Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 218 Ετος: 2019

Δικαστήριο:     ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:     ΛΑΡΙΣΗΣ
Αριθ. Απόφασης:     218
Ετος:     2019
Περίληψη

Αδικοπραξία - Τράπεζες - Εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - Επενδύσεις - Ομόλογα - Ομόλογα διηνεκή - Μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου - Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - Συμψηφισμός ζημίας και κέρδους - Τόκοι - Αιτιώδης συνάφεια -. Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης και αποζημίωσης. Υποχρεώσεις Τράπεζας και Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για ενημέρωση και προστασία επενδυτών. "Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας", άλλως "διηνεκή" που παρέχουν στον κομιστή δικαίωμα υψηλών συνήθως τόκων, όχι όμως επιστροφής της αξίας τους σε κάποιο χρόνο λήξης τους, ενώ ο εκδότης διατηρεί δικαίωμα μονομερούς ανάκλησής τους, διό η χρήση και κυκλοφορία τους αποδίδει ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ως προς τη νομική φύση και λειτουργία τους. Κατάρτιση ένδικης σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσης αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑ.Ε.Κ.) που δεν λειτουργούσαν ως προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου, αλλά ήταν άληκτα και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές. Αθέτηση υπό Τράπεζας καθήκοντος διαφώτισης και ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης της ενάγουσας ως προς την ασφάλεια κεφαλαίου. Αδικοπρακτική ευθύνη Τράπεζας καθόσον με απατηλή συμπεριφορά οργάνων της προκάλεσε στην άπειρη ενάγουσα - πελάτισσατην απόφαση επένδυσης στα άνω προιόντα,παριστώντας ότι αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση με εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου και αποσιωπώντας τους κινδύνους. Αιτιώδης ζημία ενάγουσας, συνιστάμενη στην ονομαστική αξία που κατέβαλε για αγορά άνω προϊόντων, το οποίο απώλεσε λόγω υποχρεωτικής μετατατροπής τους σε μηδενισθείσες μετοχές της εναγόμενης Τράπεζας συνεπεία κακής οικονομικής κατάστασής της. Νομικά αβάσιμη ένσταση εναγομένων ότι εκ της ζημίας ενάγουσας πρέπει να αφαιρεθούν οι εισπραχθέντες τόκοι, καθόσον αυτοί είναι κέρδος από την κυριότητα των τίτλων προερχόμενο όχι από την ζημία εκ της απώλειας του κεφαλαίου αλλά από την παραχώρησή του στην τράπεζα που το εκμεταλλεύτηκε, διό μη αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και ωφέλειας.



Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα, Πρόεδρο Εφετών, Περικλή Αλεξίου, Βήλη Χρηστίδου-Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 11 Ιανουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση στην οποία διάδικοι είναι:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΛ», που εδρεύει στη Λευκωσία της Κύπρου και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του Υποκαταστήματος της επί της Λ. Αλεξάνδρας αρ. 192, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, παραστάθηκε γι' αυτήν η πληρεξούσια δικηγόρος της Γεωργία Ζολώτα, δυνάμει της από 7-1-2019 δηλώαεώς της, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: ..., κάτοικος Καρδίτσας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Κωνσταντινίδη.

