Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ 1136/2020

1136/2020

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο, και Γεώργιο Χριστοδούλου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 2 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Μαρία Φερφέλη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)  2) 3) 4) 5) 6 ) 7) , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Μιχαήλ Μαρκουλάκο και Ευαγγελία Καούρη και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/1/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3962/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2366/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/10/2018 αίτησή της και τους από 22/10/2019 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Από το προσκομιζόμενο από την αναιρεσείουσα επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με την επ' αυτής πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο και την από 13-2-2019 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών 
Φωτίου Σπυρέτου περί επίδοσης αυτής από τους αναιρεσιβλήτους στην ίδια (αναιρεσείουσα), προκύπτει ότι η συζήτηση της^ κρινόμενης αίτησης αναίρεσης επισπεύσθηκε από τους πρώτους (αναιρεσίβλητους). Επομένως, εφόσον η τρίτη αυτών δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση χωρίς την παρουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
II. Με την κρινόμενη από 23-10-2018 αίτηση αναίρεσης και τον από 22-10-2019 πρόσθετο λόγο προσβάλλεται η. αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ' αριθ. 2366/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 3962/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ" αριθ. 1057/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την αναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, έκανε δεκτή την έφεση, στη συνέχεια δε, αφού εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλουμένη απόφαση κατά την αναφερόμενη διάταξή της περί αποζημίωσης, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αυτή αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος της ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και ειδικότερα ο τελευταίος κατατέθηκε και επιδόθηκε στους αναιρεσεσιβλήτους τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 569 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτοί (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω (.577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει' στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (συνδέσμου) μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και δ) η ύπαρξη ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος, ως όρος της αδικοπραξίας, υπάρχει όταν η πράξη ή η ^παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει
κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 18/20Θ4, ΑΠ813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο του ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ' αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 156/2019, ΑΠ 326/2018). Περαιτέρω, κατ' άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν τις παραδοχές του και όχι όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 660/2019, ΑΠ 855/2019, ΑΠ 602/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: «Η εναγομένη και νυν εκκαλούσα αποτελεί τραπεζική εταιρία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Ο πρώτος των εναγόντων είναι έγγαμος με δύο τέκνα και μέχρι το έτος 1998 διέθετε γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων στο Ηράκλειο Κρήτης,
ενώ έκτοτε δεν εργάζεται. Η δεύτερη των εναγόντων, αδερφή του πρώτου, ασχολείται με αγροτικές εργασίες και η τρίτη των εναγόντων, μητέρα αμφοτέρων, ήταν ηλικίας 91 ετών και συνταξιούχος λόγω χηρείας, πάσχουσα από σοβαρά προβλήματα υγείας. Τα βασικά εισοδήματα των ανωτέρω προέρχονται από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας τους, που βρίσκεται στην Κρήτη. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε τον Ιούλιο του έτους 2008, όταν άνοιξαν σε υποκατάστημα αυτής στο Ηράκλειο Κρήτης, κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με συνδικαιούχους και τους τρεις τους, καθώς και τα τέκνα του πρώτου εξ αυτών, καταθέτοντας το συνολικό ποσό των 750.000 ευρώ, ενώ έκτοτε και έως το έτος 2011 τοποθετούσαν τα χρήματά του£ σε ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας ενός ή τριών ή έξι μηνών. Ο τέταρτος των εναγόντων είναι έγγαμος,
πατέρας δύο ενήλικων τέκνων και συνταξιούχος Γερμανίας. Από το έτος 2003 περίπου διατηρούσε στην εναγόμενη προθεσμιακές καταθέσεις, Ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων είναι σύζυγοι και έχουν δύο ανήλικα τέκνα, ενώ αμφότεροι εργάζονται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι Από το έτος 2000 ο πρώτος εξ αυτών διατηρούσε στην εναγόμενη λογαριασμό μισθοδοσίας, ενώ και οι δύο κατά το έτος 2011 διατηρούσαν προθεσμιακή κατάθεση σε έτερο πιστωτικό ίδρυμα. Ο έβδομος των εναγόντων είναι συνταξιούχος στρατιωτικός, έγγαμος και πατέρας δύο ενήλικων τέκνων, διαθέτοντας από το έτος 2003 στην εναγομένη, όπως και σε άλλες τράπεζες, προθεσμιακές καταθέσεις. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι επρόκειτο περί ιδιωτών επενδυτών και καταθετών, άλλων πελατών της εκκαλούσης και άλλων όχι, οι οποίοι επεδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης, όσοι δε εξ αυτών επένδυαν και σε μετοχές,
το έκαναν σε μικρό βαθμό και με περιορισμένο αριθμό, ήτοι ήταν μικροεπενδυτές. Ουδείς εξ αυτών ήταν επαγγελματίας πελάτης διαθέτων πείρα και γνώση ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα περί ων αμέσως κατωτέρω.
