Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Εφετειο Αθηνων 3255/2020


ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

15° Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Παρασκευή Ψυχογυιού, Πρόεδρο Εφετών, Ευτέρπη Κοτσίφη, Εφέτη, Ιωάννη Παπαϊωάννου, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Μαχαίρα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23.1.2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, οδός Στασινού αριθ. 51 - Στρόβολος και είναι νομίμως εγκαταστημένη στην Ελλάδα δια του υποκαταστήματος της στην Αθήνα, λεωφόρος Αλεξάνδρας αριθ. 192, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Φερφελή, με δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1) … και 46) …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχαήλ Μαρκουλάκου, με δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 2.12.2016 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. ./19.12.2016.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 3840/2018 απόφαση του (τακτικής διαδικασίας), δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Η εκκαλούσα προσβάλει την πιο πάνω απόφαση με την 29.1.2019 έφεση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. ./29.1.2019 και αντίγραφο αυτής στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθ. ./30.1.2019 και η συζήτηση της προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν αντίστοιχες δηλώσεις του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση (υπ' αριθ. κατάθεσης αντιγράφου αυτής στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών ./30.1.2019) κατά της υπ' αριθ. 3840/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 30.11.2018 (βλ. την υπ' αριθ. ./30.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.1.2019 (υπ' αριθ. κατάθεσης ./29.1.2019), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας (λόγω της έδρας της εκκαλούσας στο εξωτερικό) των εξήντα ημερών (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης για το παραδεκτό της έφεσης έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 150 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ/βλ. το υπ' αριθ. ./2019 e-παράβολο που αναγράφεται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.

Οι ενάγοντες (πενήντα ένας στον αριθμό), με την αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ' αριθ. κατάθεσης ./19.12.2016), ισχυρίσθηκαν ότι οι αναφερόμενοι στο δικόγραφο υπάλληλοι (βοηθοί εκπλήρωσης/προστηθέντες) της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με έδρα την Κύπρο και νομίμως εγκατεστημένης με υποκατάστημα στην Ελλάδα - με την οποία οι ενάγοντες συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της τοποθέτησης των αποταμιεύσεων τους και σύναψης συμβάσεων προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης - συνέστησαν στους ενάγοντες, το Μάιο του έτους 2011 και κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, παρέχοντας επενδυτική συμβουλή, να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε ένα νέο τραπεζικό προϊόν και συγκεκριμένα σε «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία παρέστησαν ψευδώς στους ενάγοντες ως παρόμοια με προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διάρκειας, σταθερού ετήσιου επιτοκίου ύψους 6,5%, με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου. Ότι, στη συνέχεια, αφού οι ενάγοντες πείσθηκαν από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, προέβησαν στην τοποθέτηση των ποσών που αναφέρουν στην αγωγή. Ότι τα παραπάνω αξιόγραφα δεν λειτουργούσαν, ωστόσο, σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ήταν υβριδικά και μετατρέψιμα, σύνθετα στη σύλληψη και λειτουργία τους, με όρους μονομερώς προδιατυπωμένους από την πρώτη εναγομένη, ασαφείς και δυσνόητους, συνιστώντα μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης, συνδεδόμενα με πλήθος κινδύνων, είτε γενικών (κίνδυνο πτώχευσης της πρώτης εναγομένης, κίνδυνο επιτοκίου, πιστωτικό κίνδυνο, κίνδυνο ρευστότητας αγοράς) είτε ειδικών (κίνδυνο αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης, κίνδυνο απώλειας κεφαλαιακής επάρκειας, κίνδυνο ακύρωσης καταβολής τόκων, επιχειρηματικό κίνδυνο, κίνδυνο εκμηδένισης της αξίας τους λόγω μετατροπής τους σε μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας κλπ), διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, αόριστης διάρκειας (perpetual) και περιέχοντα τον όρο της ακύρωσης πληρωμής τόκων σε περίπτωση κεφαλαιακής ανεπάρκειας της Τράπεζας ή και υποχρεωτικής μετατροπής τους σε μετοχές. Ότι σκοπός έκδοσης των παραπάνω αξιόγραφων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ήταν η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών της. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου 2009 - Απριλίου 2010 υπήρξε σοβαρή χειροτέρευση της πραγματικής κεφαλαιακής θέσης της πρώτης εναγομένης, λόγω της υπερβολικής έκθεσης της σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) ποσού δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων (2.400.000.000) ευρώ και ενώ τότε τα κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια (2.500.000.000) ευρώ και ότι τελικώς, λόγω της απομείωσης της αξίας των Ο.Ε.Δ., υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαια της, ποσού πεντακοσίων είκοσι εννέα εκατομμυρίων πεντακοσίων δεκατριών χιλιάδων ΕΥΡΩ (529.513.000), με συνέπεια την επιδείνωση της κεφαλαιακής της επάρκειας, αφού δεν είχε λάβει μέτρα αποφυγής ή περιστολής της ζημίας αυτής (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά πιστωτικής προστασίας - CDS). Ότι η πρώτη εναγομένη αφενός μεν απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς στις οικονομικές της καταστάσεις τη ζημία αυτή, αφετέρου δε, στις 18.5.2011, εξέδωσε και προώθησε στους πελάτες της, μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της, τα Μ.Α.Ε.Κ., συνολικού ύψους ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.000), τα οποία εντάσσονταν στα ίδια κεφάλαια της και περιείχαν τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της υποχρεωτικής ακύρωσης τόκων και της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές. Ότι αποκλειστικός σκοπός της πρώτης εναγομένης ήταν η χρησιμοποίηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων ως εργαλείων ενίσχυσης και διατήρησης της κεφαλαιακής επάρκειας της (ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier 1), εκμεταλλεύθηκε δε προς τούτο την προνομιακή πληροφόρηση της σε σχέση με τους ενάγοντες και την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική υποδομή της (διατηρούσε καταστήματα σε όλη την Ελλάδα), ώστε περαιτέρω με ελλιπή ενημέρωση και σύσταση να τους καταπείσει δολίως να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα επενδυτικά αυτά προϊόντα. Ότι, για την εξυπηρέτηση του πιο πάνω σκοπού, η πρώτη εναγόμενη οργάνωσε «εκστρατείες» προώθησης των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, όρισε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, έθεσε συγκεκριμένη στοχοθέτηση ανά κατάστημα της και έδωσε ρητές οδηγίες και εντολές προς τους υπαλλήλους της σχετικά με την προώθηση και πώληση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων. Ότι η υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου έλαβε χώρα μέσω του νομίμως εγκατεστημένου στην Ελλάδα υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, Γενικός Διευθυντής του οποίου ήταν ο δεύτερος εναγόμενος (…) και Διευθυντής Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών Θεματοφυλακής και Επενδυτικής Τραπεζικής Ελλάδας ήταν ο τρίτος εναγόμενος (…), ο οποίοι ανέλαβαν να κατευθύνουν, συντονίσουν και οργανώσουν την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων. Ότι οι ενάγοντες δεν οδηγήθηκαν στην επιλογή της αγοράς των Μ.Α.Ε.Κ. με δική τους πρωτοβουλία, αλλά ότι η πρώτη εναγομένη, μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων και στελεχών της (η πλειονότητα των οποίων δεν είχε δεόντως πιστοποιηθεί κατά τις σχετικές προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας), κατεύθυνε αυτούς προς τούτο, παρέχουσα επενδυτικές συμβουλές, χωρίς: α) να λάβει τα απαραίτητα μέτρα διαχείρισης της σύγκρουσης συμφερόντων που δημιουργήθηκε από τη διάθεση και πώληση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων από την ίδια την εναγομένη ως εκδότρια αυτών, β) να τηρήσει τις υποχρεώσεις επιμέλειας και διαφώτισης που απορρέουν από την παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους της και γ) να τηρήσει την υποχρέωση άντλησης πληροφοριών αναφορικώς με την πείρα και τις γνώσεις των εναγόντων στον επενδυτικό τομέα καθώς και την οικονομική κατάσταση και τους στόχους τους (έλεγχος καταλληλότητας/συμβατότητας). Ότι η πρώτη εναγομένη προκάλεσε στους ενάγοντες απατηλή εικόνα ως προς τις αληθινές ιδιότητες των Μ.Α.Ε.Κ., με παραπλανητικές και ψευδείς παραστάσεις, ήτοι διαβεβαιώνοντας τους ενάγοντες ότι αυτά ήταν απολύτως προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους στόχους τους, ότι είχαν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, εγγυημένη απόδοση τόκων ανά εξάμηνο με σταθερό και αυξημένο επιτόκιο, ότι ήταν εξασφαλισμένη απολύτως η επιστροφή του κεφαλαίου τους στο τέλος της πενταετίας, δηλαδή στις 30.6.2016 και ότι η ίδια η πρώτη εναγομένη είναι απολύτως αξιόπιστη και φερέγγυα ως πιστωτικό ίδρυμα, έπεισε δε με τον τρόπο αυτό τους ενάγοντες να προβούν σε αγορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων. Ότι για τα Μ.Α.Ε.Κ. είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγομένη ενημερωτικό δελτίο, το οποίο όμως εκείνη ουδέποτε χορήγησε στους ενάγοντες, ούτε τους γνωστοποίησε την ύπαρξη του, ούτε οι ενάγοντες υπέγραψαν ή έλαβαν υπόψη τους το εν λόγω ενημερωτικό δελτίο πριν από την αγορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι αν είχαν ενημερωθεί επαρκώς και γνώριζαν την αληθινή φύση των Μ.Α.Ε.Κ., δεν θα είχαν προβεί στην, υποδειχθείσα από τους αρμόδιους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αυτά. Ότι η πρώτη εναγομένη τους κατέβαλε τους τόκους της επένδυσης τους μόνο μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2011 και έκτοτε σταμάτησε να καταβάλει τόκους και τελικώς, δυνάμει: α) του από 29.3.2013 «Περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας ΛΤΔ» Διατάγματος, εκδοθέντος από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, υπό την ιδιότητα αυτής ως Αρχής Εξυγίανσης και β) του από 30.7.2013 «Περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας ΛΤΔ (Τροποποιητικό (Αρ. 3)» Διατάγματος, ομοίως εκδοθέντος από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, τα επενδυμένα σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαια τους μετατράπηκαν υποχρεωτικώς σε μετοχές της πρώτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής ενός (1) ευρώ, κατά τα αναλυτικώς στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα, με συνέπεια οι ενάγοντες να υποστούν σημαντική περιουσιακή ζημία, αφού απώλεσαν τα επενδυμένα κεφάλαια τους, οι δε μετοχές της πρώτης εναγόμενης που κατέχουν έχουν μηδενική πραγματική αξία. Τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν στην αγωγή ότι, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας τους, έχουν αξίωση αποζημίωσης στηριζομένη: α) τις διατάξεις του ν. 3606/2007 και της συναφούς νομοθεσίας, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στις μεταξύ τους σχέσεις στο πλαίσιο εκπλήρωσης της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, β) στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και γ) στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών (άρθρο 8 ν. 2251/1994), καθώς επίσης ισχυρίσθηκαν ότι υπέστησαν και ηθική βλάβη και δικαιούνται προς τούτο χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναπτύχθηκε στην αγωγή, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν τα ακόλουθα ποσά: Α] Ως αποζημίωση: στον 1° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 2° το ποσό των 55.074 ευρώ, στον 3° το ποσό των 50.000 ευρώ, στους 4° και 5η το ποσό των 83.364,60 ευρώ εις ολόκληρον, στον 6° το ποσό των 50.000 ευρώ, στην 7η το ποσό των 35.000 ευρώ, στους 8° και 9° το ποσό των 30.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 10° το ποσό των 50.000 ευρώ, στους 11° και 12η το ποσό των 100.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 13° το ποσό των 100.000 ευρώ, στους 14η, 15° και 16η το ποσό των 100.000 ευρώ εις ολόκληρον, στους 17° και 18° το ποσό των 49.8671,12 ευρώ εις ολόκληρον, στους 19η, 20° και 21° το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 22° το ποσό των 11.229,18 ευρώ, στον 23° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 24° το ποσό των 100.000 ευρώ, στους 25° και 26η το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, στους 27°, 28° και 29° το ποσό των 69.022,64 ευρώ εις ολόκληρον, στην 30η το ποσό των 30.000 ευρώ, στους 31° και 32η το ποσό των 20.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 33° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 34° το ποσό των 20.706,79 ευρώ, στον 35° το ποσό των 20.000 ευρώ, στους 36° και 37η το ποσό των 85.630,17 ευρώ εις ολόκληρον, στους 38° και 39° το ποσό των 128.522,22 ευρώ εις ολόκληρον, στον 40° το ποσό των 28.807,95 ευρώ, στον 41° το ποσό των 9.982,90 ευρώ, στον 42° το ποσό των 45.000 ευρώ, στον 43° το ποσό των 40.000 ευρώ, στους 44° και 45η το ποσό των 15.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 46° το ποσό των 30.000 ευρώ, στους 47°, 48η, 49η και 50η το ποσό των 208.233 ευρώ εις ολόκληρον και στον 51° το ποσό των 345.113,19 ευρώ. Β] Ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης: στον 1° το ποσό των 4000 ευρώ, στον 2° το ποσό των 5.500 ευρώ, στον 3° το ποσό των 5.000 ευρώ, στους 4° και 5η το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν, στον 6° το ποσό των 5.000 ευρώ, στην 7η το ποσό των 3.000 ευρώ, στους 8° και 9° το ποσό των 3.000 ευρώ σε καθέναν, στον 10° το ποσό των 5.000 ευρώ, στους 11° και 12η το ποσό των 7.000 ευρώ σε καθέναν, στον 13° το ποσό των 10.000 ευρώ, στους 14η, 15° και 16η το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν, στους 17° και 18° το ποσό των 4.000 ευρώ σε καθέναν, στους 19η, 20° και 21° το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν, στον 22° το ποσό των 3.270,82 ευρώ, στον 23° το ποσό των 4.000 ευρώ, στον 24° το ποσό των 10.000 ευρώ, στους 25° και 26η το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν, στους 27°, 28° και 29° το ποσό των 6.000 ευρώ σε καθέναν, στην 30η το ποσό των 3.000 ευρώ, στους 31° και 32η το ποσό των 3.000 ευρώ σε καθέναν, στον 33° το ποσό των 4.000 ευρώ, στον 34° το ποσό των 3.000 ευρώ, στον 35° το ποσό των 3.000 ευρώ, στους 36° και 37η το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν, στους 38° και 39° το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθέναν, στον 40° το ποσό των 3.192,05 ευρώ, στον 41° το ποσό των 1.000 ευρώ, στον 42° το ποσό των 4.500 ευρώ, στον 43° το ποσό των 4.000 ευρώ, στους 44° και 45η το ποσό των 3.000 ευρώ σε καθέναν, στον 46° το ποσό των 3.000 ευρώ, στους 47°, 48η, 49η και 50η το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθέναν και στον 51° το ποσό των 15.000 ευρώ. Όλα τα παραπάνω ποσά οι ενάγοντες τα ζήτησαν με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη τους.

Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού κατ' αρχάς θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον τρίτο εναγόμενο (λόγω παραίτησης των εναγόντων από το δικόγραφο της αγωγής ως προς εκείνον), στη συνέχεια, δικάζοντας κατ' αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή (ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας) ως προς τους 9°, 12η, 18°, 28° και 29η των εναγόντων, απέρριψε την αγωγή (ως ουσιαστικώς αβάσιμη) ως προς τους λοιπούς ενάγοντες σε σχέση με τον δεύτερο εναγόμενο, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες (σαράντα έξι στον αριθμό) σε σχέση με την πρώτη εναγομένη και υποχρέωσε την ίδια να καταβάλει σε αυτούς: Α] Ως αποζημίωση: στον 1° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 2° το ποσό των 55.074 ευρώ, στον 3° το ποσό των 50.000 ευρώ, στους 4° και 5η το ποσό των 82.107,49 ευρώ εις ολόκληρον, στον 6° το ποσό των 50.000 ευρώ, στην 7η το ποσό των 35.000 ευρώ, στον 8° το ποσό των 30.000 ευρώ, στον 10° το ποσό των 50.000 ευρώ, στον 11° το ποσό των 100.000 ευρώ, στον 13° το ποσό των 100.000 ευρώ, στην 14η (ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά το 14 εξ αδιαιρέτου, του …) το ποσό των 50.000 ευρώ, στους 15° και 16η (ως ασκούντες την γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους …, επίσης εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά το ½ εξ αδιαιρέτου, του …) το ποσό των 50.000 ευρώ, στον 17° το ποσό των 50.000 ευρώ, στους 19η, 20° και 21° το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 22° το ποσό των 11.229,98 ευρώ, στον 23° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 24° το ποσό των 100.000 ευρώ, στους 25° και 26η το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 27° το ποσό των 69.022,64 ευρώ, στην 30η το ποσό των 30.000 ευρώ, στους 31° και 32η το ποσό των 20.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 33° το ποσό των 40.000 ευρώ, στον 34° το ποσό των 20.706,79 ευρώ, στον 35° το ποσό των 20.000 ευρώ, στους 36° και 37η το ποσό των 85.630,17 ευρώ εις ολόκληρον, στους 38° και 39° το ποσό των 128.522,22 ευρώ εις ολόκληρον, στον 40° το ποσό των 28.807,95 ευρώ, στον 41° το ποσό των 9.975,20 ευρώ, στον 42° το ποσό των 45.000 ευρώ, στον 43° το ποσό των 40.000 ευρώ, στους 44° και 45° το ποσό των 15.000 ευρώ εις ολόκληρον, στον 46° το ποσό των 30.000 ευρώ, στους 47°, 48η, 49η και 50η το ποσό των 208.233 ευρώ εις ολόκληρον και στον 51° το ποσό των 345.113,19 ευρώ και Β] ως χρηματική ικανοποίηση: στον 1° το ποσό των 1.500 ευρώ, στον 2° το ποσό των 2.066 ευρώ, στον 3° το ποσό των 1.875 ευρώ, στους 4° και 5η το ποσό των 1.540 ευρώ σε καθέναν, στον 6° το ποσό των 1.875 ευρώ, στην 7η το ποσό των 1.313 ευρώ, στον 8° το ποσό των 1.125 ευρώ, στον 10° το ποσό των 1.875 ευρώ, στον 11° το ποσό των 3.750 ευρώ σε καθέναν, στον 13° το ποσό των 3.750 ευρώ - σημειώνεται ότι ως προς τους 14η, 15η και 16° των εναγόντων η αγωγή απορρίφθηκε ως νομικώς αβάσιμη για το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης, επειδή η αντίστοιχη αξίωση του κληρονομούμενου … δεν είχε αναγνωρισθεί με σύμβαση ούτε είχε επιδοθεί γι' αυτήν αγωγή - στον 17° το ποσό των 1.875 ευρώ σε καθέναν, στους 19η, 20° και 210 το ποσό των 625 ευρώ σε καθέναν, στον 22° το ποσό των 420 ευρώ, στον 23° το ποσό των 1.500 ευρώ, στον 24° το ποσό των 3.750 ευρώ, στους 25° και 26η το ποσό των 937 ευρώ σε καθέναν, στον 27° το ποσό των 2.588 ευρώ, στην 30η το ποσό των 1.125 ευρώ, στους 31° και 32η το ποσό των 375 ευρώ σε καθέναν, στον 33° το ποσό των 1.500 ευρώ, στον 34° το ποσό των 777 ευρώ, στον 35° το ποσό των 750 ευρώ, στους 36° και 37η το ποσό των 1.605 ευρώ σε καθέναν, στους 38° και 39° το ποσό των 2.410 ευρώ σε καθέναν, στον 40° το ποσό των 1.080 ευρώ, στον 41° το ποσό των 374 ευρώ, στον 42° το ποσό των 1.688 ευρώ, στον 43° το ποσό των 1.500 ευρώ, στους 44° και 45η το ποσό των 280 ευρώ σε καθέναν, στον 46° το ποσό των 1.125 ευρώ, στους 47°, 48η, 49η και 50η το ποσό των 1.950 ευρώ σε καθέναν και στον 51° το ποσό των 12.940 ευρώ, όλα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ συμψηφίσθηκαν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν). Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την έφεση της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων - ως προς το μέρος που η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και βλάπτει αυτήν, κατά το οποίο και μπορεί να εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 522 ΚΠολΔ), αφού ως προς το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή δεν πλήττεται αντιστοίχως με έφεση ή αντέφεση των εναγόντων [βλ. ΑΠ 496/2010 ΝοΒ 2011/52, ΑΠ 1065/2009 ΝοΒ 2009/2392] - και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή (ως προς τους σαράντα έξι πλέον εφεσίβλητους) στο σύνολο της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: 1) η ανθρώπινη συμπεριφορά, 2) ο παράνομος χαρακτήρας αυτής, 3) η υπαιτιότητα, 4) η επέλευση ζημίας και 5) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο η ανθρώπινη συμπεριφορά να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, αλλά αρκεί ότι αυτή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και τους σκοπούς του. Ειδικότερα, το στοιχείο του παρανόμου θεμελιώνεται και σε περίπτωση αντίθεσης της πράξης στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη αυτής εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Με την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί επαρκώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Περαιτέρω, από το άρθρ. 8 ν. 2251/1994 («προστασία των καταναλωτών»), όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρ. 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος [βλ. ΑΠ 1028/2015 ΕΕμπΔ 2015/898], τέτοια δε ευθύνη έχει και η τράπεζα όταν, μεταξύ άλλων παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτη της, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με το άρθρ. 1 παρ. 3 του ίδιου νόμου. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» (και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» (και του ιδιώτη επενδυτή) ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως, με τελολογική ερμηνεία τους, κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 90 του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι η περιουσία του αποδέκτη των υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Οι αποδέκτες επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της διάταξης του άρθρ. 8 ν. 2251/1994 [βλ. ΑΠ 974/2018 ΝοΒ 2019/1476, ΑΠ 865/2017 ΕΕμπΔ 2017/876]. Πέραν της θεμελίωσης των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης του καταναλωτή στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη και στο νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών προς τον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η προαναφερόμενη οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), σκοπός δε του πρώτου μέρους του συγκεκριμένου νόμου, όπως αναφέρεται στο άρθρ. 1 αυτού, «είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου" της 21.4.2004 (L 145/30.4.2004)». Ο ν. 3606/2007 καταργήθηκε πλέον με το ν. 4514/2018 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις») αλλά εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), προβλέπει δε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1. Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις: (α) το άρθρο 2, (β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7, 12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, (δ) οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58, (ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και (στ) το άρθρο 71» (άρθρο 3 παρ. 1 και 2), 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής: (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ' αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα. (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής: (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε' έως ζ και Γ του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών» (άρθρο 4 παρ. 1 και 2) και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και με προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία, του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γΓ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής: ΐ. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, ϋ. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, ϊν. πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, ν. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, νϊ. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί, νii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ, κ.τ.λ.), viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.), ίχ. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής, χ. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητας του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται, χϊ. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, χii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, xiii. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» (άρθρο 25). Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 25 ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως: ... 9. «Επενδυτική συμβουλή»: μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. Δίαυλος επικοινωνίας : το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» (άρθρο 2 παρ. 9 και 10), 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραίτητος την επωνυμία της ΕΠΕΥ 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει: (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας: (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις: (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ» (άρθρο 4), 3) «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης, (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης» (άρθρο 8), 4) «1.Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007 θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του» (άρθρο 12), 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη. 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής» (άρθρο 14). Τέλος, στην υπ' αριθ. 2501/31.12.2002 Πράξη Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Φ.Ε.Κ. Α' 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. -Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. -Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεων τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. - Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: ... Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων ...». Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, το οποίο σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών. Με βάση λοιπόν τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 914 ΑΚ, εφόσον δε η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση [βλ. ΑΠ 1228/2019 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 974/2018 ο.π.]. Τούτο ισχύει ιδίως για τα λεγόμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες που εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μια ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχουν δε στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απόληψης των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβληθείσας αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του με σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας του ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί» επειδή παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς όμως να ταυτίζονται με κανένα από τα δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες (είτε πιστωτικά ιδρύματα είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμη και τον εμπειρότερο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ’ εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί σύναψης δανειακής σχέσης και συνακολούθως αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και παραλλήλως διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτιθέμενα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις παραπάνω διατάξεις και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημιώσεως των επενδυτών - πελατών της [βλ. ΑΠ 1129/2019 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1350/2018 ΔΕΕ 2019/610].