Η εφεσίβλητη, με την υπ' αριθμό καταθέσεως ΠΤ/./29-8-2016 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, με την 12/2018 οριστική απόφαση του. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την υπ' αριθμό καταθέσεως ./27-4-2018 έφεση της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, κατόπιν δήλωσης της, έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε προτάσεις και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης που παραστάθηκε, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκε και ζήτησε όσα αναφέρονται σ' αυτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 26.4.2018 (αρ.εκθ.καταθ. ./27.4.2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 12/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 6.6.2016 (αρ. κατ. ΠΤ./29.8.2016) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά την τακτική διαδικασία και έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή, υποχρεώνοντας την τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα το στο διατακτικό της αναφερόμενο χρηματικό ποσό, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 30.3.2018 (βλ. σημείωση του δικαστικού επιμελητή Π. Π.) και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.4.2018 (άρθ. 495, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ (βλ. σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του δικογράφου της έφεσης). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια τακτική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 6.6.2016 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι οι αναφερόμενοι σ’ αυτήν υπάλληλοι-προστηθέντες της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγόμενης και νυν εκκαλούσης κυπριακής τραπεζικής εταιρίας, με την οποία συναλλασσόταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και δη προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης, της συνέστησαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης κατά το Ιούνιο του 2011 και τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, παρέχοντάς της προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική ενημέρωση, καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσει το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο της παρέστησαν ως παρόμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής αποδόσεως τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου. Ότι, πεισθείσα από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, προέβη στην κατάρτιση τον Ιούνιο του 2011 με την εναγομένη σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσης αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων: Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑ.Ε.Κ.), εκδόσεως της τελευταίας, αξίας 400.000 ευρώ. Ότι, τα ανωτέρω αξιόγραφα δεν λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, ούτε ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό της προφίλ, ενώ αντίθετα χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους η ενάγουσα αγνοούσε κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω ελλείψεως κατάλληλης ενημέρωσής της από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγόμενης, οι οποίοι παράλληλα την εξαπάτησαν, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Ότι, περί το μέσον του μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκε από την εναγόμενη ότι αυτή θα ακύρωνε και δεν θα κατέβαλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους, επικαλούμενη προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένης ρευστότητας. Ότι, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης της εναγομένης μετατράπηκαν εν συνεχεία τα Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, στερούμενες οποιοσδήποτε αξίας, με συνέπεια η ενάγουσα να απωλέσει το προαναφερόμενο κεφάλαιο αυτών και να υποστεί εξ αυτού του λόγου την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο ζημία. Ότι, δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση της, ενώ παράλληλα της δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας κατευθύνοντας δόλια τη βούλησή της. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι η ίδια επέχει θέση καταναλωτή στην κρίσιμη σύμβαση, καθώς είναι η τελική αποδέκτης των υπηρεσιών της εναγόμενης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή να της καταβάλει, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την απώλεια της αξίας των αγορασθέντων χρεογράφων, το ποσό των 400.000 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της προαναφερόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, το ποσό των 30.000 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1 παρ. 4,8,9α, 9δ και 9ε του ν. 2251/1994 και 25 του ν. 3606/2007 και σ’ αυτές των άρθρων 299, 346, 922 ΑΚ, 386 ΠΚ, 3 παρ. 2 ν. 3606/2007, 218, 219, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Ερευνώντας δε αυτήν κατ’ουσίαν, αφού απέρριψε τις εκ μέρους της εναγομένης υποβληθείσες ενστάσεις συντρέχοντος πταίσματος και την ένσταση εκ του άρθρου 8 §§ 1,4 ν.2251/1994 ως ουσία αβάσιμες, και κάνοντας δεκτή εν μέρει την ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 399.400 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 404.400 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, καταδικάζοντάς την ταυτόχρονα και στα αναλογούντα δικαστικά έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής η εν μέρει ηττηθείσα εναγόμενη τραπεζική εταιρία, κατά το μέρος που ηττάται, παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της και τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτή και οι οποίοι ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έβδομο (α’ σκέλος) λόγους της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (149, 281, 288, 914 ΑΚ, 8 παρ. 1,2,3,4 του ν. 2251/1994, 386 ΠΚ) και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι υπήρξε εξαπάτηση της ενάγουσας, ότικαταρτίστηκε σιωπηρή σύμβαση παροχής επενδυτικής συμβουλής, ότι δεν ενημερώθηκε η ενάγουσα επενδύτρια για τους όρους των ΜΑΕΚ<webtop:message key=, ότι δεν είχε την ικανότητα να κατανοήσει τους όρους της σύμβασης και ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προβαλλόμενης ζημίας, ενώ δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι τήρησε τη ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών (άρθρ. 15 Οδηγίας 2003/71/ΕΚ, 34 Κανονισμού 809/2004 και άρθρου 15 ν. 3401/2005).

Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν.3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και, στις περιπτώσεις· που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 § 4 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 §§ 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται, όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων, και ζ) τo αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, 613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία (ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620). Εξάλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών (ως τέτοιας δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας, άρθρ. 25 § 5 ν.3606/2007 και 13 Απόφασης 1/452/2007 ΕΚ). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας προκύπτει ότι, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4841/2014 ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης Η διάθεση «perpetualbonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σ. 867-868). Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetualbonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση - επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetualbonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες και ιδιαίτερα οι τράπεζες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, όταν ιδίως αυτός ανήκει στην κατηγορία του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetualbonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή/εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και την λειτουργία τους. Αυτή καθ’ εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη-ομολογία, αναγνώριση χρέους- δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και υπάρξεως συνακόλουθα αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή-κομιστή της ομολογίας- κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε το ζητήσει ό ίδιος ο δανειστής και όχι αντίστροφα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα με δική της ευθύνη, πληροφορώντας κατάλληλα τον επενδυτή, να το απαλείψει. Παραλείποντας να το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, δημιουργώντας ασφαλείς βάσεις ευθύνης της προς αποζημίωση των πελατών της (ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4841/2014 ο.π, και ΧρΑ 1/2015.136, Ψυχομάνης, ο.π., ΕφΑθ 2365/2018 προσκομιζόμενη από την ενάγουσα).