Το Μάιο του έτους 2011, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία "Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ)". Τα εκδοθέντα ΜΑΕΚ αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστης, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5 % ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30-6-2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρέπονταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3 %. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής του, όπως διαλαμβάνονται στο από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ' επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ' επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται.
Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική, κατά την κρίση της Τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνονταςυπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση "γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου" ή "γεγονότος βιωσιμότητας". Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου εθεωρείτο ότι είχε επισυμβεί (ι) όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital, ^Accord) Βασιλεία 111, όπου παρουσιάζονται κανονιστικά πρότυπα, που αΦ°Ρ°ύν τΠν κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των  τραπεζών, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί είτε (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση ' της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν είναι σε θέση να
αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι γεγονός αποδεδειγμένο πλήρως ότι η εναγομένη παρά την τεταμένη -οικονομικά και πολιτικά- κατάσταση στην Ελλάδα, τη συνεχή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος και των ομολόγων της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ήδη από τα τέλη του έτους 2009, παρά τις ανησυχίες των οίκων αξιολόγησης για τη μετάσταση της κρίσης και στις κυπριακές τράπεζες, που κατείχαν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και τις δημοσιευμένες δηλώσεις της εκκαλούσης στις οικονομικές καταστάσεις της του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 ότι είναι κεφαλαιακά επαρκής, με πολύ ισχυρό δείκτη core tier 1, άνω του 8%, επιδόθηκε σε μια επιθετική-κερδοσκοπική επιχειρηματική πολιτική σε σχέση με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο και από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 αύξησε την έκθεση της σε ΟΕΔ (2,4 δις ευρώ), την στιγμή που τα ίδια κεφάλαιά της ήταν 2,5 δις ευρώ (συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου σε ποσοστό 80% δίχως λήψη μέτρου μετριασμού του). Λόγω αυτής ακριβώς της άκρως επιθετικής επενδυτικής στρατηγικής, υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαια από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ (2010) ύψους 529.513.000 ευρώ. Εττειδή όμως η λογιστική αναγνώριση-αποτύπωση της ζημίας αυτής θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον δείκτη core tier, αφενός δεν αποτύπωσε λογιστικά στις οικονομικές της καταστάσεις τη ζημία αυτή (προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις), παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες, μέσω των υπαλλήλων των καταστημάτων της στην Ελλάδα ως προς τις προοπτικές και την πραγματική της αξία, την πραγματική της οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα, αφετέρου σχεδίασε και προώθησε μέσω των ως άνω υπαλλήλων της τα ΜΑΕΚ ,τα οποία πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν και ρήτρες υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές και υποχρεωτικής αναστολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρως αυξημένες εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες που θα οδηγούσαν είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των προϊόντων σε συνήθεις μετοχές. Εγνώριζε δε ότι το πολύπλοκο αυτό χρηματοοικονομικό προϊόν θα ήταν το "μαξιλάρι" που θα απορροφούσε τις ζημιές από τα ΟΕΔ, που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, αλλά δεν είχαν αποτυπωθεί, όπως προεκτέθηκε. Στη συνέχεια αντιλαμβανόμενη την εξαιρετική σπουδαιότητα και σημασία επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των ΜΑΕΚ στο σύνολο τους, εκμεταλλεύθηκε την ασύμμετρη και προνομιακή αυτή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τους ενάγοντες επενδυτές, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε τις καταθέσεις των πελατών της και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τους έπεισε δολίως να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε αυτά, χωρίς όμως να προβεί στο αναγκαίο έλεγχο
συμβατότητος αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα.
Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην από 12-7-2013 έκθεση της εταιρίας Grant Thornton για τη σκοπιμότητα έκδοσης των εν λόγω προϊόντων με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που συντάχθηκε κατόπιν ερωτήματος του νομικού παραστάτη των εναγόντων, τα ΜΑΕΚ αποτελούν, υπό προϋποθέσεις,
ήδη μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, λόγο για τον οποίο δεν απεικονίζονται στο δανειακό κεφάλαιο και όταν γίνουν κοινό μετοχικό κεφάλαιο, θα επαυξήσουν και το core tier 1 της τράπεζας, αφού σχεδιάστηκαν με τη μορφή αυτή για να απορροφήσουν ζημιές.
. Η εναγόμενη γνώριζε ως ενδεχόμενη και αποδέχτηκε την πρόκληση της ζημίας σε βάρος τους ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Έτσι, για την υλοποίηση των στόχων της, ξεκίνησε "εκστρατεία" πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του δικτύου για τα καταστήματα ιδιωτών.... Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο.
Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%.
Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων.
Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να "σπάζουν" τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση.
Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, το Μάιο του 2011 όλοι οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, με τους οποίους έκαστος εξ αυτών συναλλασσόταν μέχρι τότε,
προκειμένου να επενδύσουν τα χρήματά τους στο ανωτέρω προϊόν.
Ειδικότερα, οι τρεις πρώτοι των εναγόντων κατά τον ως άνω χρόνο ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την διευθύντρια του υποκαταστήματος της εναγομένης στην περιοχή Γιόφυρου, στο 1° χλμ. Ηρακλείου-Μοιρών, Ζ Φ προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεως τους στο εν λόγω προϊόν. Ο τέταρτος των εναγόντων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά κατά τον ίδιο χρόνο και για τον ίδιο ως άνω σκοπό από τον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Ιωαννίνων, επί της οδού Αβέρωφ, Ι.Μ. Ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων στις 6-5-2011 συναντήθηκαν με την προϊσταμένη του
υποκαταστήματος της εναγομένης στη Νέα Σμύρνη Αττικής, επί της οδού Ελ. Βενιζέλου αρ. 77, Ε. Β. κατόπιν πρωτοβουλίας της τελευταίας,
 η οποία και τους συνέστησε την αγορά των επίμαχων ΜΑΕΚ. Ο έβδομος των εναγόντων, συναλλασσόμενος με την εναγομένη δια μέσου του υποκαταστήματος αυτής στα Τρίκαλα,στις αρχές Μαΐου του έτους 2011 σε επίσκεψη του στο εν λόγω υποκατάστημα, του προτάθηκε από τον υπάλληλο της Ν.Α.να επενδύσει στα εν λόγω προϊόντα. Πρέπει να σημειωθεί ότι έκαστος των εναγόντων είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προεκτεθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, με τον οποίο και συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς προϊόν, ενημερώνοντάς τους συνοπτικά ότι αφενός δε θα τους επιβαλλόταν από την εναγομένη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως των προθεσμιακών καταθέσεών τους και αφετέρου ότι το νέο αυτό τραπεζικό προϊόν ήταν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο
και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων.
Οι ενάγοντες, οι οποίοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προεκτεθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος
και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, αφού τεχνηέντως δεν τους  
επισημάνθηκαν, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους αγοράζοντάς το.