Από όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες κατ' έφεση προτάσεις τους (τόσο τα προσκομισθέντα και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο τα προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ' άρθρ. 529 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα: α) από τις ένορκες βεβαιώσεις υπ' αριθ. ./10.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, ./13.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδας …, ./7.2.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, ./13.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Λιβαδειάς ., ./10.2.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Μυκόνου ., τις οποίες, με την πιο πάνω σειρά, νομίμως επικαλέσθηκαν σε πρώτο βαθμό (και ομοίως επικαλούνται κατ' έφεση) οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι και οι οποίες έγιναν για την προκείμενη υπόθεση, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη (πριν δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες/άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, καθώς και του επίσης εναγομένου (μη διαδίκου στην παρούσα έκκλητη δίκη), . (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης υπ' αριθ. . και ./7.3.2017 για την πρώτη καθώς και για τη δεύτερη ένορκη βεβαίωση, . και ./1.2.2017 για την τρίτη ένορκη βεβαίωση, . και ./7.3.2017 για την τέταρτη ένορκη βεβαίωση, . και ./7.2.2017 για την πέμπτη ένορκη βεβαίωση, όλες του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), ενώ σημειώνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε γ/α τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, επειδή υπερβαίνει το ανώτατο όριο των πέντε ενόρκων βεβαιώσεων (άρθρ. 422 παρ. 3, 424 ΚΠολΔ), το οποίο ισχύει αθροιστικώς και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας [βλ. ΑΠ 2104/2017, ΑΠ 3/2015, στην ΤΝΠΔΣΑ], η υπ' αριθ. 33954/14.3.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Φλώρινας … (προσκομισθείσα από τους εφεσίβλητους και πρωτοδίκως προς υποστήριξη των αγωγικών ισχυρισμών και όχι για αντίκρουση και μη ληφθείσα και τότε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), β) από την ένορκη βεβαίωση υπ' αριθ. ./14.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, την οποία νομίμως επικαλέσθηκε σε πρώτο βαθμό (και ομοίως επικαλείται κατ' έφεση) η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και η οποία έγινε για την προκείμενη υπόθεση, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη (πριν δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες/άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου και αντικλήτου αυτών (άρθρ. 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. την υπ' αριθ. .Δ/9.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .) γ) από τις ένορκες βεβαιώσεις υπ' αριθ. ./24.3.1017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Κατερίνης …, ./27.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, ../27.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαλιάδας …, ./27.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … και ./28.3.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, τις οποίες νομίμως επικαλέσθηκε και προσκόμισε σε πρώτο βαθμό ο δεύτερος εναγόμενος (αλλά μη διάδικος στην παρούσα έκκλητη δίκη) … και έγιναν για την προκείμενη υπόθεση, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη (πριν δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες/άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση των εναγόντων, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου και αντικλήτου αυτών (άρθρ. 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. την υπ' αριθ. .Η/21.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), νομίμως δε προσκομίζονται πλέον με επίκληση από την εφεσίβλητη και τέλος δ) από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες προτάσεις τους, μεταξύ των οποίων και οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δεν δόθηκαν για την προκείμενη δίκη και επομένως δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο ώστε να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση [ΑΠ 1829/2017, ΑΠ 12/2015, στην ΤΝΠΔΣΑ] ούτε καταλαμβάνονται από τον αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων [βλ. ΑΠ 315/2008 ΝοΒ 2008/1584, ΑΠ 725/2006 ΤΝΠΔΣΑ] και εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016/1828, ΑΠ 438/2018 ΕΕμπΔ 2018/728], αποδεικνύονται τα ακόλουθα:

Η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)», εδρεύει στην Κύπρο (Λευκωσία), είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα και διατηρούσε το έτος 2010 ικανό αριθμό καταστημάτων στην ελληνική επικράτεια. Με σκοπό την ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας της, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, με την από 28.2.2011 ανακοίνωση του, γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση των μετόχων την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ), μέχρι του ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.000 ευρώ). Στις 6.4.2011 η εκκαλούσα, με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό, γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ευρώ 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Τα Μ.Α.Ε.Κ. εκδόθηκαν στις 18.5.2011, μετά από έγκριση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εκκαλούσας της 23.3.2011. Στους βασικούς όρους έκδοσης του παραπάνω επενδυτικού προϊόντος, στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του προαναφερόμενου Ενημερωτικού Δελτίου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι ευρώ 1.342.422.297. Ονομαστική αξία: ευρώ 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του ευρώ 1... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ<webtop:message key= καταβάλλοντος το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (ί) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ϋ) Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 ("Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες"). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν δεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= της παρούσας έκδοσης: - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου - έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει φερέγγυα (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιασδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε "Εξαγορά" πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (ευρώ): Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο ($): Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Libor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/αγοράς/μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δύνανται, κατ' επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: ευρώ 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις)... Περίοδοι Μετατροπής: 115 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1-15 Σεπτεμβρίου και 15 - 30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο Μετατροπής να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής. Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής: 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής: 31 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption): Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= μπορούν, κατ' επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης ... Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ' οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκον μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα II Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή . Γεγονός Βιωσιμότητας, τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ί) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tier I Ratio είναι χαμηλότερο τον 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων - Common Equity Tier I Ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ϋ) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= σε Συνήθεις Μετοχές συνεπεία του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (ϊ) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ή (ϋ) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσης της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή (iii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (ί) την ανώτατη τιμή των ευρώ 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις),·και (ϋ) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι ευρώ 1) ... Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσης τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα II, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε. μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθόσον αφορά στους κινδύνους οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυση του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, ίν. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, ν. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυση του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσης τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου μεταξύ άλλων αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές ...», β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται Μέρος Β, Όρο 5 "Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου". Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση, στα πλαίσια όμως των Συνεπακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου ως περιγράφεται στο Τμήμα II, Μέρος Β/ΙΙ στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι' αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσης τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», δ) (υπό το γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ...», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «... εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσης τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε Κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεων του λόγω της μετατροπής της επένδυσης του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυση τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capital]») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισης τους και την αόριστη διάρκεια τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ») όχι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής ... Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο (Tier 1 capital) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2103/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισης τους, τη διάρκεια τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου ...» (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσης τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε, αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας.

Περαιτέρω, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπακόλουθη υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) και της πιστοληπτικής ικανότητας της Χώρας, επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εκκαλούσας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, αύξησε, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2009 και του μήνα Απριλίου του έτους 2010, την έκθεση της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι το ποσό των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων (2.400.000.000) ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια (2.500.000.000) ευρώ, με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εκκαλούσα να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, ενώ εκείνη δεν έλαβε και μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού [είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθετήσεως - Credit Default Swaps (CDS)]. Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε τελικώς καίριο πλήγμα στη κεφαλαιακή επάρκεια της (εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε Ο.Ε.Δ.) εκκαλούσας, δεδομένου ότι οι επενδύσεις της τελευταίας σε Ο.Ε.Δ. την 31.3.2010 είχαν λογιστική αξία 2.000.000.000 ευρώ, η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στο ποσόν των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εκκαλούσα απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (αφού τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της, περαιτέρω δε επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό, μέσω του δικτύου των καταστημάτων της στην Ελλάδα και στην Κύπρο, σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα παραπάνω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, σε άγνοια και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επένδυσης τους, όπως εκτίθεται παρακάτω. Στο πλαίσιο αυτό, η εκκαλούσα, στις 15.6.2012, αποφάσισε ως προς τα Μ.Α.Ε.Κ. [καθώς και ως προς τα μετατρέψιμα αξιόγραφα κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) που είχαν εκδοθεί παλαιότερα, εντός του έτους 2009], την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το ίδιο δε έπραξε στις 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.5.2012 έως 30.12.2012. Στις 30.6.2012 η εκκαλούσα παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο κατά μεγάλο μέρος στο ελληνικό πρόγραμμα «PSI» αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές τΠζ ΤΠ χρηματοδότηση αυτής με το ποσόν των δέκα δισεκατομμυρίων (10.000.000.000) ευρώ, ενώ στις 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.LA.) το ποσόν του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) ευρώ. Ωστόσο, στις 15.3.2013, το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιποίησης των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εκκαλούσας και της Λαϊκής Τράπεζας, με την αυτή δε απόφαση του Eurogroup μεταβιβάσθηκε στην εκκαλούσα η υποχρέωση της Λαϊκής Τράπεζας προς τον E.L.A., ύψους εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ. Στις 26.3.2013 η εκκαλούσα τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ’λλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 "Πα την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων"» «και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η παραπάνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Τελικώς, με τα υπ' αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγίανσης κατά τους ορισμούς των άρθρων 5(1), 5(7), 5(12)(α), 7(1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ’λλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ' Τάξης με τιμή μετατροπής ένα (1) ευρώ, δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο ένα (1) ευρώ για κάθε ευρώ των παραπάνω χρεών της εκκαλούσας. Στη συνέχεια επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, με σκοπό διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός (1) ευρώ της καθεμίας. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών ελάσσων των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας, έκτοτε δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερίσματος στους μετόχους. Στις 4.1.2017 η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Αναστολή διαπραγμάτευσης των Υφιστάμενων Μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ», με την οποία γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι η (εντασσόμενη στο σχέδιο εξυγίανσης της) αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής της στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου θα αρχίσει από 10.1.2017, καθώς και ότι η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών της θα άρχιζε, υπό την αίρεση της λήψης των σχετικών εγκρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο L.S.E. (όχι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) από 19.1.2017.

