Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΕφΑθ 4564/2022

•    Τόπος:ΑΘΗΝΑ
•    Αριθ. Απόφασης:4564
•    Ετος:2022
Περίληψη
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών - Έκδοση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) - Προώθηση επικινδύνων επενδυτικών προϊόντων - Απόκρυψη επενδυτικών κινδύνων - Απάτη - Αδικοπραξία - Προστασία καταναλωτή - Περιουσιακή ζημία - Αποζημίωση - Ηθική βλάβη -. Κρίθηκε ότι με απατηλά μέσα οι προστηθέντες της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας τραπεζικοί υπάλληλοι δολίως προκάλεσαν στους ενάγοντες, οι οποίοι ήσαν συντηρητικοί πελάτες της τράπεζας με profile μέσου αποταμιευτή και επενδυτή, την απόφαση να επενδύσουν το εις χρήμα κεφάλαιό τους στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιό τους επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει, περαιτέρω δε επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, με μόνο σκοπό τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα και εν τέλει δια της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, όπως τελικώς συνέβη, με συνέπεια οι τελευταίοι να υποστούν περιουσιακή ζημία, αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, η οποία προκλήθηκε σε αυτούς από την απώλεια του κεφαλαίου τους υπό τις συνθήκες αυτές. Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Απόρριψη των ισχυρισμών της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας: α) περί μη θεμελιώσεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης αυτής και της επελθούσας περιουσιακής ζημίας των εναγόντων, β) περί μη εξαπατήσεως των εναγόντων και πλήρους ενημερώσεως αυτών κατά την ισχύουσα ειδική νομοθεσία για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, γ) περί ελλείψεως ευθύνης αυτής κατά τις διατάξεις του Ν. 3606/2007, ο οποίος δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις της δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών, δ) περί συντρέχοντος πταίσματος των ενάγοντων και ε) περί συνυπολογισμού των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εναγόντων.
Κείμενο Απόφασης
 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 4564/2022
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΟΝ
Τμήμα 15°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευσεβεία Λιακοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Σπυρίδωνα Γεωργουλέα (Εισηγητή) και Δήμητρα Μουχίμογλου, Εφέτες, και από την Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 31» Μαρτίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. (αριθ. πινακίου 29) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. ……… και 2. ………, οι οποίοι παρέστησαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνος Χατζή.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: εδρεύουσας στη Λευκωσία Κύπρου (οδός ……… αριθ. …, ………) και εγκατεστημένης στην Ελλάδα (με υποκατάστημα στην- Αθήνα επί της Λεωφόρου ……… αριθ. …) τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», με Α.Φ.Μ. ……… (Κύπρου) και ……… (Ελλάδος), νομίμως εκπροσωπουμένης, ή οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Φερφέλη.
Β. (αριθ. πινακίου 30) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. …….., 2. ………, 3. ………, 4. ………, 5. ………, 6. ………, 7. ………, 8. ……… και 9. ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δομίνικο Αρβανίτη.
THΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: εδρεύουσας στη Λευκωσία Κύπρου (οδός ……… αριθ. …, ………) και εγκατεστημένης στην Ελλάδα (με υποκατάστημα στην Αθήνα επί της Λεωφόρου ……… αριθ. …) τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», με Α.Φ.Μ. ……… (Κύπρου) και ……… (Ελλάδος), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Φερφέλη.

Οι ενάγοντες με την από 20.4.2016 αγωγή προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η όποια έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την υπ' αριθ. 2166/2017 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: α) οι ένατος και δεκάτη ενάγοντες με την από 6.3.2018 έφεση προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 (με στοιχεία προσδιορισμού δικασίμου Γ.Α.Κ. 4637/14.5.2019 και Ε.Α.Κ. 3712/14.5.2019) και β) οι πρώτος έως και όγδοος και ενδέκατος ενάγοντες με την από 28.2.2018 έφεση προς το. Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. 21934/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1492/6.3.2018 (με στοιχεία προσδιορισμού δικασίμου Γ.Α.Κ. 4956/23.5.2019 και Ε.Α.Κ. 3973/23.5.2019).
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσιβλήτου στην από 6.3.2018 με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 έφεση και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αμφοτέρων των διαδίκων μερών στην από 28.2.2018 με Γ.Α.Κ. 21934/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1492/6.3.2018 έφεση κατέθεσαν εμπροθέσμως τις προτάσεις τους και παρέστησαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων στην από 6.3.2018 με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 έφεση αναφέρθηκε στις κατατεθείσες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α.Ι. Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 6.3.2018 με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 έφεση (εφεξής: υπό στοιχείο I έφεση), η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2166/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων και β) η από 28.2.2018 με Γ.Α.Κ. 21934/6,3.2018 και Ε.Α.Κ. 1492/6.3.2018 έφεση (εφεξής: υπό στοιχείο II έφεση), η οποία στρέφεται κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως. Οι ως άνω υπό στοιχείο I και II εφέσεις πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΕφΑΘ 476/2019, ΕφΑΘ 6057/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 4463/2013 ΕλλΔνη 56 809, ΕφΑΘ 4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
ΙΙ. Η υπό κρίση υπό στοιχείο I έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2166/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ' όσον αποδεικνύεται ότι ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της ως άνω οριστικής αποφάσεως επιδόθηκε νομοτύπως με επιμέλεια της εφεσιβλήτου αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των εκκαλούντων ……… την 5.2.2018 (σχετ. η από 5.2.2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… στο σώμα της επιδοθείσας αποφάσεως) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 6.3.2018 (σχετ. η προαναφερόμενη έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών - άρθρα 19, 143 παρ. 1, 144 παρ. 1, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516, 517, 518 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν από 1.1.2016, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 [Α’ 80]», και εφαρμόζονται στην κρινομένη υπό στοιχείο I έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη υπό στοιχείο I έφεση να γίνει τύποις δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (σχετ. το υπ’ αριθ. ………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από 6.3.2018 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης υπό στοιχείο I εφέσεως).
ΙΙΙ. Η υπό κρίση υπό στοιχείο II έφεση, η οποία στρέφεται κατά της αυτής ως άνω οριστικής αποφάσεως, έχει ομοίως ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον αποδεικνύεται ότι ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της ως άνω οριστικής αποφάσεως με επιμέλεια της εφεσιβλήτου αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας επιδόθηκε νομοτύπως στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των εκκαλούντων ……… την 5.2.2018 (σχετ. η από 5.2.2018 επισημείωση του αμέσως προαναφερομένου δικαστικού επιμελητή στο σώμα της επιδοθείσας αποφάσεως) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 6.3.2018 (σχετ. η προαναφερόμενη έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών - άρθρα 19, 143 παρ. 1, 144 παρ. 1, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516, 517, 518 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν από 1.1.2016, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 [Α' 80]», και εφαρμόζονται στην κρινομένη υπό στοιχείο II έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη υπό στοιχείο II έφεση να γίνει τύποις δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (σχετ. το υπ’ αριθ. ………/2018 ηλεκτρονικό παράβολο, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από 6.3.2018 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης υπό στοιχείο II εφέσεως).
Β. Οι ενάγοντες άσκησαν την από 20.4.2016 με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή παραδεκτός διορθώθηκε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), με την οποία ισχυρίσθηκαν ότι τυγχάνουν πελάτες της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία εξέδωσε και διέθεσε σε αυτούς, κατά περίπτωση, συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα και δη «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» (εφεξής χάριν συντομίας: «Μ.Χ.»), «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: «Μ.Α.Κ.») και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: «Μ.Α.Ε.Κ.»). Ότι, ειδικότερα, ο πρώτος αυτών, ο οποίος τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος (εργατοτεχνίτης τοποθετήσεως πλακιδίων και επισκευής υδραυλικών συστημάτων και συστημάτων αποχετεύσεων, οργανικώς εντεταγμένός στο προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού) περί τις αρχές μηνός Απριλίου του έτους 2011 απευθύνθηκε στην εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία (και δη στο υποκατάστημα Άνω Πατησίων Αθηνών), προκειμένου να διερευνήσει τη δυνατότητα λήψεως στεγαστικού δανείου ποσού 20.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ, το οποίο θα χρησιμοποιούσε προς κάλυψη μέρους Τιμήματος αγοράς ακινήτου, πλην όμως οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (………, ……… και ………) του πρότειναν ως ιδανική για την περίπτωσή του λύση τη λήψη δανείου ποσού 85.000 ευρώ με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους (ετήσιο επιτόκιο 5,30% κατά μέσο όρο, εικοσιπενταετή διάρκεια αποπληρωμής, πληρωμή σε τριακόσιες μηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, ποσού εκάστης 520 ευρώ), εκ του οποίου ποσόν 50.000 ευρώ θα είχε τη δυνατότητα να τοποθετήσει σε ένα επενδυτικό ομόλογο, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως και καθαρό 5,85%) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι οι ως άνω προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, προς άρση των εκφρασθεισών επιφυλάξεων και αμφιβολιών, διαβεβαίωσαν αυτόν επανειλημμένος ότι το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν είναι ένα 100% εγγυημένο ομόλογο, με μηδενικό «ρίσκο» και με επιτόκιο μείζον εκείνου των κοινών (γνωστών σε αυτόν) προθεσμιακών καταθέσεων. Ότι, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, αποφάσισε να επενδύσει και πράγματι επένδυσε την 29.4.2011 με υπογραφή του σχετικού «Αποδεικτικού Συμμετοχής στην Έκδοση Μετατρεψίμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» το ποσόν των 50.000 ευρώ σε Μ.Α.Ε.Κ., χωρίς, ωστόσο, να του δοθεί το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περί Μ.Α.Ε.Κ. Ότι κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 ενημερώθηκε από τη σύζυγό του όχι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ενημερωτική επιστολή γνωστοποίησε σε αυτόν την απομείωση του κεφαλαίου του στο ποσόν των 34.160,30 ευρώ. Ότι σε επακολουθήσασα επίσκεψη της συζύγου του στο υποκατάστημα Άνω Πατησίων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας οι προστηθέντες υπάλληλοι αυτής την καθησύχασαν και την προέτρεψαν να μη αποδίδει σημασία στα ενημερωτικά έγγραφα, διότι εν πάση περίπτωση στο τέλος της πενταετίας θα χωρούσε απόδοση του συνόλου του επενδεδυμένου κεφαλαίου των 50.000 ευρώ. Ότι περί τα τέλη μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκε ότι ακυρώθηκε η συμβατικώς αναμενομένη καταβολή των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012. Ότι σε επίσκεψή του στο ως άνω υποκατάστημα της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ενημερώθηκε ότι η ακύρωση της καταβολής των τόκων προβλεπόταν από τη μεταξύ τους σύμβαση, σε επιγενομένη δε επικοινωνία μέσω της συζύγου του πληροφορήθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο ……… ότι το κεφάλαιό του, το οποίο είχε ήδη μειωθεί στο ποσόν των 35.000 ευρώ κατά το μήνα Φεβρουάριο του ιδίου έτους, είχε απομειωθεί περαιτέρω στο ποσόν των 15.000 ευρώ. Ότι αντιλήφθηκε το πρώτον ότι η τοποθέτηση των χρημάτων του περιείχε κίνδυνο για το κεφάλαιό του μόλις το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 και εν τέλει κατά το μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους, ως και ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τον παραπλάνησε και τον κατέπεισε να προβεί στην αγορά ακαταλλήλων υβριδικών επενδυτικών προϊόντων, με σκοπό αυτός να τοποθετήσει κατά τον τρόπο αυτό τις αποταμιεύσεις του, χωρίς να λάβει τα αναγκαία μέτρα διαχειρίσεως της συγκρούσεως συμφερόντων, την οποία δημιούργησε η από την ιδία την εκδότρια διάθεση των νεοεκδιδομένων τίτλων της, κατά παράβαση της αρχής της απόλυτης προτεραιότητας του συμφέροντος του ιδίου ως πελάτη της. Ότι, ο δεύτερος αυτών, ο οποίος είναι καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας, τυγχάνει από ετών πελάτης της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο με το επώνυμο ……, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ότι περί τις αρχές του έτους 2011 η αμέσως προαναφερομένη υπάλληλος, η οποία δεν ήταν κατά νόμον πιστοποιημένη για την παροχή συμβουλών επενδυτικού χαρακτήρα στους πελάτες της τράπεζας, ήλθε σε επικοινωνία μαζί του και επιμόνως επιχείρησε κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη μηνός Απριλίου έως και τις αρχές μηνός Μαΐου του έτους 2011 να τον πείσει να διαθέσει το ποσόν του μέχρι τότε τηρουμένου σε Δολάρια Η.Π.Α. αποταμιευτικού/προθεσμιακού λογαριασμού του, ύψους 42.793 δολαρίων, στην αγορά νέων προνομιακών επενδυτικών προϊόντων. Ότι, ειδικότερα, του πρότεινε την τοποθέτηση του ως άνω ποσού σε ένα νέο καταθετικό προϊόν, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι λόγω της εμπιστοσύνης του προς το πρόσωπο της ως άνω υπαλλήλου αποφάσισε να επενδύσει και πράγματι επένδυσε την 12.5.2011 με υπογραφή του σχετικού «Αποδεικτικού Συμμετοχής στην Έκδοση Μετατρειρίμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» το ποσόν των 42.793 δολαρίων σε Μ.Α.Ε.Κ., αποκτών 42.793 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας εκάστου ενός Δολαρίου Η.Π.Α. (1 δολαρίων), χωρίς, ωστόσο, να του δοθεί το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περί Μ.Α.Ε.Κ. και χωρίς να του επισημανθούν οι σχετικοί κίνδυνοι και ιδίως ο κίνδυνος οριστικής απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου, δεδομένου ότι στην καταρτισθείσα σε παρελθόντα χρόνο από 25.7.2008 μεταξύ τους Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αναφέρονταν άλλοι κίνδυνοι, αφορώντες αποκλειστικώς και μόνο στην πιθανότητα μη εκπληρώσεως παρεπομένων υποχρεώσεων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (λ.χ. καταβολής τοκομεριδίων, πληρωμής μερίσματος, διακυμάνσεων λόγω συναλλαγματικού . ή πληθωριστικού κινδύνου). Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ότε η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία δεν κατέβαλε τάκους και απέστειλε την από 15.6.2012 επιστολή περί υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων, επικοινώνησε αμέσως με το ως άνω υποκατάστημα και έλαβε τη διαβεβαίωση των προστηθέντων υπαλλήλων της ότι πρόκειται για «κάτι προσωρινό» και ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, πλην όμως όταν απαίτησε την επιστροφή του τοποθετηθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου του, οι ως άνω υπάλληλοι αρνήθηκαν. Ότι η τρίτη αυτών, η οποία είναι σύζυγος του δευτέρου αυτών και ασκεί το επάγγελμα της καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης, τυγχάνει ομοίως από ετών πελάτης της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εξυπηρετουμένη από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο με το επώνυμο ……, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ότι ήδη από το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, ήτοι πολύ προτού προσεγγίσει τον δεύτερο αυτών σύζυγό της, η αυτή ως άνω προστηθείσα υπάλληλος απευθύνθηκε σε αυτήν και πρότεινε την τοποθέτηση του ποσού της υφισταμένης τότε καταθέσεώς της ποσού 42.000 ευρώ σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι πεισθείσα ότι η επένδυση αυτή είναι συμφέρουσα, την 25.7.2018 υπέγραψε τη σχετική «Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής Αδιαθέτων Μετατρεψίμων Χρεογράφων» και τοποθέτησε το ποσόν των 42.000 ευρώ σε Μ.Χ. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η αυτή ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της επικοινώνησε μαζί της και την προέτρεψε να προβεί σε μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ., πράγματι δε υπέγραψε τη σχετική «Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής Αδιάθετων ΜΑΕΚ» για κεφάλαιο 42.000 ευρώ και έλαβε το από 18.5.2011 «Αποδεικτικό Συμμετοχής», το οποίο πιστοποιούσε την εκ μέρους της κτήση 42.000 ΜΑΕΚ, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ουδέν ποσόν κατέβαλε για συμφωνηθέντες τόκους και απέστειλε σε αυτήν την από 15.6.2012 περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου, για το λόγο δε αυτό θορυβημένη μετέβη στο ως άνω υποκατάστημα, προκειμένου να λάβει εξηγήσεις, και ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος ότι πρόκειται περί παρεχομένης στην τράπεζα δυνατότητας, όταν δε απαίτησε την επιστροφή του τοποθετηθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου της, οι ως άνω υπάλληλοι αρνήθηκαν. Ότι ουδέποτε επισημάνθηκαν σε αυτήν οι σχετικοί κίνδυνοι και ιδίως ο κίνδυνος οριστικής απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου λόγω της τοποθετήσεως αυτού σε Μ.Α.Ε.Κ., δεδομένου ότι στην καταρτισθείσα σε παρελθόντα χρόνο από 24.7.2008 μεταξύ τους Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αναφέρονταν άλλοι κίνδυνοι, αφορώντες αποκλειστικός και μόνο στην πιθανότητα μη εκπληρώσεως παρεπομένων υποχρεώσεων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (λ.χ. καταβολής τοκομεριδίων, πληρωμής μερίσματος, διακυμάνσεων λόγω συναλλαγματικού ή πληθωριστικού κινδύνου). Ότι οι τέταρτος και πέμπτη αυτών τυγχάνουν πελάτες της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας επί δεκαπέντε (15) έτη, εξυπηρετούμενοι από το υποκατάστημα Μεταμορφώσεως Αττικής αυτής. Ότι περί τις αρχές μηνός Ιουλίου του έτους 2008 η προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ………, προσέγγισε αυτούς και πρότεινε την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, ποσού 60.000 ευρώ, το οποίο ήταν μέχρι τότε τοποθετημένο σε καταθετικό λογαριασμό του τετάρτου αυτών, ως και του ποσού των 30.000 ευρώ, το οποίο ήταν μέχρι τότε τοποθετημένο σε κοινό λογαριασμό με δικαιούχους αμφοτέρους, σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι πεισθέντες από την ως άνω υπάλληλο ότι η επένδυση αυτή είναι συμφέρουσα, την 18.7.2008 και την 30.7.2008 τοποθέτησαν αρχικώς το συνολικό ποσόν των 60.000 ευρώ (με δύο ισόποσες καταβολές ποσού 30.000 ευρώ εκάστης) σε Μ.Χ., υπογράφοντας τη σχετική αίτηση εγγραφής, η οποία ουδέποτε τους παραδόθηκε. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η ως άνω προστηθείσα της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας υπάλληλος, με την ενεργό συνδρομή των συναδέλφων της ……… και ………, προσέγγισε αυτούς εκ νέου και πρότεινε αφ’ ενός τη μεταφορά - τοποθέτηση του ως άνω - επενδυθέντος σε Μ.Χ. - ποσού των 60.000 ευρώ σε ένα επενδυτικό ομόλογο, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, το οποίο παρουσίασαν ως «μετεξέλιξη» των Μ.Χ., αφ’ ετέρου δε την επένδυση περαιτέρω κεφαλαίων τους σε αυτό το νέο προϊόν. Ότι, πεισθέντες στις ως άνω διαβεβαιώσεις, μετέφεραν το ήδη επενδεδυμένο σε Μ.Χ. κεφάλαιο των 60.000 ευρώ στο νέο αυτό προϊόν, ήτοι σε Μ.Α.Ε.Κ., περαιτέρω δε η πέμπτη αυτών προέβη την 10.5.2011 σε (νέα) τοποθέτηση ποσού 30.000 ευρώ σε Μ.Α.Ε.Κ. με μεταφορά του κεφαλαίου αυτού από προσωπικό λογαριασμό καταθέσεών της, ενώ ο τέταρτος αυτών μετέφερε ομοίως από τηρούμενο σε Δολάρια Η.Π.Α. στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» προσωπικό λογαριασμό καταθέσεών του το ποσόν των 50.000 δολαρίων (ισόποσο των 38.877 ευρώ με την τότε τρέχουσα ισοτιμία ΕΥΡΩ/Δολαρίου Η.Π.Α.). Ότι, ειδικότερα, υπέγραφαν τα από 10.5.2011 και 17.5.2011 «Αποδεικτικά συμμετοχής στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου· για συνολικώς 30.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου (ενσωμάτωση αξίας τοποθετημένου κεφαλαίου 30.000 ευρώ), και 50.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 δολαρίων (ενσωμάτωση αξίας τοποθετημένου κεφαλαίου 50.000 δολαρίων}, στις ως άνω δε νέες τοποθετήσεις προστέθηκε και η μετατροπή 60.000 Μ.Χ., ονομαστικής αξίας 60.000 ευρώ, τα οποία είχαν ήδη αποκτηθεί κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, σε Μ.Α.Ε.Κ. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ότε η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία δεν κατέβαλε τόκους και απέστειλε την από 15.6.2012 επιστολή περί υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων, επικοινώνησαν αμέσως με το ως άνω υποκατάστημα, προκειμένου να λάβουν εξηγήσεις, και ενημερώθηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος ότι πρόκειται περί παρεχομένης στην τράπεζα δυνατότητας, όταν 6ε απαίτησαν την επιστροφή του τοποθετηθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου τους, οι ως άνω υπάλληλοι αρνήθηκαν. Ότι η έκτη αυτών, η οποία τυγχάνει δικαστική υπάλληλος (δικαστική γραμματέας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας), διατηρούσε συνεργασία με την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από ετών. Ότι περί τα τέλη μηνός Μαΐου του έτους 2009 έλαβε επιστολή από την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία παρουσιαζόταν κατά τρόπο εκθειαστικό ένα νέο προϊόν της τράπεζας, τα Μ.Α.Κ., και απευθυνόταν προς αυτήν πρόσκληση να τοποθετήσει τις διαθέσιμες οικονομίες της σε αυτά, υπό τη μορφή της «πρωτοφανώς ωφέλιμης» επενδύσεως. Ότι σε επιγενομένη επίσκεψή της στο υποκατάστημα Καρδίτσας της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας προσέγγισε αυτήν ο διευθυντής του υποκαταστήματος (με το επώνυμο ……), ο οποίος με θέρμη συνέστησε σε αυτήν την αγορά των Μ.Α.Κ. ως «μοναδική ευκαιρία», εμφανίζοντας αυτά ως νέο προϊόν, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο 7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%, ήτοι πρακτικώς περί το 5,5%) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι, πεισθείσα στις διαβεβαιώσεις του ως άνω προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, αποφάσισε να επενδύσει και πράγματι επένδυσε την 5.6.2009 με υπογραφή της σχετικής «Ανέκκλητης Αίτησης Εγγραφής Αδιάθετων Μετατρεψίμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» το ποσόν των 20.000 ευρώ. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με νέα ενημερωτική επιστολή κάλεσε αυτήν να συμμετάσχει στη μετατροπή των ανωτέρω προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε Μ.Α.Ε.Κ. αόριστης διάρκειας, πλην όμως αυτή δεν προέβη στη μετατροπή αυτή. Ότι έλαβε γνώση της απατηλής και παραπλανητικής συμπεριφοράς της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας μόλις κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2012, ότε η τελευταία δεν κατέβαλε τόκους και απέστειλε την από 15.6.2012 επιστολή περί υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων. Ότι θορυβημένη μετέβη στο ως άνω υποκατάστημα της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις, πλην όμως οι εκεί αρμόδιοι υπάλληλοι γνωστοποίησαν σε αυτήν ότι η τράπεζα έπαυσε μονομερώς την καταβολή των συμφωνηθέντων τοκομεριδίων και δήλωσαν αδυναμία καταβολής τόκων. Ότι ο έβδομος αυτών τυγχάνει πελάτης της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας επί πολλά έτη, διατηρών σε αυτήν προθεσμιακό λογαριασμό, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Χολαργού Αττικής αυτής. Ότι, κατόπιν προτροπής της υπαλλήλου του ως άνω καταστήματος (με το επώνυμο …….), η οποία του πρότεινε τοποθέτηση του κεφαλαίου του σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο 7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, προέβη σε μετατροπή του κεφαλαίου του, ποσού 105.000, σε Μ.Χ., υπογράφοντας τη σχετική αίτηση εγγραφής, η οποία ουδέποτε του παραδόθηκε. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009, κατόπιν παραινέσεων της αυτής ως άνω υπαλλήλου και του λοιπού προσωπικού τoυ υποκαταστήματος, προέβη σε μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Κ., καθ’ όσον αυτά παρουσιάσθηκαν ως προϊόν προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του, το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως «μετεξέλιξη» των Μ.Χ. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η αυτή ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ήλθε εκ νέου σε επικοινωνία μαζί του και πρότεινε σε αυτόν την περαιτέρω επανατοποθέτηση του κεφαλαίου σε έτερο προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, το οποίο παρουσίασε ως «μετεξέλιξη» των Μ.Α.Κ. Ότι, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, υπέγραφε τις από 6.5.2011 Ανέκκλητες Αιτήσεις Εγγραφής Αδιάθετων Μ.Α.Ε.Κ. και έλαβε το από 9.5.2011 «Αποδεικτικό συμμετοχής στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου», αποκτώντας 105.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ, χωρίς, ωστόσο, να λάβει το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο και χωρίς να του επισημανθούν οι κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. και δη ο κίνδυνος οριστικής απώλειας του κεφαλαίου του, δεδομένου ότι στην καταρτισθείσα σε παρελθόντα χρόνο από 28.7.2008 μεταξύ τους Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αναφέρονταν άλλοι κίνδυνοι, αφορώντες αποκλειστικός και μόνο στην πιθανότητα μη εκπληρώσεως παρεπομένων υποχρεώσεων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (λ.χ. καταβολής τοκομεριδίων, πληρωμής μερίσματος, διακυμάνσεων λόγω συναλλαγματικού ή πληθωριστικού κινδύνου). Ότι προ της οριστικής υπογραφής των υπογραφής των ως άνω αιτήσεων εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. έλαβε γνώση της υπάρξεως ενός ολιγοσέλιδου πληροφοριακού σημειώματος (διαφορετικού του λεπτομερούς ογκώδους Ενημερωτικού Σημειώματος), το οποίο διελάμβανε μερικούς βασικούς όρους εκδόσεως ίων Μ.Α.Ε.Κ., από την ανάγνωση του οποίου πληροφορήθηκε την ύπαρξη «πιστωτικών κινδύνων», γενικώς αναφερομένων στο έντυπο αυτό. Ότι σε ερώτησή του προς τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφορικώς με τα ειδικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, αυτοί απάντησαν ότι αυτές οι αναφορές είχαν τυπικό χαρακτήρα, ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και ότι οι αναφερόμενοι σε αυτό κίνδυνοι είναι ίδιοι με τους κινδύνους, τους οποίους είχε αναλάβει με την αγορά αρχικώς των Μ.Χ. και εν συνεχεία των Μ.Α.Κ., μετά δε τη διαβεβαίωση αυτή αποφάσισε οριστικώς να προβεί στην τοποθέτηση του κεφαλαίου του σε Μ.Α.Ε.Κ. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ότε η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία δεν κατέβαλε τόκους και απέστειλε την από 15.6.2012 επιστολή περί υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων, επικοινώνησε αμέσως με το ως άνω υποκατάστημα, προκειμένου να λάβει εξηγήσεις, και ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος ότι πρόκειται περί προσωρινού προβλήματος, περαιτέρω δε κοινοποίησε προς αυτήν την από 10.9.2012 καταγγελία σχετικώς με την εξαπάτησή του και την μετατροπή του κεφαλαίου του στα ως άνω αξιόγραφα. Ότι ο όγδοος αυτών, ενεργών από κοινού με την (ήδη θανούσα) μητέρα του ……… και τον αδελφό του ……… (άπαντες παλαιοί πελάτες της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας), την 17.11.2008 άνοιξε ως συνδικαιούχος την υπ’ αριθ. ……… κοινή επενδυτική μερίδα (επ’ ονόματι και των τριών δικαιούχων), η οποία εξυπηρετείτο από τον τηρούμενο στο υποκατάστημα Άνω Πατησίων Αθηνών αυτής υπ' αριθ. ……… κοινό (τότε) λογαριασμό, στον οποίο εισφέρθηκε το ποσόν των 150.150 ευρώ. Ότι προηγουμένως είχαν άπαντες καταρτίσει μετά της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας την από 17.11.2008 «Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών», χωρίς να την αναγνώσουν ή να λάβει χώρα διεξοδική παρουσίασή της, με συνέπεια να μην γίνει αντιληπτή η διαλαμβανομένη στην ως άνω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (η οποία λειτουργούσε ως σύμβαση - πλαίσιο) Σύμβαση Συνεργασίας για τη Διενέργεια Χρηματιστηριακών Συναλλαγών μέσω της Τράπεζας Κύπρου και να μην καταγραφεί στο Παράρτημα αυτής υπό τον τίτλο «Ερωτηματολόγιο Επενδυτικού Προφίλ» το πραγματικό συντηρητικό και εσωστρεφές επενδυτικό προφίλ τους, το οποίο χαρακτήριζε η μη ανάληψη οιουδήποτε κινδύνου για το κεφάλαιο των επενδύσεών τους. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 προτάθηκε σε αυτούς από τους προστηθέντες της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Χ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση με προνομιακό επιτόκιο 7,50% και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του, πεισθέντες δε στις διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων τοποθέτησαν σε Μ.Χ. το σύνολο των οικογενειακών αποταμιεύσεών τους, ποσού 150.150 ευρώ και έλαβαν 150.150 Μ.Χ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγoμέvης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας επικοινώνησαν με αυτούς, προκειμένου να τους προτείνουν τη μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ., διότι το πρόγραμμα των Μ.Χ. έβαινε προς το τέλος του, περαιτέρω δε τους διαβεβαίωσαν ότι το κεφάλαιό τους ήταν πλήρως εξασφαλισμένο, δεν υπέκειτο σε κιvδύvoυς και ήταν διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή. Ότι, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις αυτές, την 11.5.2011 υπέγραψαν τη σχετική «Ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» για την τοποθέτηση (μεταφορά από Μ.Χ.) κεφαλαίου ποσού 150.150 ευρώ σε Μ.Α.Ε.Κ. (αγορά 150.150 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 6,50% ετησίως για τις δέκα πρώτες Περιόδους Τόκου μέχρι την 30.6.2016 και εν συνεχεία κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο προς το εκάστοτε Euribor έξι μηνών, όπως αυτό ισχύει κατά την έναρξη εκάστης περιόδου τόκου, πλέον 3%), χωρίς να τους αναφερθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος για το ως άνω κεφάλαιό τους και χωρίς να τους δοθεί οποιοδήποτε ενημερωτικό έγγραφο για το εν λόγω προϊόν, αφήνοντας να εννοηθεί κατά τη μεταξύ τους επικοινωνία ότι η μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ. είναι μια «αυτοματοποιημένη» διαδικασία με απλή αντιμετάθεση παρομοίων χαρακτηριστικών και εγγενών ιδιοτήτων των Μ.Χ. στα Μ.Α.Ε.Κ. Ότι μετά το θάνατο της μητέρας τους κατά το θέρος του έτους 2011 ο ίδιος και ο αδελφός του προέβησαν στις αναγκαίες ενέργειες για το διαχωρισμό της ως άνω κοινής επενδυτικής μερίδας σε δύο ίσες ατομικές επενδυτικές μερίδες, ο οποίος (διαχωρισμός) ολοκληρώθηκε την 12.9.2011, με συνέπεια στην ατομική επενδυτική μερίδα αυτού (ογδόου ενάγοντος) να περιέλθουν Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 75.075 ευρώ. Ότι, κατόπιν προτροπής των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, οι οποίοι παρουσίαζαν σε αυτόν ιδιαιτέρως θετική εικόνα των οικονομικών της δεικτών, αποφάσισε να συμμετάσχει στην ανακεφαλαιοποίηση αυτής με απόκτηση 25.500 μετοχών της αντί τιμήματος 19.741,59 ευρώ, το δε κεφάλαιο αυτό απώλεσε πλήρως, λόγω του μηδενισμού της αξίας των μετοχών αυτής στο πλαίσιο των επισυμβάντων πιστωτικών γεγονότων. Ότι, περαιτέρω, δεχόμενος πρόταση του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας ………, με την υπ’ αριθ. ……/19.3.2012 δήλωσή του συναίνεσε στη μετατροπή 25.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 25.000 ευρώ, σε Υποχρεωτικά Μετατρέψιμα Ομόλογα, εκδόσεως αυτής, χωρίς να του παρασχεθεί οποιαδήποτε σχετική πληροφόρηση, ενώ με τον ίδιο τρόπο την 27.3.2012 συναίνεσε στην ανταλλαγή Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 25.000 ευρώ με 33.333 μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, επί τη βάσει της ελλιπούς και συσκοτιστικής «ενημερώσεως» εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 ενημερώθηκε ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία είχε προβεί σε μονομερή ακύρωση της καταβολής των τόκων του πρώτου εξαμήνου του έτους 2012, ο ίδιος δε θορυβημένος ζήτησε εξηγήσεις από τους προστηθέντες υπαλλήλους της, οι οποίοι τον καθησύχασαν, λέγοντας ότι είναι κάτι προσωρινό και ότι πρόκειται για «φαινομενική αυξομείωση λόγω οικονομικής κρίσης». Ότι οι ένατος και δεκάτη αυτών, οι οποίοι είναι σύζυγοι, διατηρούσαν από ετών συνεργασία με την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, διατηρώντας κοινό λογαριασμό προθεσμιακής καταθέσεως, συνολικού ύψους 400.000 ευρώ, εξυπηρετούμενοι από το υποκατάστημα Αγίου Αχίλλειου στη Λάρισα, είχαν δε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με το προσωπικό του εν λόγω υποκαταστήματος και ιδίως με τους υπαλλήλους ………, ………, ………, ………, ……… και ………. Ότι κατά το έτος 2001, λόγω του μεγέθους των συναλλαγών τους και του σημαντικού ύψους του κοινού προθεσμιακού λογαριασμού τους, συνέστησαν - κατόπιν προτροπής των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας - ηλεκτρονική μερίδα οικονομικών τοποθετήσεων με αριθμό ……, η οποία ενεργοποιήθηκε το πρώτον κατά το έτος 2008, όταν η προστηθείσα υπάλληλος της τελευταίας ……… παρουσίασε σε αυτούς ένα νέο προϊόν και πρότεινε σε αυτούς την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε ένα πρόγραμμα εγγυημένου κεφαλαίου και με επιτόκιο υψηλότερο της προθεσμιακής καταθέσεως, την οποία μέχρι τότε τηρούσαν. Ότι επί σκοπώ διαδικαστικής ολοκληρώσεως της εν λόγω τοποθετήσεως καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών και της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας σχετική «Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών», χωρίς όμως αυτή να αναγνωσθεί ή να λάβει χώρα διεξοδική παρουσίασή της, με συνέπεια να μην γίνει αντιληπτή η διαλαμβανομένη στην ως άνω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (η οποία λειτουργούσε ως σύμβαση - πλαίσιο) Σύμβαση Συνεργασίας για τη Διενέργεια Χρηματιστηριακών Συναλλαγών μέσω της Τράπεζας Κύπρου και να μην καταγραφεί στο Παράρτημα αυτής υπό τον τίτλο «Ερωτηματολόγιο Επενδυτικού Προφίλ» το πραγματικό συντηρητικό και εσωστρεφές επενδυτικό προφίλ τους, το οποίο χαρακτήριζε η μη ανάληψη οιουδήποτε κινδύνου για το κεφάλαιο των επενδύσεών τους, παρά το γεγονός ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία γνώριζε την άκρως συντηρητική επενδυτική τακτική τους, την οποία, άλλωστε, μαρτυρούσε και η ουσιαστική αδράνεια της ηλεκτρονικής επενδυτικής μερίδας τους κατά τα έτη 2001 - 2007. Ότι, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις και παραινέσεις των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την 30.7.2008 υπέγραψαν την «Ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων» και προέβησαν στην τοποθέτηση του ποσού των 450.050 ευρώ στην αγορά 450.050 Μ.Χ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 η προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… και άλλα μέλη του προσωπικού του ως άνω υποκαταστήματος πρότειναν σε αυτούς τη μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Κ., τα οποία αποτελούσαν, κατά τους ισχυρισμούς τους» νέο, ασφαλές και πρωτοποριακό προϊόν, το οποίο αποτελούσε φυσική μετεξέλιξη των Μ.Χ., με κύρια χαρακτηριστικά παρόμοια προς εκείνα της προθεσμιακής καταθέσεως. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε εκ νέου σε επικοινωνία μαζί τους και πρότεινε σε αυτούς την περαιτέρω επανατοποθέτηση του κεφαλαίου σε έτερο προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, το οποίο παρουσίασε ως «μετεξέλιξη» των Μ.Α.Κ., το πρόγραμμα των οποίων επρόκειτο να λήξει προσεχώς. Ότι, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, υπέγραφαν την από 18.5.2011 Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής Αδιάθετων Μ.Α.Ε.Κ. και, αφού έλαβε προηγουμένως χώρα μετατροπή του εις ΕΥΡΟ κεφαλαίου τους (450.050 ευρώ) σε Δολάρια Η.Π.Α., ήτοι στο ποσόν των 568.871 δολαρίων βάσει της επίσημης συναλλαγματικής ισοτιμίας ΕΥΡΩ/Δολαρίου Η.Π.Α. της 18.5.2011 (1/1,4220), απέκτησαν 568.871 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 δολαρίων (με σταθερό επιτόκιο 6,50% ετησίως για τις δέκα πρώτες Περιόδους Τόκου μέχρι την 30.6.2016 και εν συνεχεία κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο προς το εκάστοτε Euribor έξι μηνών, όπως αυτό ισχύει κατά την έναρξη εκάστης περιόδου τόκου, πλέον 3%), χωρίς, ωστόσο, να λάβουν το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο και χωρίς να τους επισημανθούν οι κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. και δη ο κίνδυνος οριστικής απώλειας του κεφαλαίου τους, αντιθέτως δε οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας άφηναν να εννοηθεί κατά τη μεταξύ τους επικοινωνία ότι η μετατροπή των Μ.Χ. σε Μ.Α.Ε.Κ. είναι μια «αυτοματοποιημένη» διαδικασία με απλή αντιμετάθεση παρομοίων χαρακτηριστικών και εγγενών ιδιοτήτων των Μ.Χ. στα Μ.Α.Ε.Κ. Ότι κατά το έτος 2012, κατόπιν παραινέσεων και προτροπών των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, έλαβαν την απόφαση να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση αυτής με απ’ ευθείας διάθεση προϊόντος της τοποθετήσεώς τους σε Μ.Α.Ε.Κ. προς απόκτηση μετοχών της. Ότι, ειδικότερα, διέθεσαν εκ της ως άνω τοποθετήσεώς τους σε Μ.Α.Ε.Κ. προς απόκτηση μετοχών της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, συνολικής αξίας 68.671 δολαρίων, διατηρώντας κατά τα λοιπά την τοποθέτηση σε Μ.Α.Ε.Κ. κατά το ποσόν των 500.000 δολαρίων. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 ο ένατος αυτών ενημερώθηκε ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία είχε προβεί σε μονομερή ακύρωση της καταβολής των τόκων του πρώτου εξαμήνου του έτους 2012, ο ίδιος δε θορυβημένος ζήτησε εξηγήσεις από τους προστηθέντες υπαλλήλους της, οι οποίοι τον καθησύχασαν, λέγοντας ότι είναι κάτι προσωρινό και ότι πρόκειται για «φαινομενική αυξομείωση λόγω οικονομικής κρίσης». Ότι ο ενδέκατος αυτών, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εκμαθήσεως προγραμμάτων πληροφορικής στην περιοχή της Γλυφάδας Αττικής, τυγχάνει από ετών πελάτης της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας» εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο με το επώνυμο ……. Ότι περί τα τέλη μηνός Μαΐου του έτους 2009 έλαβε επιστολή από την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία παρουσιαζόταν κατά τρόπο εκθειαστικό ένα νέο προϊόν της τράπεζας, τα Μ.Α.Κ,, και απευθυνόταν προς αυτόν πρόσκληση να τοποθετήσει τις διαθέσιμες οικονομίες του σε αυτά, υπό τη μορφή της «εξαιρετικώς επωφελούς» επενδύσεως.