Από την υπ’ αριθμ. …/15.9.2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Λ. Μ. του Α. ενώπιον του συμβολαιογράφου Κ. Μ. του Η., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης μέσω του ορισθέντος αντικλήτου της (βλ. την υπ’ αριθμ. …/6.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Δ. Ζ. και την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/24.10.2014 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικού Εμπορίου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιώδη εκτίμηση της διαφοράς, λαμβανόμενα υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως ως τέτοια (δικαστικά τεκμήρια) λαμβάνονται υπόψη όλες οι μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η ενάγουσα και οι οποίες λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης, όχι προς χρήση επίτηδες ενώπιον της παρούσας δίκης και οι οποίες δεν αποδεικνύεται ότι λήφθηκαν μετά νομότυπη κλήτευση της εκεί εναγομένης (ΑΠ 254/2013 ΕλλΔνη 2014. 1359), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η εναγόμενη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την Κύπρο, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, και κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο κρίσιμο χρόνο διατηρούσε ικανό αριθμό καταστημάτων στη χώρα, μεταξύ των οποίων και υποκατάστημα στην πόλη της Κ.. Η ενάγουσα, ηλικίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 62 ετών, απόφοιτος δημοτικού, ασχολούμενη με τα οικιακά και χωρίς καμία γνώση χρηματοπιστωτικών θεμάτων, διατηρούσε από το έτος 2005 στο υποκατάστημα της εναγόμενης στην Κ. καταθετικό λογαριασμό και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός της στόχος ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων της, προερχομένων από την εργασία της στην αλλοδαπή, σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Μέχρι το έτος 2008 η διαχείριση των χρημάτων της ήταν συντηρητική, έχοντας επιλέξει να διατηρεί αυτά σε προθεσμιακή κατάθεση και να λαμβάνει τους σχετικούς τόκους. Το έτος 2008 η ενάγουσα μαζί με τον υιό της Λ. Μ. του Α. (απόφοιτος Λυκείου) επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στην Κ., όπου ο διευθυντής του Α. Κ. τους κάλεσε στο γραφείο του. Εκεί ο ανωτέρω υπάλληλος, αφού δήλωσε στην ενάγουσα ότι είναι μία από τους καλύτερους πελάτες της εναγόμενης, κυρίως λόγω του μεγάλου ύψους των καταθέσεων που διατηρούσε στο υποκατάστημα (η ενάγουσα είχε 862.000 ευρώ τοποθετημένα σε προθεσμιακή κατάθεση), την ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης, παρουσιάζοντάς το ως προτιμότερο από προθεσμιακή κατάθεση, απευθυνόμενο σε μικρό αριθμό πελατών της εναγομένης. χωρίς να επακολουθήσει επαρκής ενημέρωση για το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, ο ανωτέρω διευθυντής του υποκαταστήματος παρουσίασε στην ενάγουσα το ανωτέρω προϊόν ως ασφαλές, ώστε να ομοιάζει με προθεσμιακή κατάθεση. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους και συγκεκριμένα στις 5.8.2008 υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης σύμβαση αγοράς ομολόγου MX ή ΚΥΠΡΟ1, για το οποίο καταβλήθηκε από την ενάγουσα το ποσό των 400.000 ευρώ, αναληφθέν από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό προθεσμιακής της κατάθεσης. Στη συνέχεια, το Μάιο 2009, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της Α. Κ. και Μ. Μ., ειδοποίησε την ενάγουσα περί μίας νεότερης και ευνοϊκότερης έκδοσης του ανωτέρω τραπεζικού προϊόντος, με τα ίδια αυξημένα εχέγγυα φερεγγυότητας και ασφάλειας. Αποτέλεσμα της ιδίας ανεπαρκούς ενημέρωσης ήταν η υπογραφή εκ μέρους της ενάγουσας στις 8.7.2009 σύμβασης αγοράς Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) ή ΚΥΠΡΟ2. Το Μάιο του έτους 2011, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ)». Τα εκδοθέντα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ έκαστη, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5 % ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30.6.2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3 %. Επιπροσθέτως, το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής του, όπως διαλαμβάνονται στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ’ επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ’ επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολό τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική, κατά την κρίση της Τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου εθεωρείτο ότι είχε επισυμβεί (ι) όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital Accord) Βασιλεία IΙΙ, όπου παρουσιάζονται κανονιστικά πρότυπα, που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5 % ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί είτε (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Επίσης, ως γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης η αόριστης διάρκειας (perpetualbonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη. ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι γεγονός αποδεδειγμένο πλήρως ότι η εναγόμενη παρά την τεταμένη -οικονομικά και πολιτικά- κατάσταση στην Ελλάδα, την συνεχή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητος της Ελλάδος και των ομολόγων της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ήδη από τα τέλη του έτους 2009, παρά τις ανησυχίες των οίκων αξιολόγησης για τη μετάσταση της κρίσης και στις κυπριακές τράπεζες, που κατείχαν ομόλογα της Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και τις δημοσιευμένες δηλώσεις της εκκαλούσης στις οικονομικές καταστάσεις της του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 ότι είναι κεφαλαιακά επαρκής, με πολύ ισχυρό δείκτη coretier 1, άνω του 8%, επιδόθηκε σε μια επιθετική-κερδοσκοπική επιχειρηματική πολιτική σε σχέση με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο και από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 αύξησε την έκθεσή τής σε ΟΕΔ (2,4 δις ευρώ), την στιγμή που τα ίδια κεφάλαιά της ήταν 2,5 δις ευρώ (συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου σε ποσοστό 80% δίχως λήψη μέτρου μετριασμού του). Λόγω αυτής ακριβώς της άκρως επιθετικής επενδυτικής στρατηγικής, υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαια από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ (2010) ύψους 529.513 ευρώ. Επειδή όμως η λογιστική αναγνώριση- αποτύπωση της ζημίας αυτής θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον δείκτη coretier 1, αφενός δεν αποτύπωσε λογιστικά στις οικονομικές της καταστάσεις τη ζημία αυτή (προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις), παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και την ενάγουσα, μέσω των υπαλλήλων των καταστημάτων της στην Ελλάδα ως προς τις προοπτικές και την πραγματική της αξία, την πραγματική της οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα, αφετέρου σχεδίασε και προώθησε μέσω των ως άνω