Στο πλαίσιο αυτό η συναλλακτική σχέση των διαδίκων μερών διαμορφώθηκε ως εξής: α) Ο 1ος εφεσίβλητος (10ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη στον Πειραιά, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 16.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος, καθώς και ο διευθυντής …, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο προήλθε εν μέρει από προθεσμιακή κατάθεση του (που έληξε πρόωρα χωρίς ποινή) και κατά το υπόλοιπο από κατάθεση ταμιευτηρίου. Ο 1ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε (2011) 48 ετών και συνταξιούχος (πρώην υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, β) Ο 2°ς εφεσίβλητος (2°ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από τον Απρίλιο του 2011 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στον ’λιμο Αττικής, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 13.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 55.074 ευρώ, το οποίο προήλθε εν μέρει από προθεσμιακή κατάθεση του (που είχε λήξει) και κατά το υπόλοιπο από κατάθεση ταμιευτηρίου. Ο 2°ς εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 47 ετών και συνταξιούχος (πρώην υπάλληλος της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο τεχνικό προσωπικό ως ηλεκτρολόγος), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, γ) Ο 3ος εφεσίβλητος (3ος ενάγων) …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα Χαριλάου Θεσσαλονίκης, διατηρούσε δε τα χρήματα του σε κατάθεση ταμιευτηρίου. Στις 2.5.2011 ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε το παραπάνω κατάστημα, ενδιαφερόμενος για την τοποθέτηση της εφάπαξ αποζημίωσης της συνταξιοδότησης του σε προθεσμιακή κατάθεση. Ο διευθυντής του παραπάνω καταστήματος, … συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο προήλθε εν μέρει από προθεσμιακή κατάθεση του (που έληξε πρόωρα χωρίς ποινή) και κατά το υπόλοιπο από κατάθεση ταμιευτηρίου. Ο 3ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 47 ετών και συνταξιούχος (πρώην αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, δ) Οι 4ος και 5°ς των εφεσίβλητων (4ος και 5η των εναγόντων), Γεώργιος … (σύζυγοι) είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 1993 και ειδικότερα αρχικά με το κατάστημα αυτής επί της οδού Φίλωνος στον Πειραιά και στη συνέχεια, από το έτος 2005, με το κατάστημα αυτής στη Βούλα Αττικής, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 5.5.2011 οι εφεσίβλητοι, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υποδιευθυντή του καταστήματος Βούλας Φίλιππο Βαρελή, μετέβησαν στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υποδιευθυντής συμβούλευσε τους εφεσίβλητους να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακές καταθέσεις τους (που είχαν λήξει). Οι εφεσίβλητοι, ηλικίας τότε 68 ετών και 60 ετών αντιστοίχως και συνταξιούχοι (ο 4ος πρώην αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, και η 5η πρώην μέτοχος και απασχολούμενη σε ναυτιλιακή εταιρεία), δεν είχαν ειδικές χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους αφορούσε σε αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο. Περαιτέρω, στις 19.3.2012, οι εφεσίβλητοι επισκέφθηκαν το ίδιο παραπάνω κατάστημα μετά από σχετική επιστολή της εκκαλούσας και εκεί ο προαναφερόμενος υποδιευθυντής τους είπε ότι η επένδυση τους κινδύνευε και ότι έπρεπε, ως αναγκαία λύση για να σωθεί το κεφάλαιο τους, να μετατρέψουν αυτό σε μετοχές της εκκαλούσας. Έτσι, στις 19.3.2012, οι εφεσίβλητοι αντάλλαξαν Μ.Α.Ε.Κ. ποσού 50.000 ευρώ με 66.666 μετοχές της εκκαλούσας, τις οποίες, τον Ιανουάριο του 2013, ενόψει του ότι αυτές είχαν πτωτική πορεία που οδηγούσε σταδιακώς σε εκμηδένιση της αξία τους, πώλησαν λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το ποσό των 17.892,51 ευρώ. ε) Ο 6ος εφεσίβλητος (60ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2003 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στον Πύργο Ηλείας, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές (κατείχε δε το έτος 2011 και 8.139 μετοχές της εκκαλούσας). Στις 17.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από την προϊσταμένη του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενη προϊσταμένη συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακή κατάθεση του (που είχε λήξει). Ο 60ς εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 59 ετών και οδοντίατρος στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, στ) Η 7η εφεσίβλητη (7η ενάγουσα), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2004 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στο Ηράκλειο Κρήτης, διατηρούσε δε τα χρήματα της κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις αρχές Μαΐου 2011, όταν η εφεσίβλητη επισκέφθηκε το παραπάνω κατάστημα (για να προβεί σε κάποιες πληρωμές τρίτων μέσω τράπεζας), η υπάλληλος του παραπάνω καταστήματος, …, καθώς και ο προϊστάμενος του ίδιου καταστήματος, …, απευθύνθηκαν στην εφεσίβλητη και τη συμβούλευσαν να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι την ίδια ημέρα η εφεσίβλητη υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 35.000 ευρώ, το οποίο προήλθε εν μέρει από προθεσμιακή κατάθεση της (που έληξε). Η 7η εφεσίβλητη, ηλικίας τότε 60 ετών και γλωσσολόγος στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία της περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, ζ) Ο 8ος εφεσίβλητος (8ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από τον Ιανουάριο του 2008 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στη Φλώρινα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 13.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής, καθώς και η υπάλληλος του ίδιου καταστήματος …, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ για το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 8ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 73 ετών και συνταξιούχος (πρώην εκπαιδευτικός του Δημοσίου), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, η) Ο 9ος εφεσίβλητος (10ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2002 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στα Ιωάννινα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή) και κατά το υπόλοιπο από ρευστοποίηση αμοιβαίων κεφαλαίων του. Ο 9ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 43 ετών και ιδιοκτήτης επιχείρησης εμφυτεύσιμων υλικών ιατρικής, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, θ) Ο 10ος εφεσίβλητος (11°ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στο Ψυχικό Αττικής, διατηρούσε δε τα χρήματα του σε κατάθεση προθεσμιακή. Στις αρχές Μαΐου 2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής, καθώς και η προϊσταμένη του ίδιου καταστήματος Ελισάβετ Παπαδάκη, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 10°ς εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 51 ετών και παιδοψυχίατρος στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, ι) Ο 11ος εφεσίβλητος (13ος ενάγων), … και ο αδελφός του … (ο οποίος απεβίωσε στις 22.10.2014 και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού είναι η 12η εφεσίβλητη (14η ενάγουσα), …, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και η ανήλικη …, της οποίας τη γονική μέριμνα ασκούν οι 13ος και 14η των εφεσίβλητων (15ος και 16η των εναγόντων) …) είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 1997 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στην περιοχή Πόφυρου του Ηρακλείου Κρήτης, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις αρχές Μαΐου 2011, όταν ο 11ος εφεσίβλητος επισκέφθηκε το παραπάνω κατάστημα (για να προβεί σε κάποιες συναλλαγές), η διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος …, απευθύνθηκαν σε αυτόν και τον συμβούλευσε να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ., ενώ το ίδιο έπραξε στις 12.5.2011 και ο υπάλληλος του ίδιου καταστήματος …, σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον 11° εφεσίβλητο. Πράγματι στις 13.5.2011 ο 11°ς εφεσίβλητος και ο …υπέγραψαν τις σχετικές αιτήσεις εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ για το ποσό των 100.000 ευρώ ο καθένας, το συνολικό δε ποσό των 200.000 ευρώ προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης τους (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 11ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 53 ετών και ο …, τότε 51 ετών, ιδιοκτήτες επιχείρησης προκατασκευασμένων οικιών, δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους αφορούσε σε αγοραπωλησίες μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, ια) Ο 15ος εφεσίβλητος (17ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2003 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στα Χανιά, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 12.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής τον συμβούλευσε να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο εν μέρει προήλθε από τμήμα προθεσμιακής κατάθεσης του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή) και το υπόλοιπο από λογαριασμό μισθοδοσίας του. Ο 15ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 45 ετών και δάσκαλος στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγορές έντοκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου και αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο. Περαιτέρω, το Μάρτιο του 2012, ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε το ίδιο παραπάνω κατάστημα μετά από σχετικό τηλεφώνημα του παραπάνω διευθυντή και ο τελευταίος τους είπε ότι η επένδυση του κινδύνευε και ότι έπρεπε, ως αναγκαία λύση για να σωθεί το κεφάλαιο του, να μετατρέψει αυτό σε μετοχές της εκκαλούσας. Έτσι, τον ίδιο μήνα ο εφεσίβλητος αντάλλαξε τα Μ.Α.Ε.Κ. ποσού 50.000 ευρώ με 66.666 μετοχές της εκκαλούσας, τις οποίες, στις 29.12.2004, ενόψει του ότι η αξία τους είχε σχεδόν εκμηδενισθεί, πώλησαν λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το ποσό των 132,88 ευρώ. ιβ) Η 16η εφεσίβλητη (19η ενάγουσα), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το Μάιο του έτους 2003 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στον Ασπρόπυργο Αττικής, διατηρούσε δε τα χρήματα της κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές, κοινές με τα τέκνα της, 17° και 18° των εφεσίβλητων (20° και 21° των εναγόντων), …. Στις 17.5.2011, οι εφεσίβλητοι, που τις προηγούμενες ημέρες είχαν δεχθεί σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος … και είχαν κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με τον ίδιο διευθυντή, μετέβησαν στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής τους συμβούλευσε να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι στις 17.5.2011 οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης τους. Η 16η εφεσίβλητη, ηλικίας τότε 49 ετών και εργαζόμενη ως βοηθός βρεφονηπιοκόμου σε παιδικό σταθμό και οι 1705 και 18ος των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 21 και 24 ετών αντιστοίχως και φοιτητές, δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία της 16ης περιοριζόταν σε μεμονωμένες αγοραπωλησίες αμοιβαίων κεφαλαίων (τα έτη 2003 και 2004 που οι 17ος και 18°ς ήταν ανήλικοι), ενώ οι λοιποί δεν είχαν οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία, ιγ) Ο 19ος εφεσίβλητος (22°ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2005 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στην περιοχή Ζωγράφου Αττικής και το κατάστημα αυτής επί της οδού Μάρνης στην Αθήνα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του καταστήματος Μάρνης, …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής τον συμβούλευσε να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 16.270 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο προήλθε από μέρος αντίστοιχης προθεσμιακής κατάθεσης του (και το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 11.229,98 ευρώ). Ο 19ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 66 ετών και συνταξιούχος (πρώην υπάλληλος του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, ιδ) Ο 20ος εφεσίβλητος (23ος ενάγων), …, μέχρι το Μάιο του 2011 δεν είχε συνεργασία με την εκκαλούσα - παρά μόνο κατείχε 5.000 μετοχές αυτής, ήδη από το έτος 2000 - διατηρούσε δε ο ίδιος τα χρήματα του σε απλή κατάθεση σε άλλη τράπεζα. Στις 13.5.2011, ο εφεσίβλητος, μετά από σχετικό τηλεφώνημα που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες από τον υπάλληλο … του καταστήματος της εκκαλούσας επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως στον Πειραιά, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλο, συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από λογαριασμό που ο εφεσίβλητος άνοιξε στην εκκαλούσα για το λόγο αυτό, κατόπιν μεταφοράς του συγκεκριμένου ποσού από άλλη τράπεζα. Ο 20ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 62 ετών και συνταξιούχος (πρώην ναυτικός), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν στη μεμονωμένη πιο πάνω αγορά μετοχών της εκκαλούσας. ιε) Ο 21ος εφεσίβλητος (24ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2005 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στην Κέρκυρα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 13.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τη διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη διευθύντρια συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης του (που έληξε πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 21ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 54 ετών και ιατρός (νευρολόγος) στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία, ιστ) Οι 22ος και 23η των εφεσίβλητων (25ος και 26η των εναγόντων), … και … (σύζυγοι) είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2007 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στο Αγρίνιο, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 13.5.2011, οι εφεσίβλητοι, που τις προηγούμενες ημέρες είχαν δεχθεί σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος … και είχαν κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με τον ίδιο διευθυντή, μετέβησαν στο εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής τους συμβούλευσε να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι στις 13.5.2011 οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακή κατάθεση. Οι 22°ς και 23η των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 56 και 57 ετών αντιστοίχως, ξυλουργός ο πρώτος και αγρότισσα η δεύτερη, δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία. Περαιτέρω, το Μάρτιο του 2012, οι εφεσίβλητοι επισκέφθηκαν το ίδιο παραπάνω κατάστημα μετά από σχετικό τηλεφώνημα του παραπάνω διευθυντή και ο τελευταίος τους είπε ότι η επένδυση τους κινδύνευε και ότι έπρεπε, ως αναγκαία λύση για να σωθεί το κεφάλαιο τους, να μετατρέψει αυτό σε μετοχές της εκκαλούσας. Έτσι, τον ίδιο μήνα οι εφεσίβλητοι αντάλλαξαν μέρος των Μ.Α.Ε.Κ. ποσού 20.000 ευρώ με 26.666 μετοχές της εκκαλούσας. ιζ) Ο 24ος εφεσίβλητος (27ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από τον Απρίλιο του 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στη Λάρισα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τη διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη διευθύντρια συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 100.