ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ 1109/2019
Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1109
Ετος: 2019
Κείμενο Απόφασης
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "..." και διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στο Δήμο … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "..." ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της "...", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Π. του Λ., 2) Α. Π. του Β., 3) Σ. Κ., 4) Ζ. Κ., 5) Ν. Κ., 6) Σ. Κ., 7) Δ. Π., 8) Π. Ν. του Α. και 9) Δ. Ν. του Α., κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπουμπουρή, ο οποίος ανακάλεσε την από 8-2-2019 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων δήλωσε στο ακροατήριο ότι διορθώνει το επώνυμο της πρώτης αναιρεσίβλητης από το εσφαλμένο Π. στο ορθό Π.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-5-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση 11984/2017 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 22-2-2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, Α.Π. 831/2005, Α.Π. 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς." ... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς." ...Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σ' αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα "perρetual bonds" δηλαδή "ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας", άλλως, "διηνεκή" ή "αιώνια" ή "αόριστης διάρκειας", ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως "υβριδικοί" καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual<webtop:message key= bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 1250/2018, ΑΠ 244/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, 7/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη δια της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας της εφέσεως, έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η 1η των εναγομένων εταιρεία με την επωνυμία "...".... (πρώτη αναιρεσείουσα) και η εταιρεία με την επωνυμία "...", θυγατρική εταιρεία της 1ης των εναγόμενων, της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει, λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, η 2η των εναγομένων εταιρεία με την επωνυμία "..." (δεύτερη αναιρεσείουσα), τις οποίες εκπροσωπούσε νόμιμα ο Γ. Μ., επενδυτικός σύμβουλος και διευθυντής του Υποκαταστήματος ... της 1ης των εναγομένων... συνήψαν με τους ενάγοντες (αναιρεσιβλήτους), στις 15.10.2002, με την 1η και 2η, στις 10.09.2003 με τους 3o έως 6η, στις 17.03.2004 με τον 7o και στις 30.04.2004 με τους 8o και 9o συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δυνάμει των οποίων οι πρώτες (που αναφέρονται στις συμβάσεις "εταιρίες" ή "...") ανέλαβαν την κατάρτιση συναλλαγών επί χαρτοφυλακίου, σύμφωνα με τις εντολές των τελευταίων. Οι ενάγοντες ήταν πελάτες των υποκαταστημάτων της 1ης των εναγομένων στον ... και στα …, με χαρτοφυλάκια αξιών και καταθέσεων. Σε κάποιες από τις επισκέψεις τους στο υποκατάστημα της 1ης των εναγομένων στα …, ο υποδιευθυντής αυτού Σ. Σ., λειτουργώντας ως επενδυτικός σύμβουλος, πρότεινε στους 3o, 4η, 5o, 6η, 8o και 9o των εναγόντων να επενδύσουν μέρος των καταθέσεών τους σε ένα νέο ειδικό καταθετικό προϊόν, εκδόσεως της εταιρείας "... Ltd". Το ίδιο πρότεινε και στους 1η, 2η και 7o των εναγόντων και ο διευθυντής του υποκαταστήματος ... E. Χ.. Οι ως άνω υπάλληλοι των εναγομένων, που λειτουργούσαν ως εκπρόσωποι αυτών, διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες ότι το διατεθησόμενο για την αγορά του ομολόγου κεφάλαιο ήταν εγγυημένο κατά 100% από την 1η των εναγομένων, ότι θα είχε αποδόσεις ανά έτος τοκομεριδίων υψηλότερες από εκείνες της προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους με ελάχιστο 3,25% και μέγιστο 10% και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του διατεθησόμενου κεφαλαίου τους και λήψεως τοκομεριδίων στο ανωτέρω πλαίσιο απόδοσης. Οι ενάγοντες, έχοντες εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις αυτές, αποφάσισαν και έδωσαν οι 3ος, 4η, 5ος, 6η, 8ος και 9ος εντολή αγοράς του προταθέντος ομολόγου στις 8.02.2005 και οι λοιποί στις 15.02.2005 ποσού 80.000 ευρώ από κοινού οι 1η και 2η κατ' ισομοιρία, ποσού 50.000 ευρώ από κοινού οι 3ος, 4η, 5ος και 6η κατ' ισομοιρία, ποσού 200.000 ευρώ ο 7ος και ποσού 80.000 ευρώ από κοινού ο 8ος και 9ος κατ' ισομοιρία. Στα υπογραφέντα από τους ενάγοντες αποδεικτικά εντολής επί προδιατυπωμένων εντύπων, που τους χορήγησαν οι εναγόμενες, αναφέρεται, κατ' ακριβή αντιγραφή: "Εκδότης: ... Ltd. Τύπος Εκδόσεως. … preferred securities. Εγγυητής: ... ΑΕ. Τύπος Εγγυήσεως: Εγγύηση μειωμένης εξασφαλίσεως. Πιστοληπτική Διαβάθμιση: …-/... BBB+.