Ότι η ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία δεν ήταν κατά νόμον πιστοποιημένη για την παροχή συμβουλών επενδυτικού χαρακτήρα στους πελάτες της τράπεζας, με θέρμη συνέστησε σε αυτόν την αγορά των Μ.Α.Κ. ως «μοναδική ευκαιρία», εμφανίζοντας αυτά ως νέο προϊόν, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο 7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%, ήτοι πρακτικώς περί το 5,5%) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, αποφάσισε να επενδύσει και πράγματι επένδυσε την 16.6.2009 με υπογραφή της σχετικής «Ανέκκλητης Αίτησης Εγγραφής Αδιάθετων Μετατρεψίμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» το ποσόν των 16.500 ευρώ. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη μηνός Απριλίου έως τις αρχές μηνός Μαΐου του έτους 2011 η ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και άλλα στελέχη του ως προαναφερομένου υποκαταστήματος ήλθαν εκ νέου σε επικοινωνία μαζί του και πρότειναν σε αυτόν την επανατοποθέτηση του κεφαλαίου σε έτερο νέο προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων, την 9.5.2011 προέβη στη μετατροπή των Μ.Α.Κ., τα οποία έως τότε κατείχε, σε Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 16.500 ευρώ, περαιτέρω δε εισέφερε για την αγορά Μ.Α.Ε.Κ. το επιπλέον ποσόν των 18.500 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε από τηρούμενο στην ανώνυμο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» λογαριασμό του, χωρίς, ωστόσο, να λάβει το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο και χωρίς να του επισημανθούν οι κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. και δη ο κίνδυνος οριστικής απώλειας του κεφαλαίου του, δεδομένου ότι στην καταρτισθείσα κατά το έτος 2009 μεταξύ τους Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αναφέρονταν άλλοι κίνδυνοι, αφορώντες αποκλειστικώς και μόνο στην πιθανότητα μη εκπληρώσεως παρεπομένων υποχρεώσεων της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (λ.χ. καταβολής τοκομεριδίων, πληρωμής μερίσματος, διακυμάνσεων λόγω συναλλαγματικού ή πληθωριστικού κινδύνου). Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ότε η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία δεν κατέβαλε τόκους και απέστειλε την από 15.6.2012 επιστολή περί υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων, επικοινώνησε αμέσως με το ως άνω υποκατάστημα, προκειμένου να λάβει εξηγήσεις, και ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος ότι πρόκειται περί παρεχομένης στην τράπεζα δυνατότητας, όταν δε απαίτησε την επιστροφή του τοποθετηθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου του κατόπιν υπαναχωρήσεώς του, οι ως άνω υπάλληλοι αρνήθηκαν. Ότι άπαντες - πλην της έκτης αυτών - πληροφορήθηκαν με την από 8.3.2013 ενημερωτική επιστολή ότι τα εισφερθέντα σέ Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιά τους μετατράπηκαν μονομερώς από την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε συνήθεις μετοχές με ονομαστική αξία ενός ΕΥΡΩ (1 ευρώ) και ενός λεπτού του ΕΥΡΩ (0,01 ευρώ) εκάστης, κατά περίπτωση, με αποτέλεσμα τον επί της ουσίας εκμηδενισμό του κεφαλαίου τους, καθ’ όσον οι εν λόγω συνήθεις μετοχές δεν είχαν καμία αξία ή πιθανότητα ανταλλαγής σε οποιαδήποτε εγχώρια ή διεθνή χρηματιστηριακή αγορά, καθ’ όσον δε αφορά στην έκτη αυτών, ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία μετέτρεψε ερήμην της κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2013 τα Μ.Α.Κ., τα οποία τότε κατείχε, σε συνήθεις μετοχές αυτής, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 200 ευρώ, γεγονός, για το οποίο ενημερώθηκε σε επόμενο χρόνο, όταν έλαβε την ενημερωτική κίνηση του χαρτοφυλακίου της, με αποτέλεσμα το κεφάλαιο της επί της ουσίας να εκμηδενισθεί. Ότι η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία αφ’ ενός μεν συσκότισε το αληθές περιεχόμενο, την πραγματική φύση και τους υφέρποντες εγγενείς κινδύνους των ως άνω χρηματοπιστωτικών προϊόντων, αφ’ ετέρου δε εμπέδωσε σε αυτούς την ψευδαίσθηση του δεδικαιολογημένου εφησυχασμού αναφορικώς με την τύχη του κεφαλαίου τους, καθ’ όσον το εκτενές (διακοσίων σελίδων) Ενημερωτικό Φυλλάδιο σχετικώς με την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. (αλλά και των προγενεστέρων Μ.Χ. και Μ.Α.Κ.), το σχετικό με τους επενδυτικούς κινδύνων των οποίων διαλαμβάνεται αυτούσιο στο δικόγραφο της αγωγής, ουδέποτε τέθηκε σε γνώση τους με πραγματική, ειδική και εξατομικευμένη παρουσίαση, ώστε να αντιληφθούν τους κινδύνους αυτούς, τους οποίους αυτοί πράγματι αγνοούσαν. Ότι, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους αναφερομένους στο εν λόγω Ενημερωτικό Φυλλάδιο ήσαν όχι απλώς ορατοί, αλλά τελούσαν ήδη υπό πλήρωση - πραγμάτωση κατά το χρόνο της επενδύσεως των κεφαλαίων αυτών σε Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ. (χρηματοπιστωτική αστάθεια στην Κύπρο, δυσχερής οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα κατά την περίοδο των Μνημονίων κλπ.), οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας δεν τους χορήγησαν το εν λόγω Ενημερωτικό Δελτίο, δεν παρέσχον την απαιτουμένη ευκρινή, παραστατική και παραδειγματική ενημέρωση, ώστε να αντιληφθούν ότι τους προτείνεται ένα ομόλογο, έκθετο στους κινδύνους των δυναμικώς μεταβαλλόμενων και ασταθών χρηματιστηριακών αγορών, αντιθέτως δε τους διαβεβαίωναν ότι τα προϊόντα αυτά λειτουργούσαν ως «προθεσμιακές καταθέσεις με προνομιακό επιτόκιο, απευθυνόμενα σε λίγους και εκλεκτούς πελάτες», με συνέπεια οι ίδιοι να πεισθούν ότι τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε ένα ομολογιακό προϊόν με προδιαγραφές εξασφαλίσεις κεφαλαίου, αντίστοιχες προς εκείνες της προθεσμιακής καταθέσεος. Ότι άπαντες διαθέτουν το «προφίλ» του «συντηρητικού επενδυτή», με στόχο την πλήρη διασφάλιση του κεφαλαίου τους και χωρίς διάθεση να αναλάβουν οποιονδήποτε επενδυτικό κίνδυνο, για το λόγο δε αυτό ουδέποτε θα έδιδαν οποιαδήποτε εντολή, η οποία θα έθετε εν κινδύνω τις οικονομίες μιας ζωής και θα εξαρτούσε την πορεία της τοποθετήσεως των κεφαλαίων τους από την κατάσταση της διατραπεζικής αγοράς ομολόγων. Ότι η εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, ενεργούσα μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, απέκρυψε το αληθές «ρίσκο» των εν λόγω προϊόντων, παρουσιάζοντας αυτά ως «100% εγγυημένα» προϊόντα και, εκμεταλλευομένη την εμπιστοσύνη τους προς τα στελέχη της, κατέπεισε αυτούς να προβούν στις συγκεκριμένες επενδυτικές κινήσεις, χωρίς να αξιολογήσει, ως ώφειλε και είχε αντικειμενικώς τη δυνατότητα, το επενδυτικό «προφίλ» τους, αλλά αντιθέτως τους παραπλάνησε, ωθώντας έκαστο αυτών στην κατάθεση του συνόλου σχεδόν των αποταμιεύσεών του σε αβέβαιο τραπεζικό προϊόν, αποκρύπτοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και κατ' ουσίαν εξαπατώντας τον. Ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς υπέστησαν περιουσιακή ζημία ως εξής: α) ο πρώτος αυτών απώλεσε: αα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ποσού 50.000 ευρώ και αβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 13.000 ευρώ. τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012,2013, 2014 και 2015]), β) ο δεύτερος αυτών απώλεσε: βα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν τον 42.793 δολαρίων, ήτοι το ποσόν 37.646,70 ευρώ βάσει της επίσημης ισοτιμίας ΕΥΡΩ/Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν 42.793 Μ.Α.Ε.Κ. σε αντίστοιχες Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας περίπου 400 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και ββ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 9.788.14 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12,2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012,2013, 2014 και 2015]), γ) η τρίτη αυτών απώλεσε: γα) το σύνολο του κεφαλαίου της, ανερχομένου στο ποσόν των 42.000 ευρώ, κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν 42.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 420 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 420 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και γβ) τόκους, ανερχομένους κατ' ελάχιστον στο ποσόν των 10.920 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου της (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, . 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), δ) ο τέταρτος αυτών απώλεσε: δα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν των (15.000 ευρώ + 15.000 ευρώ ως αναλογούντα σε αυτόν μερίδια κατά ποσοστό 50% από κοινούς λογαριασμούς με τη σύζυγό του πέμπτη αυτών, συνολικού ύφους 60.000 ευρώ + 38.877 ευρώ, το οποίο παριστά το εις ΕΥΡΩ του αποκλειστικώς σε αυτόν ανήκοντος ποσού των 38.877 δολαρίων βάσει της επίσημης ισοτιμίας ΕΥΡΩ/Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής=) 68.877 ευρώ. κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν και την πέμπτη αυτών σύζυγό του 140.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 1.509 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 420 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και δβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 17.908 ευρώ. τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), ε) η πέμπτη αυτών απώλεσε: εα) το σύνολο του κεφαλαίου της, ανερχομένου στο ποσόν των (15.000 ευρώ + 15.000 ευρώ ως αναλογούντα σε αυτήν μερίδια κατά ποσοστό 50% από κοινούς λογαριασμούς με τον σύζυγό της τέταρτο αυτών, συνολικού ύψους 60.000 ευρώ + 30.000 ευρώ, το οποίο προέρχεται αποκλειστικώς από δικά της κεφάλαια=) 60.000 ευρώ, κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτήν και τον τέταρτο αυτών σύζυγό της 140.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 1.509 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 420 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και εβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 15.600 ευρώ τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου της (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2013, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), στ) η έκτη αυτών απώλεσε: στα) το σύνολο του κεφαλαίου της, ανερχομένου στο ποσόν των 20.000 ευρώ, κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτήν 20.000 Μ.Α.Κ. σε Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 200 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και στβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 2.600 ευρώ. τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 4 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013 και 31.12.2013] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 2 έτη [2012 και 2013]), ζ) ο έβδομος αυτών απώλεσε: ζα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν των 105.528 ευρώ. κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν 105.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 1.055 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 1.055 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και ζβ) τόκους, ανερχομένους κατ' ελάχιστον στο ποσόν των 27.437.28 ευρώ. τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), η) ο όγδοος αυτών απώλεσε: ηα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν των (25.000 ευρώ κατόπιν μετατροπής 25.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 33.333 μετοχές μηδενικής αξίας της τελευταίας + 24.575 ευρώ κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των λοιπών απομενόντων 24.575 Μ.Α.Ε.Κ. σε 589 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής, αξίας εκάστης 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 589 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά=) 49.575 ευρώ και ηβ) τόκους, ανερχομένους κατ' ελάχιστον στο ποσόν των 12.889.50 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), θ) ο ένατος αυτών απώλεσε: θα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν των 194.386 ευρώ (το οποίο παριστά το εις ΕΥΡΩ ισόποσο βάσει της ισοτιμίας ΕΥΡΩ/Δολαρίου Η.Π.Α. την 8.8.2013 του ημίσεος του ποσού των 500.000 δολαρίων και ήδη του ισοπόσου των 388.772 ευρώ, το οποίο εισφέρθηκε από κοινού και κατ’ ισομοιρίαν με τη δεκάτη αυτών σύζυγό του για την τοποθέτησε σε Μ.Α.Ε.Κ., αφαιρουμένου του ποσού των 68.781 δολαρίων, το οποίο είχε ήδη διατεθεί για την αγορά μετοχών της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κατά το έτος 2012), κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν και την δεκάτη αυτών σύζυγό του Μ.Α.Ε.Κ. σε 4.905 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 4.905 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και θβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 50.540.36 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2013, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]), ι) η δέκατη αυτών απώλεσε: ια) το σύνολο του κεφαλαίου της, ανερχομένου στο ποσόν των 194.386 ευρώ (το οποίο παριστά το εις ΕΥΡΟ ισόποσο βάσει της ισοτιμίας ΕΥΡΟ/Δολαρίου Η.Π.Α. την 8.8.2013 του ημίσεος του ποσού των 500.000 δολαρίων και ήδη του ισοπόσου των 388,772 ευρώ, το οποίο εισφέρθηκε από κοινού και κατ’ ισομοιρίαν με τον ένατο αυτών σύζυγό της για την τοποθέτησε σε Μ.Α.Ε.Κ., αφαιρουμένου του ποσού των 68.781 δολαρίων, το οποίο είχε ήδη διατεθεί για την αγορά μετοχών της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κατά το έτος 2012), κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτήν και τον ένατο αυτών σύζυγό της Μ.Α.Ε.Κ. σε 4.905 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 4.905 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και ιβ) τόκους, ανερχομένους κατ' ελάχιστον στο ποσόν των 50.540.36 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου του (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2013, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.2015] ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012, 2013, 2014 και 2015]) και ια) ο ενδέκατος: αυτών απώλεσε: ιαα) το σύνολο του κεφαλαίου του, ανερχομένου στο ποσόν των 35.000 ευρώ, κατόπιν της μονομερούς υποχρεωτικής μετατροπής των περιελθόντων σε αυτόν 35.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε αντίστοιχες Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ονομαστικής αξίας εκάστης 0,01 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας περίπου 400 ευρώ, πράγματι όμως μηδενικής αξίας αυτών στην αγορά και ιαβ) τόκους, ανερχομένους κατ’ ελάχιστον στο ποσόν των 9.100 ευρώ, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυση του ως άνω κεφαλαίου της (επιτόκιο 3,25% ανά εξάμηνη περίοδο συμπεφωνημένης σταθερής τοκοφορίας X 8 εξάμηνα [30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2013, 31.12.2014, 30.6.2015 και 31.12.20151 ή σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% X 4 έτη [2012,2013, 2014 και 2015]). Ότι, περαιτέρω, από την αυτή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας έχουν υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση: α) ο πρώτος αυτών, το ποσόν των 5.000 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 4.956 ευρώ, β) ο δεύτερος αυτών, το ποσόν των 3.764,67 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 3.720,67 ευρώ, γ) η τρίτη αυτών, το ποσόν των 4.200 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτή επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παρισταμένη ως πολιτικώς ενάγουσα σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 4.156 ευρώ, δ) ο τέταρτος αυτών, το ποσόν των 6.887,70 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 6.843,70 ευρώ, ε) η πέμπτη αυτών, το ποσόν των 6.000 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτή επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παρισταμένη ως πολιτικώς ενάγουσα σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 5.956 ευρώ, στ) η έκτη αυτών, το ποσόν των 2.000 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτή επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παρισταμένη ως πολιτικώς ενάγουσα σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 1.956 ευρώ, ζ) ο έβδομος αυτών, το ποσόν των 10.552,80 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 10.508.80 ευρώ. η) ο όγδοος αυτών, το ποσόν των 4.957,50 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 4.913,50 ευρώ, θ) ο ένατος αυτών, το ποσόν των 19.438,60 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγω ν σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 19.394,60 ευρώ, ι) η δέκατη αυτών, το ποσόν των 19.438,60 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου ίου ποσού των 44 ευρώ, ίο οποίο αυτή επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παρισταμένη ως πολιτικώς ενάγουσα σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 19.394,60 ευρώ και ια) ο ενδέκατος αυτών, το ποσόν των 3.500 ευρώ και εν τέλει, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο αυτός επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά Δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενόγων σε σχετική με την υπό κρίση διαφορά δίκη, το ποσόν των 3.456 ευρώ. Βάσει του ιστορικού αυτού, οι ενάγοντες ζήτησαν: Α. Να ακυρωθούν λόγω απάτης οι αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής συμβάσεις αγοράς επενδυτικών προϊόντων (Μετατρεψίμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου - Μ.Α.Ε.Κ.), Β. Να υποχρεωθεί η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (50.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 13.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 4.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) εξήντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ΕΥΡΩ (67.956 ευρώ). β) στον δεύτερο ενάγοντα. το συνολικό ποσόν των (37.646,70 ευρώ ως αποζημίωσή για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 9.788,14 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 3.720,67 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) πενήντα μίας χιλιάδων εκατόν πενήντα πέντε ΕΥΡΩ και πενήντα ενός (51.155,51 ευρώ). γ) στην τρίτη ενάγουσα, το συνολικό ποσόν των (42.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς της + 10.920 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 4.156 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) πενήντα επτά χιλιάδων εβδομήντα έξι ΕΥΡΩ (57.076 ευρώ), δ) στον τέταρτο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (68.877 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 17.908 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 6.843,70 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) ενενήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων είκοσι οκτώ ΕΥΡΩ και εβδομήντα λεπτών 193.628,70 ευρώ), ε) στην πέμπτη ενάγουσα, το συνολικό ποσόν των (60.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς της + 15.600 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 5.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) ογδόντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ΕΥΡΩ (81.556 ευρώ), στ) στην έκτη ενάγουσα, το συνολικό ποσόν των (20.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς της + 2.600 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 1.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ΕΥΡΩ (24.556 ευρώ], 5) στον έβδομο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (105.528 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 27.437,28 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 10.508,80 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) εκατόν σαράντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ΕΥΡΩ και οκτώ λεπτών (143.474.08 ευρώ), η) στον όγδοο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (49.575 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 12.889,50 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 4.913,50 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) εξήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα οκτώ EYPΩ (67.378 ευρώ), θ) στον ένατο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (194.386 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 50.540,36 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 19.394,60 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) διακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι EYPΩ και ενενήντα έξι λεπτών (264.320.96 ευρώ), ι) στην δέκατη ενάγουσα, το συνολικό ποσόν των (194.386 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς της + 50.540,36 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 19.394,60 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) διακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι EYPΩ και ενενήντα έξι λεπτών (264.320.96 ευρώ) και ια) στον ενδέκατο ενάγοντα, το συνολικό ποσόν των (35.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του κεφαλαίου της επενδύσεώς του + 9.100 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια τόκων + 3.456 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης=) σαράντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ΕΥΡΩ (47.556 ευρώ), τα ποσά αυτά εντόκως νομίμως από την επομένη της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, Γ. να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και Δ. να καταδικασθεί η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη υπ’ αριθ, 2166/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία αυτή απορρίφθηκε: Α. κατά το αίτημα αυτής περί ακυρώσεως των συμβάσεων αγοράς Μ.Α.Ε.Κ: α) ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος αναφορικώς με την έκτη ενάγουσα (μη κάτοχο Μ.Α.Ε.Κ.) και β) ως μη νόμιμη λόγω παρελεύσεως της αυτεπαγγέλτως λαμβανομένης υπόψη διετούς αποσβεστικής προθεσμίας της αγωγής ακυρώσεως λόγω πλάνης συνεπεία απάτης (άρθρο 157 ΑΚ) ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, Β. ως μη νόμιμη ως προς όλους τους ενάγοντες κατά την επιχειρουμένη θεμελίωση αυτής στην ευθύνη εκ των διαπραγματεύσεων (άρθρα 197 - 198 ΑΚ), λόγω επιγενομένης καταρτίσεως εγκύρων συμβάσεων αγοράς Μ.Α.Ε.Κ., Γ. ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τον όγδοο ενάγοντα κατά το επιμέρους αίτημα περί αποκαταστάσεως περιουσιακής ζημίας ποσού είκοσι πέντε χιλιάδων ΕΥΡΟ (25.000 ευρώ) από τη μετατροπή Μ.Α.Ε.Κ. σε τριάντα τρεις χιλιάδες τριακόσιες τριάντα τρεις (33.333) μετοχές της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτει η παραβίαση εκ μέρους της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας των υποχρεώσεων επαρκούς ενημερώσεως και διαφωτίσεως, στην οποία αυτός θεμελιώνει την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας, κατά τη μετατροπή των συγκεκριμένων Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, Δ. ως μη νόμιμη ως προς όλους του ενάγοντες κατά το αίτημα περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω μη καταβολής τόκων των Μ.Α.Ε.Κ., επί τω λόγω ότι το προκείμενο αίτημα προϋποθέτει ότι αυτοί επέλεξαν να αποδεχθούν ως έγκυρη την, κατ’ αρχήν, ακυρώσιμη λόγω απάτης δικαιοπραξία (πώληση σε αυτούς των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων) και να ζητήσουν το θετικό διαφέρον (διαφέρον εκπληρώσεως), το οποίο περιλαμβάνει και τους παραγομένους κατά τους όρους των επιμέρους συμβάσεων αγοράς του προϊόντος τόκους των Μ.Α.Ε.Κ., πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση ζητήθηκε ρητώς η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, οπότε η ζητουμένη αποζημίωση συνίσταται αναγκαίος στο αρνητικό διαφέρον (διαφέρον εμπιστοσύνης), το οποίο καλύπτει κάθε ζημία, την οποία θα είχαν αποφύγει, εάν δεν είχαν πεισθεί σε κατάρτιση της συμβάσεως και Ε. ως αβάσιμη κατ' ουσίαν κατά τα λοιπά, κριθέντα ως ορισμένα και νόμιμα, αιτήματα αυτής, καταδικάσθηκαν δε οι ενάγοντες σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ποσού ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ΕΥΡΩ (11.630 ευρώ). Ήδη με τις υπό κρίση υπό στοιχεία I και II εφέσεις οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις παραπονούνται κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρίαν η κατά της εναγομένης και ήδη εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από 20.4.2016 με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016 αγωγή, ως και να καταδικασθεί αυτή σε καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Γ.Ι. Ο Ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (καταργηθείς πλέον με τον ομότιτλο Ν. 4514/2018 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), ο οποίος είχε εισαγάγει και ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου» της 21.4.2004 (L 145/30.4.2004), γνωστή και ως «MiPID», και εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1. Οι διατάξεις τον Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις: (α) το άρθρο 2, (β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7, 12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, (δ) οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58, (ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και (στ) το άρθρο 71» (άρθρο 3 παρ. 1 και 2), 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής : (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ' αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους·, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα. (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής: (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε' έως ζ' και ι’ του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών » (άρθρο 4 παρ. 1 και 2) και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή> ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (6) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία τον πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στου επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσου η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ' τον Πρώτον Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής: i. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, ii. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, iv. πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, v. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 4 τον ν. 3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ τον άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί, vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ, κ.τ.λ.), viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ, τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.), ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής, x. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται, xi. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, xii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, xiii. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» (άρθρο 25).
Κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: 1) «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως: ... 9. *Επενδυτική συμβουλή»: μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα τον ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποίου δήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. “Δίαυλος επικοινωνίας*: το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» (άρθρο 2 παρ. 9 και 10), 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΥ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει: (α η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας: (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο τον κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο τον, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις: (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ» (άρθρο 4), 3) «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης τον πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης, (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις τον ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης» (άρθρο 8), 4| .1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων τον, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του» (άρθρο 12), 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που Θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, του όγκο και τη συχνότητα ταυ συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα τού πελάτη. 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλόλητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής» (άρθρο 14). Τέλος, στην υπ’ αριθ. 2501/31.12.2002 Πράξη Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσόμενων με χα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Φ.Ε.Κ. Α' 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. - Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. - Να ανταποκρίνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσόμενων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεών τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. - Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, π; οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: ... Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων ... ». Εκ τον ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, όπερ σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμελείας κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαφωτίσεως, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ 2008 856). Βάσει, λοιπόν, των προαναφερομένων διατάξεων δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικών, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων (ΕφΑθ 885/2017 ΔΕΕ 2017 1478, ΕφΑθ 770/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τούτο δε ισχύει ιδίως για τα λεγόμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μια ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται δε στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξεως. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του επί σκοπώ εισπράξεως της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειάς τους ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης» αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί», καθ’ όσον παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς όμως να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες (είτε πιστωτικά ιδρύματα είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμη και τον εμπειρότερο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ’ εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρεώσεως του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και συνακολούθως αδιαμφισβήτητης αξιώσεως του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του, δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι .αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρώτιστος μια τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και παραλλήλως διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημιώσεως των επενδυτών - πελατών της (ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 3255/2020, ΕφΑθ 5431/2019, ΕφΑθ 2201/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 4250/2019 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 4507/2018, ΕφΑθ 4509/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, ΕφΑθ 2365/2018, ΕφΑθ 2366/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ «Όποιος παρασύρθηκε μέ απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 149 του ίδιου Κώδικα «Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να ανορθωθεί η ζημία». Εν προκειμένω η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως λόγος, ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεώς του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά εις βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Ως απάτη κατά την έννοια της πρώτης των ως άνω διατάξεων νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βουλήσεως, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφωτίσεώς του βάσει της αρχής της καλής πίστεως ή της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσεως μεταξύ αυτού και εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση. Εν πάση περιπτώσει, δεν ενδιαφέρει το είδος της δημιουργηθείσας από την απάτη πλάνης, δηλαδή εάν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, ως και εάν αναφέρεται αποκλειστικώς στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο δηλώσεως της βουλήσεως (ΑΠ 316/2018, ΑΠ 209/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Ως λόγος, ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βουλήσεως, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθ’ όσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας (ΑΠ 384/2004 ΝοΒ 53 492). Η απάτη ίων άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δηλώσεως βουλήσεως και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του απατωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημιώσεως έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου (ΑΠ 683/1995 ΕΕΝ 1996 560 ). Στοιχεία της απάτης εν προκειμένω είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανωμένου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να χωρούν εκ προθέσεως και 6) η πρόκληση «ελαττωματικής» βουλήσεως, συνεπεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής. Εάν ο απατηθείς επιλέξει να μην ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεως βουλήσεως αυτού λόγω απάτης, αλλά να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ως έγκυρη και ισχυρή και να ζητήσει αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), η αποζημίωση περιλαμβάνει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του, όπως γενικώς προβλέπεται από τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 247/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 745/2017 Αρμ. 2018 341). Στην περίπτωση αυτή (ήτοι της επιλογής του απατηθέντος να εμμείνει στη δικαιοπραξία κατά το εδ. β' του προκειμένου άρθρου), αποκαθίσταιαι το θετικό διαφέρον, δηλαδή κάθε κέρδος, το οποίο ο απατηθείς θα αποκόμιζε από την έγκυρη δικαιοπραξία, ενώ, αντιθέτως, εάν επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον, ήτοι ό,τι θα είχε αυτός αποκομίσει, εάν δεν επιδείκνυε εμπιστοσύνη ότι έχει καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση, ως και η περαιτέρω ζημία, την οποία αυτός υπέστη, επειδή επιχείρησε ακυρωθείσα δικαιοπραξία (ΑΠ 3/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1040/2018 ΧρΙδΔ 2019 511). Η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημιώσεως δύναται να συντρέχει και ως προσυμβατικό πταίσμα, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως (ΕφΠατρ 292/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του...». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 6675/2014 ΕλλΔνη 57 802). Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση επ’ αυτού ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως· συνειδήσεως ή σε άλογες ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγουμένη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Παράνομη είναι, κατ’ αρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και προσβάλλει τα προστατευόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο συντελέσεώς της νομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της εννόμου τάξεως και ειδικώς παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1154/2019, 93/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημιώσεως) σε περίπτωση, κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παραβάσεως κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθ’ όσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κλπ.) και, εφ’ όσον βάσει της νομοθεσίας αυτής ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση. Περαιτέρω, υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στην συμπεριφορά να την καθιστά εν ταυτώ παράνομη ή και αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ιδία και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή γενικότερα της αμελείας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμελείας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνά να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου είτε της αμελείας, με πράξη ή παράλειψη, εάν 6ε η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου του παθόντος, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος αυτού ευρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, κατά την οποία το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να επιδικάσει αυτή μειωμένη. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνο η περιουσιακή ζημία, αλλά και η ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση αποζημιώσεως αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού (ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004 927, ΑΠ 1253/2012 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ειδικώς για την ηθική βλάβη: ΑΠ 624/2010 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010 363, ΑΠ 648/2002 ΕλλΔνη 43 1616, ΕφΠειρ 485/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Γ. Γεωργιάδης, εις Σ.Ε.Α.Κ. Απ. Γεωργιάδη, Τ. I, 2010, υπό το άρθρο 932, αριθ. 18 επ.), ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Ειδικώς καθ' όσον αφορά στην περιουσιακή ζημία, η εξεύρεση αυτής χωρεί, κατά την κρατούσα «θεωρία της διαφοράς» επί τη βάσει της συγκρίσεως της περιουσιακής καταστάσεως του παθόντος μετά το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της πραγματικής περιουσιακής του καταστάσεως) και εκείνης, η οποία θα υπήρχε, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της υποθετικής περιουσιακής του καταστάσεως). Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών αποτελεί τη «ζημία» (ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986 275, ΕφΠειρ 145/2002 ΕλλΔνη 45). Κρίσιμη είναι η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος, δηλαδή η επίπτωση του ζημιογόνου γεγονότος σε όλα τα αγαθά του, και όχι μόνο η βλάβη του αμέσως θιγέντος αγαθού. Στην πράξη, βεβαίως, για τον κατ’ αρχήν προσδιορισμό της ζημίας εκτιμάται το τελευταίο αυτό μέγεθος (η «επιμέρους» ζημία), εάν όμως υπάρχουν επιπτώσεις της προσβολής του συγκεκριμένου αγαθού και σε άλλους τομείς, λαμβάνονται υπόψη και αυτές. Ωστόσο, περιορισμοί προκύπτουν ιδίως από την προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου, αλλά και από τα υπόλοιπα κρίσιμα για την κατάγνωση ευθύνη στοιχεία, ώστε τελικώς να αποφεύγεται η συνεκτίμηση οποιοσδήποτε (δηλαδή και τυχαίος συνδεομένης με το ζημιογόνο γεγονός) περιουσιακής μεταβολής. Εν πόση περιπτώσει, αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία, ήτοι εκείνη, η οποία επήλθε εις εκάστη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν ιδιαιτεροτήτων της (συγκεκριμένος υπολογισμός της ζημίας) και όχι η ζημία, η οποία επέρχεται στη μέση (συνήθη) περίπτωση κατά την κοινή πορεία των πραγμάτων (αφηρημένος υπολογισμός της ζημίας), διότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι, κατ’ αρχήν, η αποκατάσταση ολόκληρης της πραγματικής ζημίας, την οποία υπέστη ο συγκεκριμένος ζημιωθείς και όχι ο υποθετικός μέσος κοινωνός. Ως χρόνος υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45 451, ΑΠ 1401/2005 ΕλλΔνη 47 132, ΕφΠειρ 383/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα. (ΑΠ 1610/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία τον πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη. Δηλαδή, πρόσφορη θεωρείται η αιτία, η οποία δεν προκάλεσε απλώς κατά λογική αιτιότητα τη ζημία (υπό την έννοια της condicio sine qua non), αλλά είχε γενικώς την τάση και την ικανότητα να οδηγήσει σε αυτήν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εντεύθεν δε ζημία προκληθείσα από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό ή μη οφειλόμενο στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και όχι στη «γενική τάση» του όρου, δεν /θεωρείται συνδεομένη κατά τρόπο πρόσφορο με αυτόν. Δηλαδή, κατά την κρατούσα στο ουσιαστικό αστικό δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας κρίσιμη για την κατάφαση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η «προβλεψιμότητα» του αποτελέσματος από τον τρίτο παρατηρητή μέσο λογικό άνθρωπο (ΟλΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53 61, ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ 156/2021, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 220/2021, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑθ 755/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μ. Σταθόπουλος, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό τα άρθρα 297 - 398, αριθ. 50 επ.). Διάταξη ειδική και συμπληρωματικού χαρακτήρα σχετικώς με την ως άνω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ είναι εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικειμένη στα χρηστά ήθη, τοιαύτη δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, συμφώνως προς τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, επί των οποίων στηρίζεται το θετικό δίκαιο, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και υπό τη μορφή του ενδεχομένου δόλου, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας και παρά ταύτα δεν θέλησε να αποστεί αυτής, γ) πρόκληση ζημίας σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 1354/2015 όπ. π.). Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά, άνευ άλλου τινός, και αδικοπραξία, υπό την προπαρατεθείσα έννοια. Είναι όμως δυνατόν η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, εφ’ όσον αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαίτια κάποιον άλλον. Δηλαδή, εάν το πταίσμα, το οποίο επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την αθέτηση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, 6εν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΑΠ 449/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41 755). Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες δύνανται μεν να ασκηθούν παραλλήλως, όχι όμως και να ικανοποιηθούν σωρευτικώς, διότι η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη άνευ αντικειμένου (ΟλΑΠ 767/1973 ΝοΒ 22 705, ΑΠ 917/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1596/2014 ΧρΙδΔ 2015 185, ΑΠ 1527/2013 ΧρΙδΔ 2014 281, ΑΠ 1667/2009 ΕλλΔνη 51 462, ΕφΑθ 4356/2019, ΕφΑθ 2201/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 4489/2011 ΕπισκΕμπΔ 2016 216), εκτός εάν ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε η συρρέουσα από αδικοπραξία αξίωση σώζεται κατά το αίτημα αυτό (ΑΠ 560/2010 όπ. π., ΑΠ 1664/2005 ΔΕΕ 2006 188, ΕφΑθ 1137/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008 904). Ενόψει των ανωτέρω, το πραγματικό του «λευκού» κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ πληρούται, όταν παραβιάζονται, ιδίως αναφορικώς με τα αναφερόμενα ανωτέρω υπό στοιχείο 1 της μείζονος σκέψεως «ατελεύτητα ομόλογα» (perpetual bonds), οι διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» και των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», οι οποίες τείνουν και στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος των επενδυτών, γεννάται 6ε υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος και ή/και της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών προς αποζημίωση του επενδυτή κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εάν η προκληθείσα στον τελευταίο ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα οργάνων ή προστηθέντων αυτών και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας του επενδυτή (ΑΠ 1738/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013 638, ΕφΑΘ 885/2017 όπ. π., ΕφΑΘ 2201/2019, ΕφΑΘ 3253/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 4841/2014 ΧΡΗΔΙΚ 2015 136, ΕφΑΘ 770/2014 όπ. π., Σπ. Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds# από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010 867 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ «Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιου άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του». «Πρόστηση» είναι η τοποθέτηση ή ο διορισμός ή η χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του προστήσαντος. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει, όταν ο, προστήσας διατηρεί το δικαίωμα παροχής οδηγιών και εντολών στον προστηθέντα σχετικώς με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του. Δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξαρτήσεως, η οποία όμως επιτρέπει μια γενική εποπτεία. Η σχέση προστήσεως δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους, ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσεως μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά είναι δυνατόν να στηρίζεται σε οποιαδήποτε βιοτική σχέση μεταξύ των μερών, νόμιμη ή παράνομη, είναι δε αδιάφορο εάν οφείλεται ή όχι αμοιβή, ομοίως δε αδιάφορος είναι και ο τρόπος προσλήψεως του προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του (ΑΠ 698/2012 ΕΕμπΔ 2013 354), β) παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του προστηθέντος, δηλαδή αδικοπραξία αυτού κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και γ) πράξη η παράλειψη του προστηθέντος τελεσθείσα κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας, ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη τελέσθηκε εντός των ορίων των ανατεθειμένων στον προστηθέντα καθηκόντων ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, οι οποίες έχουν δοθεί σε αυτόν, ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφ' όσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας (πράξεως ή παραλείψεως) του προστηθέντος και της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας και ο ζημιωθείς τρίτος δεν γνώριζε την κατάχρηση ούτε όφειλε να την γνωρίζει (ΑΠ 631/2015 Τ.Ν.Π, «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 45 1602, ΑΠ 651/2001 ΕλλΔνη 42 1540). Η διάταξη ιδρύει γνήσια αντικειμενική και εις ολόκληρον ευθύνη του προστήσαντος για ζημίες προκληθείσες παρανόμως και υπαιτίως από τον προστηθέντα και ως εκ τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα απαλλαγής του προστήσαντος από την ευθύνη, ακόμη και εάν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) περί την επιλογή του προστηθένιος ή ως προς τις παρασχεθείσες σε αυτόν οδηγίες ή ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσεως του προστήσαντος (ΑΠ 243/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ*). Δικαιολογητικό λόγο της καθιερώσεως γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης του προστήσαντος αποτελεί το γεγονός ότι αυτός ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους προκύπτοντες από τη δραστηριότητα του προστηθέντος κινδύνους. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, πέραν των αναφερομένων στα άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ αναγκαίων για κάθε δικόγραφο στοιχείων, πρέπει επιπλέον να διαλαμβάνει: α) σαφή έκθεση των θεμελιούντων κατά νόμον αυτή στοιχείων, τα οποία δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σαφής έκθεση των απαραιτήτων κατά νόμο γεγονότων θεωρείται ότι υπάρχει, και όταν ιστορικώς αναφέρεται στην αγωγή η χαρακτηριστικός περιγραφομένη με αυτά έννοια, η οποία αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τής είναι αναμφιβόλως γνωστό, αφού τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας έννοιας υπονοούνται με τη χρησιμοποίηση της λέξεως, με την οποία αυτή δηλώνεται. Κατά συνέπεια, εφ’ όσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικώς η αναμφιβόλως γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της έννοιας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 1440/2014 ΔΕΕ 2015 162, ΑΠ 1198/2009 ΔΕΕ 2009 1361, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 1507/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2876/2012 ΔΕΕ 2012 797).
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 και 298 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι η αποκατάσταση της πλήρους, αλλά και μόνον, ζημίας και όχι ο πλουτισμός του ζημιωθέντος. Επομένως, εάν το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε μεν στον ζημιωθέντα ζημία, αλλά απέφερε στον τελευταίο ορισμένες ωφέλειες (κέρδος), αποκαταστατέα τυγχάνει η πραγματική ζημία, δηλαδή η διαφορά, η οποία προκύπτει από την αφαίρεση του κέρδους από την προκληθείσα ζημία. Ο λεγόμενος «συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους» (compensatio lucri cum damno) δεν συνιστά εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες του δικαίου της αποζημιώσεως, αλλά εφαρμογή τους κατά τρόπο, ο οποίος προκύπτει από την ιδία την έννοια της ζημίας, για τον υπολογισμό της οποίας εκτιμάται η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος και οι επιπτώσεις του ζημιογόνου γεγονότος, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές. Συνεπώς, για τον υπολογισμό της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση της ζημίας πρέπει να συνυπολογισθεί και το τυχόν κέρδος. Η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους αποτελεί ανατρεπτική της αγωγής ένσταση του εναγομένου, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής εν σχέσει προς το μέρος του αξιουμένου ποσού αποζημιώσεως, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος, το οποίο αποκομίζει ο ενάγων από το επιζήμιο γεγονός (ΟλΑΠ 54 και 55/1990 ΝοΒ 41 380). Δυσχέρεια εμφανίζει το ζήτημα του προσδιορισμού (ή της οριοθετήσεως) των συνυπολογιστέων ωφελειών, διότι ο συνυπολογισμός όλων ανεξαιρέτως των κερδών, ακόμη και των πλέον απομακρυσμένων και μόνον εμμέσως συνδεομένων με το ζημιογόνο γεγονός, θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα. Κατά μία άποψη (θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας) συνυπολογίζονται μόνο τα κέρδη, τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και όχι τα οφειλόμενα σε τυχαία ή έκτακτα περιστατικά, ενώ κατ’ άλλη άποψη (θεωρία του σκοπού της κερδοφόρου παροχής) απαιτείται προσφυγή στον σκοπό της πράξεως, της συμβάσεως ή της διατάξεως του νόμου, βάσει της οποίας ο ζημιωθείς αποκόμισε το όφελος (κέρδος) και, εάν ο σκοπός αυτός συμπίπτει με το σκοπό το δικαίου της αποζημιώσεως, το κέρδος πρέπει να συνυπολογίζεται προς αποφυγή πλουτισμού του ζημιωθέντος. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και κέρδους (όπως δέχονται οι ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1857/2005, ΑΠ 1213/2001 ΕλλΔνη 43 96, ΕφΑθ 4881/2014 όπ. π.), αλλά και μη αντίθεση του συνυπολογισμού του κέρδους, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη ( ΑΠ 1350/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 762/2007 ΝοΒ 55 1561).
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' εδ. α’ Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3587/2007 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2251/1994 "Προστασία των καταναλωτών”, όπως ισχύει - Ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 149)» και πριν από την εκ νέου αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 3 και 4 Ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις», ως «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας τον». Με την ως άνω διάταξη, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται υπό την ως άνω διατύπωσή της επί εννόμων σχέσεων, τα παραγωγικά γεγονότα των οποίων ανάγονται σε χρόνο μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3587/2007 και πριν την εφαρμογή του Ν. 4512/2018 (άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ - ΑΠ 181/2000 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΙωαν 25/2010 Αρμ. 1099), διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων, στα οποία αναγνωρίζεται η ιδιότητα του «καταναλωτή» και παρέχεται η προβλεπόμενη από το Ν. 2251/1994 προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών, στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε και στα οποία παρείχε προστασία και ο προΐσχύσας Ν. 1961/1991. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β' της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων, τα οποία αποκτούν το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών τους αναγκών, εφ’ όσον είναι οι τελικοί αποδέκτες αυτών (ΑΠ 733/2011 ΕλλΔνη 53 741). Τέτοιος τελικός αποδέκτης (και όχι ενδιάμεσος) είναι εκείνος, ο οποίος αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα συμφώνως προς τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός, ο οποίος χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η κατά το Ν. 2251/1994 ρύθμιση ως προς την έννοια του καταναλωτή αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής τον προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προΐσχύσαντος Ν. 1961/1991, οι οποίοι περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή στον αποκτώντα προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω Οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, το οποίο ορίζει ότι ·Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντος δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση ταυτόσημης κατά περιεχόμενο προστασίας κατά των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ. και υπέρ προσώπων, τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 2β της ως άνω Οδηγίας. Επομένως, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτη ς επέλεξε ένα στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην προαναφερόμενη, ελάχιστης εναρμονίσεως,, Οδηγία, δεν εκτοπίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εθνικής ρυθμίσεως, διότι πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη Οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν ειδικώς στις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενεστέρου οικονομικώς μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων (αλλά και η κατάρτιση συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλίσκονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβιβάσεώς τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, είτε αυτοί χρησιμοποιούν τις τραπεζικές υπηρεσίες για την κάλυψη ατομικών (μη επαγγελματικών - επιχειρηματικών) αναγκών τους (λ.χ. καταναλωτικά δάνεια, αποταμίευση, επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα) είτε αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επαγγελματικών - επιχειρηματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και δεν τίθεται ζήτημα περαιτέρω μεταβιβάσεώς τους προς τρίτους. Δηλαδή, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 τόσο οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι οποίες εκ της φύσεως τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών (αποταμιευτικών, επενδυτικών κλπ.), όσο και οι απευθυνόμενες σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ενστάσεως από την τράπεζα, εάν η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης ή, εν γένει, ο αντισυμβαλλόμενός της αποταμιευτής, επενδυτής κλπ. δεν εμφανίζει έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να δύναται να διαπραγματευθεί ισοτίμως τους όρους της μεταξύ τους συμβάσεως (16. σχετ. ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙδΔ 2015 675, ΑΠ 1463/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 366/2017 ΔΕΕ 2017 538). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 10 Ν. 3587/2007, «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, 6) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά τον παρέχοντος αυτήν. S. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα. 6. Οι διατάξεις για τη συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγράφων 10, 11 και 12 τον άρθρου 6 εφαρμόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες». Η προαναφερομένη διάταξη δεν προβλέπει περίπτωση «ειδικώς ρυθμισμένης» αδικοπραξίας (με απλή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως), αλλά ιδρύει (και μετά την τροποποίησή της από το Ν. 3587/2007), κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτοτελή και ανεξάρτητο της συμβάσεως ή της αδικοπραξίας νόμιμο λόγο ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες προς αποζημίωση του λήπτη των υπηρεσιών, ήτοι την «παροχή υπηρεσιών» (ανεξαρτήτως, δηλαδή, της εντάξεως των υπηρεσιών αυτών στο πλαίσιο συμβάσεως ή μη), και προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής της, διαφοροποιούμενες σε ουσιώδη σημεία των (κατά τα λοιπά ομοίων) προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ήτοι: α) παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στα πλαίσια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή αυτών, η οποία τεκμαίρεται, και ο παρέχων φέρει το βάρος αποδείξεως της ελλείψεώς της (νόθος αντικειμενική ευθύνη), γ) παράνομη συμπεριφορά, δ) ζημία κατά το γενικό δίκαιο της αποζημιώσεως (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και ε) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της υπάρξεως υπαιτιότητας αναφέρονται στον νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες δεν συναρτάται προς το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρεώσεώς του προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά προς την έλλειψη ασφαλείας των υπηρεσιών, τις οποίες θεμιτώς δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και προς την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ήτοι προς την παραβίαση τής υποχρεώσεως λήψεως μέτρων προνοίας και ασφαλείας, τα οποία ώφειλε κατά τον νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ηδύνατο να λάβει εντός της σφαίρας επιρροής του, υπό ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, κατά τρόπον ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα ίου τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστεως και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, η οποία εν τέλει αποτελεί το προστατεύσιμο δικαίωμα. Εφ’ όσον συντρέχουν οι παραπάνω όροι, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες να αξιώσει την αποκατάστασή της (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 427/2015 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001, ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001 1117, ΕφΑθ 2556/2010 ΕλλΔνη 52 251). Οι διατάξεις του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν - ως ειδικές - πάσης άλλης διατάξεως αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες (ΕφΑθ 3270/20X2 ΕΕμπΔ 2013 575, Εφθεσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004 980). Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιριών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διατάξεως, εφ’ όσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη* της σχετικής τραπεζικής επενδυτικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή (ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολαβήσεως πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ' αρχήν να θεωρείται υφισταμένη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού - επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικώς με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει δε ακόμη να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή είναι ότι: α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφορήσεως για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψεως σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή - επενδυτική πρακτική των εγχωρίων και διεθνών αγορών, οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητά τους και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο (ΕφΑθ 566/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010 136). Τα ανωτέρω, αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να ισχύουν, εάν ο επενδυτής, χωρίς να ζητήσει ή δεχθεί οιαδήποτε πρόταση ή υπόδειξη ή συμβουλή ή χρηστική πληροφορία (πέραν των κοινώς γνωστών «τεχνικών» στοιχείων, όπως η φύση του επενδυτικού προϊόντος, η διάρκεια της επενδύσεως, η απόδοση αυτής κλπ.), ως προς συγκεκριμένη επένδυση από το παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες πιστωτικό ίδρυμα ή την Ε.Π.Ε.Υ., δίδει προς τους τελευταίους απλή εντολή προς εκτέλεση επενδυτικής πράξεως, την οποία έχει προαποφασίσει χωρίς οποιαδήποτε συνδρομή ή πρόταση ή εν γένει πρωτοβουλία τους, διότι στην περίπτωση αυτή προδήλως δεν τίθεται ζήτημα παροχής οιασδήποτε συμβουλής επενδυτικής φύσεως.