υπαλλήλων της τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, τα οποία πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν και ρήτρες υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές και υποχρεωτικής αναστολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρα αυξημένες εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες που θα οδηγούσαν είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των προϊόντων σε συνήθεις μετοχές. Γνώριζε δε ότι το πολύπλοκο αυτό χρηματοοικονομικό προϊόν θα ήταν το «μαξιλάρι» που θα απορροφούσε τις ζημιές από τα ΟΕΔ, που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, αλλά δεν είχαν αποτυπωθεί, όπως προεκτέθηκε. Στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενη την εξαιρετική σπουδαιότητα και σημασία επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την ασύμμετρη και προνομιακή αυτή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με την ενάγουσα, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή της σφαίρα, αφού γνώριζε τις καταθέσεις των πελατών της και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, την έπεισε δολίως να τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις της σε αυτά, χωρίς όμως να προβεί στο αναγκαίο έλεγχο συμβατότητος αυτής με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην από 12-7-2013 έκθεση της εταιρίας G. T. για τη σκοπιμότητα έκδοσης των εν λόγω προϊόντων με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= αποτελούν, υπό προϋποθέσεις, ήδη μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, λόγο για τον οποίο δεν απεικονίζονται στο δανειακό κεφάλαιο και όταν γίνουν κοινό μετοχικό κεφάλαιο, θα επαυξήσουν και το coretier 1 της τράπεζας, αφού σχεδιάστηκαν με τη μορφή αυτή για να απορροφήσουν ζημιές. Η εναγόμενη γνώριζε ως ενδεχόμενη και αποδέχτηκε την πρόκληση της ζημίας σε βάρος της άνω επενδύτριας, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Έτσι, για την υλοποίηση των στόχων της, ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω τηςεφαρμογήςCentra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον, αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάζουν» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης παρουσίασαν στην ενάγουσα τη σύμβαση αυτή ως ευκαιρία, αφού στην πραγματικότητα η αγορά θα πραγματοποιούνταν μέσω της μεταφοράς των χρημάτων που η ενάγουσα είχε δαπανήσει για το προηγούμενο επενδυτικό προϊόν, πωλώντας στην πραγματικότητα αυτό, χωρίς έξοδα ή επιπλέον δαπάνες. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) παρουσιάστηκαν στην ενάγουσα ως είδος προθεσμιακής κατάθεσης, χωρίς την ύπαρξη κάποιου κινδύνου, ενώ δεν αναφέρθηκε ότι τα ομόλογα αυτά ήταν διαπραγματεύσιμα μόνο στη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Ειδικότερα, το Μάιο 2011, με τηλεφωνική ειδοποίηση εκ μέρους της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας Μ.Μ., προσφέρθηκε στην ενάγουσα η δυνατότητα σύναψης σύμβασης αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) ή ΚΥΠΡΟ3, ήτοι ενός νέου προϊόντος, ομοιάζοντος, κατά την ενημέρωση που παρέσχε η εναγόμενη, με είδος προθεσμιακής κατάθεσης με αυξημένα εχέγγυα φερεγγυότητας και απευθυνόμενο σε μικρό κύκλο σταθερών και καλών πελατών, όπως η ενάγουσα. Η αγορά του προϊόντος αυτού αφορούσε το ίδιο κεφάλαιο (400.000 ευρώ) που αφορούσε και το προϊόν Μ.Α.Κ., το δε κεφάλαιο αυτό θα απελευθερωνόταν με πώληση του προηγούμενου ομολόγου και δέσμευσή του με αγορά των Μ.Α.Ε.Κ. χωρίς περαιτέρω έξοδα ή δαπάνες. Έτσι, στις 9.6.2011 συνήφθη η σύμβαση αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. ύψους 400.000 ευρώ ονομαστικής αξίας 1 ευρώ έκαστο. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν που είχε εκδώσει η εναγόμενη και συγκεκριμένα για άυλες ομολογίες διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών με ονομαστική αξία καθεμίας εξ αυτών ενός (1) ευρώ, αόριστης διάρκειας και χωρίς ημερομηνία λήξης, σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δέκα περιόδους τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και για τις επόμενες περιόδους κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου πλέον 3%, οι οποίες ήταν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, καθώς και ήσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της εναγομένης, κατατασσόμενες σε ίση μοίρα μεταξύ τους και με τις πηγάζουσες από έτερες εκδόσεις ομολογιών χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας αξιώσεις που πληρούσαν τα κριτήρια ως προς τη συμπερίληψή τους στο κεφάλαιο της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας. Η ενάγουσα, η οποία πείσθηκε από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προεκτεθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχει κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, αφού τεχνηέντως δεν της επισημάνθηκαν, θεώρησε ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό της προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματα της αγοράζοντας το. Για το λόγο αυτό στις 16.5.2011 κατήρτισε με την εναγομένη τραπεζική εταιρία σύμβαση συμμετοχής της στην έκδοσή από την εναγόμενη των προαναφερθέντων Μ.Α.Ε.Κ, με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ- ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», μέσω των οποίων αυτή αγόρασε από την εναγομένη M.A.E.K., συνολικής αξίας 400.000 ευρώ, που θα καταβάλλονταν στην τελευταία δια της μεταφοράς του αντίστοιχου ποσού από το προηγούμενο προϊόν της ίδιας Τράπεζας, χωρίς περαιτέρω έξοδα ή δαπάνες. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο της σύμβασης αυτής - όπου δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύναται η αντισυμβαλλόμενη ενάγουσα να την αντιληφθεί - αναφέρεται ότι αυτή βεβαιώνει πως διαθέτει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσής της στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνει ότι αφενός αποδέχεται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν της έχει παρασχεθεί οποιοδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγόμενη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά τα M.A.E.K. και την απόφαση της ενάγουσας να υποβάλει αίτηση εγγραφής σ’ αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στην ενάγουσα το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, όμως, ακόμη κι αν το είχε αναγνώσει προσεκτικά δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία του κρίσιμου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, τα κρίσιμα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetualbonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetualbonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβανόταν η ενάγουσα, η οποία δεν είχε χαρακτηρισθεί ως επαγγελματίας επενδυτής και δεν αντελήφθη σε όλη της την έκταση την νέα επένδυση, εμπιστευθείσα τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Επομένως, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς παρείχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των υποκαταστημάτων) της επενδυτική συμβουλή και σύσταση στην ενάγουσα, η οποία διέθετε εν πρόκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικού αποδέκτη της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγόμενης που δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός το επενδυθέν απ’ αυτήν ποσό δεν ήταν στην πλειονότητά του τόσο υψηλό και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση της ενάγουσας με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αλλά και άτυπη συμβουλή να μην υπήρχε, ουδέποτε διενεργήθηκε εκ μέρους της εναγομένης ο επιβαλλόμενος έλεγχος συμβατότητος της συγκεκριμένης επενδύτριας. Καθίσται ως εκ τούτου σαφές ότι η ενάγουσα, που επιζητούσε την ασφάλεια των χρημάτων της, αν γνώριζε την αλήθεια και αν είχε επαρκώς ενημερωθεί από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγόμενη τράπεζα ότι τα επίδικα προϊόντα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ήταν υψηλού ρίσκου ως υβριδικά, μειωμένης διασφάλισης υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση, την φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης Τράπεζας και ως εκ τούτου τα χρήματά της δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα (αόριστης διάρκειας) και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου ή εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τους στόχους της, ότι η εναγόμενη Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε κακόπιστα την πληροφοριακή ασυμμετρία ανάμεσά τους για να της προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγόμενη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων-της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές), ότι η εναγόμενη κατ’ ουσία καθόριζε ακόμα και την ίδια την αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, η οποία επηρεάζεται από την τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής της εκδότριας, την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας, την προσφορά και τη ζήτηση αλλά και τις γενικότερες χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Και βέβαια η εναγομένη τήρησε τυπικά την ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών, πλην όμως η εκκαλουμένη, διέλαβε στην κρίση της περί της νομικής βασιμότητος της αγωγής τις διατάξεις που κατά την αγωγή παραβίασε η εναγομένη και υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σ’ αυτές και όχι στις διατάξεις που τήρησε η εναγομένη για την έκδοση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Η παροχή εκ μέρους της εναγόμενης επενδυτικών συμβουλών, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκε η ίδια, αποδεικνύεται και από την υπ’ αριθμ. 9/700/10.12.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, με την οποία επεβλήθη πρόστιμο στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (<webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=) παρείχε επενδυτικές συμβουλές χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν.3606/2007 και της υπ’αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Περαιτέρω, με την από 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= 5.4.2011. Προσέτι δε ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ’ αριθ. 4.995/25.2.2013 έγγραφη σύστασή του αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του ν.3606/2007 αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά συνέπεια, ορθά η εκκαλουμένη έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο που η εκδότρια των τίτλων τους διέθετε πρωτογενώς στην αγορά, εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007, αφού, όπως πλήρως αποδείχθηκε, η εναγόμενη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι οποίες, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό που εμπεριέχεται στην υπ’αριθ. 1/452/1.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι «μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιοσδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο, χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου». Και πάντως, επισημαίνεται και πάλι ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε ο αναγκαίος έλεγχος συμβατότητος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η εναγομένη είχε έως την 31.12.2011 καταβάλει στην ενάγουσα τόκους γι’ αυτά, εντούτοις στη συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο η ενάγουσα αντιλήφθηκε τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης την ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Την 29.3.2013, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ’ αριθ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωσή της με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των με αριθμ. 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα M.A.E.K. μετατράπηκαν σε μετοχές Δ Τάξης με τιμή μετατροπής 1€ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1€ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ τάξης από 1€ σε 0,01 € εκάστη, για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης Τράπεζας. Κάθε μία μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 €. Ακολούθως, κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00€ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούσαν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης, με βάση την οποία η άπειρη ενάγουσα προέβη στην αγορά των κρίσιμων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρησή της από τους σε μεγάλο βαθμό ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα απ' αυτήν Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης/διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον, η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι της ενάγουσας και για τον λόγο ότι δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στην ενάγουσα, η οποία τύγχανε άπειρη συντηρητική πελάτης αυτής και πάντως όχι επαγγελματίας, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα ΜΑ.Ε.Κ., παριστώντας εν γνώσει της ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, προκαλώντας της έτσι την ανωτέρω μείωση της περιουσίας της, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης της ενάγουσας για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ η ενάγουσα υπέστη ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων -προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην ζημία της, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 400.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες διατάξεις και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι οι προστηθέντες της εναγομένης υπάλληλοι ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, όπως προεκτέθηκε, ζημίωσαν την ενάγουσα. Ως εκ τούτου απορριπτέοι ως αβάσιμοι στο σύνολό τους κρίνονται οι παραπάνω λόγοι εφέσεως.