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο προήλθε από μέρος αντίστοιχης προθεσμιακής κατάθεσης του (και το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 69.022,64 ευρώ). Ο 24ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 50 ετών και μουσικός στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία, ιη) Η 25η εφεσίβλητη (30η ενάγουσα), … είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2004 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής επί της οδού . στο Ηράκλειο Κρήτης, διατηρούσε δε τα χρήματα της κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011 ο εφεσίβλητη, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από την υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη υπάλληλος συμβούλευσε την εφεσίβλητη να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα η εφεσίβλητη υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεση της. Η 25η εφεσίβλητη, ηλικίας τότε 45 ετών και διατηρούσα με το σύζυγο της κοσμηματοπωλείο, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία της περιοριζόταν σε περιστασιακές συναλλαγές αξιών στο χρηματιστήριο, ιθ) Οι 26ος και 27η των εφεσίβλητων (31ος και 32η των εναγόντων), … (σύζυγοι) είχαν συνεργασία πολλών ετών με την εκκαλούσα και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στη Χαλκίδα, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 3.5.2011, οι εφεσίβλητοι, που τις προηγούμενες ημέρες είχαν δεχθεί σχετικό τηλεφώνημα από τη διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος … και είχαν κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με την ίδια διευθύντρια, μετέβησαν στο εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη διευθύντρια τους συμβούλευσε να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι στις 3.5.2011 οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από μέρος προθεσμιακής κατάθεσης. Οι 260ς και 27η των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 64 και 62 ετών αντιστοίχως, συνταξιούχοι (πρώην δημόσιοι υπάλληλοι) δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, κ) Οι 28ος εφεσίβλητος (33ος ενάγων), …, προσλήφθηκε το έτος 2007, σε ηλικία 24 ετών, ως υπάλληλος της εκκαλούσας, στο τμήμα εισερχομένων και εξερχόμενων εμβασμάτων (επί της οδού Κατεχάκη στην Αθήνα), διατηρούσε δε τα χρήματα του σε καταθέσεις στην εκκαλούσα, κυρίως προθεσμιακές. Στις αρχές Μαΐου 2011 ο εφεσίβλητος πραγματοποίησε συναντήσεις με τον διευθυντή του καταστήματος Αγίων Αναργύρων της εκκαλούσας, …, ο οποίος συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι στις 13.5.2011 ο εφεσίβλητος μετέβη στο προαναφερόμενο κατάστημα και υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από λογαριασμό ταμιευτηρίου. Ο 28ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 28 ετών, ήταν μεν υπάλληλος της εκκαλούσας (ήδη είναι της Τράπεζας Πειραιώς), πλην όμως δεν διέθετε ειδικές χρηματοοικονομικές γνώσεις ούτε επενδυτική εμπειρία. Περαιτέρω, το Μάρτιο του 2012, ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε το ίδιο παραπάνω κατάστημα μετά από σχετικό τηλεφώνημα του παραπάνω διευθυντή και ο τελευταίος του είπε ότι η επένδυση του κινδύνευε και ότι έπρεπε, ως αναγκαία λύση για να σωθεί το κεφάλαιο του, να μετατρέψει αυτό σε μετοχές της εκκαλούσας. Έτσι, τον ίδιο μήνα ο εφεσίβλητος αντάλλαξε τα Μ.Α.Ε.Κ. ποσού 40.000 ευρώ με 53.333 μετοχές της εκκαλούσας. κα) Ο 29ος εφεσίβλητος (34ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από τον Απρίλιο του 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στην Ιαλυσό Ρόδου, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος, καθώς και ο υπάλληλος … και η διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος …, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο προήλθε από μέρος αντίστοιχης προθεσμιακής κατάθεσης του (και το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 20.796,79 ευρώ). Ο 29°ς εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 49 ετών και ιατρικός επισκέπτης στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία, κβ) Ο 30ος εφεσίβλητος (35ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2010 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στη Λιβαδειά, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 10.5.2011 ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος, καθώς και ο υπάλληλος … και η διευθύντρια του παραπάνω καταστήματος …, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο προήλθε από μέρος αντίστοιχης προθεσμιακής κατάθεσης του (και το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 20.796,79 ευρώ). Ο 30ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 64 ετών και συνταξιούχος (του ΟΑΕΕ, πρώην ιδιοκτήτης επιχείρησης μηχανουργείου), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές συναλλαγές αξιών στο χρηματιστήριο, κγ) Οι 31ος και 32η των εφεσίβλητων (36ος και 37η των ενάγοντων), … (αδέλφια), είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2006 και ειδικότερα με το κατάστημα Συκεών Θεσσαλονίκης, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011 οι εφεσίβλητοι, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από την υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος … και είχαν κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με την ίδια υπάλληλο, μετέβησαν στον εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη υπάλληλος συμβούλευσε τους εφεσίβλητους να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 124.061 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο προήλθε από μέρος λογαριασμού ταμιευτηρίου (και το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό τους, με 85.630,17 ευρώ). Οι 31ος και 32η των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 50 και 45 ετών αντιστοίχως και διατηρούντες επιχείρηση εμπορίας εξαρτημάτων, δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, κδ) Οι 33ος και 34ος των εφεσίβλητων (38ος και 39ος των εναγόντων), … (αδέλφια), είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2003 και ειδικότερα αρχικά με το κατάστημα Μοναστηρίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια με το κατάστημα Χαριλάου Θεσσαλονίκης, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 9.5.2011, οι εφεσίβλητοι, που είχαν δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του καταστήματος Χαριλάου, …, μετέβησαν στο εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής συμβούλευσε τους εφεσίβλητους να επενδύσουν σε ΜΑ Ε. Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 186.203 δολαρίων Η.Π.Α. (το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στους λογαριασμούς τους, με 128.522,22 ευρώ), που προήλθε από αντίστοιχες προθεσμιακές καταθέσεις τους (που έληξαν πρόωρα χωρίς ποινή). Οι 33ος και 34ος των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 41 και 43 ετών αντιστοίχως και διατηρούντες επιχείρηση εμπορίας φρούτων, δεν είχαν ειδικές χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους αφορούσε σε αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, κε) Ο 35ος εφεσίβλητος (40ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το Μάρτιο του έτους 2006 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στην Καλαμάτα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές (κατείχε δε το έτος 2011 και 131 μετοχές της εκκαλούσας). Στις 4.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από την υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη υπάλληλος, καθώς και ο υπάλληλος του ίδιου καταστήματος …, συμβούλευσαν τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 35.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακή κατάθεση του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 35ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 49 ετών και υπάλληλος της Δ.Ε.Η. στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο. Περαιτέρω, το Μάρτιο του 2012, ο εφεσίβλητος πώλησε μέρος των Μ.Α.Ε.Κ. ποσού 10.000 ευρώ, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το καθαρό ποσό των 6.192,05 ευρώ. κστ) Ο 36ος εφεσίβλητος (41ος ενάγων), …, μέχρι το Μάιο του 2011 δεν είχε συνεργασία με την εκκαλούσα (παρά μόνο κατείχε 4.526 μετοχές της ίδιας), διατηρούσε δε εκείνος τα χρήματα του κυρίως σε προθεσμιακές καταθέσεις σε άλλη τράπεζα. Στις 16.5.2011, ο εφεσίβλητος, μετά από σχετικό τηλεφώνημα που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες από υπάλληλο του καταστήματος της περιοχής Παγκράτι Αθήνας της εκκαλούσας, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο υπάλληλος του ίδιου καταστήματος …, συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από λογαριασμό που ο εφεσίβλητος άνοιξε στην εκκαλούσα για το λόγο αυτό, κατόπιν μεταφοράς του συγκεκριμένου ποσού από άλλη τράπεζα. Ο 360ς εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 80 ετών και συνταξιούχος (πρώην δημόσιος υπάλληλος του ΥΠΕΧΩΔΕ), δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν στη μεμονωμένη πιο πάνω αγορά μετοχών της εκκαλούσας. Περαιτέρω, στις 8.10.2015, ο εφεσίβλητος πώλησε τις μετοχές της εκκαλούσας που κατείχε και προέρχονταν από την (υποχρεωτική το έτος 2013) μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το ποσό των 24,80 ευρώ. κζ) Ο 37ος εφεσίβλητος (42°ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2006 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στα Γιαννιτσά, διατηρούσε δε ο ίδιος τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές, μεγάλο μέρος δε των τελευταίων (προθεσμιακών καταθέσεων) μετέφερε εκείνος το έτος 2010 σε άλλη τράπεζα (κατείχε δε ο ίδιος το έτος 2011 και 687 μετοχές της εκκαλούσας). Στις 16.5.2011 ο εφεσίβλητος, μετά από σχετικό τηλεφώνημα που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στο εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 45.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από λογαριασμό που ο εφεσίβλητος άνοιξε στην εκκαλούσα για το λόγο αυτό, κατόπιν μεταφοράς του συγκεκριμένου ποσού από άλλη τράπεζα. Ο 37ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 44 ετών και δάσκαλος στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, κη) Ο 38°ς εφεσίβλητος (43°ς ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2003 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής επί της οδού Κορίνθου στην Πάτρα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 17.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος τον συμβούλευσε να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 20.000 ευρώ και για το ποσό των 28.440 δολαρίων Η.Π.Α. (το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 20.000 ευρώ), ήτοι συνολικώς για το ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακές καταθέσεις (που έληξαν). Ο 38ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 49 ετών και πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε μία αγοραπωλησία αμοιβαίων κεφαλαίων (το έτος 2009) και σε μία αγορά ομολόγου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (το έτος 2010). κθ) Οι 39ος και 40η των εφεσίβλητων (44ος και 45η των εναγόντων), … (σύζυγοι), είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2006 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στο Αγρίνιο, διατηρούσαν δε τα χρήματα τους κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 16.5.2011, οι εφεσίβλητοι, που τις προηγούμενες ημέρες είχαν δεχθεί σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος … και είχαν κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με τον ίδιο διευθυντή, μετέβησαν στο εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής τους συμβούλευσε να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από λογαριασμό ταμιευτηρίου. Οι 39ος και 40η των εφεσίβλητων, ηλικίας τότε 37 και 40 ετών αντιστοίχως και ασχολούμενος με το εμπόριο επιβατηγών οχημάτων και φορτηγών ο πρώτος και ως ιδιωτική υπάλληλος η δεύτερη, δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις, η δε επενδυτική εμπειρία του πρώτου αφορούσε σε αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο, ενώ η δεύτερη δεν είχε οποιαδήποτε επενδυτική εμπειρία, λ) Ο 41ος εφεσίβλητος (46ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από τον Οκτώβριο του έτους 2003 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στη Θήβα, διατηρούσε δε τα χρήματα του κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 13.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από τον υπάλληλο του παραπάνω καταστήματος …, μετέβη στον εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος υπάλληλος τον συμβούλευσε να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πράγματι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από προθεσμιακή κατάθεση του (που έληξε κατά τούτο πρόωρα χωρίς ποινή). Ο 41ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 51 ετών και ιατρός (ουρολόγος χειρουργός) στο επάγγελμα, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε περιστασιακές αγοραπωλησίες μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, λα) Ο 42ος εφεσίβλητος (47ος ενάγων), … και οι 43η, 44η και 45η των εφεσίβλητων (4811, 49η και 50π των εναγόντων), … (τέκνα του 42ου εφεσίβλητου), μέχρι τον Απρίλιο του 2011 δεν είχαν συνεργασία με την εκκαλούσα - παρά μόνο κατείχαν 5.489 μετοχές αυτής - διατηρούσαν δε οι ίδιοι τα χρήματα τους κυρίως σε προθεσμιακές καταθέσεις σε άλλη τράπεζα. Στις 6.4.2011 οι εφεσίβλητοι μετέφεραν το ποσό των 240.000 ευρώ στην εκκαλούσα, στο κατάστημα αυτής στο Χολαργό Αττικής και τοποθέτησαν το εν λόγω ποσό σε προθεσμιακή κατάθεση ενός μηνός, την οποία στη συνέχεια ανανέωσαν για ένα ακόμα μήνα. Στα μέσα του Μαΐου του 2011 η 44η εφεσίβλητη δέχθηκε τηλεφώνημα από την προϊσταμένη του παραπάνω καταστήματος … και την επόμενη ημέρα οι 42ος και 44η των εφεσίβλητων μετέβησαν στο εν λόγω κατάστημα και η προαναφερόμενη διευθύντρια, καθώς και η υπάλληλος του ίδιου καταστήματος …, συμβούλευσαν τους εφεσίβλητους να επενδύσουν σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι στις 17.5.2011 όλοι οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 208.233 ευρώ, το οποίο προήλθε από την παραπάνω προθεσμιακή κατάθεσης τους (η οποία έληξε κατά τούτο χωρίς ποινή). Ο 42ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 70 ετών και συνταξιούχος (του Ι.Κ.Α.) και οι κόρες του (43η, 44η και 45η των εφεσίβλητων) δεν είχαν χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία τους περιοριζόταν σε περιστασιακές συναλλαγές αξιών στο χρηματιστήριο, λβ) Ο 46ος εφεσίβλητος (51ος ενάγων), …, είχε συνεργασία με την εκκαλούσα από το έτος 2005 και ειδικότερα με το κατάστημα αυτής στα Τρίκαλα, όπου άνοιξε τότε λογαριασμό ταμιευτηρίου σε δολάρια Η.Π.Α., στον οποίο ο εφεσίβλητος μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που είχε αποταμιεύσει από την επιχείρηση εστιατορίου που διατηρούσε στις Η.Π.Α. μέχρι το έτος 2004 καθώς και απτό την πώληση της εκεί ακίνητης περιουσίας του. Ο εφεσίβλητος διατηρούσε τα χρήματα του στην εφεσίβλητη κυρίως σε καταθέσεις προθεσμιακές. Στις 5.5.2011, ο εφεσίβλητος, που είχε δεχθεί τις προηγούμενες ημέρες σχετικό τηλεφώνημα από το διευθυντή του παραπάνω καταστήματος … και είχε κατόπιν πραγματοποιήσει συνάντηση με τον ίδιο διευθυντή, μετέβη στο εν λόγω κατάστημα και ο προαναφερόμενος διευθυντής συμβούλευσε τον εφεσίβλητο να επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Πράγματι στις 5.5.2011 ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 230.000 δολαρίων Η.Π.Α. και στις 25.5.2011 υπέγραψε και νέα αίτηση εγγραφής στα Μ.Α.Ε.Κ. για το ποσό των 270.000 δολαρίων Η.Π.Α., ήτοι συνολικώς για το ποσό των 500.000 δολαρίων Η.Π.Α. (το οποίο ήταν ισόποσο, στις 3.6.2011, όταν αυτό χρεώθηκε από την εκκαλούσα στον λογαριασμό του, με 345.113,19 ευρώ). Ο 46ος εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 57 ετών, δεν είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις και η επενδυτική εμπειρία του περιοριζόταν σε αγορές (υπό την καθοδήγηση του τμήματος private banking της εκκαλούσας) ομολόγων αλλοδαπών εταιρειών και τραπεζών.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις: I. Η πρωτοβουλία προσέγγισης των εφεσίβλητων - πελατών της εκκαλούσας, με σκοπό την προσέλκυση τους και την πρόκληση σε αυτούς της απόφασης να επενδύσουν στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα (Μ.Α.Ε.