Για το λόγο αυτό κατήρτισαν στις 11-5-2011 οι τρεις πρώτοι εκ των εναγόντων, στις 13-5-2011 ο τέταρτος, στις 6-5-2011 ο πέμπτος και η έκτη και στις 9-5-2011 ο έβδομος εξ αυτών, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών από την εναγόμενη τραπεζική εταιρία υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης ("ενημερωτικό πακέτο") για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτησης δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Τα εν λόγω έγγραφα έχουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης υπογραφεί από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και το Διευθυντή έκαστου υποκαταστήματος κατά περίπτωση,
προκειμένου να επακολουθήσει η σύναψη της συμβάσεως αγοράς ΜΑ.Ε.Κ. από τους ενάγοντες.
Κατά τις ίδιες ως άνω ημερομηνίες οι 4ος, 5ος, και 6η των εναγόντων, στις 11-5-2011 ο 7ος ενάγων και στις 12-5-2011 οι 2η και 3η ενάγοντες, κατήρτισαν παράλληλα συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο "ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ",
μέσω των οποίων αυτοί αγόραζαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 500.000 ευρώ οι τρεις πρώτοι, 50.000 ευρώ ο τέταρτος, 50.000 ευρώ ο πέμπτος και η έκτη και 51.000 ευρώ ο έβδομος εξ αυτών, που θα καταβάλλονταν σ' αυτή δια της μεταφοράς του αντίστοιχου ποσού από τους
τηρούμενους λογαριασμούς των εναγόντων στην εν λόγω τράπεζα. Προς πιστοποίηση της συνάψεως των προεκτεθεισών συμβάσεων αγρράς εκ μέρους των εναγόντων Μ.Α.Ε.Κ. εκδόθηκαν από την εναγομένη τα από 12-5-2011 (για τους 1°, 2η και 3η των εναγόντων), από 13-5-2011 (για τον 4° των εναγόντων), από 6-5-2011 (για τους 5° και 6η των εναγόντων) και από 11-5-2011 (για τον 7° των εναγόντων)
αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ στα οποία διαλαμβάνεται το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ.,
ώστε ναν δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεώς τους στα Μ.Α.Ε.Κ.
και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη,
οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σ' αυτά.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, όμως, ακόμη κι αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του κρίσιμου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, τα κρίσιμα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα,
 με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες,
οι οποίοι δεν είχαν χαρακτηρισθεί ως επαγγελματίες επενδυτές και δεν αντελήφθησαν σε όλη της
την έκταση τη νέα επένδυση, εμπιστευθέντες τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Επομένως, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς παρείχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω φ και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της η προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ' αυτούς ποσά δεν ήταν, στην πλειονότητά τους, τόσο υψηλά και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αλλά και άτυπη συμβουλή να μην υπήρχε, ουδέποτε διενεργήθηκε εκ μέρους της εναγομένης ο επιβαλλόμενος έλεγχος συμβατότητος των συγκεκριμένων επενδυτών.
Καθίσταται ως εκ τούτου σαφές ότι όλοι ενάγοντες, που επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, αν γνώριζαν την αλήθεια και αν είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγομένη τράπεζα ότι τα επίδικα προϊόντα ΜΑΕΚ ήταν υψηλού ρίσκου ώς υβριδικά, μειωμένης διασφάλισης, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση,
την φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης Τράπεζας και ως εκ τούτου τα χρήματα τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα (αόριστης διάρκειας) και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, και ως εκ τούτου η εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι τα ΜΑΕΚ δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τους στόχους τους, ότι η εναγομένη Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε κακόπιστα την πληροφοριακή ασυμμετρία ανάμεσα τους για να τους προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγόμενη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων-της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές), ότι η εναγόμενη κατ' ουσίαν καθόριζε ακόμα και την ίδια την αξία των ΜΑΕΚ, η οποία επηρεάζεται από την τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής της εκδότριας, την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας, την προσφορά και τη ζήτηση αλλά και τις γενικότερες χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Και βέβαια η εναγομένη τήρησε τυπικά την ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών, πλην όμως η εκκαλουμένη, διέλαβε στην κρίση της περί της νομικής βασιμότητος της αγωγής τις διατάξεις που κατά την αγωγή παραβίασε η εναγομένη και υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σ' αυτές και όχι στις διατάξεις που τήρησε η εναγομένη για την έκδοση των ΜΑΕΚ.