Με τον 5° λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται διότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας της ενάγουσας. Από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει, όπως προεκτέθηκε, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (αρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόσφορος θεωρείται εκείνος όρος που είχε γενικά την τάση (την ικανότητα), κατά την αντίληψη-του μέσου συνετού ανθρώπου με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Βασικό κριτήριο για την κατάφαση τής ευθύνης είναι η προβλεψιμότητα του αποτελέσματος. Ως προς το ζήτημα ποια στοιχεία πρέπει να αφορά η πρόβλεψη, γίνεται δεκτό ότι δεν χρειάζεται να αφορά όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία και τις συνθήκες, υπό τις οποίες επήλθε τελικά η ζημία, σε κάθε τους λεπτομέρεια. Αρκεί η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η πράξη του δράστη μπορεί να προκαλέσει τη ζημία, χωρίς ειδικότερο καθορισμό του είδους της, των περιστάσεων κ.λπ. Εξάλλου το πόσο αφηρημένη ή συγκεκριμένη είναι η πρόβλεψη της ζημίας προκύπτει και από τη διάταξη που ιδρύει τον οικείο νόμιμο λόγο ευθύνης. Ειδικά δε για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία της απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του με το εξής σκεπτικό: όταν μια τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωσή της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί λοιπόν από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν πολύ πιθανό ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωσή της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehmanbrothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010.137). Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας σε βάρος της ενάγουσας αντισυμβαλλόμενης πελάτου της και καταναλωτού στο πλαίσιο της χορηγήσεως σ’ αυτήν επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφέρθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία της ενάγουσας. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ’ άριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία της ενάγουσας υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. ’λλωστε, η ανωτέρω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ής ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5.4.2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των MA.E.K. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της ενάγουσας, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στην τελευταία η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσει εάν θα προβεί σ’ αυτή, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι αν η επένδυση στα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ήταν ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει τη ζημία, γιατί αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης. Προϋποθέτει με άλλα λόγια ότι θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγόμενη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε. Το κρίσιμο είναι αυτό που αποδείχθηκε και ορθώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη απόφαση ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της Τράπεζας, η οποία κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα εκδόσεως της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που συντήρησε και επέτεινε καθόλη τη διάρκεια της κρίσιμης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το ν. 3606/2007, το ν. 3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Εάν η ενάγουσα είχε την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι εάν γνώριζε την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (<webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=), τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, τα προβλεπόμενα δικαιώματα της Τράπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαινε στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Πρέπει, ως εκ τούτου να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο προκείμενος λόγος της έφεσης.