Κ.), ανήκε αποκλειστικώς στην εκκαλούσα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας, στο πλαίσιο λεπτομερούς σχετικού σχεδιασμού και ενεργούντες επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες αυτής, επικοινωνούσαν είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης κατά την προσέλευση των εφεσίβλητων στα παραπάνω καταστήματα, προκειμένου να ενημερώσουν και τελικώς να προτείνουν σε αυτούς την επένδυση των σε χρήμα κεφαλαίων τους (μέχρι τότε διαθεσίμων είτε σε απλούς καταθετικούς λογαριασμούς είτε, κυρίως, σε προθεσμιακούς λογαριασμούς). Το γεγονός ότι υπήρξε οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση, εκ μέρους της εκκαλούσας, πελατών αυτής με σκοπό τη μαζική προώθηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων, αποδεικνύεται από σειρά προσκομιζομένων από τους διαδίκους εσωτερικών εγγράφων της εκκαλούσας προς τα στελέχη της σχετικώς με τα Μ.Α.Ε.Κ., όπως: α) το από 10.3.2011 υπ' αριθ. CRM/052/11 έγγραφο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 99: ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» και β) το από 11.4.20011 υπ' αριθ. πρωτ. CRM/074/11 όμοιο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 101: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ», τα οποία απευθύνονται σε ανώτερα στελέχη της εκκαλούσας και στα οποία γίνεται αναφορά σε «εκστρατεία» και «στόχους», προσδιορίζονται οι ομάδες ενδιαφέροντος - στόχοι (με αναφορά στο χαρτοφυλάκιο και το ύψος των καταθέσεων τους), καθορίζεται ο τρόπος επικοινωνίας και προσέγγισης των πελατών, η μέθοδος καταγραφής της προσέγγισης αυτής και των αποτελεσμάτων της, Π. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι δεν έθεσαν υπόψη των εφεσίβλητων από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και πού αυτό είναι διαθέσιμο, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή των εφεσίβλητων στις προαναφερόμενες αιτήσεις συμμετοχής των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται η τυπική - αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα - παραδοχή ότι έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον τους κατανόησαν πλήρως. Ακόμα όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν στην κατοχή τους και ανάγνωσαν το εν λόγω Ενημερωτικό Δελτίο ή πληροφορήθηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του, πάλι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία των Μ.Α.Ε.Κ, δεδομένου ότι Ενημερωτικό Δελτίο, έκτασης διακοσίων σελίδων, ήταν πυκνογραμμένο, σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα, με σύνθετους νομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία αποταμιευτή ή επενδυτή, όπως ήταν και οι εφεσίβλητοι, που επεδίωκαν πρωτίστως την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, με τη λήψη ενός ικανοποιητικού επιτοκίου και γι’ αυτό επέλεγαν κυρίως τις προθεσμιακές καταθέσεις. ΙΙΙ. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι απέκρυψαν (αποσιώπησαν) από τους εφεσίβλητους την πραγματική φύση και λειτουργία των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives), με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας και δη του πρωτοβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 1), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, όπως παραπάνω έχει εκτεθεί, αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» - perpetual bonds), με την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας Τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιο του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγμάτευσης, ιδίως δε οι παραπάνω τραπεζικοί υπάλληλοι απέκρυψαν και δεν επισήμαναν στους εφεσίβλητους τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς, κατά την κρίση της εκκαλούσας, ακύρωσης πληρωμής τόκων και της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων σε μετοχές της, δεδομένου ότι τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα σχεδιάσθηκαν ως «μέσα απορρόφησης ζημιών» ώστε να απορροφήσουν τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες της εκκαλούσας λόγω της υπερβολικής έκθεσης της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο πρόκλησης των οποίων (ζημιών) ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εκκαλούσας ήδη κατά το χρόνο σχεδιασμού των Μ.Α.Ε.Κ. IV. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι προέβησαν σε (άμεση ή έμμεση) σύγκριση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις (με τη λειτουργία των οποίων ήσαν εξοικειωμένοι οι εφεσίβλητοι), υπερτονίζοντας και προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα αυτών σε σχέση με τις εν λόγω. καταθέσεις (αυξημένο και ιδιαιτέρως ελκυστικό επιτόκιο 6,5%) και διαβεβαιώνοντας τους εφεσίβλητους ότι το κεφάλαιο τους ήταν ασφαλές και εγγυημένο (επικαλούμενα το διεθνές κύρος και την ευρωστία της εκκαλούσας) και ότι θα επιστρεφόταν σε αυτούς μετά από πέντε έτη, ήτοι στις 30.6.2016. Το γεγονός ότι - κατά την προσέγγιση των πελατών της εκκαλούσας με σκοπό την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων - σημαντικό επιχείρημα αποτελούσε η προβολή των πλεονεκτημάτων αυτών σε σχέση με την απλή προθεσμιακή κατάθεση, αποδεικνύεται και από το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εκκαλούσας αναφορικώς με τα Μ.Α.Ε.Κ. με τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει (υπό τον τίτλο «ΜΑΕΚ Vs κατάθεση ?») ότι «Τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση ...», χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στους σχετικούς κινδύνους του προϊόντος. Ενόψει των παραπάνω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, με την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, σαφώς παρέσχε, με τους παραπάνω προστηθέντες υπαλλήλους της, επενδυτική υπηρεσία-συμβουλή (υπό τη μορφή της σύστασης) στους πελάτες της εφεσίβλητους, οι οποίοι έφεραν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή-μη «επαγγελματία» επενδυτή. Επιπλέον οι παραπάνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν διενήργησαν τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις διατάξεις του ν. 3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των εφεσίβλητων αναφορικώς με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι γνώριζαν το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ (profile) των τελευταίων, αλλά και το γεγονός ότι - κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο προαναφερόμενο Ενημερωτικό Δελτίο -τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα δεν ήσαν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η εκκαλούσα εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αυτής και των εφεσίβλητων, με μοναδικό σκοπό να τους προωθήσει επενδυτικά προϊόντα ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα και υπερβολικά εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, ανυπαρξία υποχρέωσης επιστροφής του κεφαλαίου), είναι δε ομοίως προφανές ότι εάν οι εφεσίβλητοι - που ήταν συντηρητικοί αποταμιευτές και επενδυτές και ενεργούσαν με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους - γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επένδυσης τους, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία, την τιμή της μετοχής της εκκαλούσα και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αναμφιβόλως δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η εκκαλούσα τήρησε τις διατάξεις του ν. 3401/2005 «Ενημερωτικό Δελτίο προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση», του κυπριακού Νόμου περί Εταιριών και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2003/71/ΕΚ και Κανονισμός 809/2004), για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, στερείται εννόμου επιρροής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι δεν επάγεται, άνευ άλλου τινός, τον αποκλεισμό της εφαρμογής του ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία MiFID. Και τούτο διότι ναι μεν δεν εμπίπτει κατ' αρχήν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου (ν. 3606/2007) η πρωτογενής διάθεση χρηματοοικονομικών προϊόντων (δηλαδή η απευθείας διάθεση αυτών από τον εκδότη στον επενδυτή, όπως συνέβη με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα) αλλά μόνο η διάθεση στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, πλην όμως οι ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νόμου ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή, εφόσον διαπιστώθηκε, κατά τα προεκτιθέμενα, η εν τοις πράγμασιν παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής, από τους αρμόδιους προς διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων υπαλλήλους των κατά τόπους καταστημάτων της εκκαλούσας προς τους εφεσίβλητους, Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται αποκλειστικώς η παραπάνω ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και όχι ο ν. 3606/2007, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η εκκαλούσα παρέσχε επενδυτική υπηρεσία υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχή σύστασης) αποδεικνύεται, και από: α) Την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των Μ.Α.Ε.Κ. (καθώς και των Μ.Α. Κ. που είχαν εκδοθεί το έτος 2009), στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμόδιων υπαλλήλων της εκκαλούσας κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων, η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμος των πλεονεκτημάτων τους, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση εφόσον με τα κεφάλαια τέτοιων λογαριασμών θα ελάμβανε χώρα αγορά των εν προϊόντων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής, υπό τη μορφή της σύστασης, με την οποία παρουσιάσθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα στον κάθε συγκεκριμένο επενδυτή, β) Την υπ' αριθ. 9/700/10.12.2014 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκε στην εκκαλούσα: βα) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 της υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 απόφασης αυτής και ββ) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007, αναφέρονται δε στην εν λόγω απόφαση, μεταξύ άλλων, τα εξής: «...Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει για να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφαση τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ενήργησε κατά τρόπο που ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές... Ακόμα και εάν στα έντυπα των "αιτήσεων αγοράς" των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περιγράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς... Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στη διαδικασία προώθησης των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= από την Τράπεζα εντοπίστηκαν σημεία παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφαση τους για επένδυση. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την κοινή θέση των καταγγελλόντων ότι για την αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων παρακινήθηκαν από υπαλλήλους της Τράπεζας, τους οποίους σε αρκετές περιπτώσεις κατονομάζουν. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο που ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτών, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 ...». γ) Την υπ' αριθ. πρωτ. 4995/25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 5 ν. 3297/2004) προς την εκκαλούσα, με την οποία (έγγραφη σύσταση) διαπιστώνεται παράβαση των άρθρ. 4 παρ. 1,12 παρ. 3 και 25 ν. 3606/2007, 8 παρ. 1 και 9ε ν. 2251/1994 και 197 ΑΚ, με αναφορά στα ίδια παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αλλά και με επισήμανση: γα) της έλλειψης πιστοποίησης των αρμόδιων υπαλλήλων της εκκαλούσας για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών και γβ) της συνδρομής περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έκδοση και διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, διότι η εκκαλούσα είναι ταυτοχρόνως η εκδότρια αυτών και η παρέχουσα την επενδυτική συμβουλή περί αγοράς τους και ως τούτου ενδεχομένως να μην έχει συμφέρον σε πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση των υποψηφίων επενδυτών αναφορικώς με τα στοιχεία της επένδυσης, διότι αυτό ενδεχομένως θα τους απέτρεπε από την επένδυση, με συνέπεια την μη πλήρη κάλυψη της συγκεκριμένης έκδοσης, δ) Την από 13.9.2013 Απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με θέμα «Παράλειψη συμμόρφωση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ με ορισμένες διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 και της Οδηγίας που εκδόθηκε βάσει του εν λόγω Νόμου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την άσκηση Επενδυτικών Δραστηριοτήτων του 2007», με την οποία, με ανάλογο σκεπτικό, επιβλήθηκε στην εκκαλούσα διοικητικό πρόστιμο για παράβαση της προαναφερομένης κυπριακής νομοθεσίας περί παροχής επενδυτικών συμβουλών (παροχή μη σαφών, ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς πελάτες ή πιθανούς πελάτες, παροχή πληροφορήσεως σε μη κατανοητή μορφή, παράλειψη αντλήσεως πληροφοριών για τους πελάτες ή πιθανούς πελάτες αναφορικώς με τη γνώση και την πείρα τους στον επενδυτικό τομέα, παροχή επενδυτικών συμβουλών από μη εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο πρόσωπα, παράλειψη γενικής περιγραφής της φύσεως και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η λήψη επενδυτικής αποφάσεως επί τη βάσει σωστής ενημερώσεως, παράλειψη αξιολογήσεως της καταλληλότητας των πελατών ή πιθανών πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα). Εξάλλου, με την από 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, επιβλήθηκαν στην εκκαλούσα, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα διοικητικά πρόστιμα: α) Πρόστιμο 70.000 ευρώ επειδή στην ανακοίνωση στις 23.5.2011 των οικονομικών αποτελεσμάτων της για το τρίμηνο που έληξε στις 31.3.2011, η εκκαλούσα έδωσε παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τους τίτλους αυτής και συγκεκριμένα δεν ανακοίνωσε (στη συνοδευτική ανάλυση αποτελεσμάτων) ότι οι επενδύσεις σε Ο.Ε.Δ. στις 31.3.2011 είχαν λογιστική αξία 2 δις ευρώ (σύνολο ιδίων κεφαλαίων 2.8 δις ευρώ στις 31.3.2011), τα οποία (Ο.Ε.Δ.) από τις 7.3.2011 αξιολογούντο από τον οίκο αξιολόγησης Moody's σε Β1, από τις 9.5.2Q11 αξιολογούντο από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's σε Β και από τις 20.5.2011 αξιολογούντο από τον οίκο Fitch σε Β+, δηλαδή από όλους τους παραπάνω οίκους αξιολογούντο τα Ο.Ε.Δ. σε μη επενδυτική βαθμίδα-«σκουπίδια» (highly speculative), β) Πρόστιμο 140.000 ευρώ, αφενός για παραπλανητικές ενδείξεις στη συνοδευτική ανάλυση αποτελεσμάτων σχετικά με την επένδυση της εκκαλούσας σε Ο.Ε.Δ. (80.000 ευρώ) και αφετέρου για παραπλανητικές ενδείξεις στην ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης 2010 σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης (60.000 ευρώ). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εκκαλούσα δεν είχε συμπεριλάβει τις παραπάνω πληροφορίες (για τις επενδύσεις στα Ο.Ε.Δ.) και στο από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο («Δημόσια προσφορά και εισαγωγή για διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο αξιών Κύπρου και Χρηματιστήριο Αθηνών 1.342.422.297 Μετατρέψιμων αξιόγραφων ενισχυμένου κεφαλαίου»), πλην όμως δεν επέβαλε αυτοτελές πρόστιμο στην εκκαλούσα επειδή για τα ίδια γεγονότα είχε επιβάλει στην εκκαλούσα το προαναφερόμενο πρόστιμο των 140.000 ευρώ. Επέβαλε όμως η Επιτροπή στην εκκαλούσα: γ) επιπλέον πρόστιμο 80.000 ευρώ επειδή δεν επέδειξε, κατά τη σύνταξη του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου, την προσήκουσα επιμέλεια και ιδίως ως προς την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του περιεχομένου του, ως όφειλε για την ορθή, πλήρη και αντικειμενική πληροφόρηση των επενδυτών (βλ. σελ. 98-100, 115-118 της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου).