VI. Ο Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Φ.Ε.Κ. Α' 50/10.4.1997), όπως τροποποιηθείς ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 84 Ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) του 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 137/29.8.2019), ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: ά) «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» (άρθρο 1 υπό τον τίτλο «Αντικείμενο»), β) «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) «Ευαίσθητα δεδομένα*, τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα που αναφέρονται στο εδάφιο β' της παρ. 2 του άρθρου 3 με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη, να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει. Η δημοσιοποίηση αυτή ακοσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για του κολασμό των παραπάνω αδικημάτων. Κατά της εισαγγελικής διάταξης επιτρέπεται προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο ή κατάδικο ενώπιον του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ή του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο, ο οποίος αποφαίνεται εντός 2 ημερών. Μέχρι να αποφανθεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας απαγορεύεται η εκτέλεση της διάταξης και η δημοσιοποίηση δεδομένων. Κατ’ εξαίρεση στα κακουργήματα των άρθρων 187, 187 Α και του 19ου Κεφαλαίου του Π.Κ. «εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής» η εισαγγελική διάταξη εκτελείται αμέσως, επικυρώνεται δε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών εντός είκοσι τεσσάρων ωρών, εφόσον αυτή έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της προθεσμίας των είκοσι τεσσάρων ωρών. Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται αναλόγως και στις περιπτώσεις εγκλημάτων, των οποίων ο δράστης κρίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και διαφεύγει τη σύλληψη ή είναι αγνώστου διαμονής, γ) «Υποκείμενο των δεδομένων*, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (‘επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η. διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. στ) “Διασύνδεση", μορφή επεξεργασίας που συνίσταται στη δυνατότητα συσχέτισης των δεδομένων ενός αρχείου με δεδομένα αρχείου ή αρχείων που τηρούνται από άλλον ή άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας ή που τηρούνται από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας για άλλο σκοπό, ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) «Εκτελών την επεξεργασία», οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «Τρίτος», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επι γνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) «Αρχή», η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου» (άρθρο 2 από τον τίτλο «Ορισμοί»), γ) «1. Οι διατάξεις τον παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο» (άρθρο 3 παρ. 1 οπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής»), δ) «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) Να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας τον υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την κρίση της Αρχής, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της επεξεργασίας τους. Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, η Αρχή μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, να επιτρέπει τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για ιστορικούς, επιστημονικούς ή στατιστικούς σκοπούς, εφόσον κρίνει ότι δεν θίγονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τα δικαιώματα των υποκειμένων τους ή και τρίτων 2. Η τήρηση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή υφίστανται επεξεργασία κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου, καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η Αρχή, εάν εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως ή μετά από σχετική καταγγελία παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλει τη διακοπή της συλλογής ή της επεξεργασίας και την καταστροφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη συλλεγεί ή τύχει επεξεργασίας» (άρθρο 4 υπό τον τίτλο «Χαρακτηριστικά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»), ε) «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο, β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιον συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. 3. Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ειδικούς κανόνες επεξεργασίας για τις πλέον συνήθεις κατηγορίες επεξεργασιών και αρχείων, οι οποίες προφανώς δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Οι κατηγορίες αυτές προσδιορίζονται με κανονισμούς που καταρτίζει η Αρχή και κυρώνονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης» (άρθρο 5 υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις επεξεργασίας») και στ) «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση, β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου ή προβλεπομένου από το νόμο συμφέροντος τρίτου, εάν το υποκείμενο τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή τον. γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου, δ) Η επεξεργασία αφορά θέματα υγείας και εκτελείται από πρόσωπο που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την παροχή υπηρεσιών υγείας και υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας ή σε συναφείς κώδικες δεοντολογίας, υπό του όρο ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την ιατρική πρόληψη, διάγνωση, περίθαλψη ή τη διαχείριση υπηρεσιών υγείας, ε) Η επεξεργασία εκτελείται από Δημόσια Αρχή και είναι αναγκαία είτε αα) για λόγους εθνικής ασφάλειας είτε ββ) για την εξυπηρέτηση των αναγκών εγκληματολογικής ή σωφρονιστικής πολιτικής και αφορά τη διακρίβωση εγκλημάτων, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας είτε γγ) για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, είτε 66) για την άσκηση δημόσιου φορολογικού ελέγχου ή δημόσιου ελέγχου κοινωνικών παροχών, στ) Η επεξεργασία πραγματοποιείται για ερευνητικούς και επιστημονικούς αποκλειστικά σκοπούς και υπό τον όρο ότι τηρείται η ανωνυμία και λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται. ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως Αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί Θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. 3. Η Αρχή χορηγεί άδεια συλλογής και επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας σχετικού αρχείου, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας. Εφόσον η Αρχή διαπιστώσει ότι πραγματοποιείται επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, η γνωστοποίηση αρχείου, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος νόμου, επέχει θέση αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας. Η Αρχή μπορεί να επιβάλλει όρους και προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότερη προστασία του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων ή τρίτων. 4. Η άδεια εκδίδεται για ορισμένο χρόνο, ανάλογα με το σκοπό της επεξεργασίας. Μπορεί να ανανεωθεί ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας. 5. Η άδεια περιέχει απαραιτήτως: α) Το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο, καθώς και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. β) Τη διεύθυνση όπου είναι εγκατεστημένο το αρχείο. γ) Το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επιτρέπεται να περιληφθούν στο αρχείο, δ) Το χρονικό διάστημα για το οποίο χορηγείται η άδεια, ε) Τους τυχόν όρους και προϋποθέσεις που έχει επιβάλει η Αρχή για την ίδρυση και λειτουργία του αρχείου, στ) Την υποχρέωση γνωστοποίησής του ή των αποδεκτών ευθύς ως εξατομικευθούν. 6. Αντίγραφο της άδειας καταχωρίζεται στο Μητρώο Αδειών που διατηρεί η Αρχή. 7. Κάθε μεταβολή των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή. Κάθε άλλη μεταβολή, πλην της διεύθυνσης του υπευθύνου ή του εκπροσώπου του, συνεπάγεται την έκδοση νέας άδειας, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις» (άρθρο 7 υπό τον τίτλο «Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων»). Η προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατοχυρώνεται πλέον και σε συνταγματικό επίπεδο από την εισαχθείσα με το Ψήφισμα της 6.4.2001 διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος, κατά την οποία «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι τα στοιχεία της οικονομικής - και δη της επενδυτικής - δραστηριότητας ενός προσώπου, τα οποία ευρίσκονται - κατ' αρχήν νομίμως - στην κατοχή πιστωτικού ιδρύματος ή ανωνύμου εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμβατικής σχέσεως, συνιστούν «απλά» και όχι «ευαίσθητα» δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθ’ όσον δεν εντάσσονται σε οποιαδήποτε από τις περιοριστικώς αναφερόμενες κατηγορίες δεδομένων των άρθρων 2 περ. β* και 7 Ν. 2472/1997 (δεδομένα αφορώντα στη φυλετική ή εθνική προέλευση, σ*α πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή Φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, σε ποινικές διώξεις ή καταδίκες και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων), το δε πιστωτικό ίδρυμα ή η εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών επέχουν θέση «υπευθύνου επεξεργασίας» των εν λόγω «απλών» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ίδ. σχετ. ΟλΑΠ 3/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, για το επιτρεπτό της κατ’ εξαίρεση επεξεργασίας των οικονομικών στοιχείων των επενδυτικών συναλλαγών, τα οποία συνιστούν «απλά» δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά τα προεκτιθέμενα, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου αυτών επενδυτή δια της καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρήσεως αυτών από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών (πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών) ως αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο εκκρεμούς πολιτικής δίκης μεταξύ αυτού και του επενδυτή απαιτείται όπως αυτά: α) τυγχάνουν απολύτως αναγκαία και πρόσφορα προς αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ή προς άμυνα κατά δικαστικώς ασκουμένης αξιώσεως (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης, η δε αναγκαιότητα υφίσταται, όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν δύναται να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα και β) δεν είναι περισσότερα όσων είναι απολύτως απαραίτητα προς υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας), υπό τη σωρευτική δε συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων επιτυγχάνεται η ορθή άσκηση ίου συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπευθύνου επεξεργασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος), η εφαρμογή του οποίου δεν πρέπει να παρακωλύεται ή να νοθεύεται από το ομοίως συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου αυτών (άρθρο 9Α του Συντάγματος), στο πλαίσιο της αναγκαίας σταθμίσεως των αντικρουομένων συμφερόντων και δικαιωμάτων των μερών, στην οποία, άλλωστε, προβαίνει και ο ίδιος ο Νομοθέτης με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 και 7 Ν. 2472/1997 (ΟλΑΠ 1/2017, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
VII. Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν. 4335/2015 και ισχύει από 1.1.2016 κατά τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ίδιου Νόμου, «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής τον μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, «1.0 διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας τον μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Με τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015 καταργήθηκε (ομοίως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο αυτού) από 1.1.2016 η μέχρι τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ, η οποία όριζε ότι «Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παρ. 3 του άρθρου 237 και του γ' εδ. του άρθρου 238, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες, η προσκομιδή δε ενόρκων βεβαιώσεων προς αντίκρουση προβληθέντων με τις προτάσεις ισχυρισμών χωρεί πλέον σε πρώτο βαθμό - αναφορικώς με την τακτική διαδικασία - στο πλαίσιο της νέας διατάξεως του εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, κατά την οποία «Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορούν να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις», και ως εκ τούτου και μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015 παραμένει δυνατή η προσκομιδή ενόρκων βεβαιώσεων μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας καταθέσεως των προτάσεων εντός της δεκαπενθημέρου προθεσμίας της προσθήκης, αλλά μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών ή ενστάσεων, περιεχομένων στις προτάσεις του αντιδίκου. Οι νέες διατάξεις των άρθρων 422 - 424 ΚΠολΔ περί ενόρκων βεβαιώσεων υπόκεινται από πλευράς μεταβατικού δικαίου στη γενική ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 1 άρθρου πρώτου Ν. 4335/2015 και ως εκ τούτου εφαρμόζονται από 1.1.2016 και εφεξής. Ακολούθησε νέα τροποποίηση των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 Ν. 4842/2021 «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 190/13.10.2021), οι οποίες εφαρμόζονται από 1.1.2022 και επί των εκκρεμών υποθέσεων (άρθρα 120 και 116 παρ. 1 περ. β' του ως άνω Νόμου) και ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424, Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων», το δε δεύτερο ότι «1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπον, ημέρα και ώρα που Θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από τριών (3) για κάθε διάδικο και δυο (2) για την αντίκρουση, για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας·. Ενόψει των ανωτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 421 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2022, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 422, 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, ως ομοίως αυτά ισχύουν κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου συζήτηση, σαφώς συνάγεται ότι κατά την ενώπιον του Εφετείου διαδικασία οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να προσκομίσουν και να επικαλεσθούν ένορκες βεβαιώσεις προς απόδειξη των ισχυρισμών τους το αργότερο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως με τις νομίμως κατατιθέμενες προτάσεις τους, δηλαδή προ της ημέρας της δικασίμου και όχι την ίδια την ημέρα αυτής (επιχείρημα από τη λέξη «προαποδεικτικώς» - υπό την ισχύ της καταργηθείσας διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ: ΑΠ 1877/2007 Δ. 2008 301, ΑΠ 36/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1170/2005 ΕλλΔνη 48 1660, ΑΠ 85/2001 ΕλλΔνη 42 909, Μ. Μαργαρίτης - Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, θεωρία - Νομολογία, Τ. I, 2012, υπό το άρθρο 270, αριθ. 19) και ως εκ τούτου ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες λαμβάνονται προς απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων και δεν προσκομίζονται εμπροθέσμως, κατά τα προεκτιθέμενα, είναι απαράδεκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενώ επιτρέπεται η λήψη και προσκομιδή αυτών εντός της προθεσμίας της προσθήκης μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών ή ενστάσεων, περιεχομένων στις προτάσεις του αντιδίκου, αυτό δε ισχύει και επί ενόρκων βεβαιώσεων. Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση προσθέτων ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου ή Προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ή ενώπιον του Εφετείου κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) εντός της προθεσμίας της αντικρούσεως (ήτοι εντός δεκαπέντε ημερών μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας καταθέσεως των προτάσεων, καθ’ όσον αφορά στη νέα τακτική διαδικασία - άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει στην προσθήκη των προτάσεων του προσκομίζοντος αυτές διαδίκου να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το Δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και εν συνεχεία να ελέγξει εάν πράγματι προσκομίσθηκαν για το σκοπό αυτό (ΑΠ 667/2020, ΑΠ 74/2017, ΑΠ 537/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ «Στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Εξέταση νέων μαρτύρων για ζητήματα για τα οποία εξετάστηκαν μάρτυρες στην πρωτόδικη δίκη επιτρέπεται, αν αυτό επιβάλλεται κατά την κρίση του δικαστηρίου». Ως «νέα» νοούνται τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχε δεν υποβλήθηκαν πρωτοδίκως είχε υποβλήθηκαν μεν, πλην όμως απαραδέκτως (λ.χ. εκπροθέσμως ή άνευ νομίμου σημάνσεως ή άνευ επικλήσεως), ασχέτως του εάν το Δικαστήριο αποφάνθηκε για το απαράδεκτο αυτό ή αντιπαρήλθε σιγή το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 988/2021, ΑΠ 484/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1622/2009 ΝοΒ 58 444, ΑΠ 1107/2008 ΝοΒ 56 2682, ΕφΑθ 21019/2003 Αρμ. 2005 746), υπό την προϋπόθεση ότι η περί απαραδέκτου κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν είναι εσφαλμένη (ΑΠ 876/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, Ερμηνεία - Νομολογία - Βιβλιογραφία - Ειδικές διατάξεις, 2015, υπό το άρθρο 529, αριθ. 2162, Μ. Μαργαρίτης - Α. Μαργαρίτη, όπ. π., Τ. I, 2012, υπό το άρθρο 529, αριθ. 3), διότι τότε παρέχεται ίδιος λόγος εφέσεως και το αποκρουσθέν αποδεικτικό μέσο δεν είναι «νέο». Κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ενόψει της διατυπώσεώς της, η οποία είναι γενική και χωρίς διακρίσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή καταλαμβάνει όλα τα επιτρεπόμενα εκ του νόμου αποδεικτικό μέσα, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, τα οποία απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (π.χ. έγγραφα) και παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα, με τα οποία απόδειξη δύναται να διαταχθεί ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων (π.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη), αλλά και τη γενομένη στη πρωτόδικη δίκη ομολογία, επίκληση της οποίας γίνεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 1450/2011 ΕφΑΔ 2012 280, ΑΠ 1622/2009 όπ. π., ΑΠ 1107/2008 όπ. π.). Ειδικώς καθ' όσον αφορά στις ένορκες βεβαιώσεις, είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή αυτών στην κατ’ έφεση δίκη, εφ’ όσον αυτές έχουν ληφθεί νομοτύπως, ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά μείζονα δε λόγο εάν αυτές έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προσθήκης - αντικρούσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προ της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως, έστω και εάν ήταν απαράδεκτη η συνεκτίμηση αυτών από το τελευταίο, επειδή δεν αφορούσαν στην αντίκρουση ισχυρισμών, προταθέντων (στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας) παραδεκτώς το πρώτον με τις προτάσεις του αντιδίκου (ΑΠ 1585/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή, η εντός της προθεσμίας αντικρούσεως δοθείσα ένορκη βεβαίωση (ανεξαρτήτως του εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις λαμβάνεται αυτή υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) επιτρεπτώς προσκομίζεται ενώπιον του Εφετείου και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, καθ' όσον ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες εκδόθηκαν ακόμη και μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 484/2019, ΑΠ' 1510/2018, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 692/2017, ΑΠ 204/2017, ΑΠ 927/2017, ΑΠ 1356/2017, ΑΠ 1595/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση προς εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων από το Δικαστήριο της ουσίας παραμένει η λήψη τους μετά από προηγουμένη - προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών - νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου να παραστεί κατά τη λήψη τους, ο δε προσκομίζων αυτές διάδικος υποχρεούται σε επίκληση και απόδειξη της κλητεύσεως, εκτός εάν ο αντίδικος παρέστη κατά τη λήψη τους, το δε Δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κλητεύσεως, διότι η έλλειψη αυτής έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο της ένορκης βεβαιώσεως ως αποδεικτικού μέσου. Τέλος, καθ’ όσον αφορά στον αριθμό των λαμβανομένων υπόψη ενόρκων βεβαιώσεων, επιτρέπεται, κατ’ εφαρμογή της νέας διατάξεως του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, η προσκομιδή τριών (3) ενόρκων βεβαιώσεων και δύο (2) ακόμη προς αντίκρουση σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, εντεύθεν δε οι - ορθώς μη ληφθείσες πρωτόδικός υπόψη - προσκομιζόμενες ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ως «νέα» αποδεικτικά μέσα, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις τρεις, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, παραβιάζεται η αμέσως προαναφερομένη διάταξη.
Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων μετ’ επικλήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και τα παραδεκτώς μετ’ επικλήσεως προσκομιξόμενα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ όμοια και ειδικότερα από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και ΙΙ εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία στοιχεία της επενδυτικής δραστηριότητας των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, καθ' όσον πρόκειται περί «απλών» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία των οποίων [υπό τη μορφή της χρήσεως] από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ως υπεύθυνη επεξεργασίας επιτρέπεται, χωρίς να απαιτείται άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένών Προσωπικού Χαρακτήρα, αλλά ούτε και συναίνεση των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις ως υποκειμένων των εν λόγω δεδομένων, εφ’ όσον αυτά κατέχονται νομίμως από την τελευταία στο πλαίσιο των μεταξύ των διαδίκων συναλλαγών και προσκομίσθηκαν από αυτήν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε' Ν. 2472/1997 αποκλειστικώς προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία Ι και II εφέσεις, η οποία δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα και δεν τίθεται ζήτημα προσβολής υπερτέρου εννόμου αγαθού των τελευταίων από την εν λόγω επεξεργασία, δεδομένου ότι αμφότερα τα διάδικα μέρη υπερασπίζονται το έννομο αγαθό της περιουσίας τους, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο VII της μείζονος σκέψεως, απορριπτομένου ως αβασίμου του υποστηρίζοντος τα αντίθετα δέκατου ογδόου λόγου της υπό στοιχείο II εφέσεως) είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (στα οποία περιλαμβάνονται: Α. οι προσκομισθείσες από αμφότερα τα διάδικα μέρη ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες ειδική αναφορά δεν απαιτείται [ΑΠ 736/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»] και οι οποίες έχουν ληφθεί σε δίκες επί αγωγών αποζημιώσεως άλλων επενδυτών κατά της εδώ εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφορικώς με τα αυτά επενδυτικά προϊόντα, έστω και εάν δεν αποδεικνύεται εκατέρωθεν κλήτευση προς παράσταση κατά τη λήψη τους [ΑΠ 593/2019, ΑΠ 627/2018, ΑΠ 736/2016, ΑΠ 122/2013, ΑΠ 458/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1342/2010 ΝοΒ 59 390, ΑΠ 187/2010 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»] και Β. οι προσκομισθείσες ένορκες καταθέσεις στο πλαίσιο άλλων πολιτικών και ποινικών δικών μεταξύ άλλων επενδυτών στα επίδικα επενδυτικά προϊόντα και της εδώ εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ή στελεχών της, και κρίνεται ότι οι ως άνω υπό στοιχεία Α και Β ένορκες καταθέσεις δεν έχουν ληφθεί επίτηδες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη [ΑΠ 627/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1342/2010 ΝοΒ 59 390, ΕφΠειρ 874/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»], όχι όμως και οι προσκομισθείσες από τους διαδίκους γνωμοδοτήσεις νομομαθών, ήτοι: Α. η προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από τους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις από 10.10.2018 Γνωμοδότηση του Επίκουρου Καθηγητή της Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. ………, Β. η προσκομισθείσα μετ' επικλήσεως από τους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις από 1.7.2017 Γνωμοδότηση του Καθηγητή Νομικής Α.Π.Θ. ………, Γ. η προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από 14.12.2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. ……… και ……… και Δ. η προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από 31.10.2016 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. ……… και ………, διότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις νομομαθών δεν συνιστούν γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΚΠολΔ, αλλά εξωδικονομική προέκταση των νομικών επιχειρημάτων των διαδίκων, και δεν έχουν σχέση με την πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 368 επ. ΚΠολΔ ή με τη γνωμοδότηση του ως άνω άρθρου, καθ’ όσον, σε αντίθεση με αυτές, αποσκοπούν στην παροχή αρωγής στον Δικαστή κατά το σχηματισμό της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού και όχι κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της ελάσσονος προτάσεως αυτού, συνεκτιμώνται δε από το παρόν Δικαστήριο αποκλειστικώς και μόνο προς το σκοπό αυτό - ίδ. σχετ. ΑΠ 1374/2002 ΝοΒ 51 463, ΕφΑΘ 3414/2021, Εφθεσ 1909/2021, ΕφΑΘ 1128/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μ. Μαργαρίτης - Ά. Μαργαρίτη, όπ. π., υπό το άρθρο 390, αριθ. 5), την υπ’ αριθ. 11746/27.7.2016 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία έχει ληφθεί με επιμέλεια απάντων των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσιβλήτου αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας να παραστεί κατά τη λήψη της (σχετ. η υπ’ αριθ. 8213Δ/21.7.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), την υπ’ αριθ. 4501/8.8.2016 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., η οποία έχει ληφθεί με επιμέλεια της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις να παραστούν κατά τη λήψη της (σχετ. η υπ’ αριθ. 1777Δ'/2.8.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………) και τις υπ’ αριθ. 896/17.10.2016, 897/17.10.2016 και 898/17.10.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ………, ……… και ………, αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, οι οποίες έχουν ληφθεί με επιμέλεια των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας να παραστεί κατά τη λήψη τους (σχετ. η υπ’ αριθ. 8772Δ/12.10,2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, με την επισήμανση ότι οι προκείμενες ένορκες βεβαιώσεις, προσκομισθείσες πρωτοδίκως από τους ως άνω διαδίκους εντός της προθεσμίας της αντικρούσεως, ορθώς μεν δεν ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθ' όσον από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχόμενου τους συνάγεται ότι δεν σκοπήθηκε η δι’ αυτών αντίκρουση ισχυρισμών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, προταθέντων το πρώτον δια των προτάσεών της, αλλά η υποστήριξη και ενίσχυση των αγωγικών ισχυρισμών των ως άνω διαδίκων, απορριπτομένου για το λόγο αυτό ως αβασίμου του σχετικού πρώτου λόγου της υπό στοιχείο I εφέσεως, πλην όμως παραδεκτώς προσκομίζονται εκ νέου ενώπιον του παρόντος κατ’ έφεση δικάζοντος Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη ως «νέα» αποδεικτικά μέσα κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ και δεν υπερβαίνουν τον ανώτατο προβλεπόμενο από την νέα διάταξη του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ αριθμό προσκομιζομένων σε δεύτερο βαθμό ενόρκων βεβαιώσεων, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα υπό στοιχείο VII της προπαρατεθείσας μείζονος σκέψεως), λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, εδρεύουσα στη Λευκωσία Κύπρου, είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρούσε δε κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό κρίσιμο χρόνο ικανό αριθμό υποκαταστημάτων ανά την ελληνική επικράτεια, διενεργώντας ευρύ φάσμα τραπεζικών και εν γένει χρηματοοικονομικών εργασιών. Την 30.4.2008 το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Χ. 2013/2018), ειδικότερα δε την έκδοση έως πεντακοσίων εβδομήντα τριών εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενός (573.409.701) Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου ενός ΕΥΡΩ (1 ευρώ), με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής υπέρ των τότε υφισταμένων μετόχων της. Την 25.6.2008 εκδίδεται από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία το Σημείωμα Εκδιδομένου Τίτλου «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18», στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι «Η έγκριση του παρόντος εγγράφου δεν συνεπάγεται παρότρυνση προς το επενδυτικό κοινό για επένδυση στον εκδότη. Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεών του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους, οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μαΐου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου. Ο επενδυτής πρέπει να βασίζει οποιαδήποτε επενδυτική απόφασή του στην εξέταση του Ενημερωτικού Δελτίου ως σύνολο». Καθ' όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο από 25.6.2008 σχετικό Περιληπτικό Σημείωμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιτόκιο; Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα θα φέρουν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες 6ύο περιόδους τόκου δηλ. μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Για την περίοδο 30 Ιουνίου 2009 - 30 Ιουνίου 2013 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν προβεί στην εξαγορά των Μετατρέψιμων Χρεογράφων, τότε για την περίοδο 1 Ιουλίου 2013 - 30 Σεπτεμβρίου 2018 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 2,00%. Περίοδος Τόκου και Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου: Η περίοδος τόκου είναι εξαμηνιαία και ο τόκος θα πληρώνεται σε μετρητά στο τέλος κάθε περιόδου τόκου. Ως Ημερομηνίες Πληρωμής Τόκου ορίζονται η 30 Ιουνίου και η 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περίοδος Μετατροπής: 15-30 Σεπτεμβρίου και 15-31 Μαρτίου κάθε έτους. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής 15 - 30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής 15 – 30 Μαρτίου 2013. Τιμή Μετατροπής 10,50 ευρώ. Τελευταία ημερομηνία αποπληρωμής 30 Ιουνίου 2018. Τιμή αποπληρωμής: Στο άρτιο, δηλ. στο ευρώ 1 ανά αξία. Εξαγορά (Redemption) και αγορά: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοραστούν από την Τράπεζα, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους κατά τις 30 Ιουνίου 2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προτεραιότητα (Subordination): Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα κατατάσσονται σε ίση προτεραιότητα προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες ή άλλοι πιστωτές, των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Χρεογράφων έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων Αξιογράφων Κεφαλαίου και μετόχων της Τράπεζας. Προορισμός υπό άντληση κεφαλαίων: Ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του Συγκροτήματος και μαζί με τα προβλεπόμενα στο τριετές Σχέδιο του Συγκροτήματος αυξημένα αδιανέμητα κέρδη, θα μπορούν να επενδυθούν για την ανάπτυξη των εργασιών του Συγκροτήματος, τόσο οργανικά, όσο και μέσω εξαγορών. Εισαγωγή στο ΧΑΚ και στο ΧΑ: Υποβλήθηκε αίτηση για εισαγωγή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στο ΧΑΚ και το ΧΑ και αναμένονται οι εγκρίσεις από τα αρμόδια όργανα των δύο χρηματιστηρίων». Καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, στο αυτό ας άνω έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφέρονται τα ακόλουθα: «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Περιληπτικό Σημείωμα, στο Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη, στο Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο και στο Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου, οι δυνητικοί επενδυτές Θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται παρακάτω, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιογράφων και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που θεωρούνται επουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ: - Μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Επιτοκιακός Κίνδυνος - Εξαγορά (Redemption) και Αγορά - Προτεραιότητα (Subordination) - Περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων - Επίδραση της έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων στην τιμή της μετοχής - Εμπορευσιμότητα των μετοχών που θα προκύψουν από τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων - Εμπορευσιμότητα και διακυμάνσεις τιμών των Μετατρέψιμων Χρεογράφων. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ: - Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν χαμηλότερη ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια - Η τιμή των μετοχών ενδέχεται να παρουσιάσει διακυμάνσεις. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ: Το Συγκρότημα υπόκειται σε κινδύνους, οι οποίοι δεν είναι υπό τον έλεγχό του και αν παρουσιαστούν σε σημαντικό βαθμό ενδέχεται να επηρεάσουν τα οικονομικά τον αποτελέσματα και να δημιουργήσουν πρόβλημα στην πληρωμή τόκου των Χρεογράφων ή και του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κίνδυνοι αυτοί συνοψίζονται πιο κάτω: - Υπάρχει ο κίνδυνος το Συγκρότημα να μην επιτύχει τους στρατηγικούς του στόχους όπως έχουν τεθεί στο τριετές στρατηγικό του πλάνο με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τη χρηματοοικονομική θέση του Συγκροτήματος - Οι Μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του Δανειακού Χαρτοφυλακίου του Συγκροτήματος - Κίνδυνος ρευστότητας - Το ρυθμιστικό πλαίσιο του κυπριακού τραπεζικού τομέα μεταβάλλεται - Οικουομικές και πολιτικές εξελίξεις στου Κυπριακό, Ελληνικό και Διεθνή Χώρο - Ένταση ανταγωνισμού - Νομικός κίνδυνος (litigation risk) - Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και αλλού θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη λειτουργία του Συγκροτήματος...». Εν τέλει η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία την 8.8.2008 με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγματεύσεως των Μ.Χ. 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η δε έκδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, με την οποία σκοπήθηκε η ενίσχυση του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 2), καλύφθηκε πλήρως, όπως συνομολογείται και δεν αμφισβητείται ειδικώς από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Περαιτέρω, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 25.2.2009 ανακοίνωσή του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Κ.), μέχρι του ποσού των εξακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (645.000.000 ευρώ). Πράγματι, την 30.4.2009 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 30.4.2009 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 645.327.822 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ευρώ 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι ευρώ 645.327.822. Ονομαστική αξία: ευρώ 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του ευρώ 1 και πολλαπλάσια αυτού ... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18 που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2009 μέχρι 5 Ιουνίου 2009 τους δεδουλευμένους τόκους των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 τα οποία θα γίνουν αποδεκτά ως αντιπαροχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου. Καθεστώς εξασφάλισης: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Προτεραιότητα κατάταξης: Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας - έχουν προτεραιότητα μόνο έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Καμία πληρωμή σε σχέση με τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν θα καθίσταται πληρωτέα εκτός και αν η Τράπεζα είναι φερέγγυα (solvent) και θα μπορεί να συνεχίσει να είναι φερέγγυα (solvent) ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή. Διάρκεια: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,0096. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου θα παύει να φέρει Τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς ή μετατροπής του. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δύνανται κατ' επιλογή τον κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: ευρώ 5,50 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00. Περίοδοι Μετατροπής: 15-30 Σεπτεμβρίου & 15-31 Μαρτίου κάθε έτος μέχρι το 2014. Πρώτη Περίοδος Μετατροπής : 15 - 30 Σεπτεμβρίου 2010. Τελευταία Περίοδος Μετατροπής: 15 - 31 Μαρτίου 2014. Εξαγορά (Redemption): Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η Τράπεζα διαθέτει ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίου. Τιμή Εξαγοράς: Στο άρτιο, δηλ. στο ευρώ 1 ανά Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Κεφαλαίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας ... Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτά. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζομένους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος. απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγο έκδοση Μ.Α.Κ., ρητώς προ βλέπεται (υπό τον τίτλο «Ακύρωση Πληρωμής Τόκων») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου. Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, αν η Τράπεζα, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων, στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» ως περιγράφεται στον Όρο 4. Οποιαδήποτε τέτοια Ακύρωση Πληρωμής Τόκου θα ικανοποιηθεί από την Τράπεζα μόνο (i) κατά την εξαγορά των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (ii) κατά την εξαγορά, ανταλλαγή ή αλλαγή των Όρων λόγω αλλαγών στο θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο που διέπει τις εκδόσεις Πρωτοβάθμιου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα τις εκδόσεις Αξιογράφων Κεφαλαίου. Οποιαδήποτε Ακύρωση Πληρωμής Τόκου δύναται να ικανοποιηθεί (εκτός σε περίπτωση διάλυσης και στις περιπτώσεις που περιγράφονται στον Όρο 6) μόνο με το προϊόν έκδοσης Μετοχών της Τράπεζας μέσω του Εναλλακτικού Μηχανισμού Ικανοποίησης Πληρωμής Τόκου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά. Αν η Τράπεζα δεν δύναται να προβεί στην πληρωμή τόκων σε μετρητά, δύναται να καλύψει την πληρωμή τόκων μέσω έκδοσης μετοχών στους κατόχους των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου κατόπιν έγκρισης της έκδοσης από Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας» και (υπό τον τίτλο «Εξαγορά [Redemption] και Αγορά») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα...», ενώ επισημαίνεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές») ότι «Κάθε πιθανός επενδυτής σε οποιαδήποτε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου πρέπει να αξιολογήσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Συγκεκριμένα, κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: (i) να έχει απαραίτητη γνώση και εμπειρία έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβεί σε ουσιαστική αξιολόγηση τον όρων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, των δικαιωμάτων και κινδύνων που εμπεριέχονται στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται ή που ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, (ii) να έχει την κατάλληλη γνώση και πρόσβαση σε εργαλεία ανάλυσης έτσι ώστε να αξιολογήσει, στα πλαίσια της ιδιαίτερης κατάστασής του, την επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό τον χαρτοφυλάκιο, (iii) να έχει ικανοποιητικούς πόρους και ρευστότητα έτσι ώστε να μπορεί να επωμισθεί όλους τους κινδύνους της επένδυσης του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, (iv) να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, (v) να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου του για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και καθόλου και (vi) να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε ο ίδιος είτε με τη βοήθεια οικονομικών συμβούλων) τα πιθανά σενάρια που αφορούν τους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν την επένδυσή του όπως το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, τα επιτόκια ή άλλους παράγοντες και στη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην επένδυσή του», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Με βάση τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου, οι τιμές τους θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο συναλλαγών και τις διαφορές μεταξύ των εντολών αγοράς και πώλησης», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Η τελευταία την 10.6.2009 με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την υπερκάλυψη της εκδόσεως του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, ως και ότι το αντληθέν ποσόν των εξακοσίων πενήντα εννέα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (659.000.000 ευρώ) πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της επάρκειας και δη για την ενίσχυση των πρωτοβαθμίων κεφαλαίων (Tier 1) αυτής. Ακολούθως, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 28.2.2011 ανακοίνωσή του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Ε.Κ.), μέχρι του ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.000 ευρώ). Πράγματι, την 6.4.2011 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ευρώ 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι ευρώ 1.342.422.297. Ονομαστική αξία: ευρώ 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του ευρώ 1 ... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (i) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ii) Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 (*Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες»). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν δεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά 6εν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου - έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει φερέγγυα (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιασδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια: Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε «Εξαγορά» πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (ευρώ): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο (δολαρίων): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπει το κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Libor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος. σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/αγοράς/μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: ευρώ 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις) ... Περίοδοι Μετατροπής: 1-15 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1 - 15 Σεπτεμβρίου και 15-30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο Μετατροπής να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής. Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής: 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής: 31 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption): Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ3 επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης ... Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά τήν κρίση της καθ' οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα II Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ί) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tier I Ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων - Common Equity Tier I Ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που Θα καθοριστεί, ή (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνεπεία του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσής της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος τον υποχρεώσεών της ή (iii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (ί) την ανώτατη τιμή των ευρώ 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ii) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι ευρώ 1) ... Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσής τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα II, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου Θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας ... Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/ και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως δε περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και ΙΙ εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζομένους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατό ν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυσή του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, ίν. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές1 το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, ν. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου. νί. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει τήν απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσής τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου μεταξύ άλλων αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές…», β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται Μέρος Β, Όρο 5 “Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου». Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση, στα πλαίσια όμως των «Συν επακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου» ως περιγράφεται στο Τμήμα II, Μέρος Β/ΙΙ στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου Θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι’ αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσής τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», 6) (υπό το γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο...», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «...εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσής τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε Κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεών του λόγω της μετατροπής της επένδυσής του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυσή τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capital]») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισής τους και την αόριστη διάρκειά τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγια Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής ... Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο (Tier 1 capital) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2103/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητά κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισής τους, τη διάρκειά τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου...», όχι (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσής τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Περαιτέρω, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής χάριν συντομίας: Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και ΙΙ εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδεινώσεως τον στοιχείου της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου έτους 2010 αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (2.400.000.000 ευρώ), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ΕΥΡΩ (2.500.000.000 ευρώ), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθετήσεως - Credit Default Swaps [CDS]), Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε εν τέλει καίριο πλήγμα στη κεφαλαιακή επάρκεια της - εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε Ο.Ε.Δ. - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (δεδομένου ότι οι επενδύσεις της τελευταίας σε Ο.Ε.Δ. την 31.3.2010 είχαν λογιστική αξία 2.000.000.000 ευρώ), η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στο ποσόν των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικός τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας τον Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ’ όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core l), αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της, περαιτέρω δε επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα στο σκεπτικό χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεώς τους, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία την 15.6.2012 αποφάσισε, αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το αυτό δε έπραξε την 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 30.6.2012 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο εν πολλοίς στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσόν των δέκα δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ (10.000.000.000 ευρώ), ενώ την 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) ίο ποσόν του ενός δισεκατομμυρίου ΕΥΡΩ (1.000.000.000 ευρώ). Ωστόσο, την 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεως των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις τραπεζικής εταιρίας και της Λαϊκής Τράπεζας, με την αυτή δε απόφαση του Eurogroup μεταβιβάσθηκε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία η υποχρέωση της Λαϊκής Τράπεζας προς τον E.L.A., ύφους εννέα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (9.000.000 ευρώ). Την 26.3.2013 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ, 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 “Για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με ία υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ' Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1 ευρώ), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΥΡΩ (1 ευρώ) για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ δι’ εκάστη μετοχή, επί σκοπώ διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε Συνήθεις Μετοχές αξίας 0,01 ευρώ δι’ εκάστη μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) Συνήθη Μετοχή, αξίας ενός ΕΥΡΩ (1 ευρώ) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών ελάσσων των 100) ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Την 4.1.2017 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Αναστολή διαπραγμάτευσης ίων Υφιστάμενων Μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ», με την οποία γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι η (εντασσομένη στο σχέδιο εξυγιάνσεώς της) αναστολή της διαπραγματεύσεως της μετοχής της στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου θα αρχίσει από 10.1.2017, ως και ότι η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών της θα άρχιζε, υπό την αίρεση της λήψεως των σχετικών εγκρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο L.S.E. (όχι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) από 19.1.2017. Στο πλαίσιο αυτό η συναλλακτική σχέση των διαδίκων μερών διαμορφώθηκε ως ακολούθως:
A. Ως προς τον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση (πρώτο ενάγοντα) ………: Ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση, απόφοιτος Λυκείου, ο οποίος ασκούσε έως την 2.2.2004 το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου (εργατοτεχνίτη τοποθετήσεως πλακιδίων και επισκευής υδραυλικών συστημάτων και συστημάτων αποχετεύσεων, οργανικώς εντεταγμένου στο προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού), ότε και απολύθηκε για λόγους υγείας, διατηρούσε συνεργασία με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία Ι και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από του έτους 2003, εξυπηρετούμενος κατά κύριο λόγο από το υπ’ αριθ. …… υποκατάστημα αυτής (Άνω Πατησίων Αθηνών), είχε δε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και εκτιμήσεως με το εκεί εργαζόμενο προσωπικό, ιδίως δε με τους υπαλλήλους αυτής ………, ……… και ………. Ο εν λόγω εκκαλών, μοναδικός σκοπός του οποίου ήταν η τοποθέτηση τον χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα (με μηδενικούς ή ελάχιστους επενδυτικούς ή άλλους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους) και η σταθερή απόληψη ικανοποιητικού ανταλλάγματος (τόκου) με διασφάλιση της ακεραιότητας του κεφαλαίου του, διατηρούσε προς το σκοπό αυτό στο ως άνω υποκατάστημα τους υπ’ αριθ. ……, …… και …… αποταμιευτικούς λογαριασμούς και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους σκοπούς του αμοιβαία κεφάλαια («ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΜΟΙΒΑΙΟ ΟΜΟΛΟΓΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΝ», «ΚΥΠΡΟΥ EUROBOND PREMIUM ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ», «ΚΥΠΡΟΥ EURO BALANCED PREMIUM ΜΙΚΤΟ», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ» και «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ»), ενώ είχε επενδύσει και σε αγορά (την 31.3.2008) ομολόγων της ρωσικής εταιρίας ενέργειας «GAZPROM», ύφους 92.295,33 ευρώ, τα οποία πώλησε (ρευστοποίησε) την 26.5.2011, εισπράττοντας το ποσόν των 104.448,85 ευρώ. Προς εξυπηρέτηση των ως άνω συναλλαγών του με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση είχε προβεί μετά της τελευταίας στην κατάρτιση της από 12.3.2009 γενικής (τυποποιημένης) συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσας συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), παρέχων τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση του επενδυτικού «profile» αυτού, καθ’ όσον το Παράρτημα Ε' της εν λόγω συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ», η οποία προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, ουδέποτε συμπληρώθηκε και δεν φέρει υπογραφή του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση {αντιθέτως τα λοιπά Παραρτήματα Α', Β’, Γ', Δ’ και ΣΤ’ φέρουν την υπογραφή αυτού). Περί τις αρχές μηνός Απριλίου του έτους 2011, με αφορμή την απόφαση αγοράς κατοικίας και αναλήψεως μέρους ίων καταθέσεών του προς χρηματοδότηση της αγοράς αυτής, ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση μετέβη στο ως άνω υποκατάστημα της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, προκειμένου να πληροφορηθεί λεπτομέρειες σχετικώς με τη διαδικασία αναλήψεως του απαιτουμένου ποσού. Στο πλαίσιο των σχετικών συζητήσεων με τα αρμόδια στελέχη του ως άνω υποκαταστήματος, τα οποία πρότειναν στον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση την αγορά συγκεκριμένου ακινήτου επί της οδού ……… αριθ. … στο Γέρακα Αττικής, το οποίο είχε ήδη εντοπισθεί και επιλεγεί από τον τελευταίο (και εν τέλει πράγματι αποκτήθηκε με το υπ’ αριθ. 35119/20.6.2011 συμβόλαιο αγοράς ακινήτου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………), με ανάμιξη της συνδεδεμένης με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ανωνύμου κτηματομεσιτικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.* και τη λήψη στεγαστικού δανείου, με ευνοϊκούς όρους, ώστε να μην εξαντληθεί το σύνολο των αποταμιευθέντων διαθεσίμων (τότε) κεφαλαίων του ιδίου και των μελών της οικογενείας του, ύψους 350.000 ευρώ. Καθ’ όσον αφορά στο ύψος του εν λόγω δανείου, ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση επιθυμούσε τη λήψη ποσού 20.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ, πλην όμως οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αντιπρότειναν σε αυτόν, ως πλέον συμφέρουσα για αυτόν επιλογή, τη λήψη όχι του ως άνω ποσού, αλλά ποσού 85.000 ευρώ, με επιτόκιο 5,30% ετησίως κατά μέσο όρο, εικοσιπενταετή διάρκεια αποπληρωμής, πληρωτέο σε τριακόσιες μηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, ύψους (κατά μέσο όρο} ποσού 520 ευρώ εκάστης, ισχυριζόμενοι ότι με τον τρόπο αυτό ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση θα είχε τη δυνατότητα αφ’ ενός μεν να διατηρήσει, κατά την επιθυμία του, αλώβητο ποσόν της τάξεως των 20.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε να επενδύσει το λοιπό ποσόν των 50.000 ευρώ σε ένα νέο «επενδυτικό ομόλογο», προσομοιάζον στην προθεσμιακή κατάθεση, με δέσμευση του τοποθετουμένου κεφαλαίου για πέντε (5) έτη, με προνομιακό επιτόκιο 6,50% ετησίως (καθαρό 5,85%) και με εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου τοποθετήσεως κατά τη λήξη της πενταετίας. Πεισθείς ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στους οποίους επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, αφ’ ενός μεν έλαβε το υπ’ αριθ. …… στεγαστικό δάνειο, ύψους 85.000 ευρώ (με ετήσιο επιτόκιο 3,729% και διάρκεια αποπληρωμής τριακοσίων μηνών), το οποίο εν τέλει εκταμιεύθηκε την 20.7.2011 (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 26.8.2014 βεβαίωση εξοφλήσεως), αφ’ ετέρου δε υπέβαλε την από 29.4.2011 υπ’ αριθ. …… αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την αγορά Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 50.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται όχι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν το από 29.4.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ' ευθείας αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 50.000 ευρώ και το από 18.5.2011 έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί «παραχωρήσεως» 50.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ. Η τελευταία απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτόν (καθαρούς) τόκους έως την 31.12.2011, ύψους 1.718,15 ευρώ (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 30.6.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων). Κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012, η σύζυγος του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση έλαβε ενημερωτικό σημείωμα (statement), στο οποίο αποτυπωνόταν μείωση του επενδυθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου στο ποσόν των 34.160,30 ευρώ, γεγονός, το οποίο τον θορύβησε ιδιαιτέρως (καθ’ όσον είχε λάβει τη ρητή διαβεβαίωση ότι στο τέλος της πενταετίας της δεσμεύσεως του κεφαλαίου του θα ελάμβανε στο ακέραιο την ονομαστική αξία αυτού, ήτοι 50.000 ευρώ), για το λόγο δε αυτό, επειδή ο ίδιος απουσίαζε στο εξωτερικό για λόγους υγείας, ζήτησε από τη σύζυγό του να μεταβεί στο προαναφερόμενο υποκατάστημα και να απαιτήσει διευκρινίσεις. Πράγματι, η σύζυγος του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση μετέβη στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, όπου ο προστηθείς της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας Δαμιανός Βλάχος την καθησύχασε, προτρέποντάς την να μη δίνει σημασία στα αναγραφόμενα στις ενημερωτικές επιστολές ποσά, διότι αυτά αναφέρονται στην αξία της οικονομικής τοποθετήσεως σε δεδομένη χρονική στιγμή και μόνο κρίσιμο είναι ότι στο τέλος της πενταετίας δεσμεύσεως θα λάβει στο ακέραιο την ονομαστική αξία του επενδυθέντος κεφαλαίου. Πεισθείσα η σύζυγος του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση στις ως άνω διευκρινίσεις δεν προέβη σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια, ζήτησε όμως να της αποσταλούν αντίγραφα τον υπογραφέντων κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2011 εγγράφων, πλην όμως η εφεσίβλητος στις υπό στοιχείο I και II εφέσεις απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας (fax), μόνο ένα τρισέλιδο κείμενο υπό τον τίτλο «ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΟΡΟΙ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», στο οποίο ουδεμία ρητή αναφορά σε κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου διαλαμβάνεται, αλλά μόνο στα προβλεπόμενα υπέρ αυτής δικαιώματα εξαγοράς (και δη στην ονομαστική αξία του επενδυθέντος κεφαλαίου), προαιρετικής και υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις ή λεπτομέρειες. Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων και ακολούθησε κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 50.000 ευρώ να μετατραπεί αρχικώς σε 50.000 Μετοχές Δ’ Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε 500 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις προς τον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση),
Β. Ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση δεύτερο ενάγοντα) ………: Ο δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση, ο οποίος είναι καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2006, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ………, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ο ως άνω εκκαλών διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, β) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με τη σύζυγό του τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), γ) τον υπ’ αριθ. …… Λογαριασμό σε Δολάρια Η.Π.Α. (κοινό με τη σύζυγό του τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), δ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Δολάρια Η.Π.Α. (κοινό με τη σύζυγό του τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), ε) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Λίρες Αγγλίας (κοινό με τη σύζυγό του τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………) και στ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Ελβετικά Φράγκα (κοινό με τη σύζυγό του τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), ως και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους σκοπούς του αμοιβαία κεφάλαια («ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» και «UBS GREATER CHINA»). Προς εξυπηρέτηση των ως άνω συναλλαγών του με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ο δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση είχε προβεί : α) μετά της τελευταίας στην κατάρτιση της από 25.7.2008 γενικής (τυποποιημένης) συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσας συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων) και β) μετά της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» στην κατάρτιση της (ομοίως τυποποιημένης) από 25.7.2008 συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσας την αυτή συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), παρέχων τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση του επενδυτικού «profile» αυτού, καθ' όσον το σχετικό Παράρτημα των εν λόγω (ταυτοσήμων κατά περιεχόμενο) συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ», οι οποίες προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, ουδέποτε συμπληρώθηκε και φέρει απλώς την υπογραφή του δευτέρου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση, ο οποίος είχε ωσαύτως υπογράψει: α) την απευθυνομένη προς την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από 25.7.2008 «ΑΙΤΗΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΡΙΔΑΣ, ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» επί σκοπώ δημιουργίας επενδυτικής μερίδας στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και β) την απευθυνομένη προς την ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» από 25.7.2008 «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» κοινής επενδυτικής μερίδας. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη μηνός Απριλίου του έτους 2011 έως και τις αρχές μηνός Μαΐου του έτους 2011 η προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας …….. ήλθε με δική της πρωτοβουλία σε επικοινωνία μαζί του (τόσο τηλεφωνικώς, όσο και δια ζώσης κατά τη διάρκεια επισκέψεών του στο ως άνω υποκατάστημα) και επιχείρησε να τον πείσει να διαθέσει το τότε διαθέσιμο στους τηρουμένους σε Δολάρια Η.Π.Α. λογαριασμούς του ποσόν των 42.793 δολαρίων στην αγορά ενός νέου (τότε) επενδυτικού προϊόντος, προσομοιάζοντος κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, διαβεβαίωσε δε αυτόν ότι ουδείς κίνδυνος υφίσταται για το επενδυόμενο κεφάλαιο και ότι οι προσφερόμενοι όροι της επενδύσεως είναι εξαιρετικώς συμφέροντες. Πεισθείς ο δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε την από 12.5.2011 υπ’ αριθ. …… αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την αγορά Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 42.793 δολαρίων, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν το από 12.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ’ ευθείας αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 42.793 δολαρίων και το από 18.5.2011 έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί «παραχωρήσεως» 42.793 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 δολαρίων και συνολικής ονομαστικής αξίας 42.793 δολαρίων. Η τελευταία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτόν (καθαρούς) τόκους έως την 31.12.2011, ύψους 1.596,82 δολαρίων (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 25.7.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων), πλην όμως κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του δευτέρου εκκαλούντος στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου τον καθησύχασαν, δηλώνοντας σε αυτόν ότι πρόκειται για κάτι «προσωρινό» και ότι ουδείς λόγος ανησυχίας συντρέχει, ως και ότι ασκείται σχετικό συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 42.793 δολαρίων να μεταχραπεί αρχικώς σε 42.793 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε 400 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ (σημειωτέον ότι ως προς τα εκδοθέντα σε Δολάρια Η.Π.Α. Μ.Α.Ε.Κ. είχε ορισθεί από τις αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι «Τα ΜΑΕΚ εκδομένα σε Δολάρια Αμερικής έχουν μετατραπεί σε μετοχές Τάξης Δ με τιμή μετατροπής ευρώ 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο του ευρώ 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26 Μαρτίου 2013. Στην περίπτωση που συνεπεία της μετατροπής προκύπτουν κλασματικά δικαιώματα επί μετοχών, ο κάτοχος χρεών σε Δολάρια Αμερικής λαμβάνει τον ακέραιο αριθμό μετοχών παραλειπομένου του σχετικού κλάσματος»).
Γ. Ως προς την τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση [τρίτη ενάγουσα) ………: Η τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση, η οποία είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 1998, εξυπηρετούμενη από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ………, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Η ως άνω εκκαλούσα διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), β) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), γ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Δολάρια Η.Π.Α. (κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), δ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Δολάρια Η.Π.Α. κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), ε) τον υπ' αριθ. …… λογαριασμό σε Λίρες Αγγλίας κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………) και στ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Ελβετικά Φράγκα κοινό με τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), ως και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους σκοπούς της αμοιβαία κεφάλαια («ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» και «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ»). Προς εξυπηρέτηση των ως άνω συναλλαγών της με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία η τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση είχε προβεί: α) μετά της τελευταίας στην κατάρτιση: αα) της από 24.7.2008 γενικής (τυποποιημένης) συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσας συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων) και αβ) της από 24.7.2008 γενικής (τυποποιημένης) συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε κοινή επενδυτική μερίδα (περιέχουσας ομοίως συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), υπογεγραμμένης και από τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ……… και β) μετά της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» στην κατάρτιση: βα) της (ομοίως τυποποιημένης) από 24.7.2008 συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσας την αυτή συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων) και ββ) της (ομοίως τυποποιημένης) από 24.7.2008 συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε κοινή επενδυτική μερίδα (περιέχουσας την αυτή συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), υπογεγραμμένης και από τον σύζυγό της δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, παρέχουσα τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση του επενδυτικού «profile» αυτής, καθ' όσον το σχετικό Παράρτημα των εν λόγω (ταυτοσήμων κατά περιεχόμενο) συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ», οι οποίες προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, ουδέποτε συμπληρώθηκε και φέρει απλώς την υπογραφή της τρίτης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση, η οποία είχε ωσαύτως υπογράψει: α) την απευθυνομένη προς την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από 24.7.2008 «ΑΙΤΗΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΡΙΔΑΣ, ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» επί σκοπώ δημιουργίας ατομικής επενδυτικής μερίδας στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), β) την απευθυνομένη προς την ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» από 24.7.2008 «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» της ατομικής επενδυτικής μερίδας, γ) την απευθυνομένη προς την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία από 24.7.2008 «ΑΙΤΗΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΡΙΔΑΣ, ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» επί σκοπώ δημιουργίας κοινής επενδυτικής μερίδας στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και δ) την απευθυνομένη προς την ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» από 24.7.2008 «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ» της κοινής επενδυτικής μερίδας. Περαιτέρω, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 η προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε με δική της πρωτοβουλία σε επικοινωνία μαζί της και επιχείρησε να την πείσει να προβεί στην τοποθέτηση του ποσού της υφισταμένης τότε καταθέσεώς της ποσού 42.000 ευρώ σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ. 2013/2018, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (6,50% ετησίως) για δύο περιόδους τόκου και εν συνεχεία ίσο προς το επιτόκιο Euribor έξι μηνών, όπως αυτό ισχύει στην αρχή εκάστης περιόδου τόκου, πλέον περιθωρίου 1%, έως την 30.6.2013, με εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, ισχυριζομένη ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως συμφέρουοας προσφοράς. Πεισθείσα η τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκε να προβεί στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψε την από 25.7.2008 «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018 ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ», με αντικείμενο την αγορά Μ.Χ. 2013/2018 αξίας 42.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/μαστέ τους Όρους Έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου ημερομηνίας 25 Ιουνίου 2008. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε της παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Χ. 2013/2018. Μάλιστα, η ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, προκειμένου να ενισχύσει την απόφαση της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση να προβεί στην αγορά του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Χ. 2013/2018, έγραψε ιδιοχείρως επί της από 6.2.2009 εκτυπώσεως της κινήσεως του χαρτοφυλακίου αυτής τα εξής (προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών περί εγγυήσεως ίου συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως): «12/8/2008 - 12/8/2013. Στη λήξη 12/8/2013 το αρχικό ποσό καταβάλλεται ολόκληρο (42.000 ευρώ)», επί δε της σημειώσεως αυτής έθεσε την υπογραφή της. Ακολούθως, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η αυτή ως άνω υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με την τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτήν την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Χ. 2013/2018) σε Μ.Α.Ε.Κ., προκειμένου να μην απολέσει τα προσφερόμενα ιδιαιτέρως ελκυστικά επιτόκια. Πράγματι, πεισθείσα η τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε την από 12.5.2011 υπ’ αριθ. …… αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την αγορά Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 42.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε της παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε της δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν το από 12.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ’ ευθείας αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 42.000 ευρώ και το από 18.5.2011 έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί «παραχωρήσεως» 42.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 42.000 δολαρίων. Η τελευταία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στην τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά έγγραφα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτήν (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 1.220,62 ευρώ την 31.12.2008, β) ποσού 1.425,37 ευρώ την 30.6.2009, γ) ποσού 498,46 ευρώ την 31.12.2009, δ) ποσού 420,86 ευρώ την 30.6.2010, ε) ποσού 437,71 ευρώ την 31.12.2010, στ) ποσού 357,07 την 30.6.2011 και ζ) ποσού 1.697,84 ευρώ την 31.12.2011 (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 30.6.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας η τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία της τρίτης εκκαλούσας στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου δήλωσαν σε αυτήν ότι ασκείται σχετικό συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 42.000 ευρώ να μετατραπεί αρχικώς σε 42.000 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0.01 ευρώ και ακολούθως σε 420 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ.
Δ. Ως προς τον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση (τέταρτο ενάγοντα) ………: Ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2006, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Μεταμορφώσεως Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ……… (διευθύντρια του υποκαταστήματος), με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ο ως άνω εκκαλών διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με την σύζυγό του πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), β) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, γ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ και δ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με την σύζυγό του πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………), ως και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους σκοπούς του αμοιβαία κεφάλαια («ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», «ΚΥΠΡΟΥ EURIBOR RETURN EU», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟ», «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ» και «ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ»), περαιτέρω δε είχε πραγματοποιήσει κατά το έτος 2008 αγορές μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (4.000 μετοχές της «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», 2.500 μετοχές της «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC LTD», 10.000 μετοχές της τράπεζας «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», 832 μετοχές της τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», 2.000 μετοχές της εταιρίας «Ο.Τ.Ε.», 2.000 μετοχές της τράπεζας «EUROBANK ERGASIAS», 2.000 μετοχές της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» και 4.000 μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, συνολικής αξίας του ως άνω χαρτοφυλακίου 277.622,44 ευρώ}, ως και πώληση 1.000 μετοχών της εταιρίας «Ο.Π.Α.Π.», ενώ είχε προβεί: α) κατά το έτος 2008 σε μια συναλλαγή αγοράς 5.114 μετοχών της εταιρίας «EPSILON NET Α.Ε.», αξίας 14.830,60 ευρώ, στην Εναλλακτική Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, β) κατά το έτος 2009 σε δύο (2) αγορές συνολικώς 850 μετοχών της αμερικανικής εταιρίας «UNITED STATES OIL FUND» μέσω της αγοράς του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, γ) σε αγορά Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 25.844 ευρώ και δ) σε επένδυση κατά το έτος 2010 του ποσού των 972,40 ευρώ στο Μετατρέψιμο Ομολογιακό Δάνειο της τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Προς εξυπηρέτηση των ως άνω συναλλαγών του με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση είχε προβεί μετά της τελευταίας στην κατάρτιση συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και με επιστολή του, φέρουσα ημερομηνία 23.11.2007, επιβεβαίωσε την εκ μέρους του παραλαβή ενημερωτικού εγγράφου σχετικώς με το νέο (τότε) νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα διείπε εφεξής τις επενδυτικές συναλλαγές (Ν. 3606/2007). Κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 η προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε με δική της πρωτοβουλία σε επικοινωνία με τον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και επιχείρησε να τον πείσει να προβεί στην τοποθέτηση ποσού εκ των υφισταμένων τότε καταθέσεων του σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ. 2013/2018, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (7,50% ετησίως) για το πρώτο έτος της επενδύσεως και εν συνεχεία ίσο προς το επιτόκιο Euribor έξι μηνών, όπως αυτό ισχύει στην αρχή εκάστης περιόδου τόκου, πλέον περιθωρίου 3%, με εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, ισχυριζομένη ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως συμφέρουσας προσφοράς. Πεισθείς ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκε να προβεί στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψε την από 18.7.2008 «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018 ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ», με αντικείμενο την αγορά Μ.Χ. αξίας 30.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/ μας σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/μαστέ τους Όρους Έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου ημερομηνίας 25 Ιουνίου 2008. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της παρούσας έκδοσης» και έλαβε: α) το από 18.7.2008 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018» για επενδυόμενο σε Μ.Χ. ποσόν 30.000 ευρώ και β) την από 30.7.2018 «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ», με την οποία βεβαιώνεται ότι έχει επενδύσει το ποσόν των 30.000 ευρώ σε Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ, πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Χ. 2013/2018. Ακολούθως, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση υπέγραψε την από 21.5.2009 «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησε, κατόπιν σχετικής προτροπής των υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την μετατροπή των ευρισκομένων στην κατοχή του Μ.Χ. 2013/2018 σε ένα νέο (διάδοχο των Μ.Χ. 2013/2018) επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., σε σχέση 1:1, ήτοι ζήτησε την αντικατάσταση των 30.000 Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, σε 30.000 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ. Στην εν λόγω αίτηση αγοράς (ανταλλαγής) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε της δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτό λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 21.5.2009 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ. (δι’ ανταλλαγής των ευρισκομένων στην κατοχή του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση Μ.Χ. 2013/2018), ποσού 30.000 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ………, με τη συνδρομή των υφισταμένων της υπαλλήλων ……… και ………, ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτόν την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο αποτελεί «μετεξέλιξη» των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ. και παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%) και εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας. Πράγματι, πεισθείς ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε: α) την από 5.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την ανταλλαγή των ήδη ευρισκομένων στην κατοχή του 30.000 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000, σε 30 000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, β) την από 10.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την απ’ ευθείας αγορά 30.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ και γ) την από 17.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την απ’ ευθείας αγορά σε Δολάρια Η.Π.Α. 50.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 δολαρίων και συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000 δολαρίων, σε όλες δε τις ως άνω αιτήσεις (ανταλλαγής ή απ’ ευθείας αγοράς, κατά περίπτωση) αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε παραδόθηκε στον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν: α) το από 10.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ’ ευθείας αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 30.000 ευρώ, β) το από 17.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ’ ευθείας αγορά σε Δολάρια Η.Π.Α. Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 50.000 δολαρίων, γ) το από 18.5.2011 έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί «παραχωρήσεως» 60.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 60.000 ευρώ και δ) το από 18.5.2011 έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί «παραχωρήσεως» 50.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 δολαρίων και συνολικής ονομαστικής αξίας 500.000 δολαρίων (με ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1,4420). Η τελευταία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτόν (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 871,87 ευρώ την 31.12.2008, β) ποσού 975 ευρώ την 30.6.2009, γ) ποσού 957,92 ευρώ την 31.12.2009, δ) ποσού 829,58 ευρώ την 30.6.2010, ε) ποσού 843,33 ευρώ την 31.12.2010, στ) ποσού 565,13 την 30.6.2011 και ζ) ποσού 2.425,48 ευρώ την 31.12.2011, ως και ποσού 1.865,75 δολαρίων την 31.12.2011 (σχετ. οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 30.6.2016 και 21.7.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του τετάρτου εκκαλούντος στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενα στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου δήλωσαν σε αυτόν ότι ασκείται σχετικό συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 60.000 ευρώ και των 50.000 δολαρίων (ισόποσο των 38.877 ΕΥΡΩ την 26.3.2013) να μετατραπεί αρχικώς σε 98.877 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε 988 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις προς τον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση, στην οποία ειδικώς ως προς τα εκδοθέντα σε Δολάρια Η.Π.Α. Μ.Α.Ε.Κ. αναφέρεται ότι «Τα ΜΑΕΚ εκδομένα σε Δολάρια Αμερικής έχουν μετατραπεί σε μετοχές Τάξης Δ με τιμή μετατροπής ευρώ 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο του ευρώ 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26 Μαρτίου 2013. Στην περίπτωση που συνεπεία της μετατροπής προκύπτουν κλασματικά δικαιώματα επί μετοχών, ο κάτοχος χρεών σε Δολάρια Αμερικής λαμβάνει τον ακέραιο αριθμό μετοχών παραλειπομένου του σχετικού κλάσματος»).
Ε. Ως προς την πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση (πέμπτη ενάγουσα) ……..: Η πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση τυγχάνει πελάτιδα της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεως αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2006, εξυπηρετουμένη από το υποκατάστημα Μεταμορφώσεως Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ……… (διευθύντρια του υποκαταστήματος), με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Η ως άνω εκκαλούσα διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με τον σύζυγό της τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………) και β) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΟ (κοινό με τον σύζυγό της τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………). Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ………, με τη συνδρομή των υφισταμένων της υπαλλήλων ……… και ………, ήλθε με πρωτοβουλία της σε επαφή με την πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτήν την επένδυση ευρισκομένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς της κεφαλαίων σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%) και εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας. Πράγματι, πεισθείσα η πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε την από 9.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την απ’ ευθείας αγορά 30.000 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε παραδόθηκε σε αυτήν το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε της δόθηκαν εγγράφως ή προφορικός οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό. Η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στην πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτήν (καθαρούς) τόκους ποσού 1.030,83 ευρώ την 31.12.2011, (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 27.7.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας η πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου», Ακολούθησε επικοινωνία της πέμπτης εκκαλούσας στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου δήλωσαν σε αυτήν ότι ασκείται σχετικό συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το μεν επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 30.000 ευρώ να μετατραπεί αρχικώς σε 30.000 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ, οι δε εις χείρας της ευρισκόμενες κατά το χρόνο αυτό (30.7.2013) 22.130 Συνήθεις Μετοχές να υποστούν ομοίως μείωση της ονομαστικής αξίας τους και εν τέλει να περιέλθουν στην κατοχή της πέμπτης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση συνολικώς 521 (νέες) Συνήθεις Μετοχές, προερχόμενες από την μετατροπή των 30.000 Μετοχών Δ' Τάξεως και των 22.130 Συνήθων Μετοχών (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις προς τους τέταρτο και πέμπτη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο II έφεση).
ΣΤ. Ως προς την έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση (έκτη ενάγουσα) ………: Η έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση, η οποία είναι δικαστική υπάλληλος (δικαστική γραμματέας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας, τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2009, εξυπηρετουμένη από το υποκατάστημα Καρδίτσας αυτής. Η ως άνω εκκαλούσα διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με τις κόρες της ……, …… και ………), περαιτέρω δε είχε πραγματοποιήσει κατά το έτος 2008 αγορές μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (50 μετοχές της εταιρίας «ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΙΓΑΙΟΥ Α.Α.Ε.», 31 μετοχές της τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», 40 μετοχές της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», συνολικής αξίας του ως άνω χαρτοφυλακίου 1.767.62 ευρώ), ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2010 είχε προβεί σε αγορά Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 6.977,25 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 η έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση έλαβε επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με την οποία την καλούσε να τοποθετήσει τα διαθέσιμα κεφάλαιά της σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., τα οποία παρουσίαζε ως «ιδιαιτέρως επωφελή» επένδυση. Σε επιγενομένη επίσκεψή της στο ως άνω υποκατάστημα προς διεκπεραίωση τρεχουσών υποθέσεών της, προσέγγισε αυτήν ο Διευθυντής του υποκαταστήματος ……, ο οποίος με αφορμή την αποστολή της ως άνω ενημερωτικής επιστολής συνέστησε ενθέρμως στην έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση να τοποθετήσει για μία πενταετία («κλειστά») στο ως άνω «νέο» επενδυτικό προϊόν (τα Μ.Α.Κ.) τα διαθέσιμα κεφάλαιά της, καθ’ όσον αυτό παρέχει προνομιακό επιτόκιο 7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%, ήτοι πρακτικώς περί το 5,5%), με απόληψη τόκων σε εξαμηνιαία βάση και εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Πεισθείσα η έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις του ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στον οποίο επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέγραψε την από 5.6.2009 υπ’ αριθ. …… «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησε την αγορά 20.000 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε της παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε της δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 5.6.2009 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ., ποσού 20.000 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία απέστειλε στην έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση νέα επιστολή, με την οποία την καλούσε να μετατρέψει τα ως άνω Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ., πλην όμως αυτή επέλεξε να μην προβεί στη νέα αυτή επένδυση, αρκουμένη στις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων του υποκαταστήματος Καρδίτσας ότι η επένδυσή της σε Μ.Α.Κ. είναι απολύτως ασφαλής («μηδενικού ρίσκου») και ότι στο τέλος της πενταετίας θα ελάμβανε ακέραιη την ονομαστική αξία του επενδυομένου κεφαλαίου. Περαιτέρω, η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της κατέβαλε στην έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 638,61 ευρώ την 31.12.2009, β) ποσού 553,06 ευρώ την 30.6.2010, γ) ποσού 562,22 ευρώ την 31.12.2010, δ) ποσού 553,06 την 30.6.2011 και ε) ποσού 562,22 ευρώ την 31.12.2011, (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 4.5.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων), πλην όμως κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 έλαβε χώρα η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των (έτι υφισταμένων και μη μετατραπέντων σε Μ.Α.Ε.Κ.) Μ.Α.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Κ. κεφάλαιο των 20.000 ευρώ να μετατραπεί υποχρεωτικώς σε 200 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, συνολικής ονομαστικής αξίας 200 ευρώ.