Η εκκαλούσα με τον 6° λόγο της έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή άρθρων 300 § I ΑΚ, 281 ΑΚ και 25 Ν. 3606/2007, έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω έλλειψης αιτιολογίας, άλλως λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αναφορικά με την συνυπαιτιότητα της εφεσίβλητης στην πρόκληση όσο και στην έκταση της προβαλλόμενης ζημίας. Όπως αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα επίδικα προϊόντα ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων της ενάγουσας. Αντιθέτως, ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της, όπως και σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοση τους έγινε. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κανένας ορθολογικός και σωστά ενημερωμένος επενδυτής δεν θα αναλάμβανε τον υψηλό κίνδυνο ολικής απώλειας του κεφαλαίου που περιείχαν ιδίως μάλιστα επενδύοντας σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεών του σε επισφαλή και άκρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα που λειτουργούσαν ως «μαξιλάρι» απορρόφησης ζημιών μιας τράπεζας, χωρίς σημειωτέον να είναι σε θέση να γνωρίζει την αληθή οικονομική της κατάσταση. Περαιτέρω δε, είναι μεν αληθές ότι το εκδοθέν από την τράπεζα «ενημερωτικό δελτίο» περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά. Όμως πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη ότι το δελτίο τούτο καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε ένα, που δεν είναι συστηματικός ή “θεσμικός” επενδυτής, με εξειδικευμένες, μάλιστα, οικονομοτεχνικές γνώσεις. Οι όροι, πράγματι, «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated) ή «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetualbonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier I) κ.ά. δεν κατανοούνται από τον οποιονδήποτε τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν κατανοούνται οι όροι αυτοί, και το νομικό καθεστώς, εν γένει, των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, και οι έννομες συνέπειες της εκδόσεως και της πώλησης τους, από κάποιον που δεν διαθέτει και επαρκείς, εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτό το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο, στη σελίδα 41, θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό - και νομικό (=αναφέρεται σε άλλα σημεία του δελτίου)- σύμβουλο) για να αξιολογήσει. Όμως, η εναγόμενη τράπεζα (καταχρώμενη, όπως αποδείχθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους περί τις τοιαύτες συναλλαγές, και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευσή της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Ακόμη, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου, την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητά έκδοσης <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Απέκρυψε, δηλαδή, από τους υποψήφιους επενδυτές, τη δυσχερή οικονομική κατάσταση, στην οποία ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κίνδυνων από επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ την 5.4.2011, που είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή δε την ίδια περίοδο τα «ίδια κεφάλαιά της» (=στοιχεία του ενεργητικού της, διαθέσιμη περιουσία της) ανέρχονταν στα 2,8 δίς ευρώ την 31.3.2011, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα, διορθώνοντας τον κλονισμένο ήδη δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας από την συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και αποκτώντας ταυτόχρονα, ένα πολυδύναμο εργαλείο -ένα «μαξιλάρι», με οικονομοτεχνικούς όρους - για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της σχεδόν βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων, με τον ενδεικνυόμενο, κατά περίπτωση, τρόπο, όπως προεκτέθηκε. Όσον αφορά δε την προφορική της ενημέρωση, αυτή ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο δε υπάλληλος της εναγομένης που τους ενημέρωνε, τους υποχρέωνε να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς τη δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία», ενώ ήταν ολοφάνερο ότι γνώριζε ότι ουδόλως συνάδει με την αλήθεια, δεδομένων των γνώσεων και της εμπειρίας της και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης των προϊόντων. Περαιτέρω, δεν μπορεί να καταλογιστεί ως συντρέχουσα αμέλειά της η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου που πιθανόν να είχε τις γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίμαχων επενδύσεων, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και αναμενόμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών ιδίως της λιανικής τραπεζικής (retailbanking).