Κατόπιν αυτών, η περιγραφόμενη παραπάνω αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εκκαλούσας (μέσω των προστηθέντων από εκείνη υπαλλήλων που ενεργούσαν κατόπιν εντολών και οδηγιών της ίδιας), συνιστά -σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το οποίο είναι εφαρμοστέο ως προς όλες τις παρακάτω συρρέουσες βάσεις ευθύνης της εκκαλούσας και το οποίο άλλωστε επέλεξαν και επικαλούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές [Κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), άρθρ. 3 παρ. 1, 6 παρ. 1 και Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11 ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II), άρθρ. 4 παρ. 1, 14 παρ. 1] -παράβαση των ακόλουθων διατάξεων: α) των άρθρ. 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1ε' και 25 παρ. ν. 3606/2007, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρ. 4, 8, 12, 13, 14 της υπ' αριθ. 1/452/1.. 1.1.2007 Απόφασης ταυ Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των άρθρ. 281, 288, 334, 361 ΑΚ, β) του άρθρ. 8 ν. 2251/1994 περί ευθύνης αυτής ως παρέχουσας τραπεζικές-επενδυτικές υπηρεσίες, διότι η εκκαλούσα παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές υποχρεώσεις της, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστης, και δεν κατέβαλε κάθε δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές-καταναλωτές της παρεχομένης επενδυτικής υπηρεσίας και γ) των διατάξεων περί αδικοπρακτικής ευθύνης των άρθρ. 914, 922, 932 ΑΚ, σε συνδ. με άρθρ. 147, 149 εδ. β', 297, 298, 299 του ίδιου Κώδικα. Με τη συγκεκριμένη δε συμπεριφορά της η εκκαλούσα προκάλεσε περιουσιακή ζημία στους εφεσίβλητους, συνιστάμενη στο ποσό του κεφαλαίου που καθένας δαπάνησε για την αγορά των Μ.Α.Ε.Κ. (μείον του ποσού που, κατά τα παραπάνω, ορισμένοι εφεσίβλητοι εισέπραξαν από τη μερική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές της εκκαλουσας και την πώληση των μετοχών αυτών στη συνέχεια ή την πώληση καθεαυτών των Μ.Α.Ε.Κ.), καθώς και ηθική βλάβη εξαιτίας της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που καθένας των εφεσίβλητων υπέστη από την απώλεια του κεφαλαίου του. Ειδικότερα η περιουσιακή ζημία των εφεσίβλητων ανέρχεται για τον 1° στο ποσό των 40.000 ευρώ, για τον 2° στο ποσό των 55.074 ευρώ, για τον 3° στο ποσό των 50.000 ευρώ, για τους 4° και 5η στο ποσό των (100.000 -17.892,05 =) 82.107,49 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 6° στο ποσό των 50.000 ευρώ, για την 7η στο ποσό των 35.000 ευρώ, για τον 8° στο ποσό των 30.000 ευρώ, για τον 9° στο ποσό των 50.000 ευρώ, για τον 10° στο ποσό των 100.000 ευρώ, για τον 11° στο ποσό των 100.000 ευρώ, για την 12η (ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, του …) στο ποσό των 50.000 ευρώ, για τους 13° και 14η (ως ασκούντες την γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους …, επίσης εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, του …) στο ποσό των 50.000 ευρώ, για τον 15° στο ποσό των (50.000 - 132,88 =) 49.867,12 ευρώ (το οποίο ζητούσε εκείνος και με την αγωγή αλλά με την εκκαλούμενη απόφαση επιδικάσθηκε σε αυτόν το μεγαλύτερο, κατά 132,88 ευρώ, ποσό των 50.000 ευρώ, χωρίς κατά τούτο η απόφαση να πλήττεται με λόγο έφεσης), για τους 16η, 17° και 18° στο ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 19° στο ποσό των 11.229,98 ευρώ, για τον 20° το ποσό των 40.000 ευρώ, για τον 21° στο ποσό των 100.000 ευρώ, για τους 22° και 23η το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 24° στο ποσό των 69.022,64 ευρώ, για την 25η στο ποσό των 30.000 ευρώ, για τους 26° και 27η στο ποσό των 20.000 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 28° στο ποσό των 40.000 ευρώ, για τον 29° στο ποσό των 20.706,79 ευρώ, για τον 30° στο ποσό των 20.000 ευρώ, για τους 31° και 32η στο ποσό των 85.630,17 ευρώ εις ολόκληρον, για τους 33° και 34° στο ποσό των 128.522,22 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 35° το ποσό των (35.000 -6.192,05 s) 28.807,95 ευρώ, για τον 36° στο ποσό των (10.000 - 24,80 =) 9.975,20 ευρώ, για τον 37° στο ποσό των 45.000 ευρώ, για τον 38° το ποσό των 40.000 ευρώ, για τους 39° και 40η στο ποσό των 15.000 ευρώ εις ολόκληρον, για τον 41° στο ποσό των 30.000 ευρώ, για τους 42°, 43η, 44η και 45η στο ποσό των 208.233 ευρώ εις ολόκληρον και για τον 460 στo ποσό των 345.113,19 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε παρομοίως ως προς την ευθύνη της εκκαλούσας απέναντι στους εφεσίβλητους - έστω και ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΑΚ) - δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και ένατος λόγος της έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης το ύψος της επιδικασθείσας σε καθέναν των εφεσίβλητων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και συνεπώς, μετά την απόρριψη του ένατου λόγου της έφεσης, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του σχετικού άρθρ. 932 ΑΚ, το παρόν Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμενης απόφασης. Εξάλλου, απορριπτέος, προεχόντως ως αλυσιτελής, είναι και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι αντιφατικώς η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ευθύνη της ίδιας έναντι των εφεσίβλητων μολονότι ταυτοχρόνως δέχθηκε ότι δεν φέρει αντίστοιχη ευθύνη και ο δεύτερος εναγόμενος, Γενικός Διευθυντής του υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα (…) και απέρριψε ως προς αυτόν την αγωγή των εφεσίβλητων. Και τούτο διότι η ευθύνη της εκκαλούσας έναντι των εφεσίβλητων θεμελιώνεται επαρκώς και αυτοτελώς στα εκτιθέμενα παραπάνω περιστατικά και δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη και αντίστοιχης ατομικής ευθύνης του συγκεκριμένου φυσικού προσώπου.