Ζ. Ως προς τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση [όγδοο ενάγοντα) ………: Ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση, ο οποίος είναι δικηγόρος, ειδικευόμενος (κατά δική του δήλωση, στο πλαίσιο παροχής πληροφοριών προς τους ενδιαφερομένους για συνεργασία με το δικηγορικό του γραφείο) μεταξύ άλλων στο χρηματιστηριακό δίκαιο και στην παροχή γενικών και εξειδικευμένων επενδυτικών συμβουλών, τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2002 (από κοινού με την ήθη θανούσα μητέρα του ……… και τον αδελφό του ………), εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Άνω Πατησίων Αθηνών αυτής και ειδικώς από τους προστηθέντες υπαλλήλους αυτής ……… και ………, με τους οποίους διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ο ως άνω εκκαλών διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, β) τον υπ' αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, γ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε Δολάρια Η.Π.Α. (κοινό με την μητέρα του ………), δ) τον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό σε νορβηγικές Κορώνες, ε) τον υπ' αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με την μητέρα του ………), στ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ και ζ) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ (κοινό με την μητέρα του ……… και τον αδελφό του ………), ως και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους σκοπούς του αμοιβαία κεφάλαια («ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», «ΚΥΠΡΟΥ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», «ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», «Α/Κ ΜΕΙΚΤΟ [SKY 65:35]», «ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ Switching», «ΚΥΠΡΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ», «Α/Κ ΕΥΧΕΡΟΥΣ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ», «Α/Κ JP MORGAN LIQUIDITY»), περαιτέρω δε είχε πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα από το έτους 2003 έως το έτος 2008 αγορές μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (μεταξύ των οποίων και αγορά 1.283 μετοχών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία Ι και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας), ενώ είχε προβεί: α) την 18.6.2012 σε αγορά Ομολόγων του Νορβηγικού Δημοσίου, αξίας 220.631,21 Νορβηγικών Κορονών, β) την 28.6.2011 σε αγορά Ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου, ποσού 29.606,38 ευρώ και γ) την 19.6.2012 σε αγορά Ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου, ποσού 50.018,73 ευρώ. Προς εξυπηρέτηση των ως άνω συναλλαγών του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση και των προαναφερομένων μελών της οικογενείας του (οι οποίοι διέθεταν την υπ’ αριθ. …… κοινή επενδυτική μερίδα) με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία καταρτίσθηκαν: α) η από 29.5.2008 γενική (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (περιέχουσα συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), με συμβαλλόμενους τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία παρέχονται οι σχετικές εξουσιοδοτήσεις προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση του επενδυτικού «profile» του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση, καθ’ όσον το Παράρτημα Ε' της εν λόγω συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ», η οποία προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση, ουδέποτε συμπληρώθηκε και δεν φέρει την υπογραφή του τελευταίου (αντιθέτως τα Παραρτήματα A, Β’, Δ' και ΣΤ’ έχουν υπογράφει από αυτόν), β) η από 29.5.2008 γενική (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε κοινή επενδυτική μερίδα (περιέχουσα συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων), με συμβαλλομένους την μητέρα του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση ……… και την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία παρέχονται οι σχετικές εξουσιοδοτήσεις προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, φέρουσα επιπλέον τις υπογραφές του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση και του αδελφού του ………, χωρίς, όμως, να λάβει χώρα οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση του επενδυτικού «profile» των ως άνω μετεχόντων στην κοινή επενδυτική μερίδα, καθ’ όσον το Παράρτημα Ε' της εν λόγω συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ», η οποία προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση, ουδέποτε συμπληρώθηκε και δεν φέρει την υπογραφή αυτών (αντιθέτως τα Παραρτήματα A, Β’, Δ' και ΣΤ’ έχουν υπογράφει και από τους τρεις μετέχοντες στην κοινή επενδυτική μερίδα), την υπογραφή δε των ως άνω συμβάσεων ακολούθησε η αποστολή από τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση επιστολής, φέρουσας ημερομηνία 6.6.2008, με την οποία επιβεβαίωσε την εκ μέρους του παραλαβή ενημερωτικού εγγράφου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας σχετικώς με το νέο (τότε) νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα διείπε εφεξής τις επενδυτικές συναλλαγές (Ν. 3606/2007) και γ) η από 1.7.2010 «ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ, ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ, ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΝΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ ΙΔΙΩΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ», με συμβαλλόμενους τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με αντίστοιχο τυποποιημένο γενικό περιεχόμενο (όμοια ατομική - όχι ε κοινή επενδυτική μερίδα - σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ του αδελφού του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση ……… και της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις δεν προσκομίζεται από τα διάδικα μέρη). Περαιτέρω, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 οι προστηθέντες υπάλληλοι της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… και ……… ήλθαν με δική τους πρωτοβουλία σε επικοινωνία με τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση, την μητέρα του ……… (ήδη θανούσα) και τον (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) αδελφό του ……… και επιχείρησαν να πείσουν αυτούς να προβούν στην τοποθέτηση ποσού εκ των υφισταμένων τότε καταθέσεών τους σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ. 2013/2018, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο με εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως συμφέρουσας προσφοράς, προοριζομένης για «λίγους και εκλεκτούς πελάτες». Σημειωτέον ότι κατά τον ίδιο χρόνο η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία απέστειλε στον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση την από 11.7.2008 ενημερωτική επιστολή, με την οποία του γνωστοποιούσε τους όρους εκδόσεως και τα πλεονεκτήματα των Μ.Χ. 2013/2018 και τον καλούσε να επενδύσει σε αυτά. Μετά ταύτα, πεισθέντες ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση και οι προαναφερόμενοι συγγενείς του στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων, στους οποίους είχαν εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκαν να προβεί στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψαν τη σχετική «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018 ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ», με αντικείμενο την αγορά Μ.Χ. αξίας 150.150 ευρώ, η οποία δεν προσκομίζεται από τα διάδικα μέρη, πλην όμως δεν αμφισβητείται η συγκεκριμένη αγορά, για την οποία εκδόθηκε η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση από ΙΙ «Επιστολή Παραχώρησης», με την οποία βεβαιώνεται ότι ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση και οι προαναφερόμενοι συγγενείς του έχουν επενδύσει το ποσόν των 150.150 ευρώ σε Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 150.150 ευρώ. Ακολούθως, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση και οι προαναφερόμενοι συγγενείς του υπέγραψαν την από 4.6.2009 «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησαν, κατόπιν σχετικής προτροπής των υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την μετατροπή των ευρισκομένων στην κατοχή τους Μ.Χ. 2013/2018 σε ένα νέο (διάδοχο των Μ.Χ. 2013/2018) επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., σε σχέση 1:1, ήτοι ζήτησαν την αντικατάσταση των 150.150 Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, σε 150.150 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 150.150 ευρώ. Στην εν λόγω αίτηση αγοράς (ανταλλαγής) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε τους παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 4.6.2009 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ. (δι’ ανταλλαγής των ευρισκομένων στην κατοχή του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση Μ.Χ. 2013/2018), ποσού 150.150 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 οι ως άνω προστηθέντες υπάλληλοι της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ήλθαν εκ νέου με πρωτοβουλία τους σε επαφή με τον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και τους προαναφερομένους συγγενείς του και πρότειναν σε αυτούς την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο αποτελεί «μετεξέλιξη» των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ. και παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%), σταθερό για τις δέκα πρώτες περιόδους τόκου έως την 30.6.2016 και εν συνεχεία ίσο προς το εκάστοτε ισχύον κατά την έναρξη εκάστης περιόδου τόκου Euribor έξι μηνών, πλέον περιθωρίου 3%, με εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ιδιαιτέρως επισφαλούς θέσεως των ελληνικών τραπεζών κατά την περίοδο εκείνη. Πράγματι, πεισθέντες ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση και οι προαναφερόμενοι συγγενείς του στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στους οποίους επέδειξαν εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλαν την από 11.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την ανταλλαγή των ήδη ευρισκομένων στην κατοχή τους 150.150 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 150.150 ευρώ, σε 150.150 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 150.150 ευρώ, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να κροβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε παραδόθηκε στον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και στους προαναφερομένους συγγενείς του το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους ίου συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 11.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την (δι’ ανταλλαγής των ως άνω Μ.Α.Κ.) αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 150.150 ευρώ. Μετά το θάνατο της μητέρας του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση ……… κατά το θέρος του έτους 2011 αυτός και ο αδελφός του ……… ζήτησαν τη διάσπαση της υφιστάμενης μέχρι τότε κοινής επενδυτικής μερίδας και τη μετατροπή αυτής σε ατομική εκάστου αυτών, η δε διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε την 12.9.2011 με τον σχηματισμό δύο νέων ίσων ατομικών επενδυτικών μερίδων, με συνέπεια στη νέα ατομική επενδυτική μερίδα (με αριθμό ……) του εβδόμου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση να περιέλθουν Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 75.075 ευρώ (ήτοι το ήμισυ του αρχικού συνολικού αριθμού των αγορασθέντων Μ.Α.Ε.Κ.). Εν συνεχεία, την 10.11.2011 ο έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση προέβη σε πώληση 25.500 Μ.Α.Ε.Κ. στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με σχετική εντολή προς την ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.» και έλαβε καθαρό (μετά την αφαίρεση των αναλογούντων φόρων και των σχετικών εξόδων, προμηθειών και αμοιβών) τίμημα ποσού 19.741 ευρώ, ενώ την 19.3.2012 προέβη σε ανταλλαγή 25.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε Υποχρεωτικά Μετατρέψιμα Ομόλογα (Υ.Μ.Ο.) της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, λαβών εν τέλει 33.333 μετοχές της τελευταίας με συνέπεια να παραμείνουν τελικώς στην κατοχή του 24.575 Μ.Α.Ε.Κ. Η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και ΙΙ εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και στους προαναφερομένους συγγενείς του ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε: Α. σε αυτόν και στους προαναφερομένους συγγενείς του (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 4.848,59 ευρώ την 31.12.2008, β) ποσού 4.391,89 ευρώ την 30.6.2009, γ) ποσού 4.794,37 ευρώ την 31.12.2009, δ) ποσού 3.736,85 ευρώ την 30.6.2010, ε) ποσού 4.220,88 ευρώ την 31.12.2010 και στ) ποσού 3.142,72 ευρώ την 30.6.2011 και Β. σε αυτόν ατομικώς (καθαρούς) τόκους ποσού 2.004,05 ευρώ την 31.12.2011 (σχετ. οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 29.7.2016 και 4.5.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο τέταρτος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του εβδόμου εκκαλούντος στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου τον καθησύχασαν και δήλωσαν σε αυτόν ότι πρόκειται για «αναμενόμενη φαινομενική αυξομείωση λόγω οικονομικής κρίσης», επισημαίνοντας ότι το κεφάλαιό του παραμένει ασφαλές και ότι θα ελάμβανε τους προβλεπομένους τόκους συγκεφαλαιωτικός μετά το πέρας των εξαμηνιαίων περιόδων τόκου. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το εναπομένον επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 24.575 ευρώ να μετατραπεί αρχικώς σε 24.575 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, όπως έγινε και με τις ευρισκόμενες κατά το χρόνο αυτό στην κατοχή του 34.385 Συνήθεις Μετοχές και εν τέλει να περιέλθουν στην κατοχή του συνολικώς 589 (νέες) Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις προς τον τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση).
Η. Ως προς τον όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση (ενδέκατο ενάγοντα ………: Ο όγδοος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εκμαθήσεως προγραμμάτων πληροφορικής στη Γλυφάδα Αττικής, τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 1996, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Βούλας Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ………, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ο ως άνω εκκαλών διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τον υπ’ αριθ. …… τραπεζικό λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, περαιτέρω δε διατηρούσε την υπ’ αριθ. …… επενδυτική μερίδα και τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, με χειριστή την χρηματιστηριακή ανώνυμο εταιρία υπό την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ». Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 ο όγδοος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση έλαβε επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, με την οποία τον καλούσε να τοποθετήσει τα διαθέσιμα κεφάλαιά του σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., τα οποία παρουσίαζε ως «ιδιαιτέρως επωφελή» επένδυση. Σε επιγενομένη επίσκεψή του στο ως άνω υποκατάστημα προς διεκπεραίωση τρεχουσών υποθέσεών του, η ως άνω υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας συνέστησε ενθέρμως στον όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση να τοποθετήσει για μία πενταετία («κλειστά») στο ως άνω «νέο» - χαρακτηριζόμενο ως οικονομική τοποθέτηση παραπλήσια της προθεσμιακής καταθέσεως - επενδυτικό προϊόν (τα Μ.Α.Κ.) τα διαθέσιμα κεφάλαιά του, καθ’ όσον αυτό παρέχει προνομιακό επιτόκιο 7,50% ετησίως για το πρώτο έτος και για τα επόμενα τέσσερα έτη Euribor + 3%, ήτοι πρακτικώς περί το 5,5%), με απόληψη τόκων σε εξαμηνιαία βάση και εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Πεισθείς ο όγδοος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέγραψε την από 1.6.2009 υπ’ αριθ. …… «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησε την αγορά 16.500 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 16.500 ευρώ, στην οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικός οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 11.6.2009 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ., ποσού 16.500 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τον όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτόν την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο αποτελεί «μετεξέλιξη» των Μ.Α.Κ. και παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%) και εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας. Πράγματι, πεισθείς ο όγδοος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε: α) την από 9.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την ανταλλαγή των ήδη ευρισκομένων στην κατοχή του 16.500 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 16.500, σε 16.500 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 16.500 ευρώ και β) την από 13.5.2011 όμοια αίτηση με αντικείμενο την απ’ ευθείας αγορά επιπλέον 18.500 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 18.500 ευρώ, στις οποίες αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε παραδόθηκε στον όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικός οιεοδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν: α) το από 9.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την δι’ ανταλλαγής των υφισταμένων Μ.Α.Κ. αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 16.500 ευρώ και β) το από 13.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την απ’ ευθείας αγορά επιπλέον 18.500 Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 18.500 ευρώ, ήτοι επενδύθηκε σε Μ.Α.Ε.Κ. το συνολικό ποσόν των (16.500 ευρώ + 18.500 ευρώ =) 35.000 ευρώ. Η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτόν (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 526,85 ευρώ την 31.12.2009, β) ποσού 456,27 ευρώ την 30.6.2010, γ) ποσού 463,83 ευρώ την 31.12.2010, δ) ποσού 345,35 ευρώ την 30.6.2011 και ε) ποσού 1.414,86 ευρώ την 31.12.2011 (σχετ. η προσκομιζομένη μετ’ επικλήσεως από 27.4.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο όγδοος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του εβδόμου εκκαλούντος στη υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου τον καθησύχασαν και δήλωσαν σε αυτόν ότι ασκείται συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 35.000 ευρώ να μετατραπεί αρχικώς σε 35.000 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε 350 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ.
Θ. Ως προ τον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση (έβδομο ενάγοντα) ………: Ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του οικονομολόγου (έχει εργασθεί ως οικονομικός διευθυντής στις εταιρίες «………» [2007 - 2010], «………» [2004 - 2007], «………» [2000 - 2004], «………» [1996 - 2000], ως αναλυτής επενδύσεων στην «……….» [1996 - 2004], ως οικονομικός αναλυτής στις εταιρίες «………» [1992 - 1996] και «………» [1979 - 1983] και ως ελεγκτής στην εταιρία «………» [1984 - 1988]), τυγχάνει πελάτης της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 2004, εξυπηρετούμενος από το υποκατάστημα Χολαργού Αττικής αυτής και ειδικώς από την προστηθείσα αυτής υπάλληλο ……… (Διευθύντρια του υποκαταστήματος), με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Ο ως άνω εκκαλών διατηρούσε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό σε ΕΥΡΩ και β) τον υπ’ αριθ. …… προθεσμιακό λογαριασμό σε ΕΥΡΩ. Κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 η προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας …… ήλθε με δική της πρωτοβουλία σε επικοινωνία με τον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση και επιχείρησε να τον πείσει να προβεί στην τοποθέτηση του κεφαλαίων του σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ. 2013/2018, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο (7,50% ετησίως) κατά το πρώτο έτος και εν συνεχεία για τα επόμενα τέσσερα έτη ίσο προς το επιτόκιο Euribor έξι μηνών, όπως αυτό ισχύει στην αρχή εκάστης περιόδου τόκου, πλέον περιθωρίου 3%, με εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, ισχυριζομένη ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως συμφέρουσας προσφοράς, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν προβλεπόταν ποινή (penalty) για το «σπάσιμο» της υφισταμένης τότε προθεσμιακής καταθέσεως του ενάτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση και της επενδύσεως του ποσού αυτής σε Μ.Χ. 2013/2018. Πεισθείς ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκε να προβεί στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψε την από 28.7,2008 «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018 ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ», με αντικείμενο την αγορά Μ.Χ. αξίας 105.000 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/μαστέ τους Όρους Έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου ημερομηνίας 25 Ιουνίου 2008. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Χ. 2013/2018, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 28.7.2008 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018» για την αγορά Μ.Χ. 2013/2018, ποσού 105.000 ευρώ. Μάλιστα, προς εξυπηρέτηση των συναλλαγών του με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση είχε προβεί μετά της τελευταίας στην κατάρτιση της από 28.7.2008 (τυποποιημένης) συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και με επιστολή του, φέρουσας ημερομηνία 28.7.2008, επιβεβαίωσε την εκ μέρους του παραλαβή ενημερωτικού εγγράφου σχετικώς με το νέο (τότε) νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα διείπε εφεξής τις επενδυτικές συναλλαγές (Ν. 3606/2007). Ακολούθως, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η αυτή ως άνω υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτόν την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Χ. 2013/2018) σε ένα «νέο» και «ασφαλές» επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., το οποίο αποτελούσε «φυσική μετεξέλιξη» των Μ.Χ. 2013/2018, είχε χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα της προθεσμιακής καταθέσεως, διασφάλιζε ελκυστικές αποδόσεις τόκου και την παρείχε εγγύηση της επιστροφής του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου, όταν αυτό καταστεί απαιτητό από τον δικαιούχο. Πεισθείς ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκε να προβεί στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψε την από 20.5.2009 υπ’ αριθ. …… «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησε την μετατροπή των ευρισκομένων στην κατοχή του Μ.Χ. 2013/2018 σε ένα νέο (διάδοχο των Μ.Χ. 2013/2018) επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., σε σχέση 1:1, ήτοι ζήτησε την αντικατάσταση των 105.000 Μ.Χ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 105.000 ευρώ, σε 105.000 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 105.000 ευρώ. Στην εν λόγω αίτηση αγοράς (ανταλλαγής) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε της δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το σχετικό «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ. (δι’ ανταλλαγής των ευρισκομένων στην κατοχή του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση Μ.Χ. 2013/2018), ποσού 105.000 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτόν την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο αποτελεί «μετεξέλιξη» των Μ.Α.Κ. και παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%) και εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας. Ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση είχε πληροφορηθεί, όπως συνομολογείται στο δικόγραφο της αγωγής, την ύπαρξη ενός πληροφοριακού σημειώματος ολίγων σελίδων, στο οποίο αναφέρονχαι ορισμένοι βασικοί όροι της εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ., και ζήτησε να το αναγνώσει, διαπίστωσε δε μετά από ανάγνωσή του ότι γίνεται σε αυτό μια γενική αναφορά σε «πιστωτικούς κινδύνους», πλην όμως, όταν ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις, έλαβε την απάντηση ότι οι κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. είναι οι ίδιοι με τους κινδύνους των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ., τους οποίους είχε ήδη αναλάβει, και ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ανησυχίας. Πράγματι, πεισθείς ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξε εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλε την από 6.5.2011 αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την ανταλλαγή των ήδη ευρισκομένων στην κατοχή τους 105.000 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 105.000 ευρώ, σε 105.000 Μ.Α.Ε.Κ. με τις εξής διακρίσεις: α) 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. αντιστοιχούν σε επένδυση 100.000 ευρώ, ονομαστικής αξίας εκάστου Μ.Α.Ε.Κ. 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ και β) 5.000 Μ.Α.Ε.Κ. αντιστοιχούν σε επένδυση 5.000 δολαρίων, ονομαστικής αξίας εκάστου Μ.Α.Ε.Κ. 1 δολαρίων και συνολικής ονομαστικής αξίας 5.000 δολαρίων, στη δε ως άνω αίτηση αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο} υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε του παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε του δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκαν από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία: α) το από 9.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την (δια μετατροπής των υφισταμένων Μ.Α.Κ.) αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 100.000 ευρώ και β) το από 9.5.2011 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την (δια μετατροπής των υφισταμένων Μ.Α.Κ.) αγορά Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 5.000 δολαρίων. Η τελευταία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτόν (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 3.390,63 ευρώ την 31.12.2008, β) ποσού 3.412,50 ευρώ την 30.6.2009, γ) ποσού 3.352,71 ευρώ την 31.12.2009, δ) ποσού 2.903,54 ευρώ την 30.6.2010, ε) ποσού 2.951,67 ευρώ την 31.12.2010, στ) ποσού 2.197,71 την 30.6.2011 και ζ) ποσού 4.042,47 ευρώ την 31.12.2011, ως και ποσού 265,32 δολαρίων την 31.12.2011 (σχετ. οι προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από 6.5.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του ενάτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου δήλωσαν σε αυτόν ότι πρόκειται για κάτι «προσωρινό» και ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 100.000 ευρώ και 5.000 δολαρίων να μετατραπεί αρχικώς σε 105.528 Μετοχές Δ' Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και ακολούθως σε 1.055 Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις προς τον ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση, στην οποία ειδικώς ως προς τα εκδοθέντα σε Δολάρια Η.Π.Α. Μ.Α.Ε.Κ. αναφέρεται ότι «Τα ΜΑΕΚ εκδομένα σε Δολάρια Αμερικής έχουν μετατραπεί σε μετοχές Τάξης Δ με τιμή μετατροπής ευρώ 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο τον ευρώ 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26 Μαρτίου 2013. Στην περίπτωση που συνεπεία της μετατροπής προκύπτουν κλασματικά δικαιώματα επί μετοχών, ο κάτοχος χρεών σε Δολάρια Αμερικής λαμβάνει τον ακέραιο αριθμό μετοχών παραλειπομένου του σχετικού κλάσματος») και
I. Ως προς τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση (ένατο και δέκατη ενάγοντες) ……… και ………: Ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο I έφεση, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, και η σύζυγος αυτού δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση, είναι οι μόνοι μέτοχοι της εδρεύουσας στη Λάρισα ανωνύμου τεχνικής εταιρίας υπό την επωνυμία «………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ - ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ - ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», τυγχάνουν δε πελάτες της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από του έτους 1998, εξυπηρετούμενοι από το υποκατάστημα ……… Λαρίσης αυτής και ειδικώς από τους προστηθέντες αυτής υπαλλήλους ………, ………, ………, …….., ……… και ………, με τους οποίους διατηρούσαν μακροχρόνια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Οι ως άνω εκκαλούντες διατηρούσαν στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία: α) τον υπ’ αριθ. …… κοινό λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, β) τον υπ’ αριθ. …… κοινό λογαριασμό σε ΕΥΡΩ και γ) τον υπ’ αριθ. …… κοινό λογαριασμό σε ΕΥΡΩ, ενώ τουλάχιστον από του έτους 2001 διέθεταν την υπ’ αριθ. …… κοινή επενδυτική μερίδα, η οποία, όμως, μέχρι το έτος 2008 δεν είχε ενεργοποιηθεί, καθ’ όσον δεν αποδεικνύεται η διενέργεια επενδυτικών πράξεων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2001 - 2007. Κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 η προστηθείσα υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε με δική της πρωτοβουλία σε επικοινωνία με τον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση και επιχείρησε να τον πείσει να προβεί στην τοποθέτηση του κεφαλαίου των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση σε ένα νέο προϊόν, τα Μ.Χ. 2013/2018, προσομοιάζον κατά τις ιδιότητές του με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διαρκείας, με προνομιακό επιτόκιο και με εγγυημένη επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας, ισχυριζομένη ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως συμφέρουσας προσφοράς, δεδομένου, μάλιστα, ότι η προβλεπομένη ποινή (penalty) για το «σπάσιμο» της υφισταμένης τότε προθεσμιακής καταθέσεως (1 έως 3% του κεφαλαίου) των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση και την επένδυση του ποσού αυτής σε Μ.Χ. 2013/2018 θα αντισταθμιζόταν ταχέως από την απόληψη των τόκων του πρώτου έτους της επενδύσεως. Πεισθέντες οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχαν εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκαν να προβούν στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψαν από κοινού την από 25.7.2008 υπ’ αριθ. …… «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018 ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ», με αντικείμενο την αγορά Μ,Χ. 2013/2018 αξίας 405.050 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/μαστέ τους Όρους Έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο - Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου ημερομηνίας 25 Ιουνίου 2008. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε τους παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Χ. 2013/2018, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 28.7.2008 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/2018» για την αγορά Μ.Χ. 2013/2018, ποσού 405.050 ευρώ. Μάλιστα, προς εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης συναλλαγής με την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία (η οποία οδήγησε σε ενεργοποίηση της προαναφερομένης μέχρι τότε αδρανούς κοινής επενδυτικής μερίδας) την 24.7.2008 (η αίτηση αγοράς Μ.Χ. υποβλήθηκε την αμέσως επομένη ημέρα 25.7.2008, κατά τα προεκτεθέντα) καταρτίσθηκαν οι εξής συμβάσεις: α) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο I έφεση και της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα Ε' αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από τον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση απαντήσεις στα ερωτήματα ως εξής: «A. Ποια είναι η ηλικία σας: 51 - 65 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Πάνω από πέντε χρόνια. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Ικανοποιητικές γνώσεις. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)», β) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο I έφεση και της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από τον πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση απαντήσεις στα ερωτήματα ως εξής: «A. Ποια είναι η ηλικία σας: 36 - 50 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Πάνω από πέντε χρόνια. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Βασικές αρχές. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)», γ) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ της δεύτερης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο I έφεση και της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα Ε' αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από την δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση απαντήσεις στα ερωτήματα ως εξής: «Α. Ποια είναι η ηλικία σας: 18 - 35 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Είμαι νέος επενδυτής. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Βασικές αρχές. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Μέσος - Ουδέτερος. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)», δ) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ της δεύτερης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο I έφεση και της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από την δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση τα ερωτήματα ως εξής: «Α. Ποια είναι η ηλικία σας: 36 - 50 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Είμαι νέος επενδυτής. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Βασικές αρχές. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)», ε) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών σε κοινή επενδυτική μερίδα μεταξύ αμφοτέρων των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση και της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα Ε' αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από αμφοτέρους τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση απαντήσεις στα ερωτήματα ως εξής: «Α. Ποια είναι η ηλικία σας: 36 - 50 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Πάνω από πέντε χρόνια. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Βασικές αρχές. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)» και στ) η φέρουσα την ως άνω ημερομηνία (τυποποιημένη) σύμβαση παροχής υπηρεσιών σε κοινή επενδυτική μερίδα μεταξύ αμφοτέρων των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση και της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία περιέχει συνοπτική αναφορά και περιγραφή των γενικών επενδυτικών κινδύνων, στο δε Παράρτημα αυτής υπό τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ» έχουν συμπληρωθεί ενυπογράφως από αμφοτέρους τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση απαντήσεις στα ερωτήματα ως εξής: «Λ. Ποια είναι η ηλικία σας: 36 - 50 ετών. Β. Το χρονικό διάστημα που ήδη ασχολείστε με το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι: Πάνω από πέντε χρόνια. Γ. Το επίπεδο των χρηματιστηριακών σας γνώσεων είναι: Βασικές αρχές. Δ. Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ, Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)». Ακολούθως, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2009 η αυτή ως άνω υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο II έφεση και πρότεινε σε αυτούς την μετατροπή των προαναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Χ. 2013/2018) σε ένα «νέο» και «ασφαλές» επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., το οποίο αποτελούσε «φυσική μετεξέλιξη» των Μ.Χ. 2013/2018, είχε χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα της προθεσμιακής καταθέσεως, διασφάλιζε ελκυστικές αποδόσεις τόκου και παρείχε εγγύηση επιστροφής του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου, όταν αυτό καταστεί απαιτητό από τον δικαιούχο. Πεισθέντες οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Ι έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου, στην οποία είχαν εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής συναλλακτικής τους σχέσεως, δέχθηκαν να προβούν στην εν λόγω επένδυση, αποφέρουσα υψηλότερους τόκους, και υπέγραψαν την από 5.6.2009 υπ’ αριθ. …… «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ/ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ», με την οποία ζήτησαν την μετατροπή των ευρισκομένων στην κατοχή τους Μ.Χ. 2013/2018 σε ένα νέο (διάδοχο των Μ.Χ. 2013/2018) επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Κ., σε σχέση 1:1, ήτοι ζήτησαν την αντικατάσταση των 405.050 Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας έκαστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 400.050 ευρώ, σε 405.050 Μ.Λ.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 405.050 ευρώ. Στην εν λόγω αίτηση αγοράς (ανταλλαγής) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Βεβαιώνω/ ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης, όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 30 Απριλίου 2009. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης», πλην όμως ουδέποτε τους παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικός οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Κ., όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε το από 5.6.2009 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για την αγορά Μ.Α.Κ. (6ι’ ανταλλαγής των ευρισκομένων στην κατοχή των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση Μ.Χ. 2013/2018), ποσού 400.050 ευρώ. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2011 η υπάλληλος της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ……… ήλθε εκ νέου με πρωτοβουλία της σε επαφή με τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση και πρότεινε σε αυτούς την μετατροπή των πρααναφερομένων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Κ.) σε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο αποτελεί «μετεξέλιξη» των Μ.Α.Κ. και παρέχει ιδιαιτέρως ελκυστικό ετήσιο επιτόκιο (6,5%) για τουλάχιστον δέκα εξαμηνιαίες περιόδους τόκους και εγγύηση καταβολής του συνόλου (100%) της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου κατά τη λήξη της επενδύσεως, αναφέροντας με έμφαση ότι δεν υπάρχει «ρίσκο» και ότι πρόκειται για μια πολύ καλή προσφορά προς τους «καλούς» και «παλαιούς» πελάτες της τράπεζας, ενώ παραλλήλως επισήμανε και τον κίνδυνο απώλειας των κεφαλαίων των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση, εάν αυτοί επέλεγαν να διατηρήσουν αυτά σε προθεσμιακές καταθέσεις ελληνικών τραπεζών λόγω της ιδιαιτέρως επισφαλούς κατά το χρόνο αυτό καταστάσεως της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος (κίνδυνος εξόδου από το ΕΥΡΩ και μετάβαση στη Δραχμή κλπ.). Πεισθέντες οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση στις παραινέσεις και διαβεβαιώσεις της ως άνω υπαλλήλου της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, στην οποία επέδειξαν εμπιστοσύνη λόγω της μέχρι τότε ομαλής μεταξύ τους συνεργασίας, υπέβαλαν τη σχετική αίτηση με τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» με αντικείμενο την ανταλλαγή των ήδη ευρισκομένων στην κατοχή τους 400.050 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 400.050 ευρώ, σε 400.050 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και συνολικής ονομαστικής αξίας 400.050 ευρώ, ζητώντας με αυτήν την έκδοση των τελευταίων όχι σε ΕΥΡΩ, αλλά σε Δολάρια Η.Π.Α., στη δε ως άνω αίτηση αναφέρεται ότι «Με την παρούσα βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και αναγνωρίζουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπό της αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή», πλην όμως ουδέποτε τους παραδόθηκε το ως άνω αναφερόμενο στο σκεπτικό Ενημερωτικό Δελτίο ούτε τους δόθηκαν εγγράφως ή προφορικώς οιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι των Μ.Α.Ε.Κ., άπας τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, ακολούθως δε εκδόθηκε από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία το από 18.5.2011 έγγραφο περί «παραχωρήσεως» 568.871 Μ.Α.Ε.Κ., ονομαστικής αξίας εκάστου 1 δολαρίων και συνολικής ονομαστικής αξίας 568.871 δολαρίων (ισόποσο των 400.050 ευρώ με ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1,4420), ενώ, κατόπιν προτροπής των προαναφερομένων υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, οι εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση διέθεσαν την 19.3.2012 68.871 Μ.Α.Ε.Κ., συνολικής ονομαστικής αξίας 68.871 δολαρίων για την αγορά Υποχρεωτικώς Μετατρεψίμων Ομολόγων (Υ.Μ.Ο) της τελευταίας (λαβόντες εν τέλει 69.729 μετοχές), διατηρώντας στην κατοχή τους 500.000 Μ.Α.Ε.Κ., εκδοθέντα σε Δολάρια Η.Π.Α., κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της απέστελλε τακτικώς (ανά εξάμηνο) στους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση ενημερωτικά σημειώματα (statements) υπό τον τίτλο «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΑΣ» και κατέβαλε σε αυτούς (καθαρούς) τόκους: α) ποσού 11.626,45 ευρώ την 31.12.2008, β) ποσού 11.701,47 ευρώ την 30.6.2009, γ) ποσού 12.773,82 ευρώ την 31.12.2009, δ) ποσού 9.956,24 ευρώ την 30.6.2010, ε) ποσού 2.951,67 ευρώ την 31.12.2010, στ) ποσού 11.245,85 την 30.6.2011 και ζ) ποσού 7.535,94 ευρώ την 31.12.2011, ως και ποσού 21.227,46 δολαρίων την 31.12.2011 (σχετ. οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 4.4.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων). Ωστόσο, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2012 έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων, περί της οποίας ο πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχείο I έφεση ενημερώθηκε με την από 15.6.2012 επιστολή περί «υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου». Ακολούθησε επικοινωνία του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο I έφεση με το ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό υποκατάστημα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του οποίου δήλωσαν σε αυτόν ότι πρόκειται για «αναμενόμενη φαινομενική αυξομείωση λόγω οικονομικής κρίσης», επισημαίνοντας ότι το κεφάλαιο των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση παραμένει ασφαλές και ότι θα ελάμβαναν τους προβλεπομένους τόκους συγκεφαλαιωτικώς μετά το πέρας των εξαμηνιαίων περιόδων τόκου. Εντέλει, κατά το χρονικό διάστημα μηνών Μαρτίου - Ιουλίου του έτους 2013 ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.Α.Ε.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το επενδυθέν σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο των 388.277 ευρώ (ισόποσο των 500.000 δολαρίων) να μετατραπεί αρχικώς σε 105.528 Μετοχές Δ’ Τάξεως, ονομαστικής αξίας εκάστης αρχικώς 1 ευρώ και εν συνεχεία 0,01 ευρώ και εντέλει σε 4.905 (νέες) Συνήθεις Μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, στις οποίες συναριθμούνται και οι κατά το χρόνο αυτό ευρισκόμενες στην κατοχή των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση 101.729 (παλαιές) Συνήθεις Μετοχές (σχετ. η από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας προς τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση, στην οποία ειδικός ως προς τα εκδοθέντα σε Δολάρια Η.Π.Α. Μ.Α.Ε.Κ. αναφέρεται ότι «Τα ΜΑΕΚ εκδομένα σε Δολάρια Αμερικής έχουν μετατραπεί σε μετοχές Τάξης Δ με τιμή μετατροπής ευρώ 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο του ευρώ 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ:δολαρίων 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26 Μαρτίου 2013. Στην περίπτωση που συνεπεία της μετατροπής προκύπτουν κλασματικά δικαιώματα επί μετοχών, ο κάτοχος χρεών σε Δολάρια Αμερικής λαμβάνει τον ακέραιο αριθμό μετοχών παραλειπομένου του σχετικού κλάσματος»).
