επενδυτή επαφή με σύμβουλο επενδύσεων, και γ) ότι στις 23.7.2008 ο αναιρεσείων μετέβη μαζί με τη σύζυγό του στο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στη Λάρισα, προκειμένου να ερευνήσουν τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών τους, όπου είχαν και πάλι επαφές και συνομιλίες με υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι απλώς τους ενημέρωσαν για το επίμαχο προϊόν "ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018", εκθέτοντας μόνον τα χαρακτηριστικά αυτού και επιλύοντας βασικές απορίες του (χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται σε τι συνίσταντο οι απορίες αυτές), ώστε να έχει την ευχέρεια να συγκρίνει και να αποφασίσει αβίαστα, μη επηρεάζοντας τον αναιρεσείοντα κατά τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης, δέχεται, στη συνέχεια, ότι την ίδια ημέρα ο αναιρεσείων υπέγραψε, στο χώρο των ιατρείων αυτού και της συζύγου του, όπου μετέβη με τα απαραίτητα έγγραφα η υπάλληλος της αναιρεσίβλητης Ζ. Π., την από 24.7.2008 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τη θυγατρική της πρώτης εναγομένης "..." καθώς και το από 24.7.2008 έγγραφο με τίτλο έκδοση και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, με το οποίο αιτήθηκε την αγορά τους για ποσό 630.897 ευρώ, χωρίς ωστόσο να διαλαμβάνει παραδοχή, αν τελικώς ο αναιρεσείων απευθύνθηκε σε σύμβουλο επενδύσεων για την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος "ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018", σύμφωνα με τη σχετική προτροπή του ως άνω από 25-6-2008 Ενημερωτικού Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου, και χωρίς να αιτιολογεί, σε αρνητική περίπτωση, πως τελικά αποφάσισε να στραφεί από τους καταθετικούς λογαριασμούς και τις προθεσμιακές καταθέσεις στη συγκεκριμένη υψηλού ρίσκου επένδυση, εφόσον, όπως δέχεται, οι υπάλληλοι της αναιρεσίβλητης δεν τον επηρέασαν κατά τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης. 4) ενώ δέχεται ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε μόνον σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολής αγοράς κινητών αξιών), όχι δε, παράλληλα, και σύμβαση επενδυτικής συμβουλής, στηρίζοντας την κρίση του αυτή αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο αναιρεσείων υπέγραψε τα αναφερόμενα έγγραφα (ήτοι σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εξουσιοδότηση χρήσης για την ατομική επενδυτική μερίδα που ήδη κατείχε, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την θυγατρική της αναιρεσίβλητης "..." και αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, με την οποία αιτήθηκε την αγορά τους για ποσό 630.897 ευρώ), στα οποία, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ότι η Τράπεζα διεκπεραιώνει εντολές του επενδυτή, αλλά ουδέποτε τον συμβουλεύει για την επιλογή και ότι δεν παρασχέθηκε στον αναιρεσείοντα επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της συγκεκριμένης έκδοσης, παρ' όλα αυτά, στη συνέχεια, δέχεται, κατά τρόπο αντιφατικό, ότι η αναιρεσίβλητη κατά τη λήψη της εντολής της επίδικης συναλλαγής χορήγησε στον αναιρεσείοντα όλο το απαραίτητο υλικό, αλλά και προφορικά προέβη σε ενημέρωσή του για το είδος, τον τρόπο λειτουργίας, τους κινδύνους του επενδυτικού προϊόντος, καίτοι, ταυτόχρονα δέχεται, ότι ο αναιρεσείων ήταν γνώστης αυτών και ότι ο ίδιος τα είχε επιλέξει, χωρίς προηγούμενη συζήτηση, παρότρυνση ή υπόδειξη από στελέχη της και χωρίς σχετική υποχρέωση στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης. 5) Εξ αιτίας των ανωτέρω ελλείψεων και αντιφάσεων, προκαλείται ασάφεια ως προς το κρίσιμο ζήτημα, αν τελικώς οι υπάλληλοι της αναιρεσίβλητης, παρά τα αναγραφόμενα στα ανωτέρω έγγραφα, περιορίστηκαν στην ενημέρωση του αναιρεσείοντος μόνον ως προς τα χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος και αν, έτσι, η μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη συναλλακτική σχέση είχε τη μορφή της εκτελέσεως εκ μέρους της αναιρεσίβλητης των επενδυτικών επιλογών του αναιρεσείοντος, στις οποίες είχε καταλήξει ο ίδιος, έχοντας απλώς ενημερωθεί σχετικά με το επενδυτικό προϊόν από την αναιρεσίβλητη, ή αν, αντιθέτως, συμβούλεψαν και προέτρεψαν αυτόν να προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση και, συνακόλουθα, αν η συμπεριφορά τους αυτή συνιστούσε παροχή επενδυτικής υπηρεσίας προς τον αναιρεσείοντα υπό την μορφή της επενδυτικής συμβουλής και με βάση αυτή εκείνος διαμόρφωσε την επιλογή του, με αποτέλεσμα να έχει, στην περίπτωση αυτή, η αναιρεσίβλητη, τόσο στο προσυμβατικό στάδιο, όσο και κατά το στάδιο λήψης και εκτέλεσης εντολής αγοράς, υποχρέωση ελέγχου καταλληλότητας ή συμβατότητας και διερεύνησης του επενδυτικού προφίλ του αναιρεσείοντος. 