Ημερομηνία Εκδόσεως: 18 Φεβρουάριου 2005. Ημερομηνία Λήξεως: Διηνεκής (<webtop:message key=Perpetual<webtop:message key=). Νόμισμα Εκδόσεως: Ευρώ. Τιμή Εκδόσεως: 100,00% της ονομαστικής αξίας. Τοκομερίδιο: Μεταβαλλόμενο, ως ακολούθως: έτος 1 έως 5:6,00%. από έτος 6 και έπειτα: 4 χ (CMS0yr - CMS2yr). Ελάχιστο τοκομερίδιο: 3,25%. Μέγιστο τοκομερίδιο: 10,00%. CMS10: 10ετές Euro swap, όπως εμφανίζεται στην οθόνη Reuters lSDAFIX2 στις 11:00 CET δύο εργάσιμες ημέρες πριν την έναρξη κάθε ετήσιας περιόδου εκτοκισμού. CMS2: 2ετές Euro swap όπως εμφανίζεται στην οθόνη Reuters ISDAFlX2 στις 11:00 CET δύο εργάσιμες ημέρες πριν την έναρξη κάθε ετήσιας περιόδου εκτοκισμού. Μέθοδος Υπολογισμού Τοκομεριδίου: 30/360 (χωρίς προσαρμογές). Συχνότητα Πληρωμής Τοκομεριδίων: Ετησίως στις 18 Φεβρουάριου. Ονομαστική Αξία Εκάστης Ομολογίας: Ευρώ 1.000,00. Δικαίωμα Πρόωρης Ανακλήσεως: Ο Εκδότης διατηρεί το δικαίωμα πρόωρης ανακλήσεως των ομολογιών εφόσον έχει προβεί σε σχετική δήλωση το αργότερο εξήντα (60) και το νωρίτερο τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες νωρίτερα. Η αξία διακανονισμού κατά τις Ημερομηνίες Πρόωρης Ανακλήσεως ορίζεται στο της Ονομαστικής Αξίας Εκάστης Ομολογίας. Ημερομηνίες Πρόωρης Ανακλήσεως: Εκάστη ημερομηνία πληρωμής τοκομεριδίου μετά την πρώτη Ημερομηνία Πρόωρης Ανακλήσεως την 18η Φεβρουάριου 2015. Εργάσιμες Ημέρες: TARGET (Συνθήκη Επόμενης Εργάσιμης Ημέρας). Χρηματιστήριο Διαπραγματεύσεως: ..., ISIN: ...X3M2. Ουδεμία εγγύηση παρέχεται για κεφάλαιο και απόδοση στο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση και πριν τη λήξη της ομολογίας και η τιμή της μπορεί να παρουσιάσει σημαντική διακύμανση κάτω και πάνω από την τιμή έκδοσής τους.". Στη συνέχεια ακολουθεί κείμενο με αναφορά "Έλαβα γνώση, κατενόησα και αποδέχομαι τους όρους της παραπάνω επένδυσης", με υπογραφή για κάθε περίπτωση συναλλαγής των εναγόντων. Στα ίδια έντυπα αναφέρεται "Το παρόν πληροφοριακό σημείωμα είναι βασισμένο σε δεδομένα δημοσίως κοινοποιημένα από πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες. Ουδεμία ευθύνη φέρεται για την πληρότητα ή εγκυρότητά τους. Οι αποδόσεις που υπογράφονται στην παρούσα ανάλυση είναι βασισμένες σε ορισμένες υποθέσεις. Ουδεμία εγγύηση φέρεται για την εκπλήρωση αυτών των αποδόσεων. Αλλαγές σε αυτές τις υποθέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε φυσικές επιπτώσεις στις αποδόσεις αυτές. Οι προηγούμενες αποδόσεις δεν είναι ενδεικτικές των μελλοντικών. Τα ανωτέρω αποτελούν ενδεικτικές προτάσεις, και δεν έχουν τη μορφή προσφοράς, ή την οποιαδήποτε συμβολή για τη συμμετοχή σε συναλλαγή. H ... και άλλοι συμμετέχοντες δύνανται να έχουν θέση στην επένδυση και να κάνουν συναλλαγές σε αξιόγραφα ή εκδόσεις των ανωτέρω εκδοτών ... Σε καμιά περίπτωση δεν προτείνεται τοποθέτηση όλων των διαθεσίμων του επενδυτή στο παραπάνω προϊόν, αλλά μέρος του συνολικού χαρτοφυλακίου του ... H Οικονομία της Ευρωζώνης συνεχίζει να βρίσκεται σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ ο προσδοκώμενος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για το 2005 είναι στην παρούσα φάση κάτω από 2,0%. Κάτω από αυτές τις μακροοικονομικές συνθήκες τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναμένεται να διατηρηθούν στα τρέχοντα επίπεδα (2.00%) για σημαντικό χρονικό διάστημα, ενώ η πρώτη, μικρή αύξηση των επιτοκίων αναμένεται στο τέλος του B' Εξαμήνου του 2005. Σε ένα περιβάλλον σταδιακής αύξησης του ΑΕΠ με μεγαλύτερους ρυθμούς και κατά συνέπεια επιθετικότερης αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η επενδυτική στρατηγική θα πρέπει να δίνει βάρος σε τοποθετήσεις Κυμαινόμενου Επιτοκίου (πχ … CREDIT GROUP FLOATING RATE ΝΟΤΕ EURIBOR +60bps). Επειδή όμως η αναμενόμενη άνοδος των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων από την ΕΚΤ μπορεί να πραγματοποιηθεί με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς συστήνεται η τοποθέτηση μικρού μέρους των κεφαλαίων και σε επενδύσεις οι οποίες δίνουν σημαντικά υψηλότερες σταθερές αποδόσεις από τα τρέχοντα επιτόκια για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια προσφέρουν μεταβλητή απόδοση η οποία εξαρτάται από τη διαφορά μεταξύ μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων επιτοκίων (10ετές μείον 2ετές Euro Swap). H πολύ μεγάλη διάρκεια της συγκεκριμένης τοποθέτησης περιλαμβάνει αρκετούς οικονομικούς κύκλους και κατά συνέπεια περιόδους με διαφορετικές μορφές καμπύλης επιτοκίων και διαφοράς μεταξύ μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων επιτοκίων Euro Swap. Συνεπώς, o επενδυτής των συγκεκριμένων Υβριδικών Ομολογιών θα πρέπει να έχει ιδιαίτερα μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα και να κατανοεί τους κινδύνους της τοποθέτησης. Συγκεκριμένα: 1. H συγκεκριμένη Υβριδική Ομολογία ενέχει τον κίνδυνο ιδιαίτερα χαμηλών κουπονιών (με κατώτατο όριο το 3.25 0/0) σε περιόδους κατά τις οποίες η διαφορά 10ετών-2ετών Euro Swap παρουσιάζει συρρίκνωση ή γίνεται αρνητική ("yield curver jlattening", "yield curve inversion"). O επενδυτής θα πρέπει επίσης να γνωρίζει ότι η πληρωμή του ετησίου κουπονιού εξαρτάται και από τη δυνατότητα της ... να διανέμει μέρισμα στους μετόχους της, αν και οι κάτοχοι των συγκεκριμένων αξιόγραφων έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τους κατόχους Κοινών Μετοχών της .... H πώληση της Ομολογίας δευτερογενώς ενέχει τον κίνδυνο σημαντικής κεφαλαιακής απώλειας. H τιμή της Ομολογίας εξαρτάται από α) τα εκάστοτε επίπεδα των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων επιτοκίων Εuro Swap τα οποία καθορίζουν την τρέχουσα (spot) και μελλοντική (forward) κλίση