Μετά ταύτα, σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις: I. Η πρωτοβουλία προσεγγίσεως των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις - πελατών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με σκοπό την προσέλκυση των πρώτων και την πρόκληση της αποφάσεως να επενδύσουν στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα ανήκε αποκλειστικώς στην τελευταία, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας, στο πλαίσιο λεπτομερούς σχετικού σχεδιασμού και ενεργούντες επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες της, επικοινωνούσαν είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης κατά τη προσέλευση των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις στα ως άνω υποκαταστήματα, προκειμένου να ενημερώσουν και εν τέλει να προτείνουν σε αυτούς την επένδυση των εις χρήμα κεφαλαίων τους (μέχρι τότε διαθεσίμων είτε σε απλούς καταθετικούς λογαριασμούς είτε σε προθεσμιακούς λογαριασμούς είτε σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) στα επίδικα επενδυτικά προϊόντα, ενώ προς τον αυτό σκοπό έτεινε και η μαζική ταχυδρομική αποστολή «ενημερωτικών επιστολών» αναφορικώς με την έκδοση και διάθεση στο επενδυτικό κοινό των συγκεκριμένων προϊόντων. Το γεγονός ότι υπήρξε οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση των πελατών της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με σκοπό τη μαζική προώθηση των ως άνω επενδυτικών προϊόντων αποδεικνύεται από σειρά προσκομιζομένων μετ' επικλήσεως από αμφότερα τα διάδικα μέρη εσωτερικών εγγράφων αυτής προς τα στελέχη της, ενδεικτικώς δε αναφέρονται (σχετικώς με την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ.): α) το από 10.3.2011 υπ’ αριθ. CRM/052/11 έγγραφο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 99: ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» και β) το από 11.4.20011 υπ’ αριθ. πρωτ. CRM/074/11 όμοιο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 101: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ», τα οποία απευθύνονται σε ανώτερα στελέχη της Τράπεζας και στα οποία γίνεται αναφορά σε «εκστρατεία» και «στόχους», προσδιορίζονται οι ομάδες ενδιαφέροντος - στόχοι {με αναφορά στο χαρτοφυλάκιο και το ύφος των καταθέσεων τους), καθορίζεται ο τρόπος επικοινωνίας και προσεγγίσεως των πελατών, αλλά η μέθοδος καταγραφής της προσεγγίσεως αυτής και των αποτελεσμάτων της, II. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι δεν έθεσαν υπόψη των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις τα ανωτέρω αναφερόμενα στο σκεπτικό Ενημερωτικά Δελτία ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και πού αυτά είναι διαθέσιμα, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή αυτών στις προαναφερόμενες (συνοπτικές και ολίγων σελίδων) αιτήσεις συμμετοχής στα επίμαχα επενδυτικά προϊόντα, στις οποίες περιλαμβάνεται - σε «ψιλά» γράμματα η τυπική - αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα - παραδοχή ότι έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον τους κατανόησαν πλήρως, πράγμα εν πάση περιπτώσει εξαιρετικώς αμφίβολο, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι έλαβαν στην κατοχή τους και ανέγνωσαν τα εν λόγω Ενημερωτικά Δελτία ή πληροφορήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενό τους, δεδομένου ότι αυτά ήσαν πυκνογραμμένα σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα με σύνθετους νομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία αποταμιευτή ή επενδυτή, III. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι σκοπίμως απέκρυψαν (αποσιώπησαν) από τους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις την πραγματική φύση και λειτουργία των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives), με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και δη είτε του δευτεροβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 2 - τα Μ.Χ. 2013/2018) είτε του πρωτοβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 1- τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ.), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, κατά τα λεπτομερώς εκτεθέντα ανωτέρω στο σκεπτικό, (αναφαρικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ.) αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» - perpetual bonds), υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας Τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιό του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγματεύσεως, ιδίως δε οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι εκ προθέσεως απέκρυψαν και δεν επισήμαναν στους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς κατά την κρίση της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ακυρώσεως πληρωμής τόκων (κατά την επένδυση σε Μ.Α.Κ.) και, επιπλέον (αναφορικώς με την επένδυση σε Μ.Α.Ε.Κ.) της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των τελευταίων κατά σειρά επενδυτικών προϊόντων σε μετοχές της, δεδομένου ότι όλα τα ως άνω επενδυτικά προϊόντα σχεδιάσθηκαν εξαρχής ως «μέσα απορροφήσεως ζημιών» της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, ιδίως δε τα Μ.Α.Κ. και προεχόντως ία Μ.Α.Ε.Κ. αποτέλεσαν προστατευτικό μέσο («μαξιλάρι»), το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής εκθέσεώς της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο προκλήσεως των οποίων ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ήδη κατά το χρόνο σχεδιασμού τόσο των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ., όσο - και κυρίως - των Μ.Α.Ε.Κ. και IV. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι σκοπίμως και παραπλανητικώς προέβησαν σε {άμεση ή έμμεση) σύγκριση των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις (με τη λειτουργία των οποίων ήσαν εξοικειωμένοι οι εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις), υπερτονίζοντας και προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα αυτών σε σχέση με τις καταθέσεις αυτές (αυξημένο και ιδιαιτέρως ελκυστικό επιτόκιο), αποσιωπώντας τους κινδύνους, όπως αυτοί περιγράφονται ανωτέρω, προβάλλοντας το διεθνές κύρος και την ευρωστία της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και διαβεβαιώνοντας ότι το επενδυόμενο κεφάλαιο είναι (κατά το σύνολο της ονομαστικής αξίας αυτού) «ασφαλές» και «εγγυημένο», καίτοι, όπως καλώς γνώριζαν, ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Ότι κατά την προσέγγιση των πελατών της τράπεζας με σκοπό την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων σημαντικό επιχείρημα αποτελούσε η προβολή των πλεονεκτημάτων αυτών σε σχέση με την απλή προθεσμιακή κατάθεση αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφορικώς με τα Μ.Α.Ε.Κ. με τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει (υπό τον τίτλο «ΜΑΕΚ Vs κατάθεση?») ότι «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση...», χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στους σχετικούς κινδύνους του προϊόντος. Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής - επιχειρηματικής της δραστηριότητας, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία προς αποφυγή δυσμενών για την ίδια εννόμων συνεπειών, σαφώς παρέσχε δια των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων της επενδυτική υπηρεσία - συμβουλή (υπό τη μορφή της συστάσεως) στους πελάτες της εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι οποίοι φέρουν άπαντες την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχομένων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή - μη «επαγγελματία» επενδυτή, δεδομένου ότι τα επενδυθέντα ποσά (ακόμη και τα υψηλότερα) δεν είναι ασυνήθη στο πεδίο της τρέχουσας αποταμιευτικής - ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και δεν αποδείχθηκε συστηματική («επαγγελματική») ενασχόληση των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις με χρηματιστηριακές και εν γένει επενδυτικές δραστηριότητες. Πέραν και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν διενήργησαν (με την εξαίρεση της περιπτώσεως των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση) τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις διατάξεις του Ν. 3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των πελατών τους (εν προκειμένω των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο II έφεση) αναφορικώς με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι γνώριζαν το συντηρητικό επενδυτικό profile των τελευταίων, αλλά και το γεγονός ότι - κατά τα ρητώς αναφερόμενα σε όλα τα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία - τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (ιδίως τα Μ.Α,Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ.) δεν ήσαν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Σημειωτέον ότι ο διενεργηθείς στην περίπτωση των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο I έφεση έλεγχος καταλληλότητας - συμβατότητας καταδεικνύει, παρά τις επουσιώδεις διαφοροποιήσεις των απαντήσεων στα επιμέρους ερωτήματα, και επιβεβαιώνει ακριβώς το αληθές επενδυτικό profile των ως άνω ληπτών ίων συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών, ήτοι ότι πρόκειται περί συντηρητικών και προσεκτικών (μη επιθετικών) «ιδιωτών πελατών», ενδιαφερομένων πρωτίστως και προεχόντως για τη διατήρηση της ακεραιότητας του επενδυομένου κεφαλαίου τους και αποδεχομένων τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο, συνιστάμενο προεχόντως στη μη απόληψη κέρδους (τόκου, μερίσματος κλπ.) σε περίπτωση δυσμενούς εξελίξεως της επενδύσεως (όπως αναφέρεται χαρακτηριστικώς στα παρατιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό συμπληρωθέντα από τους εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση εκκαλούντες: Ο βασικός στόχος της επένδυσής σας είναι: Διαφύλαξη αρχικού κεφαλαίου συν μια σταθερή απόδοση κεφαλαίου. Ε. Ο επενδυτικός κίνδυνος που είστε διατεθειμένος να αναλάβετε είναι: Σχετικά μικρός. ΣΤ. Ο επενδυτικός ορίζοντας της επένδυσής είναι: Μακροχρόνιος (άνω των 3 ετών)...»). Μόνο το γεγονός ότι οι εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις είχαν αναπτύξει επενδυτική δραστηριότητα στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού ή και εξωτερικού, στην αγορά Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) ή αλλοδαπών κρατικών ομολόγων ή στην αγοραπωλησία «ασφαλών» μετοχών (κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών) στην πρωτογενή ή την παράλληλη αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ή και σε αλλοδαπά χρηματιστήρια, δεν καθιστά αυτούς «εμπείρους» ή «επαγγελματικού επιπέδου» επενδυτές, δυναμένους εκ των προτέρων να αντιληφθούν ευχερώς τους ανωτέρω αναφερομένους στο σκεπτικό κινδύνους των προκειμένων επενδυτικών προϊόντων, τα οποία ήσαν κατά το χρόνο εκδόσεώς τους «πρωτότυπα», ήτοι μη σχετιζόμενα με τα ήδη γνωστά στους επενδυτικούς κύκλους συνήθη χρηματοπιστωτικά προϊόντα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι σε όλους τους εκκαλούντες στις υπό στοιχείο I και II εφέσεις είχε επισημανθεί από τους αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους να μην εστιάζουν την προσοχή τους στην πράγματι αποτυπουμένη στα αποστελλόμενα ενημερωτικά σημειώματα (statements) μείωση του επενδυομένου κεφαλαίου τους κατά την εξέλιξη της επενδύσεως, αλλά στο γεγονός ότι καθ’ ο χρόνο ζητηθεί (από τον επενδυτή) ή αποφασισθεί (από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία) η ρευστοποίηση αυτών (ιδίως των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ.), είναι εξασφαλισμένη («εγγυημένη») η απόδοση του συνόλου της ονομαστικής αξίας του κατά περίπτωση επενδυομένου κεφαλαίου, ως και μόνη κατ’ ουσίαν δυσμενής συνέπεια σε περίπτωση ατυχούς εξελίξεως της επενδύσεως είναι η ακύρωση της πληρωμής τόκου. Η πολυπλοκότητα και η πρωτοτυπία των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, συνδυαζομένη με τη (σκόπιμη) παράλειψη λεπτομερούς ενημερώσεως των υποψηφίων επενδυτών αναφορικώς με τους συνοδεύοντες αυτά επενδυτικούς κινδύνους και την μονομερή προβολή των πλεονεκτημάτων τους από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας εξηγεί ευχερώς την απόφαση των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις να προβούν στις επίδικες αγορές, χωρίς να αντιληφθούν την αληθή φύση των συγκεκριμένων προϊόντων και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου του επενδυομένου κεφαλαίου, και να διατηρήσουν αυτά επί μακρό χρονικό διάστημα στην κατοχή τους, μη σπεύδοντας σε άμεση διάθεση αυτών στη δευτερογενή αγορά, έστω και εάν ορισμένοι εξ αυτών (όπως ο δικηγόρος έβδομος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση και ο οικονομολόγος - οικονομικός αναλυτής ένατος εκκαλών στην υπό στοιχείο II έφεση) ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία επιτρέπει κατ’ αρχήν την εκτίμηση ότι ως «ειδικοί» έπρεπε να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τους κινδύνους αυτούς και να μην προβούν στη συγκεκριμένη επένδυση. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αυτής και των εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, με μοναδικό σκοπό να τους προωθήσει επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα και υπερβολικά εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, ανυπαρξία υποχρεώσεως επιστροφής του κεφαλαίου), είναι δε ομοίως προφανές ότι εάν οι εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, συντηρητικοί αποταμιευτές και επενδυτές, ενεργούντες με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επενδύσεώς τους, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία, την τιμή της μετοχής της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αναμφιβόλως δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία πράγματι τήρησε τις διατάξεις του Ν. 3401/2005 «Ενημερωτικό Δελτίο προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση», του κυπριακού Νόμου περί Εταιριών και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2003/71/ΕΚ και Κανονισμός 809/2004) για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, στερείται εννόμου επιρροής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι δεν επάγεται, άνευ άλλου τινός, τον αποκλεισμό της εφαρμογής του Ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία MiFID, καθ' όσον ναι μεν δεν εμπίπτει κατ’ αρχήν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου η πρωτογενής διάθεση χρηματοοικονομικών προϊόντων (δηλαδή η απ’ ευθείας διάθεση αυτών από τον εκδότη στον επενδυτή, όπως συνέβη με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα), αλλά μόνο η διάθεση στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, πλην όμως οι ρυθμίσεις του Ν. 3606/2007 ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται και την περίπτωση αυτή, εφ’ όσον εν τοις πράγμασι διαπιστώνεται η παροχή επενδυτικής υπηρεσίας υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής από τους αρμοδίους προς διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων υπαλλήλους των κατά τόπους υποκαταστημάτων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, κατά τα προεκτιθέμενα. Ότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρέσχε επενδυτική υπηρεσία υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχή συστάσεως) στους υποψηφίους αγοραστές των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων αποδεικνύεται ιδίως από: α) την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. και στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμοδίων υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ., η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τους, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση, εφ’ όσον με τα κεφάλαια αυτών θα ελάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω αξιογράφων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα αναφορικώς με αμφότερα τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ.) ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής υπό τη μορφή της συστάσεως, με την οποία παρουσιάσθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα για έκαστο συγκεκριμένο επενδυτή, β) την υπ’ αριθ. 9/700/10.12.2014 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκαν στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία: βα) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 αποφάσεως αυτής και ββ) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007, καθ’ όσον διαπιστώθηκε από την εν λόγω δημόσια αρχή μεταξύ άλλων ότι: i. «Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει για να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ ενήργησε κατά τρόπο που ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές ... Ακόμα και εάν στα έντυπα των “αιτήσεων αγοράς” των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περιγράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς» και ii. «iii. Στο έντυπο "Ερωτήσεις και Απαντήσεις" που στάλθηκε στο δίκτυο για αυστηρά εσωτερική χρήση με σκοπό την ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση των υπαλλήλων του δικτύου για τα ΜΑΕΚ υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων, στην ερώτηση υπ’ αριθμ. 24 «ΜΑΕΚ vs Κατάθεση» αναφέρεται ότι: “Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση υψηλότερη από την κατάθεση. Τα ΜΑΕΚ δυνατόν να εξασφαλίσουν στους κατόχους τους αρκετά ψηλότερες αποδόσεις εάν η τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο είναι ψηλότερη από την τιμή της μετατροπής. Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει ... Επίσης σχετικά με τα υπό iii. Αναφερόμενα, στην ερώτηση υπ’ αριθμ. 24 «ΜΑΕΚ vs Κατάθεση» του εντύπου "Ερωτήσεις και Απαντήσεις” διενεργείται σύγκριση των ΜΑΕΚ με τις καταθέσεις, με επισήμανση μόνο των τιλεονεκτημάτων του προϊόντος (όπως το υψηλό επιτόκιο και τις υψηλότερες αποδόσεις από μια κατάθεση), χωρίς στην ίδια παράγραφο να αναφέρεται ότι σε περίπτωση που συμβεί οποιοδήποτε γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου ή γεγονός βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές. Επίσης, ενώ υπάρχει η αναφορά "...Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει...*, δεν αναφέρεται ότι η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ1 οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την πληρωμή τόκου και ότι οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα.
Επομένως, οι υπάλληλοι της Τράπεζας, οι οποίοι, προκειμένου να είναι σε θέση να ενημερώνουν για τα βασικά χαρακτηριστικά των επενδυτικών προϊόντων τους δυνητικούς επενδυτές, έλαβαν γνώση του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου, οδηγούνται να συγκρίνουν ένα σύνθετο επενδυτικό προϊόν με μια κατάθεση υποβαθμίζοντας τους κινδύνους που ενέχει η συγκεκριμένη επένδυση καθώς τονίζονται επιλεκτικά μόνο τα πλεονεκτήματά της, καθώς εκτός των άλλων, δεν υπάρχει καν η αναφορά ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν εντάσσονται σε κανένα “σχέδιο προστασίας“, όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Η παροχή επιλεκτικής πληροφόρησης είναι δυνατόν να επηρεάσει την απόφαση του επενδυτή...» και, αφού επισημάνθηκε όχι παρασχέθηκαν από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία διαφόρων τύπων κίνητρα προς διευκόλυνση της προωθήσεως των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. στο επενδυτικό κοινό (μη επιβολή επιβαρύνσεων για πρόωρη άντληση κεφαλαίων από λογαριασμούς υπό προειδοποίηση, υπό την προϋπόθεση ότι τα αντλούμενα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδοτήσεως για το προσωπικό της Τράπεζας, παροχή καταναλωτικών δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδοτήσεως σε νέους επενδυτές, παροχή δανείων καταναλωτικής, επαγγελματικής και στεγαστικής πίστεως με εξασφάλιση τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα), κρίθηκε ότι «Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στη διαδικασία προώθησης των ΜΑΕΚ από την Τράπεζα εντοπίστηκαν σημεία παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους για επένδυση. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την κοινή θέση των καταγγελλόντων ότι για την αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων παρακινήθηκαν από υπαλλήλους της Τράπεζας, τους οποίους σε αρκετές περιπτώσεις κατονομάζουν. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο που ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτών, κατά παράβαση της παρ. 4 τον άρθρου 25 του ν. 3606/2007 γ) την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 Ν. 3297/2004) προς την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 3 και 25 Ν. 3606/2007, των άρθρων 8 παρ. 1 και 9ε Ν. 2251/1994 και 197 ΑΚ, με αναφορά στα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, αλλά και με επισήμανση: γα) της ελλείψεως πιστοποιήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων προς της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών (πράγματι δεν αποδείχθηκε ότι οι συγκεκριμένοι ανωτέρω αναφερόμενοι στο σκεπτικό τραπεζικοί υπάλληλοι ήσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ειδικώς πιστοποιημένοι για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών [συμβουλών], καθ’ όσον η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία ναι μεν αναφέρει στις κατατεθείσες προτάσεις της ότι ορισμένοι εκ των αναφερομένων ανωτέρω στο σκεπτικό υπαλλήλων της διέθεταν πιστοποιήσεις διαφόρων βαθμίδων, πλην όμως δεν διευκρινίζει εάν οι πιστοποιήσεις αυτές υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο των συζητήσεων περί την κατάρτιση και της ιδίας της καταρτίσεως των επιδίκων συμβάσεων αγοράς των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων και είναι οι πράγματι απαιτούμενες, τα δε στοιχεία αυτά δεν προκύπτουν από τον προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία κατάλογο πιστοποιημένων υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος, ο οποίος φέρει ημερομηνία 18.11.2011, ήτοι μεταγενέστερη της καταρτίσεως όλων των επιδίκων αγορών) και γβ) της συνδρομής περιπτώσεως συγκρούσεως συμφερόντων κατά την έκδοση και διάθεση των εν λόγοι επενδυτικών προϊόντων, διότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία είναι ταυτοχρόνως ο εκδότης αυτών και ο παρέχων την επενδυτική συμβουλή περί αγοράς τους και ως τούτου ενδεχομένως να μην έχει συμφέρον σε πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση των υποψηφίων επενδυτών αναφορικώς με τα στοιχεία της επενδύσεως, διότι αυτό λογικώς θα απέτρεπε μέρος αυτών από την επένδυση, με συνέπεια την μη πλήρη κάλυψη της συγκεκριμένης εκδόσεως και δ) την από 13.9.2013 Απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με θέμα «Παράλειψη συμμόρφωση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ με ορισμένες διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 και της Οδηγίας που εκδόθηκε βάσει του εν λόγω Νόμου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την Άσκηση Επενδυτικών Δραστηριοτήτων του 2007», με την οποία με ανάλογο σκεπτικό επιβλήθηκε στην εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία διοικητικό πρόστιμο για παράβαση της προαναφερομένης κυπριακής νομοθεσίας περί παροχής επενδυτικών συμβουλών (παροχή μη σαφών, ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς πελάτες ή πιθανούς πελάτες, παροχή πληροφορήσεως σε μη κατανοητή μορφή, παράλειψη αντλήσεως πληροφοριών για τους πελάτες ή πιθανούς πελότες αναφορικώς με τη γνώση και την πείρα τους στον επενδυτικό τομέα, παροχή επενδυτικών συμβουλών από μη εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο πρόσωπα, παράλειψη γενικής περιγραφής της φύσεως και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η λήψη επενδυτικής αποφάσεως επί τη βάσει σωστής ενημερώσεως, παράλειψη αξιολογήσεως της καταλληλότητας των πελατών ή πιθανών πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα). Ενόψει των προεκτιθεμένων, η ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφείσα στο σκεπτικό παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αρμοδίων κατά περίπτωση υπαλλήλων της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας συνιστά παράβαση: α) των διατάξεων του Ν. 3606/2007, ιδίως δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 αυτού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281, 288 και 334 ΑΚ, β) της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης αυτής ως παρέχουσας τραπεζικές - επενδυτικές υπηρεσίες, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχεία I και V της μείζονος σκέψεως της παρούσας, δεδομένου ότι η εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστεως, και δεν κατέβαλε πάσα δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, διαφωτίσεως και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές - καταναλωτές της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και γ) των διατάξεων των άρθρων 147, 149 εδ. β’, 297, 298, 914 επ., 922 και 932 ΑΚ, καθ’ όσον συνιστά εν ταυτώ αδικοπραξία, κατά τα αναλυτικώς εκτεθέντα ανωτέρω υπό στοιχεία II και III της μείζονος σκέψεως, διότι με απατηλά μέσα οι ως άνω προστηθέντες της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας τραπεζικοί υπάλληλοι δολίως προκάλεσαν στους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι οποίοι ήσαν συντηρητικοί πελάτες της τράπεζας με profile μέσου αποταμιευτή και επενδυτή, την απόφαση να επενδύσουν το εις χρήμα κεφάλαιό τους στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιό τους επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει, περαιτέρω δε επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, με μόνο σκοπό τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα και εν τέλει δια της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, όπως τελικώς συνέβη, κατά τα προεκτεθέντα, με συνέπεια οι τελευταίοι να υποστούν περιουσιακή ζημία, αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, η οποία προκλήθηκε σε αυτούς από την απώλεια του κεφαλαίου τους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι: α) άπαντες οι εκκαλούντες στις υπό στοιχείο I και II εφέσεις έλαβαν πλήρη ενημέρωση (τόσο μέσω των Ενημερωτικών Δελτίων, όσο και της απ’ ευθείας επικοινωνίας με τους αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους) ως προς τη φύση, τους όρους και τους επενδυτικούς κινδύνους των συγκεκριμένων προϊόντων, ήσαν εξοικειωμένοι με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και απολύτως ικανοί να αξιολογήσουν και εκτιμήσουν τον κίνδυνο απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου λόγω της επενδύσεώς τους (ιδίως σε Μ.Α.Ε.Κ.), λαμβανομένων υπόψη ιδίως της σημαντικής εμπειρίας τους σε χρηματιστηριακές - επενδυτικές συναλλαγές, του μορφωτικού επιπέδου και, κατά περίπτωση, της επαγγελματικής ιδιότητας αυτών, ενώ ήσαν σε θέση να διαπιστώσουν ευχερώς την απομείωση του επενδυομένου κεφαλαίου τους από την απλή επισκόπηση των τακτικώς αποστελλομένων σε αυτούς ενημερωτικών σημειωμάτων (statements), β) ουδέποτε παρασχέθηκε επενδυτική συμβουλή οποιοσδήποτε μορφής στους εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις από την εφεσίβλητο στις εφέσεις αυτές αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, η οποία αρκέσθηκε, στο πλαίσιο εκπληρώσεως των καταρτισθεισών συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών των, κατά περίπτωση αντισυμβαλλομένων της, εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι οποίοι είχαν προηγουμένως προβεί σε συνειδητή επιλογή αγοράς των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, στο πλαίσιο της επιθετικής επενδυτικής συμπεριφοράς τους, χωρίς να επηρεασθούν με παραπλανητικές παραστάσεις από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, γ) οι πρώτος, δεύτερος, τρίτη, τέταρτος, πέμπτη και έβδομος εκκαλούντες στην υπό στοιχείο II έφεση δεν υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, διότι υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δ) δεν υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων λόγω της διπλής ιδιότητας της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ως εκδότριας των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων και παρέχουσας συμβουλές περί την αγορά τους, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 147, 149 εδ. β', 281, 288, 297, 298, 334, 914 επ., 922, 932 ΑΚ και 8 Ν. 2251/1994 και την εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να δεχθεί ότι οι εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι οποίοι τυγχάνουν μέσοι συντηρητικοί ιδιώτες αποταμιευτές, υπαγόμενοι άπαντες στην έννοια του «καταναλωτή» τραπεζικών - επενδυτικών υπηρεσιών κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, έλαβαν επενδυτική συμβουλή (υπό τη μορφή της συστάσεως) από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία προσέγγισε αυτούς με δική της πρωτοβουλία, προκειμένου να επενδύσουν στα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας πολύπλοκα και πρωτότυπα επενδυτικά προϊόντα, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαφωτίσεως και προστασίας αυτών, αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική φύση των εν λόγω προϊόντων ως μέσων ανακεφαλαιοποιήσεως αυτής και τον κίνδυνο ολοκληρωτικής απώλειας του επενδυομένου κεφαλαίου και εξαίροντας μόνο τα πλεονεκτήματα τους» περιερχομένη σε σύγκρουση καθηκόντων ως εκδότρια των προϊόντων και ταυτοχρόνως ως φορέας διαθέσεως αυτών στο επενδυτικό κοινό, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμων των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου λόγων της υπό στοιχείο I εφέσεως και των πρώτου, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου, πέμπτου, έκτου, εβδόμου, ογδόου, ενάτου, δέκατου, ενδεκάτου, δωδεκάτου, δέκατου τρίτου, δέκατου τετάρτου, δέκατου πέμπτου, δέκατου έκτου και δέκατου εβδόμου λόγων της υπό στοιχεία II εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση στο σύνολό της (ήτοι και κατά τα κεφάλαια αυτής, τα οποία, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα κατωτέρω στο σκεπτικό, είτε δεν προσβλήθηκαν με ειδικό λόγο εφέσεως, είτε προσβλήθηκαν μεν; αλλά οι σχετικοί λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν, και τα οποία θα περιληφθούν αυτούσια στο διατακτικό της παρούσας - ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 46 141), διότι τούτο κρίνεται σκόπιμο για την ενότητα της εκτελέσεως, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος υπ’ αριθ. ………/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο I εφέσεως και του ομοίως κατατεθέντος υπ’ αριθ. ………/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο II εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και ίσχυε μέχρι την 31.12.2015, αναριθμηθείσα σε παρ. 3 μετά την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016), να κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν η κριθείσα ως νόμιμη και στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 147, 149 εδ. β', 281, 288, 297, 298, 334, 914 επ., 922 και 932 ΑΚ και 8 Ν. 2251/1994 από 20.4.2016 με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016 αγωγή, με την αναγκαία επισήμανση ότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως απορριπτέος πλέον ως αλυσιτελής τυγχάνει ο δέκατος ένατος λόγος της υπό στοιχείο II εφέσεως περί εσφαλμένου υπολογισμού της επιδικασθείσας εις βάρος των εναγόντων - εκκαλούντων στην υπό στοιχείο II έφεση δικαστικής δαπάνης, διότι το περί δικαστικής δαπάνης κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως συνέχεται αναγκαίως με την ουσία της υποθέσεως, και ως εκ τούτου σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως κατ’ ουσίαν εξαφανίζεται η απόφαση και ως προς τη δικαστική δαπάνη (ΑΠ 805/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 278/2019 ΧρΙδΔ 2020 126, ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 39 825, ΕφΑθ 854/2021, ΕφΠειρ 219/2021, ΕφΑθ 2260/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., υπό το άρθρο 520, αριθ. 1078).