Η παροχή εκ μέρους της εναγόμενης επενδυτικών συμβουλών, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκε η ίδια, αποδεικνύεται και από την από 9/700/10.12.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, με την οποία επεβλήθη
πρόστιμο στην εναγομένη "διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν. 3606/2007 και της υπ' αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς".
Περαιτέρω, με την από 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των ΜΑΕΚ 5-4-2011. Προσέτι δε ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ' αριθ. 4.995/25.2.2013 έγγραφη σύστασή του, αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της ^ ° f^Y τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει yy υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του ν. 3606/2007 αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά συνέπεια, ορθά η εκκαλουμένη έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο που η εκδότρια των τίτλων τους διέθετε πρωτογενώς στην αγορά, εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007, αφού, όπως πλήρως αποδείχθηκε, η εναγόμενη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι οποίες, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό που εμπεριέχεται στην υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι "μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται α: κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή
ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσον ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου". Και πάντως, επισημαίνεται και πάλι ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε ο αναγκαίος έλεγχος συμβατότητος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η εναγομένη είχε έως την 31-12-2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους ύψους 20.212,33 ευρώ (στους τρεις πρώτους), 2.021,23 ευρώ (στον 4°), 1.718,05 ευρώ στον 5ο και 6η και 2.379,71 ευρώ στον 7ο γΓ αυτά, εντούτοις στη συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητάς της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Την 29-3- 2013, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ' αριθ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωσή της με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια.
Δυνάμει των με αριθ. 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές Δ' Τάξης με τιμή μετατροπής 1€ (ήτοι ατην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1€ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1€ σε 0,01 € εκάστη, για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης Τράπεζας. Κάθε μία μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 €.
€. Εν συνεχεία κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 € εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν . και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας.
Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούσαν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης των μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των κρίσιμων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής από τους εν πολλοίς ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ' αυτούς Μ.Α.Ε.Κ.,Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ.
Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και 
παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δι,καίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη
έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής και πάντως όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα Μ.Α.Ε.Κ., παριστώντας εν γνώσει της ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου,
αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 500.000 ευρώ για τους τρεις πρώτους, στο ποσό των 50.000 ευρώ για τον 4° , στο ποσό των 50.000 ευρώ για τους 5° και 6η και στο ποσό των 51.000 ευρώ για τον 7° των εναγόντων.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες διατάξεις και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι οι προστηθέντες της εναγομένης υπάλληλοι ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, όπως προεκτέθηκε, εζημίωσαν τους ενάγοντες.
 Όθεν απορριπτέος ως αβάσιμος στο σύνολο του κρίνεται ο πρώτος λόγος της έφεσης.
Με τον 2° λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται διότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας των εναγόντων.
Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας εις βάρος των εναγόντων αντισυμβαλλόμενων πελατών αυτής και καταναλωτών στα πλαίσια της χορηγήσεως αυτούς επενδυτικής συμβουλής
και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων.
Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ' αριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσά τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. Άλλωστε η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά "γεγονός βιωσιμότητας", κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι αν η επένδυση στα ΜΑΕΚ ήταν ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει τη ζημία, γιατί αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης.
 Προϋποθέτει με άλλα λόγια ότι θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγόμενη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε.
Το κρίσιμο είναι αυτό που αποδείχθηκε και ορθώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη απόφαση ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της Τράπεζας, η οποία κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα εκδόσεώς της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που συντήρησε και επέτεινε καθόλη τη διάρκεια της κρίσιμης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το ν. 3606/2007, το ν. 3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Εάν οι ενάγοντες είχαν την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι εάν γνώριζαν την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (ΜΑΕΚ),
τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, τα προβλεττόμενα δικαιώματα της
Τραπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαιναν στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Πρέπει, ως εκ τούτου να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο 2ος λόγος της έφεσης».

Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα
δεχόμενο ότι η αναφερόμενη ζημιογόνος συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της ήδη αναιρεσείουσας (εναγομένης) τράπεζας συνδέεται αμέσως, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, και υπήρξε αναγκαίος όρος της ένδικης ζημίας των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) και ως τούτου  απορρίπτοντας το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με τον οποίο (λόγο) παραπονείτο για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής της ευθύνης ως προς την γενόμενη δεκτή και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας
Ειδικότερα, το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας,
 συνισταμένη στην πλημμελή ενημέρωση των ήδη αναιρεσιβλήτων ως προς τους επενδυτικούς κινδύνους, τους οποίους αυτοί αναλάμβαναν, συνάπτοντας, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011, τις ένδικες επενδυτικές συμβάσεις, υπήρξε αναγκαίος όρος και συνδέεται αμέσως, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, με την ένδικη ζημία των ήδη αναιρεσιβλήτων (εναγόντων), συνισταμένη, όπως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, στην απώλεια του συνόλου σχεδόν της αξίας των επενδύσεών τους, συνεπεία υποχρεωτικής μετατροπής των επίμαχων μετατρεψίμων χρεογράφων (Μ.Α.Ε.Κ.), αρχικά σε
μετοχές της αναιρεσείουσας τράπεζας, ονομαστικής αξίας ισόποσης με αυτά και στη συνέχεια σε μετοχές της ονομαστικής αξίας ισουμένης με το ένα εκατοστό της αρχικής, που επιβλήθηκε, κατά τον Ιούλιο του 2013, στην ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα, για την εξυγίανση και διάσωση της, δυνάμει νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Διαταγμάτων της Κεντρικής της Τράπεζας,κατόπιν σχετικής Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τούτο δε διότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας και η, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, επελθούσα, ως συνέπεια αυτής (συμπεριφοράς), ως άνω ένδικη ζημία των ήδη αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) δεν συνδέονται μεταξύ τους αμέσως κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια. Συγκεκριμένα, η εν λόγω συμπεριφορά, εκδηλωθείσα κατά το Μάιο του έτους 2011, δεν ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή ούτε μπορούσε, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση κατά τον Ιούλιο του 2013 της αναφερόμενης νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας.
Τα τελευταία αποτελούν περιστατικά κείμενα εκτός της συνηθισμένης και κανονικής πορείας των πραγμάτων, ως γεγονότα εντελώς έκτακτα, εξαιρετικά, χωρίς ανάλογο προηγούμενο μέχρι τότε στην κυπριακή έννομη τάξη και ως εκ τούτου μη δυνάμενα να προβλεφθούν κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της σύναψης των ένδικων επενδυτικών συμβάσεων (έτος 2011), από το μέσο λογικό, ευσυνείδητο και επιμελή άνθρωπο.
Με βάση τα παραπάνω είναι σαφές ότι καθοριστικής σημασίας στην παρούσα περίπτωση είναι το κριτήριο της προβλεψιμότητας της ως άνω ζημίας από τον προαναφερόμενο άνθρωπο με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη
του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (αντικειμενική εκ των προτέρων πρόγνωση) και όχι εκ των υστέρων με βάση στοιχεία που εμφανίζονται μετά την επέλευση της ζημίας, όπως έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας ("σύμφωνα με την αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση").
Επομένως, το Εφετείο με την προαναφερθείσα κρίση του παραβίασε ευθέως τους ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου κανόνες, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης.
Περαιτέρω, η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των υπόλοιπων κύριων και πρόσθετου λόγου αναίρεσης
από τους αριθ. 1, 4, 8, 10, 19 και 20 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης μετά του προσθέτου αυτής λόγου πρέπει να γίνει δεκτή,
να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, ακολούθως,
να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ),
 ενώ πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που έχει καταθέσει (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, που νικήθηκαν στη δίκη, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),
όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 2366/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.