της καμπύλης επιτοκίων, β) την πιστοληπτική ικανότητα της ... και γ) τη δυνατότητά της να διανείμει μέρισμα. Η υποθετική απόδοση ενός Ομολόγου Σταθερού Επιτοκίου της ... με διετή λήξη βρίσκεται αυτή τη στιγμή περίπου στα επίπεδα του 3.50%. Συγκρίνοντας την απόδοση αυτή με το ετήσιο κουπόνι του 6.00%, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυξάνεται η πιθανότητα κεφαλαιακής απώλειας για τους επενδυτές οι οποίοι επιθυμούν να ρευστοποιήσουν την επένδυση κατά την διάρκεια της πρώτης 5ετίας (χωρίς να συνυπολογίζονται τα εισπραχθέντα μερίσματα). O επενδυτής θα πρέπει να κατανοήσει ότι, με τα σημερινά δεδομένα, η αναμενόμενη συνολική απόδοση στη διάρκεια της πρώτης 5ετίας είναι της τάξεως του 3,50% σε ετήσια βάση, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή ρευστοποίηση της Ομολογίας σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή έκδοσης (100.00).". Στη συνέχεια ακολουθεί κείμενο με αναφορά "Έλαβα γνώση, κατενόησα και αποδέχομαι τον ιδιαίτερα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και τους κινδύνους της παραπάνω επένδυσης", με υπογραφή για κάθε περίπτωση συναλλαγής των εναγόντων". Τα ως άνω ομόλογα ανήκαν στην κατηγορία των perpetual bonds, ήταν δηλαδή "ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας", άλλως "διηνεκή" ή "αιώνια" ή "αόριστης διάρκειας" ομόλογα, τα οποία, όπως προεκτέθηκε, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Έτσι, ο κομιστής ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση - επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ενώ ο τελευταίος, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Όπως προεκτέθηκε, οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας perpetual bonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγόμενες να υπείχαν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως των εναγόντων επενδυτών δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η χρήση και κυκλοφορία των <webtop:message key=perpetual<webtop:message key= bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβανόταν ούτε οι ενάγοντες, οι οποίοι μπορεί μεν να είχαν κάποιες γνώσεις αναφορικά με καταθέσεις και επενδύσεις σε τίτλους, δεν ήταν όμως αυτές αρκετές, ούτως, ώστε να θεωρηθούν και γνώστες του αντικειμένου του συγκεκριμένου ομολόγου και της λειτουργίας αυτού. Κατά την αγορά των ομολόγων η 1η των εναγόντων ήταν ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, η 2η των εναγόντων φοιτήτρια, ο 3ος των εναγόντων ιατρός παθολόγος, η 4η των εναγόντων, που ήταν σύζυγος του 3ου, ασχολείτο με τα οικιακά, οι δε 5ος και 6η των εναγόντων ανήλικα τέκνα αυτών, ο 7ος των εναγόντων ιδιοκτήτης ξενοδοχείου και ο 8ος των εναγόντων, που ασχολήθηκε με την αγορά του ομολόγου για λογαριασμό και του 9ου των εναγόντων, ιδιοκτήτης εστιατορίου. Οι εν λόγω, περίπου πριν τριετία από την αγορά των ομολόγων και εφεξής, συμμετείχαν σε αμοιβαία κεφάλαια, είχαν συμμετάσχει σε αγορές άλλων ομολόγων, μετοχών και άλλων κινητών αξιών, ενώ είχαν και τραπεζικές καταθέσεις στην 1η των εναγομένων. Οι γνώσεις τους περί τις επενδύσεις σε ομόλογα υπολείπονταν και εκείνης του μέσου επενδυτή, ενώ δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη φύση και τη λειτουργία των ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας ομολόγων (<webtop:message key=perpetual<webtop:message key= bonds), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Και ναι μεν οι τελευταίες υπέγραψαν έντυπο με το προαναφερθέν περιεχόμενο, πλην οι γνώσεις τους δεν τους επέτρεψαν, ενόψει του περιεχομένου του, να κατανοήσουν τη σημασία του και τους κινδύνους που αναλάμβαναν για το κεφάλαιο που διέθεσαν για την αγορά των ομολόγων και τις αποδόσεις του. Δεν κατανόησαν καν οι εναγόμενοι την έννοια της πιστοληπτικής διαβάθμισης της εκδότριας του ομολόγου εταιρίας "... Ltd", που ήταν από τον οίκο ....., τον οίκο...- και τον οίκο ... ΒΒΒ+, δηλαδή αξιολόγηση που φανέρωνε ότι τα οικονομικά της στοιχεία δεν ήταν τέτοια ώστε να διασφαλίζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κεφάλαιο των επενδυτών και τις αποδόσεις του. Δεν κατανόησαν επίσης την έννοια της λήξεως του ομολόγου στο διηνεκές, ότι δεν διασφαλίζονταν να εξαγοραστεί αυτό στην ονομαστική του αξία, αν επέλεγαν την εκποίησή του πριν τη λήξη του και Ιδίως ότι δεν διασφαλίζονταν οι φερόμενες ως εγγυημένες ετήσιες αποδόσεις του 3,25 έως 10%, όταν, στο ίδιο περιεχόμενο του κειμένου του εντύπου που υπέγραψαν, προβλέπονταν η καταβολή μερίσματος υπό την προϋπόθεση της δυνατότητας της 1ης των εναγομένων να διανείμει μέρισμα στους μετόχους της. Δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των κρίσιμων συνθέτων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε σ' αυτούς από τους υπαλλήλους των εναγομένων εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι αγόρασαν, πίστεψαν δε ότι επρόκειτο για επένδυση επωφελέστερη και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης. Κατέστη φανερό ότι οι ως άνω υπάλληλοι προστηθέντες από τις εναγόμενες, ως επενδυτικοί σύμβουλοι, που λειτούργησαν στην προκείμενη περίπτωση, δεν παρείχαν, ως όφειλαν από την κείμενη νομοθεσία, ορθές και πλήρεις συμβουλές στους ενάγοντες, αλλά ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το επενδυτικό προϊόν, το οποίο εκείνοι αγόρασαν, ενόψει του είδους αυτού, σε συνδυασμό με την παντελή άγνοιά τους περί του αντικειμένου του, που δεν έγινε κατανοητό από αυτούς. Έτσι δεν ανέλυσαν, ως όφειλαν, ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα είχαν τον πιο πάνω χαρακτήρα και ήταν υψηλού ρίσκου και ότι οι ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν το κεφάλαιο τους κατά τη λήξη τους στο ακέραιο, όπως επιθυμούσαν. Με τον τρόπο που ενήργησαν οι εναγόμενες διά των προστηθέντων υπαλλήλων τους παραβίασαν τις συναλλακτικές τους υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή των εναγόμενων ανάγεται σύμφωνα με όσα στην μείζονα πρόταση της παρούσας εκτίθενται, στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, που ίσχυε κατά το χρόνο επένδυσης στα ομόλογα αυτά από τους ενάγοντες, και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Το Φεβρουάριο του έτους 2012 δεν κατατέθηκε στους λογαριασμούς των εναγόντων η ετήσια απόδοση των ομολόγων, όπως είχε συμφωνηθεί κατά την αγορά τους, σε δε επικοινωνία τους οι ενάγοντες με τα κατά τόπους υποκαταστήματα των εναγομένων ενημερώθηκαν, ότι εφεξής δεν θα λάβουν τοκομερίδια για το έτος 2012, αλλά ούτε και για το έτος 2013, ενώ για τα επόμενα έτη για την καταβολή μερίσματος θα ληφθεί απόφαση με βάση τις οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος και ότι θα μπορέσουν να ρευστοποιήσουν τα ομόλογα το έτος 2049, με κίνδυνο και τον εκμηδενισμό του συνόλου της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε στους ενάγοντες έκδηλη ανησυχία για την τύχη του κεφαλαίου που διέθεσαν για την αγορά των ομολόγων. Ακολούθως οι εναγόμενες με δημοσιοποιηθείσα γραπτή ανακοίνωσή τους της 20.04.2012 γνωστοποιούσαν στους κατόχους τέτοιων ομολόγων πρότασή τους για εξαγορά αυτών στο 40% της ονομαστικής τους αξίας. Στην ανακοίνωση αυτή διατυπώνεται η πεποίθηση ότι ούτε για το έτος 2013 θα πραγματοποιηθεί η καταβολή μερίσματος, ενώ για τα λοιπά έτη οι όποιες αποφάσεις σχετικά με την καταβολή μερίσματος θα ληφθούν με βάση και τις τυχόν οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος περί μη καταβολής μερίσματος. Στις 24.04.2012 η 1η των εναγομένων, με επιστολή της που επέδωσε στους ενάγοντες, τους πρότεινε να αγοράσει εκείνη τα εν λόγω ομόλογα στην τιμή του 40% της ονομαστικής τους αξίας, καλώντας τους αν αποδέχονται να απαντήσουν μέχρι τις 3.05.2012 στην πρότασή της. Οι ενάγοντες, αφού στο μεταξύ τους έχει εμπεδωθεί, από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων, η πεποίθηση ότι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο και πλήρους απώλειας του διατεθέντος για την αγορά των ομολόγων κεφαλαίου τους, έστερξαν και αποδέχτηκαν την πρόταση της 1ης των εναγόντων και μεταβίβασαν σε αυτήν τους σχετικούς τίτλους αντί τιμήματος που αντιστοιχούσε στο 40% της ονομαστικής τους αξίας, ήτοι με απώλεια του 60% του κεφαλαίου που διέθεσαν για την αγορά τους. Σε όλες τις απαντητικές του επιστολές οι ενάγοντες υπέγραψαν με επιφύλαξη από κάθε νόμιμο δικαίωμά τους. Μετά ταύτα οι ενάγοντες μεταβίβασαν τους κατεχόμενους από αυτούς ομολογιακούς τίτλους στην προταθείσα τιμή εξαγοράς τους, ήτοι στο ποσό των 32.000 ευρώ οι δύο πρώτες τους τίτλους τους ονομαστικής αξίας 80.000 ευρώ, στο ποσό των 20.000 ευρώ οι 2ος έως 6η τους τίτλους τους ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, στο ποσό των 80.000 ευρώ ο 7ος τους τίτλους του ονομαστικής αξίας 200.000 ευρώ και στο ποσό των 32.000 ευρώ οι 8ος και 9ος τους τίτλους τους ονομαστικής αξίας 80.000 ευρώ, με συνέπεια να ζημιωθούν οι 1η και 2η με το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ (24.000 ευρώ καθεμία), οι 3ος έως 6η με το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ (7.500 ευρώ καθένας), ο 7ος με το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ και οι 8ος και 9ος με το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ (24.000 ευρώ καθένας). Η ζημιά αυτή που υπέστησαν οι ενάγοντες οφείλεται στην προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων. Με τον τρόπο που ως άνω ενήργησαν οι εναγόμενες, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, όχι μόνο κατά το στάδιο που προηγήθηκε της αγοράς των ομολόγων, αλλά και στο στάδιο εξαγοράς τους από την 1η από αυτές, παραβίασαν τις συναλλακτικές τους υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Οι ενέργειες και παραλείψεις των εναγομένων ήταν παράνομες και συνιστούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνονται οι εναγόμενες, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ αυτοί υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων των υπαλλήλων προστηθέντων των εναγομένων και η οποία πλημμελής εκπλήρωση οδήγησε αιτιωδώς στην άνω ζημία τους. Για την επέλευση της ζημίας τους δεν συνέτρεξε και συνυπαιτιότητα των εναγόντων, όπως κατ' ένσταση προβάλλουν οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους, που είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 300 ΑΚ, καθότι αυτοί ως επενδυτές στερούνταν παντελώς γνώσεων περί των ιδιοτήτων και του βαθμού ασφαλείας της επένδυσης σε τέτοια επενδυτικά προϊόντα, προχώρησαν δε σε απόκτηση αυτών κατόπιν των προτροπών για την επιλογή τους και των διαβεβαιώσεων που τους δόθηκαν από τους υπαλλήλους των εναγομένων, περί της ασφάλειας του διατεθέντος κεφαλαίου τους και της σταθερής απόδοσης αυτού σε υψηλά επιτόκια. Συνεπώς, η σχετική ένσταση των εναγομένων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν με τις προτάσεις τους ότι οι ενάγοντες έλαβαν αποδόσεις από τα ομόλογα συνολικά η 1η και η 2η το ποσό των 30.038,40 ευρώ, η 3η έως 6η το ποσό των 18.690,67 ευρώ, ο 7ος το ποσό των 75.096 ευρώ και οι 8ος και 9ος το ποσό των 30.038,40 ευρώ. Και προβάλλουν την ένσταση συμψηφισμού ζημιάς και κέρδους των εναγόντων. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι πράγματι έλαβαν οι ενάγουσες τα ως άνω ποσά των οποίων άλλωστε δεν αμφισβητούν την είσπραξη. Όμως,..., η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καθότι τα ποσά των τοκομεριδίων δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και των εναγομένων σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Και ναι μεν οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των ομολόγων τους είναι κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα (1η των εναγομένων), η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς τους στους ενάγοντες. Έτσι οι ενάγοντες δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους ή του μεγαλύτερου μέρους τους, αν είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα ομόλογα στην ονομαστική τους αξία. Οι ενάγοντες εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστησαν ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να τους επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό της οποίας πρέπει να οριστεί σε 1.500 ευρώ για καθένα από τις 1η και 2η των εναγόντων, στο ποσό των 1.200 ευρώ για καθένα από τους 3ο έως 6η των εναγόντων, στο ποσό των 3.000 ευρώ για τον 7ο των εναγόντων και στο ποσό των 1.500 ευρώ για καθένα από τους 8ο και 9ο των εναγόντων, λαμβανόμενων υπόψη του πταίσματος και του βαθμού αυτού των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, της έκτασης της ζημιάς των εναγόντων και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης αυτών. Το σύνολο των αξιώσεων των εναγόντων (αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση), ανέρχεται για καθεμιά από τις 1η και 2η από αυτούς στο ποσό των 25.500 (24.000 + 1.500) ευρώ, για καθένα από τους 3ο έως 6η από αυτούς στο ποσό των 8.700 (7.500 + 1.200) ευρώ, για τον 7ο από αυτούς στο ποσό των 123.000 (120.000 + 3.000) ευρώ και για καθένα από τους 8ο έως 9ο από αυτούς στο ποσό των 25.500 (24.000 + 1.500) ευρώ...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν στους ενάγοντες, καθεμιά εις ολόκληρον, τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 330, 297 και 298 ΑΚ, που εφάρμοσε, αφού υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, η εκτιθέμενη ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη σύμβαση, υπαίτια και παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, πράξη, καθόσον, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, α) ότι οι γνώσεις των αναιρεσιβλήτων περί τις επενδύσεις σε ομόλογα υπολείπονταν ακόμη και εκείνης του μέσου επενδυτή και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη φύση και τη λειτουργία των ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας ομολόγων (<webtop:message key=perpetual bonds), τα οποία δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι αναιρεσείουσες να έχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων επενδυτών, σύμφωνα με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τις απορρέουσες από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ και τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, και β) ότι, παρ' όλα αυτά, όμως, οι προστηθέντες από τις αναιρεσείουσες υπάλληλοι, λειτουργώντας κατά την προώθηση των ανωτέρω ομολόγων στους ενάγοντες, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας μεταξύ τους συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ως άτυποι επενδυτικοί σύμβουλοι των τελευταίων, δεν παρείχαν προσυμβατικά, όπως όφειλαν, ορθές και πλήρεις συμβουλές στους ενάγοντες, ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και, κυρίως, ενόψει του είδους αυτού, σε συνδυασμό και με την παντελή άγνοιά τους περί του αντικειμένου του, δεν ανέλυσαν ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα είχαν τον πιο πάνω χαρακτήρα, ήταν υψηλού κινδύνου και ότι οι ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν το κεφάλαιο τους κατά τη λήξη τους στο ακέραιο, όπως επιθυμούσαν, αλλά, αντιθέτως, τους διαβεβαίωσαν ότι το διατεθησόμενο για την αγορά του ομολόγου κεφάλαιο ήταν εγγυημένο κατά 100% από την πρώτη αναιρεσείουσα, ότι θα είχε αποδόσεις ανά έτος τοκομεριδίων υψηλότερες από εκείνες της προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους με ελάχιστο 3,25% και μέγιστο 10%, και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους και λήψεως τοκομεριδίων στο ανωτέρω πλαίσιο απόδοσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σ' αυτούς, από τους υπαλλήλους των αναιρεσειουσών, εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι αγόρασαν και να πιστέψουν ότι επρόκειτο για μια επένδυση επωφελέστερη και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, αφού οι γνώσεις τους δεν τους επέτρεπαν, να κατανοήσουν το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων εντύπων που υπέγραψαν και, συνακόλουθα, τη σημασία αυτών αλλά και τους κινδύνους που αναλάμβαναν για το κεφάλαιο που διέθεσαν για την αγορά των ομολόγων και τις αποδόσεις τους. Εξάλλου, το Δικαστήριο, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στους ενάγοντες, του προσδιορισμού του ύψους της και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης (αναιρεσείουσας) και της προκληθείσας από αυτούς ζημίας των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), διέλαβε στην απόφαση του σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, και δη των άρθρων 298 και 914 ΑΚ, καθόσον, ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερομένη) υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης αναιρεσείουσας, κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (συμπεριφορά), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας των εναγόντων, η οποία συνίσταται, όπως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους προεκτεθέντες λόγους που αφορούν τη φύση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, το επενδεδυμένο κεφάλαιό τους, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την εξαγορά από την πρώτη αναιρεσείουσα των ένδικων ομολογιακών τίτλων. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα), η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, δεδομένου ότι στις επαρκώς αναφερόμενες αιτιολογίες, ότι οι αναιρεσίβλητοι "περίπου πριν τριετία από την αγορά των ομολόγων και εφεξής, συμμετείχαν σε αμοιβαία κεφάλαια, είχαν συμμετάσχει σε αγορές άλλων ομολόγων, μετοχών και άλλων κινητών αξιών, ενώ είχαν και τραπεζικές καταθέσεις στην 1η των εναγομένων, (αλλά) οι γνώσεις τους περί τις επενδύσεις σε ομόλογα υπολείπονταν και εκείνης του μέσου επενδυτή, ενώ δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη φύση και τη λειτουργία των ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας ομολόγων" και, επίσης, ότι οι αναιρεσίβλητοι "δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν το κεφάλαιό τους κατά τη λήξη τους στο ακέραιο, όπως επιθυμούσαν", εμπεριέχεται αυτονοήτως η παραδοχή, ότι το ένδικο ομόλογο ήταν μη συμβατό με τα επενδυτικά χαρακτηριστικά των αναιρεσιβλήτων και ότι αν αυτοί είχαν ενημερωθεί από τους προστηθέντες υπαλλήλους των αναιρεσειουσών για τα κρίσιμα χαρακτηριστικά αυτού και ότι επρόκειτο για επένδυση υψηλού κινδύνου με σοβαρό ενδεχόμενο την απώλεια του κεφαλαίου τους, δεν θα προέβαιναν στην αγορά του. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση), λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., συνιστάμενες αφενός μεν στην παραβίαση των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και ειδικότερα σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθόσον υπήρξε συμβατική ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσης αυτών προς ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων, η οποία και τηρήθηκε, και σε εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού και, συνακόλουθα, σε αυτή του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς και σε έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ελλιπούς ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων ως προς τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και της επελθούσας σε αυτούς ζημίας, αφετέρου δε στην εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τούτων λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί των αναφερομένων σ' αυτό ζητημάτων. Επίσης, η επίκληση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 714 ΑΚ, είναι αλυσιτελής, αφού το Δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση του στη διάταξη αυτή. Περαιτέρω, υπό τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν θεμελιώνεται συντρέχον πταίσμα των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων λόγω της επιλογής τους να προχωρήσουν στην αγορά του ένδικου ομολόγου, παρά τη γραπτή ενημέρωση που έλαβαν, αφού με την προσβαλλόμενη έγινε δεκτό, ότι αυτοί ως επενδυτές στερούνταν παντελώς γνώσεων περί των ιδιοτήτων και του βαθμού ασφαλείας της επένδυσης σε τέτοια επενδυτικά προϊόντα, προχώρησαν δε σε απόκτηση αυτών κατόπιν των προτροπών για την επιλογή τους και των διαβεβαιώσεων που τους δόθηκαν από τους υπαλλήλους των αναιρεσειουσών, περί της ασφάλειας του διατεθέντος κεφαλαίου τους και της σταθερής απόδοσης αυτού σε υψηλά επιτόκια. Επομένως, ορθά το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την προβληθείσα από τις αναιρεσείουσες ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου (κατά το οικείο μέρος αυτού) είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει ο ισχυρισμός να έχει προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να είναι νόμιμος και να ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (λυσιτελής). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γένεση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ. Α.Π. 