6) Δέχεται, με την επικουρική επάλληλη αιτιολογία, ότι "η επικαλούμενη από τον ενάγοντα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης που, κατά τους ισχυρισμούς του, τον οδήγησε στην απόκτηση των Μ.Χ. 2013/2018...δεν υπήρξε αναγκαίος όρος της ένδικης ζημίας του...", χωρίς να εξειδικεύει τα στοιχεία της εν λόγω συμπεριφοράς, ώστε να διαπιστωθεί εάν πρόκειται για τα ίδια εκείνα περιστατικά, που στοιχειοθετούσαν την συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, για την οποία κρίθηκε ότι δεν αποτέλεσε αναγκαίο όρο της ένδικης ζημίας του αναιρεσείοντος, προκληθείσας, με βάση τα περιστατικά αυτά, τον Ιούλιο του 2013 λόγω της νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας στην εξέλιξη της καταρτισθείσας το έτος 2008 σύμβασης, ή, αντιθέτως, πρόκειται για διαφορετικά περιστατικά, κατά τα οποία, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με την αγωγή του, η αγορά των ένδικων Μ.Χ. 2013/2018 αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της εξαπάτησης του αναιρεσείοντος και της παράβασης της υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης για την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών, που έλαβε χώρα κατά το στάδιο πριν την αγορά των Μ.Χ. 2013/2018, και, ως εκ τούτου, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση του παραπάνω χρηματικού ποσού, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της προηγηθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης τράπεζας, επελθούσας έτσι της ζημίας του αναιρεσείοντος κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης, δηλαδή το έτος 2008 και όχι το έτος 2013, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας, οπότε τα αντίστοιχα γεγονότα που έλαβαν χώρα το έτος 2013 είναι αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι, είναι πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 796/2023, ΑΠ 940/2023, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 1406/2021). Επομένως, οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, κατά το οικείο σκέλος τους, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνολικά και συνδυαστικά εκτιμώμενοι, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως, με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμοι.
8.
Συνεπώς πρέπει, κατά παραδοχή των παραπάνω αναιρετικών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ως άνω κριθέντων ως βασίμων. Από το συνδυασμό των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δε γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την υπόθεση, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παραγράφου 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1β ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δε νοείται υπό την ισχύ των προαναφερομένων διατάξεων ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσίαν την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ.2 και 570 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο το άρθρο 524 παρ.1β ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί δηλαδή να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης κατ' ουσίαν, νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ενδεχόμενη ταυτόχρονη εξέταση ύστερα από μια ενιαία συζήτηση, τόσον της αίτησης αναίρεσης όσον και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη ματαίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ μέρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ' αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονομίας της δίκης, το υπέρμετρο και συχνά περιττό δικονομικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλομένη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έτσι για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 1393/2014,ΑΠ 1588/2013,ΑΠ 1517/2013). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι πρόκειται για δεύτερη αναίρεση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους. Η αναιρεσίβλητη που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που υπέβαλε προτάσεις κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183, 189 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στον αναιρεσείουντα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ` αυτόν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί την υπ'αριθμ.113/2021 απόφαση του Εφετείου .... -Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.
-Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ` αυτόν. Και -
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.