Μετά ταύτα, από πλευράς της η εναγόμενη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία επαναφέρει παραδεκτός με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της αμφοτέρων των εφέσεων (άρθρο 240 ΚΠολΔ) τον ισχυρισμό περί νόμοι αβασίμου της αγωγής λόγω ελλείψεως της αναγκαίας προς θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας προϋποθέσεως του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης αυτής και της επελθούσας ζημίας των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, επί τω λόγω ότι μετά τη θέση αυτής υπό καθεστώς ειδικής εξυγιάνσεως την 26.3.2013 με τον «Περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο (17) 2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας η μετατροπή των Μ.Χ. 2013/2018, Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές αυτής έλαβε χώρα σε εκτέλεση των διατάξεων του Νόμου αυτού με τα αναφερόμενα ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η οποία οριζόταν ως Αρχή Εξυγιάνσεως, δηλαδή η όποια περιουσιακή ζημία των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις δεν οφείλεται στην αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων κατά τα έτη 2008, 2009 και 2011, αλλά σε επιγενόμενα γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα να προβλεφθούν εκ των προτέρων, λαβόντα χώρα κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2013, και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις (ήτοι στην ψήφιση του ως άνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην έκδοση των προαναφερομένων Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου), και ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου. Επί του προκειμένου ισχυρισμού λεκτέα τα ακόλουθα: Αναγκαίος όρος για την κατάφαση ευθύνης προς αποζημίωση αποτελεί, μεταξύ άλλων η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης (αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά) του δράστη και της επελθούσας ζημίας του θύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας συνιστούν (και δη σωρευτικώς) η παράβαση της εν τοις πράγμασι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών (εν προκειμένω υπό τη μορφή της συστάσεως - παράβαση άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281, 288 ΑΚ), η παράβαση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντος (τραπεζικές - επενδυτικές) υπηρεσίες και η αδικοπραξία (άρθρα 914 επ. ΑΚ), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό, ενώ ζημία, όπως έχει ήδη επισημανθεί, συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η μετατροπή κεφαλαίου (μετρητών χρημάτων) των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις σε μετοχές, αλλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό εξήλθε της περιουσίας τους και αντ’ αυτού δεν εισήλθε ισοδύναμο ποιοτικώς μέγεθος, αλλά κάτι έτερο (aliud), ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου και, εν τέλει, μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως της εναγόμενης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με συνέπεια η ζημία των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις να θεωρείται επελθούσα, ακόμη και σε περίπτωση, καθ’ ην δεν είχε χωρήσει μετατροπή σε τραπεζικές μετοχές. Μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νομίμων λόγων ευθύνης της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και της ως άνω ζημίας των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι, εάν η εναγομένη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία είχε παράσχει, ως ώφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστεως, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, τους κινδύνους της επενδύσεως στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την προπεριγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, οι συντηρητικοί - μη επιθετικοί επενδυτές ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Πρέπει, ιδίως, να επισημανθεί ότι κατά το χρόνο εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ. (2011), το Ενημερωτικό Δελτίο των οποίων αναφέρεται εκτενώς - το πρώτον - σε «Γεγονός Βιωσιμότητας» και σε «Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου», τα οποία, εφ’ όσον επισυμβούν, οδηγούν υποχρεωτικώς σε μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, η εναγομένη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σαφώς γνώριζε την σημαντική επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της και τη δραματική υποβάθμιση της κεφαλαιακής της επάρκειας λόγω της υπερβολικής εκθέσεως αυτής σε Ο.Ε.Δ., γεγονός, το οποίο επιρρωνύει τη βασική παραδοχή ότι προεχόντως τα Μ.Α.Ε.Κ. σχεδιάσθηκαν ειδικώς, προκειμένου να απορροφήσουν τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από την υπερβολική έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. και να αναπληρώσουν τις απώλειες της σε πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Ζήτημα διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου από την παρεμβολή του Κυπριακού Δημοσίου (δια της θέσεως σε ισχύ του ως άνω Νόμου) και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (δια της εκδόσεως των προαναφερομένων Διαταγμάτων) δεν τίθεται, αφ’ ενός διότι η ζημία των κατόχων των Μ.Α.Ε.Κ. είχε ήδη επέλθει με την αγορά των επιδίκων τριών επενδυτικών προϊόντων σε προγενέστερο χρόνο, αφ’ ετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω νομοθετικές παρεμβάσεις απλώς υλοποιήθηκαν οι όροι του αφορώντος στα Μ.Α.Ε.Κ. Ενημερωτικού Δελτίου, όπως αυτοί παρατίθενται αναλυτικώς ανωτέρω στο σκεπτικό (ίδ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνη, Η διάθεση στην Ελλάδα "Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου” [ΜΑΕΚ], ως καινοφανών ομολόγων ομολογιακού δανείου αλλοδαπής τράπεζας, εις ΔΕΕ 2018 21 επ.), δηλαδή δεν πρόκειται περί επελεύσεως άλλου εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, ανεξάρτητου προς την αρχική αδικοπραξία, εντελώς ασχέτου προς το γεγονός, το οποίο ήταν πρόσφορο να επιφέρει και θα επέφερε το βλαπτικό αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εν τέλει δεν επήλθε λόγω του πράγματι επελθόντος εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, με συνέπεια τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου (ad hoc περί θεμελιώσεως και μη διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ως προς τα εδώ επίδικα επενδυτικά προϊόντα: ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1479/2013, ΕφΑθ 3255/2020, ΕφΑθ 7120/2019, ΕφΑθ 5431/2019, ΕφΑθ 4356/2019, ΕφΑθ 2201/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ίδ. σχετ. και ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1286/2021, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» αναφορικώς με άλλα επενδυτικά προϊόντα), ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση, καθ’ ην ορισμένοι των επενδυτών επέλεξαν (πράγματι εξαναγκάσθηκαν) κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2012 να προβούν σε μερική ή ολική μετατροπή των ευρισκομένων στην κατοχή τους Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, καθ’ όσον, πέραν του ότι η εν λόγω μετατροπή έλαβε χώρα κατόπιν συμβουλής των αρμοδίων προστηθέντων υπαλλήλων της τελευταίας, αυτός ήταν, κατά το χρόνο αυτό, ο μόνος πρόσφορος τρόπος διασώσεως του επενδεδυμένου σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου (έστω και εάν τελικώς και ο τρόπος αυτός αποδείχθηκε απρόσφορος, τουλάχιστον κατά το μέγιστο μέρος των επενδεδυμένων κεφαλαίων). Κατά συνέπεια, ο προκείμενος ισχυρισμός της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας περί μη θεμελιώσεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης αυτής (κατά τα προεκτιθέμενα) και της επελθούσας περιουσιακής ζημίας των εναγόμενων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις παρίσταται μη νόμιμος και απορριπτέος, ομοίως δε απορριπτέοι παρίστανται οι ομοίως παραδεκτώς επαναφερόμενοι δια των προτάσεων της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ισχυρισμοί (άρθρο 240 ΚΠολΔ) ισχυρισμοί: α) περί μη εξαπατήσεως των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις και πλήρους ενημερώσεως αυτών κατά την ισχύουσα ειδική νομοθεσία για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών και β) περί ελλείψεως ευθύνης αυτής κατά τις διατάξεις του Ν. 3606/2007, ο οποίος δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις της δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό. Μετά ταύτα, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας οι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις υπέστησαν περιουσιακή ζημία, συνισταμένη στην ποιοτική μετατροπή (ήδη κατά την αγορά των Μ.Χ. 2013/2018 και εν συνεχεία με την αγορά των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ.) του διαθεσίμου εις χρήμα κεφαλαίου τους σε ιδιαιτέρως επισφαλείς απαιτήσεις κατά της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα) με τα αναλυτικώς ανωτέρω περιγραφόμενα στο σκεπτικό χαρακτηριστικά, η οποία (ζημία) ισούται με το σύνολο της ονομαστικής αξίας του επενδυθέντος σε Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ. και εν τέλει απολεσθέντος κεφαλαίου τους και υπολογίζεται: α) για τον πρώτο ενάγοντα - πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των πενήντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (50.000 ευρώ], β) για τον δεύτερο ενάγοντα - δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων σαράντα έξι ΕΥΡΩ και εβδομήντα λεπτών 137.646,70 ευρώ), γ) για την τρίτη ενάγουσα - τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των σαράντα δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ [42.000 ευρώ), 5) νια τον τέταρτο ενάγοντα - τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των (ήμισυ του συνόλου της κοινής επενδύσεως αυτού και της συζύγου του πέμπτης ενάγουσας - πέμπτης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση ……… σε Μ.Α.Ε.Κ. 60.000 ευρώ = 30.000 ευρώ + 38.877 ευρώ [ισόποσο του επενδυθέντος σε Μ.Α.Ε.Κ. ποσού των 50.000 δολαρίων] =) εξάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ΕΥΡΩ (68.877 ευρώ), ε) νια την πέμπτη ενάγουσα - πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση ………, στο ποσόν των (ήμισυ του συνόλου της κοινής επενδύσεως αυτής και του συζύγου της τετάρτου ενάγοντος - τετάρτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση ……… σε Μ.Α.Ε.Κ. 60.000 ευρώ = 30.000 ευρώ + 30.000 ευρώ=) εξήντα χιλιάδων ΕΥΡΩ (60.000 ευρώ), στ) για την έκτη ενάγουσα - έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση …….., στο ποσόν των είκοσι χιλιάδων ΕΥΡΩ (20.000 ευρώ), ζ) για τον έβδομο ενάγοντα - ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των εκατόν πέντε χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο ΕΥΡΩ (105.528 ευρώ), η) για τον όγδοο ενάγοντα - έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση ………, στο ποσόν των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε ΕΥΡΩ (24.575 ευρώ), με την επισήμανση ότι ο συγκεκριμένος ενάγων - εκκαλών έχει ήδη παραιτηθεί δια των κατατεθειμένων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεών του από το αίτημα επιδικάσεως του ποσού των 19.741,59 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο εισπραχθέν εκ μέρους τίμημα από την πώληση 25.500 Μ.Α.Ε.Κ. μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, το δε αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως ποσού 25.000 ευρώ, το οποίο παριστά ζημία του από την μετατροπή 25.000 Μ.Α.Ε.Κ. σε 33.333 Συνήθεις Μετοχές της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας την 27.3.2012, έχει ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας με οριστική διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλην όμως η εν λόγω απορριπτική διάταξη δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο εφέσεως ή με πρόσθετο λόγο εφέσεως και ως εκ τούτου το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 522 ΚΠολΔ), θ) για τον ένατο ενάγοντα - πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση ………, στο ποσόν των (ήμισυ του συνόλου της κοινής επενδύσεως αυτού και της συζύγου του δέκατης ενάγουσας - δεύτερης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο I έφεση ……… σε Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 388.772 ευρώ, ισοπόσου του επενδυθέντος ποσού των 500.000 δολαρίων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/δολαρίων της 8.8.2013=) εκατόν ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (194.386 ευρώ), ι) για τη δέκατη ενάγουσα - δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Ι έφεση: ………, στο ποσόν των (ήμισυ του συνόλου της κοινής επενδύσεως αυτής και της συζύγου της ενάτου ενάγοντος - πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο I έφεση ……… σε Μ.Α.Ε.Κ., ποσού 388.772 ευρώ, ισοπόσου του επενδυθέντος ποσού των 500.000 δολαρίων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/δολαρίων της 8.8.2013=) εκατόν ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (194.386 ευρώ) και ια) για τον ενδέκατο ενάγοντα - όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση: ………, στο ποσόν των τριάντα πέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (35.000 ευρώ).
Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις δεν πλήττουν με ειδικό λόγο εφέσεως ή με πρόσθετο λόγο εφέσεως τις διατάξεις της εκκαλουμένης αποφάσεως περί απορρίψεως: α) του αιτήματος ακυρώσεως των συμβάσεων αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. λόγω απάτης συνεπεία συμπληρώσεως της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας (άρθρο 157 ΑΚ), β) ως μη νόμιμης της αγωγικής βάσεως εκ των διατάξεων των άρθρων 197 - 198 ΑΚ (ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις) και γ) ως μη νομίμου του αιτήματος επιδικάσεως των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής συγκεκριμένων ποσών μη καταβληθέντων τόκων των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ., κατά τις γενόμενες δι’ έκαστο ενάγοντα - εκκαλούντα διακρίσεις, επί τω λόγω ότι το προκείμενο αίτημα προϋποθέτει ότι αυτοί επέλεξαν να αποδεχθούν ως έγκυρη την ακυρώσιμη λόγω απάτης δικαιοπραξία και να ζητήσουν το θετικό διαφέρον (διαφέρον εκπληρώσεως), το οποίο περιλαμβάνει και τους παραγομένους τόκους των Μ.Α.Ε.Κ., πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση ζητήθηκε ρητώς η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, οπότε η ζητουμένη αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον (διαφέρον εμπιστοσύνης), το οποίο καλύπτει κάθε ζημία, την οποία θα είχαν αποφύγει, εάν δεν είχαν πεισθεί σε κατάρτιση της συμβάσεως, εντεύθεν δε τα συγκεκριμένα κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος κατ’ έφεση δικάζοντος Δικαστηρίου (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η εναγομένη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία επαναφέρει παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρο 240 ΚΠολΔ) την πρωτοδίκως προταθείσα πρωτοδίκως ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις στην πρόκληση και την έκταση της ζημίας τους (άρθρα 300, 330 ΑΚ), επί τω λόγω ότι αυτοί: α) δεν ζήτησαν πληροφορίες για την ακριβή φύση και τους κινδύνους των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων και δεν ανέγνωσαν με τη δέουσα προσοχή τους τίτλους και το περιεχόμενο των εγγράφων, τα οποία κλήθηκαν να υπογράψουν, ώστε να αντιληφθούν ότι δεν πρόκειται περί τραπεζικής καταθέσεως, αλλά περί αγοράς αμιγώς χρηματιστηριακού προϊόντος, δια της οποίας αναλαμβάνουν συγκεκριμένους επενδυτικούς κινδύνους και β) δεν έλαβαν υπόψη τους τα αποστελλόμενα σε αυτούς ενημερωτικά σημειώματα (statements), ώστε να αντιληφθούν την μείωση του επενδυομένου κεφαλαίου τους κατά την εξέλιξη της επενδύσεως και ακολούθως να προβούν σε ρευστοποίηση αυτών στη δευτερογενή αγορά, ώστε να ελαττώσουν την προϊούσα ζημία τους, για το λόγο δε αυτό ζητεί να περιορισθεί το τυχόν επιδικασθησόμενο ποσόν αποζημιώσεως εις έκαστον των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις ως εξής: α) για τον πρώτο ενάγοντα - εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των 5.658 ευρώ, το οποίο θα είχε απολέσει, εάν είχε προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτόν Μ.Α.Ε.Κ. μετά την παραλαβή του από 30.6.2011 ενημερωτικού σημειώματος (statement), β) για τους δεύτερο και τρίτη ενάγοντες - εκκαλούντες στην υπό στοιχείο II έφεση ……… και ………, στο ποσόν των 5.880 ευρώ, το οποίο θα είχαν απολέσει, εάν είχαν προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτούς Μ.Χ. μετά την παραλαβή του από 31.12.2008 ενημερωτικού σημειώματος (statement), γ) για τους τέταρτο και πέμπτη ενάγοντες - εκκαλούντες στην υπό στοιχείο II έφεση ……… και ………, στο ποσόν των 4.200 ευρώ, το οποίο θα είχαν απολέσει, εάν είχαν προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτούς Μ.Χ. 2013/2018 μετά την παραλαβή του από 31.12.2008 ενημερωτικού σημειώματος (statement), δ) για την έκτη ενάγουσα - έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ……… δεν θα υπήρχε καν ζημία, διότι κατά την αποστολή του πρώτου ενημερωτικού σημειώματος (statement) της 31.12.2009 η αξία των κατεχομένων από αυτήν Μ.Α.Κ. είχε αυξηθεί κατά 0,045%, ε) για τον έβδομο ενάγοντα - ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση ………, στο ποσόν των 12.000 ευρώ, το οποίο θα είχε απολέσει, εάν είχε προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτόν Μ.Χ. 2013/2018 μετά την παραλαβή του από 31.12.2008 ενημερωτικού σημειώματος (statement), στ) για τον όγδοο ενάγοντα - έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση ………, στο ποσόν των 10.510,50 ευρώ, άλλως στο ποσόν των 21.021 ευρώ, το οποίο θα είχε απολέσει, εάν είχε προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτόν Μ.Χ. 2013/2018 μετά την παραλαβή του από 31.12.2008 ενημερωτικού σημειώματος (statement), ζ) για τους ένατο και δέκατη ενάγοντες - πρώτο και δεύτερη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση ……… και ………, στο ποσόν των 56.007 ευρώ, το οποίο θα είχαν απολέσει, εάν είχαν προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτούς Μ.Χ. 2013/2018 μετά την παραλαβή του από 31.12.2008 ενημερωτικού σημειώματος (statement) και η) για τον ενδέκατο ενάγοντα - όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των 1.867,14 ευρώ, το οποίο θα είχε απολέσει, εάν είχε προβεί σε ρευστοποίηση των κατεχομένων από αυτόν Μ.Α.Ε.Κ. μετά την παραλαβή του από 30.6.2011 ενημερωτικού σημειώματος (statement). Ωστόσο, η υπό κρίση ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, κατά το πρώτο μεν σκέλος της διότι υπό τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες συνθήκες προσεγγίσεως και καταπείσεως των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις με απατηλά μέσα να προβούν στις επίδικες επενδύσεις δεν νοείται συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος αυτών (πολλώ δε μάλλον δεν τίθεται ζήτημα ετοιμότητας των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις να προβούν σε χρηματιστηριακή πώληση των ομολόγων τους καθ’ ο χρόνο εισπράττουν τόκους με κανονικούς ρυθμούς), κατά το δε δεύτερο σκέλος αυτής διότι οι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, ως μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές - επενδυτές, δεν είχαν ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις και, εν πάση περιπτώσει, δεν διέθεταν ειδικούς νομικούς και χρηματιστηριακούς συμβούλους (όπως εθεωρείτο αναγκαίο, κατά τα αναφερόμενα στα σχετικά Ενημερωτικά Δελτία), ώστε να λαμβάνουν συνεχώς ουσιαστική νομική και χρηματοοικονομική ενημέρωση για την εξέλιξη της επενδύσεώς τους και να αντιλαμβάνονται πλήρως και επαρκώς τις μεταβολές των χρηματιστηριακών δεικτών, για το λόγο δε αυτό μόνη η προς τους εφεσιβλήτους αποστολή από την εναγομένη - εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εγγράφων ενημερώσεων (statements) για τις αποδόσεις των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων σε τακτά χρονικά διαστήματα δεν αρκεί προς απόδειξη της πλήρους γνώσεως αυτών περί τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, αλλά μόνο περί το χαρακτήρα τους ως επενδύσεων (τον οποίο οι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία και II εφέσεις δεν αμφισβητούν, καθ’ όσον δεν ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω προϊόντα ήσαν προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά προϊόντα ομοιάζοντα προς προθεσμιακές καταθέσεις, προς τις οποίες και συγκρίθηκαν από τους κατά περίπτωση αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό), τις οποίες όμως ευλόγως θεωρούσαν ασφαλείς και χωρίς κίνδυνο για το επενδυόμενο κεφάλαιό τους, το αυτό δε ισχύει και για τις από 18.5.2009 (για τα Μ.Α.Κ.) και από 20.4.2011 (για τα Μ.Α.Ε.Κ.) ενημερωτικές επιστολές της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας προς τους μετόχους και τους κατόχους Μ.Χ. 2013/2018, Μ.Α.Κ. και Αξιογράφων Κεφαλαίου 2007 (κατά περίπτωση), ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι αυτές πράγματι απεστάλησαν και στους ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχείο I και II εφέσεις, διότι η αποστολή των εν λόγω εγγράφων καλύπτει μεν τύποις τη γενική υποχρέωση ενημερώσεως των υποψηφίων επενδυτών (με χρήση συνθέτων και μη ευχερώς κατανοητών από τον μέσο μη «επαγγελματία» επενδυτή τεχνικών νομικών - χρηματοοικονομικών όρων), δεν αποδεικνύει όμως πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσεως και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και - προεχόντως - των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους στερουμένους ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των τελευταίων με τους κατά περίπτωση αρμοδίους υπαλλήλους (οι οποίοι και είχαν την πρωτοβουλία της προσεγγίσεως των υποψηφίων επενδυτών είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής) επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρεσχέθησαν σαφείς διαβεβαιώσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την ασφάλεια του επενδυομένου κεφαλαίου και την καταγραφή υψηλών αποδόσεων τόκου, με την παράλληλη - παραπλανητική - επισήμανση ότι οι τυχόν σημειούμενες στα ενημερωτικά σημειώματα (statements) αυξομειώσεις του επενδυομένου κεφαλαίου οφείλονται στις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς και δεν πρέπει να προκαλούν ανησυχία, ακριβώς διότι είναι «εγγυημένη» η απόδοση του συνόλου της ονομαστικής αξίας του επενδυομένου κεφαλαίου μετά πάροδο πενταετίας, Περαιτέρω, η εναγομένη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία Ι και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία επαναφέρει παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρο 240 ΚΠολΔ) την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις του κέρδους αυτών από την απόληψη τόκων των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων (άρθρα 297, 298 και 914 επ. ΑΚ) και ζητεί να αφαιρεθεί από το τυχόν επιδικασθησόμενο εις έκαστον αυτών ποσόν αποζημιώσεως το ποσόν των εισπραχθέντων εκ μέρους του τόκων ως εξής: α) για τον πρώτο ενάγοντα - εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 1.718,05 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 30.6.2011 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 30.6.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, β) για τον δεύτερο ενάγοντα - δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 1.234,50 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 30.6.2011 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 25.7.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, γ) για την τρίτη ενάγουσα - τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 6.057,93 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 31.12.2008 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 30.6.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, δ) για τον τέταρτο ενάγοντα - τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 8.910,71 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 1.1.2008 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στις από 30.6.2016 και 21.7.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων, ε) για την πέμπτη ενάγουσα - πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 1.030,83 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 1.1.2008 – 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 27.7.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, στ) για την έκτη ενάγουσα - έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 2.896,17 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 31.12.2009 – 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 4.5.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, ζ) για τον έβδομο ενάγοντα - ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 22.456,24 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 31.12.2008 – 31.12.2011, όπως αναγράφεται στις από 4.5.2016 και 6.5.2016 καταστάσεις πληρωθέντων τόκων, η) για τον όγδοο ενάγοντα - έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο ΙΙ έφεση ………, το ποσόν των 27.139,35 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 1.1.2008 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 30.6.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων, θ) για τους ένατο και δέκατη ενάγοντες - πρώτο και δεύτερη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο I έφεση ……… και ……., το ποσόν των 64.839,77 ευρώ, το οποίο έλαβαν για τόκους περιόδου 31.12.2008 - 31.12.2011, και το ποσόν των 21.227,46 δολαρίων ή το ισόποσο των 16.406 ευρώ, όπως αναγράφεται στην από 27.4.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων και ι) για τον ενδέκατο ενάγοντα - όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των 3.207,16 ευρώ, το οποίο έλαβε για τόκους περιόδου 31.12.2008 - 31.12.2011, όπως αναγράφεται στην από 27.4.2016 κατάσταση πληρωθέντων τόκων. Ωστόσο, η υπό κρίση ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι, και αληθούς υποτιθεμένης της εισπράξεως των ως άνω ποσών τόκων από τους ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος αυτών από τη ζημία τους, αλλά αποτελούν καρπούς της επενδύσεώς τους στα ως άνω επενδυτικά προϊόντα, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι, τους οποίους έλαβαν οι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, αποτελούν μεν κέρδος τους, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (ήτοι δεν συνδέεται αιτιωδώς με) το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγσμένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, όπως απαιτείται κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο IV της μείζονος σκέψεως, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην τελευταία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτήν τρόπο, αποδίδοντας στους ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις τους παραγομένους τόκους, εν πάση δε περιπτώσει ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις παρίσταται στην ένδικη περίπτωση αντίθετος στην καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών απατηλής προσελκύσεως των τελευταίων στην αγορά των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων. Ομοίως απορριπτέο ως αβάσιμο τυγχάνει το παραδεκτώς προβαλλόμενο με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της εναγόμενης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αίτημα περί επιδείξεως των σε αυτές ειδικώς αναφερομένων εγγράφων (αντίγραφα ατομικών επενδυτικών μερίδων και αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών αξιών) των έκτης ενάγουσας - έκτης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση και ενδεκάτου ενάγοντος - ογδόου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο II έφεση (άρθρα 450 επ. ΚΠολΔ), καθ’ όσον τα έγγραφα αυτά δεν κρίνονται αναγκαία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του παρόντος Δικαστηρίου περί την πραγματική επενδυτική εμπειρία των ως άνω εναγόντων - εκκαλούντων, δεδομένου ότι μόνη η σε παρελθόντα χρόνο επένδυση από αυτούς κεφαλαίων σε κοινά, απευθυνόμενα σε απλούς «μη επαγγελματίες» επενδυτές, χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν καταδεικνύει την αντικειμενική δυνατότητα αυτών να αντιληφθούν τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους των επιδίκων χρηματοοικονομικών προϊόντων, τα οποία ήσαν ιδιαιτέρως σύνθετα, νέα με άγνωστη συμπεριφορά, και οπωσδήποτε ακατάλληλα για άπειρους ή μη κατέχοντες εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις «επαγγελματιών» επενδυτών, όπως οι εδώ ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των μέσων συντηρητικών αποταμιευτών - επενδυτών. Περαιτέρω, από την λεπτομερώς περιγραφομένη ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας οι ενάγοντες - εκκαλούντες στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις υπέστησαν ταλαιπωρία και θλίψη, εντεύθεν δε δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ), η οποία κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου αποτιμάται, λαμβανομένων υπόψη ιδίως: α) του βαθμού του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης - εφεσιβλήτου στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (συστηματική και βάσει κεντρικώς οργανωμένου σχεδίου μαζική προώθηση των ανωτέρω αναφερομένων στο σκεπτικό της παρούσας συνθέτων, πρωτοτύπων και ιδιαιτέρως επικινδύνων επενδυτικών προϊόντων, με έμφαση αποκλειστικώς στην προβολή των πλεονεκτημάτων και στην επιμελή απόκρυψη - αποσιώπηση των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, με σκοπό την προσέλκυση του μείζονος δυνατού αριθμού επενδυτών), των συνθηκών της αδικοπραξίας (με ιδιαίτερη αναφορά στην κατάχρηση της σχέσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης προς την εναγομένη - εφεσίβλητο στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία και τα στελέχη της, τα οποία εκμεταλλεύθηκαν την πολυετή συναλλακτική σχέση των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις με την τράπεζα, προκειμένου να επιτύχουν την προώθηση των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων), του είδους, της εκτάσεως και των συνεπειών αυτής (σοβαρή διακινδύνευση της οικονομικής θέσεως των εναγόντων - εκκαλούντων στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις, με σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στον προγραμματισμό της καλύψεως των προσωπικών και οικογενειακών υποχρεώσεων αυτών) και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των συγκεκριμένων διαδίκων: α) για τον πρώτο ενάγοντα - εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (2.500 ευρώ), β) για τον δεύτερο ενάγοντα - δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (2.000 ευρώ), γ) για την τρίτη ενάγουσα - τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των δύο χιλιάδων ΕΥΡΩ (2.000 ευρώ), δ) για τον τέταρτο ενάγοντα - τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (3.500 ευρώ), ε) νια την Πέμπτη ενάγουσα - πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (3.000 ευρώ), στ) για την έκτη ενάγουσα - έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των χιλίων ΕΥΡΩ (1.000 ευρώ], ζ) για τον έβδομο ενάγοντα - ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των έξι χιλιάδων ΕΥΡΩ (6.000) ευρώ), η) για τον όγδοο ενάγοντα - έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το ποσόν των χιλίων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (1.500 ευρώ), θ) για τον ένατο ενάγοντα - πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση ………, στο ποσόν των οκτώ χιλιάδων ΕΥΡΩ (8.000 ευρώ), ι) για τη δέκατη ενάγουσα - δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση ………, στο ποσόν των οκτώ χιλιάδων ΕΥΡΩ (8.000 ευρώ) και ια) για τον ενδέκατο ενάγοντα - όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, στο ποσόν των χιλίων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (1.500 ευρώ). Μετά ταύτα, η υπό κρίση από 20.4.2016 με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016 αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη - εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία I και II εφέσεις αλλοδαπή τραπεζική εταιρία να καταβάλει για τις ανωτέρω αναφερόμενες στο σκεπτικό αιτίες: α) στον πρώτο ενάγοντα - εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (50.000 ευρώ + 2.500 ευρώ =) πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (52.500 ευρώ), β) στον δεύτερο ενάγοντα - δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (37.646,70 ευρώ + 2.000 ευρώ =) τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα έξι ΕΥΡΩ και εβδομήντα Λεπτών (39.646.70 ευρώ), γ) στην τρίτη ενάγουσα - τρίτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (42.000 ευρώ + 2.000 ευρώ =) σαράντα τεσσάρων χιλιάδων ΕΥΡΩ (44.000 ευρώ), δ) στον τέταρτο ενάγοντα - τέταρτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (68.877 ευρώ + 3.500 ευρώ =) εβδομήντα δύο χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ΕΥΡΩ (72.377 ευρώ), ε) στην πέμπτη ενάγουσα - πέμπτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (60.000 ευρώ + 3.000 ευρώ =) εξήντα τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (63.000 ευρώ), στ) στην έκτη ενάγουσα - έκτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (20.000 ευρώ + 1.000 ευρώ =) είκοσι μίας χιλιάδων ΕΥΡΩ (21.000 ευρώ), ζ) στον έβδομο ενάγοντα - ένατο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (105.528 ευρώ + 6.000 ευρώ =) εκατόν ένδεκα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ ΕΥΡΩ (111.528 ευρώ), η) στον όγδοο ενάγοντα - έβδομο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (24.575 ευρώ + 1.500 ευρώ =) είκοσι έξι χιλιάδων εβδομήντα πέντε ΕΥΡΩ [26.075 ευρώ), θ) στον ένατο ενάγοντα - πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο I έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (194.386 ευρώ + 8.000 ευρώ =) διακοσίων δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (202.386 ευρώ), ι) στη δέκατη ενάγουσα - δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση ………, το συνολικό ποσόν των (194.386 ευρώ + 8.000 ευρώ =) διακοσίων δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (202.386 ευρώ) και ια) στον ενδέκατο ενάγοντα - όγδοο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο II έφεση ………, το συνολικό ποσόν των χιλίων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (35.000 ευρώ + 1.500 =) τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (36.500 ευρώ). τα δε ποσά αυτά εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ ίων διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε αμφότερες τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της από 6.3.2018 με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 εφέσεως και β) της από 28.2.2018 με Γ.Α.Κ. 21934/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1492/6.3.2018 εφέσεως.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τύποις και κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση: α) του κατατεθέντος υπ’ αριθ. ………/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου στους εκκαλούντες της της από 6.3.2018 με Γ.Α.Κ. 21811/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1484/6.3.2018 εφέσεως και β) του κατατεθέντος υπ’ αριθ. ………/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου στους εκκαλούντες της από 28.2.2018 με Γ.Α.Κ. 21934/6.3.2018 και Ε.Α.Κ. 1492/6.3.2018 εφέσεως.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 2166/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 20.4.2016 με Γ.Α.Κ. 16958/26.4.2016 και Α.Κ.Δ. 405/26.4.2016 αγωγή εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα ………, το συνολικό ποσόν των πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (52.500 ευρώ), β] στον δεύτερο ενάγοντα ………, το συνολικό ποσόν των τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα έξι ΕΥΡΩ και εβδομήντα λεπτών (39.646,70 ευρώ), γ) στην τρίτη ενάγουσα ………, το συνολικό ποσόν των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων ΕΥΡΩ (44.000 ευρώ), δ) στον τέταρτο ενάγοντα ………. το συνολικό ποσόν των εβδομήντα δύο χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ΕΥΡΩ (72.377 ευρώ), ε) στην πέμπτη ενάγουσα ………, το συνολικό ποσόν των εξήντα τριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (63.000 ευρώ), στ) στην έκτη ενάγουσα ………, το συνολικό ποσόν των είκοσι μίας χιλιάδων ΕΥΡΩ (21.000 ευρώ), ζ) στον έβδομο ενάγοντα ………, το συνολικό ποσόν των εκατόν ένδεκα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ ΕΥΡΩ (111.528 ευρώ), η) στον όγδοο ενάγοντα ………, το συνολικό ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων εβδομήντα πέντε ΕΥΡΩ (26.075 ευρώ), θ) στον ένατο ενάγοντα …….., το συνολικό ποσόν των διακοσίων δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (202.386 ευρώ), ι) στη δέκατη ενάγουσα ………, το συνολικό ποσόν των (διακοσίων δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ΕΥΡΩ (202.386 ευρώ) και ια) στον ενδέκατο ενάγοντα ………, το συνολικό ποσόν των χιλίων πεντακοσίων ΕΥΡΩ τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ΕΥΡΩ (36.500 ευρώ), τα δε ποσά αυτά εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε αμφότερες τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 22α Ιουνίου 2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 8η Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 
•    Πρόεδρος:Ευσεβεία Λιακοπούλου
•    Δικηγόροι:Σπυρίδων Χατζής, Μαρία Φερφέλη, Δομίνικος Αρβανίτης
•    Εισηγητές:Σπυρίδων Γεωργουλέας
•    Μέλη:Σπυρίδων Γεωργουλέας, Δήμητρα Μουχίμογλου
•    Λήμματα:Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, Έκδοση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.), Προώθηση επικινδύνων επενδυτικών προϊόντων, Απόκρυψη επενδυτικών κινδύνων, Απάτη, Αδικοπραξία, Προστασία καταναλωτή, Περιουσιακή ζημία, Αποζημίωση, Ηθική βλάβη

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.