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (Α.Π. 185/2002). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996) ή παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, που δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 2/1989, ΑΠ 1437/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης προβάλλονται πλημμέλειες από τους αρ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι δεν περιλαμβανόταν σχετικός ισχυρισμός στην ιστορική βάση της αγωγής, δέχθηκε, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, σιωπηρή κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Όμως, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά, στην αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών στο πλαίσιο της πράγματι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών, δεχόμενο, κατόπιν εκτιμήσεως των περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, προς περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά, ότι κατά την προώθηση του συγκεκριμένου ομολόγου στους αναιρεσιβλήτους, οι προστηθέντες από τις αναιρεσείουσες υπάλληλοι λειτούργησαν ως επενδυτικοί σύμβουλοι, έστω και αν το γεγονός αυτό δεν διαλαμβάνεται ή δεν συμπίπτει πλήρως προς τα εκτιθέμενα στην ιστορική βάση της ένδικης αγωγής περιστατικά. Επομένως, η ως άνω παραδοχή δεν συνιστά πράγμα, με την έννοια που αναφέρθηκε, ούτε και έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της προκείμενης δίκης, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες και, ως εκ τούτου, η επικαλούμενη ανεπάρκεια αιτιολογιών προβάλλεται αλυσιτελώς. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, με τους πρώτο και τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγους αναιρέσεως (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση), οι αναιρεσείουσες μέμφονται το Δικαστήριο της ουσίας ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους περί απαλλακτικών ρητρών, όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων και την ευθύνη τους για την επελθούσα ζημία αυτών. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της στηριζόμενης στις διατάξεις περί αδικοπραξιών αγωγικής αξίωσης των εναγόντων και, συνεπώς, δεν αποτελεί "πράγμα" και δεν ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1α ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν η πρώτη ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και η δεύτερη ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 1210/2008, ΑΠ 2197/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι αντικείμενο ερμηνείας είναι η δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης στην κανονιστική της μόνο διάσταση, ως φορέα ενός νομικώς κρισίμου νοήματος, ενώ η ύπαρξη των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ως εμπειρικώς διαπιστώσιμων φαινομένων, αποτελεί μόνον αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 1215/2010). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ή καίτοι δεν είχε διαπιστώσει κενό, παρά ταύτα προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος (ΑΠ 1350/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, υποστηρίζοντας ότι προέβη σε ερμηνεία των υπ' αριθ. 8.1, 8.2 και 16.1 όρων της καταρτισθείσας συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και των όρων του ενημερωτικού σημειώματος, χωρίς να εφαρμόσει, όπως όφειλε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο των ενδίκων συμβάσεων αλλά και του ενημερωτικού εγγράφου του ομολόγου και, προεχόντως, να κριθεί, βάσει των κρίσιμων όρων και των ρητρών των συμβάσεων αυτών, αν όντως η βούληση των αναιρεσιβλήτων έπασχε, όπως δηλώθηκε, από δικές τους παραπειστικές ενέργειες και την πλημμελή διαφώτισή τους ή αν συνέβη ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής τους χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή εντολές των αναιρεσιβλήτων, περαιτέρω δε να κριθεί αν η περιγραφή των κινδύνων της επιλεγείσας επένδυσης στα συμβατικά κείμενα (σύμβαση, παραρτήματα, ενημερωτικό φυλλάδιο), εκπληρώνουν στο ακέραιο την υποχρέωση κάθε αναγκαίας πληροφορίας και, ιδίως, αν οι απαλλακτικές ρήτρες καταλύουν την όποια, περί των ανωτέρω, υποχρέωσή τους. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο, για το ορισμένο του ως άνω λόγου αναίρεσης, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αν και διαπίστωσε κενά, ασαφή ή αμφίβολα σημεία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλόμενων μερών, δεν προσέφυγε στις ερμηνευτικές ως άνω διατάξεις, τις οποίες παραβίασε. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι η αποδιδόμενη αιτίαση δεν αφορά το κανονιστικό μέρος των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών, αλλά την ύπαρξη των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, είναι απαράδεκτος ως αόριστος. Περαιτέρω, διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γενικές αρχές που επαγωγικά συνάγονται από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, της συμμετοχής στις συναλλαγές και από τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει πλέον κοινό κτήμα. Κατά την έννοια αυτή, χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο της ουσίας για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας και των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση νόμιμα προσκομίστηκαν. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνον, όμως, αν αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, ενώ αντιθέτως ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η παράβαση των διδαγμάτων αυτών κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών ή την εκτίμηση των αποδείξεων και τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός, περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται, ποια συγκεκριμένα διδάγματα παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν, ενώ έπρεπε ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 752/2017, ΑΠ 1552/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, διότι παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας "ως αρχές που ορίζουν τις συναλλαγές ομολόγων", προκειμένου να ερμηνεύσει προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 914, 300, 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, όσον αφορά την υπαιτιότητα των ιδίων αλλά και την συνυπαιτιότητα των αναιρεσιβλήτων, και ακολούθως να δεχθεί αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα αυτών, δεδομένου ότι "λαμβανομένων υπ' όψιν των... όρων και απαλλακτικών ρητρών των ενδίκων συμβάσεων παροχής επενδυτικών μόνο υπηρεσιών ( ...και όχι παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών), του είδους των συμβάσεων αυτών, ως απλών, και των ενασχολήσεων των αναιρεσιβλήτων με πολυπλοκότερες ή όμοιες χρηματιστηριακές συναλλαγές από τις επίδικες, των γνώσεων αυτών να κατανοήσουν τις βασικές έννοιες των συναλλαγών και τους κινδύνους που ενείχε και εκ της φύσεώς της η επενδυτική επιλογή τους και η εκτέλεση των συναφών εντολών τους, συνάγεται βασίμως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημιά εξ οικείου πταίσματος". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά μεν το πρώτο σκέλος αυτού, λόγω αοριστίας, αφού δεν εκτίθεται ποια διδάγματα της κοινής πείρας παρέλειψε εσφαλμένα να εφαρμόσει και τα οποία παραβίασε το Δικαστήριο της ουσίας ούτε και σε τί ακριβώς συνίσταται η επικαλούμενη παραβίαση, κατά δε το δεύτερο σκέλος, διότι η αποδιδόμενη με αυτόν πιο πάνω αιτίαση αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία των ως άνω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε κάνοντας εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού εγγράφου κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ είτε παραλείποντας την ανάγνωση κρισίμων περικοπών ή φράσεων αυτού,- αποδίδει σ' αυτό περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιέχει και ακολούθως, με βάση μόνο αυτό ή κυρίως αυτό, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιβλαβές για τον αναιρεσείοντα για πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης του. Αντιθέτως, δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου και, αξιολογώντας τα περιστατικά που πράγματι περιέχονται σ' αυτό, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικά από εκείνο που θεωρεί ο αναιρεσείων ορθό, οπότε πρόκειται για εκτίμηση αποδείξεων που δεν ελέγχονται αναιρετικά. Επίσης δεν θεμελιώνεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας στήριξε το αποδεικτικό πόρισμα του σε συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να εξαίρει τη βαρύτητα του σχετικού εγγράφου στη διαμόρφωση της γνώμης του ως προς την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008, 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος αυτού, προβάλλουν την πλημμέλεια, ότι το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την έλλειψη πληροφόρησης των αναιρεσιβλήτων για τους κινδύνους της επένδυσής τους, παραμορφώνοντας το περιεχόμενο του παροδοθέντος σε αυτούς ενημερωτικού εγγράφου, με το να δεχθεί ότι αυτό δεν περιείχε ως περιεχόμενο και τον όρο ότι "η πληρωμή του ετήσιου κουπονιού εξαρτάται και από τη δυνατότητα της ... να διανέμει μέρισμα στους μετόχους της". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του ανωτέρω εγγράφου, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, δεχόμενο ότι "στο ίδιο το περιεχόμενο του κειμένου του εντύπου... προβλέπονταν η καταβολή μερίσματος υπό την προϋπόθεση της δυνατότητας της 1ης των εναγομένων να διανείμει μέρισμα στους μετόχους της", κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από αυτό το οποίο οι αναιρεσείουσες θεωρούν ορθό αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Κατόπιν τούτων, και εφόσον κατά τα λοιπά με το δικόγραφο της αίτησης πλήττεται, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. ΚΠολΔικ) επί της ουσίας κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 977/2017, ΑΠ 680/2016), η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, σε βάρος των αναιρεσειουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-2-2018 αίτηση 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "..." και 2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία .... ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." για αναίρεση της 11984/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσίευση: ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