Με τον έκτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε- δεχόμενο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του προβαλλομένου ως ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας των εφεσίβλητων, αφού δεν υπήρξε τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος και σε κάθε περίπτωση (ακόμα και αν τυχόν υπήρξε) αυτός διεκόπη. Ειδικότερα, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, μετά τη θέση αυτής υπό καθεστώς ειδικής εξυγίανσης στις 26.3.2013, η μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές αυτής -ονομαστικής αξίας αρχικά ισόποσης με αυτά και στη συνέχεια σε μετοχές ονομαστικής αξίας ίσης με το ένα εκατοστό της αρχικής - έλαβε χώρα σε εκτέλεση των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου και των συνακόλουθων Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (η οποία οριζόταν ως Αρχή Εξυγίανσης) και ότι, συνεπώς η όποια περιουσιακή ζημία των εφεσίβλητων δεν οφείλεται στην αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων αλλά σε επιγενόμενα (το Μάρτιο του 2013) γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα να προβλεφθούν εκ των προτέρων και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις (ήτοι στην ψήφιση του ως άνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην έκδοση των προαναφερομένων Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου). Επιπλέον, ειδικώς ως προς τους 4°, 5η, 15°, 22°, 23° και 28° των εφεσίβλητων, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι υπάρχει διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου και επειδή αυτοί οικειοθελώς είχαν μετατρέψει, ήδη από το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2012, τα Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχαν ή μέρος αυτών, με μετοχές της ίδιας. Επί του συγκεκριμένου λόγου της έφεσης πρέπει να εκτεθούν τα ακόλουθα: Όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εκκαλούσας απέναντι στους εφεσίβλητους συνίσταται (σωρευτικώς) στην παράβαση των σιωπηρώς καταρτισθεισών μεταξύ εκείνης και των εφεσίβλητων συμβάσεων παροχής επενδυτικών συμβουλών, στην παράβαση των υποχρεώσεων της από το νόμο περί προστασίας των καταναλωτών και στην αδικοπραξία. Περαιτέρω, η ζημία των εφεσίβλητων δεν προέκυψε από καθ’ εαυτή τη μετατροπή των Μ.Α. Ε. Κ. σε μετοχές το έτος 2013, αλλά στο γεγονός ότι το έτος 2011, κατά το χρόνο κτήσης των Μ.Α.Ε.Κ., τα κεφάλαια των εφεσίβλητων εξήλθαν από την περιουσία αυτών χωρίς να εισέλθει στην περιουσία τους ισοδύναμο μέγεθος, ποιοτικώς και ποσοτικώς, το οποίο οι εφεσίβλητοι προσδοκούσαν και για το οποίο είχαν πεισθεί από την εκκαλούσα (δηλαδή επενδυτικό προϊόν με τα χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης). Αντιθέτως, στην περιουσία των εφεσίβλητων εισήλθε κάτι άλλο, το οποίο δεν επιθυμούσαν, δηλαδή σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου, τα οποία, μάλιστα, δεν ήταν και ισάξια των χρημάτων που οι εφεσίβλητοι είχαν διαθέσει για την απόκτηση τους, αφού, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της εκκαλούσας ήδη κατά το χρόνο έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ., η πραγματική αξία αυτών δεν ήταν αντίστοιχη με την ονομαστική αξία τους αλλά κατά πολύ υπολειπόμενη, μετά δε και την υποχρεωτική ακύρωση, εκ μέρους της εκκαλούσας, της καταβολής των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. το έτος 2012, η πραγματική αξία αυτών κατέστη ουσιαστικώς μηδενική. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές αφενός ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης της εκκαλούσας και αφετέρου ως προς τη ζημία των εφεσίβλητων, συνάγεται περαιτέρω ότι η έρευνα για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου δεν αφορά στο ζήτημα αν η επένδυση στα Μ.Α.Ε.Κ. ήταν πρόσφορη ή όχι να επιφέρει ζημία στην περιουσία των εφεσίβλητων αλλά στο κατά πόσον ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εκκαλούσας ήταν πρόσφορος να επιφέρει τη ζημία των εφεσίβλητων όπως αυτή ορίζεται παραπάνω και πράγματι ήταν πρόσφορος, αφού αν η εκκαλούσα είχε παράσχει, ως όφειλε, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους εφεσίβλητους ως προς τη φύση, τη λειτουργία και κυρίως, τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν τους δημιουργούσε με παραπλανητικές δηλώσεις πλανημένη εντύπωση για τη φύση τους, οι εφεσίβλητοι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους [βλ. ΕφΑΘ 7120/2019, 5431/2019, 4356/2019, 4250/2019, 1228/2019, 4507/2018, 2365/2018, όλες στην ΤΝΠΔΣΑ, συναφώς βλ. ΑΠ 1228/2019 ο.π, 1109/2019 ΤΝΠΔΣΑ, 536/2019 ΤΝΠΔΣΑ, 974/2018 ο.ττ., 1350/2018 ο.ττ., 669/2017 ΤΝΠΔΣΑ, 1028/2015 ο.π.]. Σημειώνεται ότι τα αμέσως παραπάνω ισχύουν και ως προς τους 4°, 5η, 15°, 22°, 23° και 28° των εφεσίβλητων, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι εκείνοι, το Μάρτιο του 2012, προέβησαν σε μερική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχαν με μετοχές της εκκαλούσας, πέραν του ότι η εν λόγω μετατροπή έγινε μετά από συμβουλή των υπαλλήλων της εκκαλούσας ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να διασώσουν οι εν λόγω εφεσίβλητοι το επενδυμένο μέχρι τότε σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο τους (το οποίο, βεβαίως, δεν διασώθηκε, τουλάχιστον κατά το μέγιστο μέρος του, ούτε με τον τρόπο αυτόν). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ζημία (όλων) των εφεσίβλητων επήλθε το έτος 2013, με την έκδοση του παραπάνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τούτο δεν συνιστούσε για την εκκαλούσα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός - ώστε να αποκλείει ή να διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο όπως η ίδια υποστηρίζει - αλλά αποτελούσε λογική και αναμενόμενη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, συνέπεια της κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εκκαλούσας, την οποία η ίδια είχε δημιουργήσει και συντηρήσει με την επιχειρηματική στρατηγική της, κατά τα εκτιθέμενα παραπάνω στο σκεπτικό [βλ. τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, συναφώς βλ. ΑΠ 1228/2019 ο.π., ΑΠ 54/2019 ΤΝΠΔΣΑ, 1/2019 ΝοΒ 2009/2142, 1177/2018 ΤΝΠΔΣΑ, 865/2Q17 ΕΕμπΔ 2017/876, 244/2016 ΕΕμπΔ 2016/393, 1738/2013 ΝοΒ 2014/626, βλ. όμως και αντίθετα ΑΠ 813/2019 ΕΕμπΔ 2019/861 εκδοθείσα σε υπόθεση με μετατρέψιμα χρεόγραφα (Μ.Χ.) της Τράπεζας Κύπρου εκδοθέντα το έτος 2008]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το. οποίο έκρινε παρομοίως ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου - έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΑΚ) - δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο κρινόμενος (έκτος) λόγος της έφεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας (ως ουσιαστικώς αβάσιμη) την επικουρικώς προταθείσα ένσταση της περί συνυπαιτιότητας των εφεσίβλητων στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας τους (άρθρ. 300 ΑΚ), την οποία η εκκαλούσα στήριζε στο ότι οι εφεσίβλητοι: α) δεν ανέγνωσαν, όπως όφειλαν, τα έγγραφα που υπέγραψαν για να επενδύσουν στα Μ.Α.Ε.Κ., ούτε τους έγγραφους όρους των εν λόγω προϊόντων οι οποίοι είχαν τεθεί υπόψη τους (ειδικώς οι 6ος, 35ος, 36ος και 37οςς των εφεσίβλητων, που ήταν μέτοχοι της εκκαλούσας, είχαν λάβει ταχυδρομικώς στην οικία τους και ειδική ενημερωτική επιστολή) και β) μετά τις 30.6.2011, ενώ οι εφεσίβλητοι έλαβαν έγγραφες ενημερώσεις [statements] των επενδυτικών χαρτοφυλακίων τους, από τις οποίες προέκυπτε ότι δεν είχαν προθεσμιακές καταθέσεις, δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τα Μ.Α.Ε.Κ. στη χρηματιστηριακή αγορά, στην τιμή που αυτά είχαν τότε, εισπράττοντας το τίμημα της πώλησης και περιορίζοντας αντίστοιχα τη ζημία τους στα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης για κάθε εφεσίβλητο ποσά (παρά μόνο ο 350ζ εφεσίβλητος προέβη σε μερική ρευστοποίηση των Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχε). Η παραπάνω ένσταση είναι πράγματι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη, ως προς αμφότερα τα σκέλη της. Συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο σκέλος της, είναι απορριπτέα επειδή, υπό τις παραπάνω αναλυτικά περιγραφόμενες συνθήκες προσέγγισης και κατάπεισης των εφεσίβλητων, εκ μέρους της εκκαλούσας, με παραπλανητικά μέσα, να προβούν στις επίδικες επενδύσεις, δεν νοείται, ούτε άλλωστε προέκυψε, η συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος των εφεσίβλητων. Εξάλλου οι τελευταίοι, για να επενδύσουν στα Μ.Α.Ε.Κ., ακολούθησαν τις επενδυπκές συμβουλές της ίδιας της εκκαλούσας (μέσω των προστηθέντων κατά περίπτωση υπαλλήλων της) και δεν είναι δυνατόν να καταλογίζεται από αυτήν στους εφεσίβλητους όπ δεν έλεγξαν την ορθότητα των δικών της συμβουλών. Επιπλέον, όπως επίσης έχει εκτεθεί παραπάνω, οι εφεσίβλητοι, ως συντηρητικοί μέσοι αποταμιευτές - επενδυτές, δεν ήταν σε θέση τα κατανοήσουν, σχετικά με τη λειτουργία και τους κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ., το περιεχόμενο του από &.4.2011 Ενημερωτικού Δελτίου που εξέδωσε η εκκαλούσα, καθόσον μάλιστα, στο ίδιο το ενημερωτικό δελτίο, στη σελίδα 41, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. «αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές», ότι «...κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει ΐ. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου... ii. να έχει πρόσβαση στις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου...νί. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυση του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν...». Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο σκέλος της, η προαναφερόμενη ένσταση είναι απορριπτέα επειδή, μέχρι τον Ιούνιο του 2012, που έγινε η ακύρωση των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. για το πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο του κεφαλαίου τους, μετά δε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εφεσίβλητοι συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο αυτόν - πράγμα που επίσης δεν αποδείχθηκε, αφού οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ειδικές χρηματοοικονομικές γνώσεις ώστε να αξιολογούν επαρκώς την πορεία της επένδυσης τους - κάθε απόπειρα εκ μέρους τους για την πώληση των ΜΑ.Ε.Κ. στη χρηματιστηριακή αγορά, ενόψει του ότι η αξία των τελευταίων είχε σχεδόν μηδενισθεί, ήταν εν τοις πράγμασιν ανέφικτη [βλ. τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, συναφώς βλ. ΑΠ 536/2019 ο.π.]. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται - αντιθέτως ενισχύονται -από το γεγονός ότι μόνο ένας των εφεσίβλητων πώλησε μέρος των Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχε και συγκεκριμένα ο 35ος εφεσίβλητος (βλ. παραπάνω), ο οποίος μάλιστα έπραξε τούτο με απώλεια ήδη τότε (9.3.2012 που έγινε η πώληση) του 38% του αντίστοιχου επενδυμένου κεφαλαίου του (πώλησε ΜΑ.Ε.Κ. που είχε αγοράσει αντί 10.000 ευρώ και έλαβε ως αντάλλαγμα το καθαρό ποσό των 6.192,05 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την προαναφερόμενη ένσταση της εκκαλούσας - έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΑΚ) - δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο κρινόμενος (έβδομος) λόγος της έφεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον όγδοο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας (ως νομικώς αβάσιμη) την, επικουρικώς προταθείσα, ένσταση της περί συνυπολογισμού στη ζημία των εφεσίβλητων του κέρδους (άρθρ. 297, 298 ΑΚ) που οι τελευταίοι είχαν από την απόληψη των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. για το χρονικό διάστημα από 30.6.2011 έως 30.12.2011, ενώ, εάν ορθώς είχε κρίνει, έπρεπε να αφαιρέσει από τα επιδικαζόμενα ποσά αποζημίωσης τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης εισπραχθέντα από τους εφεσίβλητους ποσά τόκων. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός ήταν πράγματι νομικώς αβάσιμος, διότι, υπό τα εκτιθέμενα σε αυτόν, τα παραπάνω ποσά τόκων που έλαβαν οι εφεσίβλητοι δεν συνιστούσαν κέρδος των εφεσίβλητων συνδεόμενο με τη ζημία τους, αλλά αποτελούσαν καρπούς της επένδυσης τους στα παραπάνω επενδυτικά προϊόντα, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι τους οποίους έλαβαν οι εφεσίβλητοι αποτελούσαν μεν κέρδος τους από την κυριότητα των συγκεκριμένων προϊόντων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προερχόταν από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εκκαλούσας, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην τελευταία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερα γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας στους εφεσίβλητους τους παραγόμενους τόκους. Συνεπώς, δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας, πέραν του ότι, σε κάθε περίπτωση, ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εφεσίβλητων θα ήταν αντίθετος στην καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες οι εφεσίβλητοι προέβησαν στην αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων {βλ. τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, συναφώς βλ. ΑΠ 1350/2018 ο.π, 244/2016 ο.π.}. Επομένως, το πρωτοβάθμιο το οποίο απέρριψε την προαναφερόμενη ένσταση της εκκαλούσας - έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΑΚ) - δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο κρινόμενος (όγδοος) λόγος της έφεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα είχε ισχυρισθεί πρωτοδίκως ότι στη ζημία των εφεσίβλητων έπρεπε να συνυπολογισθούν όχι μόνο τα ποσά των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. που οι εφεσίβλητοι είχαν εισπράξει αλλά και η αξία των (κατόπιν της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ.) μετοχών της εκκαλούσας που οι εφεσίβλητοι κατέχουν, πλην όμως το συγκεκριμένο σκέλος της ένστασης της εκκαλούσας, το οποίο σιωπηρώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν επαναφέρεται με λόγο έφεσης και δεν συνακολούθως δεν μεταβιβάζεται (άρθρ. 522 ΚΠολΔ) προς κρίση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο [βλ. ΑΠ 288/1016 ΝοΒ 2016/1812, ΑΠ 1873/2007 Δ 2008/404]. Τέλος, απορριπτέο ως αβάσιμο τυγχάνει το παραδεκτώς προβαλλόμενο, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της εκκαλούσας, αίτημα περί επιδείξεως των σε αυτές αναφερομένων εγγράφων (άρθρ. 450 ΚΠολΔ) που αφορούν τους 1°, 2°, 3°, 6°,7η, 11°, 20°, 25η, 30°, 31°, 32η, 36°, 41°, 42°, 43η, 44η και 45η των εφεσίβλητων (αντίγραφα των ατομικών επενδυτικών μερίδων τους και αντίγραφα κινήσεων των λογαριασμών αξιών τους), αφού τα εν λόγω έγγραφα δεν κρίνονται αναγκαία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την πραγματική επενδυτική εμπειρία των εφεσίβλητων όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, δεδομένου μάλιστα ότι η φύση, η λειτουργία και οι κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. δεν θα μπορούσε να γίνουν αντιληπτά με μόνη την εμπειρία από επενδύσεις σε κοινά, απευθυνόμενα σε απλούς μη επαγγελματίες επενδυτές, χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Κατόπιν όλων των παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ' ουσίαν και περαιτέρω να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα συμψηφισθούν στο σύνολο τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις ............ και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις..........

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<webtop:message key=
Πρόεδρος:     Παρασκευή Ψυχογυιού, Πρόεδρος Εφετών
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
     
Δημοσίευση:     ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
           

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.