Η εκκαλούσα επαναφέρει με τον 6° λόγο (β’ σκέλος) της έφεσής της τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της ότι η ενάγουσα ουδέν έπραξε για τον περιορισμό της ζημίας της σε χρόνο μεταγενέστερο της αγοράς των κρίσιμων προϊόντων υποστηρίζοντας ότι αν είχε ρευστοποιήσει τα προϊόντα αυτά στην τιμή αποτίμησης τους στο πρώτο statement που είχε λάβει, θα είχε περιορίσει τη ζημία της στα κατά τα έφεσή της αναφερόμενα ποσά από την πώληση των προϊόντων αυτών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Ο λόγος αυτός της έφεσης στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ είναι αβάσιμος και ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ασφαλώς διότι δεν αποτελούσε επιδίωξή της ενάγουσας η πώληση στο χρηματιστήριο, καθώς στόχος της ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου της σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας. Είναι δε αμφίβολο αν γνώριζε τη δυνατότητα πώλησης των προϊόντων αυτών στο Χρηματιστήριο. Αναφορικά με τα statements που επικαλείται η εκκαλούσα/εναγομένη, η εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, προκάλεσε στην ενάγουσα την πεποίθηση ότι θα λάβει τα χρήματά της στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθεί τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσει το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσε την λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Είναι δε ολοφάνερο ότι το άκρως συντηρητικό επενδυτικό προφίλ της ενάγουσας δεν συνάδει με άτομο που θα ρισκάρει το σύνολο των αποταμιεύσεών του, αν γνώριζε ότι μόνο με την πώλησή του στο ΧΑΑ μπορεί να μειώσει τη ζημία, του, με δεδομένο μάλιστα ότι τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ήταν άληκτα και δεν υπήρχε καμία νομική υποχρέωση της εκκαλούσας (εναγομένης) εξαγοράς τους. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής μάλιστα ο μέσος επενδυτής, τη στιγμή πού θα τον πληροφορούσαν ότι η τράπεζα που συνεργαζόταν δεν πληροί τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δεν θα διατηρούσε ούτε ένα ευρώ όχι μόνο σε υβριδικά/μετοχικά προϊόντα μιας χρεοκοπημένης τράπεζας αλλά μετά βεβαιότητας θα έσπευδε να διακόψει και κάθε συνεργασία με αυτήν αποσύροντας όλα τα κεφάλαιά του φοβούμενος τις περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες. Αναφορικά με τη ρευστοποίηση στην αναγραφόμενη στο πρώτο statement τιμή αποτίμησης, όπως η εκκαλούσα με την ένσταση και τον 3° λόγο της έφεσής της υποστηρίζει» λεκτέα τα εξής: Οι αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο που προσδιορίζει την συγκεκριμένη αξία των επίμαχων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα κρίσιμα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ακολούθως, σε αντίθεση με τα από την εκκαλούσα υποστηριζόμενα, είναι πολύ πιθανό ότι η πώληση αυτών θα ήταν αδύνατη. Πράγματι, σύμφωνα με τους όρους του ενημερωτικού δελτίου που αγνοούσε η ενάγουσα, η εναγομένη/εκκαλούσα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας αγοράς, καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που ιδίως τότε ήταν μικρή και ρηχή, ενώ είχαν από την έκδοσή τους περιπέσει σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές) και γι’ αυτό δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating), όπως συνηθίζεται. Με βάση αυτά η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων θα ήταν μετά βεβαιότητας μηδενική. Εξάλλου, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, η επιλογή της ρευστοποίησης θα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής ζημίας, αφού ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος της και των επιδιώξεών της να διατηρήσει ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιο της, πεπεισμένη άλλωστε ότι αυτό θα γινόταν στην λήξη της πενταετίας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι όταν η Τράπεζα ανακοίνωσε ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 - 29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σ. 278 της οποίας η Τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημιά λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας....». Αυτό δηλαδή που, υποθετικά, θα προσέφεραν οι πελάτες προς πώληση τον Ιούνιο του 2012 ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetualbond), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή του κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση, της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία όμως είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η αγοραία αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εμφανισθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η εκποίηση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε μεν θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν όμως εν τοις πράγμασι εφικτή. Ορθά συνεπώς η εκκαλουμένη απέρριψε την εν λόγω ένσταση κατά το ποσό των 399.400 ευρώ και την έκανε δεκτή μόνο κατά το ποσό των 600 ευρώ, αξία στην οποία αποτιμήθηκαν οι επίδικες μετοχές, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου και του παραπάνω λόγου της έφεσης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ποσά των τόκων, που έλαβε η ενάγουσα κατά την περίοδο από 30.6.2011 έως 30.12.2011, ήτοι το ποσό της 125.536,52 ευρώ δεν είναι κέρδος της ενάγουσας από τη ζημία της αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτής και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Καθίσταται έτσι φανερό ότι το κεφάλαιο των τόκων ως κέρδος έχει αυτοτέλεια έναντι των εκ του νόμου συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και συνεπώς δεν συνυπολογίζεται με την ζημία. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβε η ενάγουσα ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος της από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με οποίο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στην ενάγουσα (ΕφΛάρ 120/2017 προσκομιζόμενη από την ενάγουσα). Το ότι εκδότρια των τίτλων είναι η ίδια η τράπεζα και ότι έτσι η ενάγουσα λαμβάνοντας και τους τόκους ωφελείται, αβασίμως υποστηρίζεται με βάση την πιο πάνω αιτιολογία, η οποία ουδόλως διαφοροποιείται με βάση το ποιος εκδίδει το προϊόν. ’λλωστε, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία της ενάγουσας, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού η τελευταία τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου της, ορθά απορριφθείσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση της ενάγουσας του ποσού των τόκων που αυτή έλαβε, καθώς και σχετικού με το κεφάλαιο αυτό έβδομου (7ου) λόγου - β’ σκέλος - της έφεσης ως ουσία αβασίμου.

Η εκκαλούσα με τον 8° λόγο της έφεσής της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ. Και ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον από τα προαναφερόμενα αποδείχθηκε πλήρως, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε η εκκαλουμένη, η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και η εξ αυτής απορρέουσα αξίωση της ενάγουσας / ζημιωθείσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία επιδίκασε η εκκαλουμένη, το ύψος της οποίας δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183, 189, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική άποψη.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στη Λάρισα στις 2 Οκτωβρίου 2019, σε μυστική διάσκεψη.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και επειδή η Πρόεδρος

μετατέθηκε το αρχαιότερο

της συνθέσεως μέλος

Περικλής Αλεξίου

<webtop:message key=
Πρόεδρος:     Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα
Δικηγόροι:     Γεωργία Ζολώτα, Παν. Κωνσταντινίδης
Εισηγητές:     Βήλη Χρηστίδου
Μέλη:     Περικλής Αλεξίου, Βήλη Χρηστίδου
Λήμματα:     Αδικοπραξία ,Τράπεζες ,Εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ,Επενδύσεις ,Ομόλογα διηνεκή ,Μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου ,Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ,Συμψηφισμός ζημίας και κέρδους ,Τόκοι ,Αιτιώδης συνάφεια

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.