Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


  • Αρχική
  • Νομικό πλαίσιο
  • ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 3961 Ετος: 2015

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 3961 Ετος: 2015

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο:     ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:     ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:     3961
Ετος:     2015
Περίληψη
Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Cocos). Πλημμελής παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Μη συνυπολογισμός των τόκων στη ζημία των εναγόντων.

Κείμενο Απόφασης
 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 3961/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Παναγιώτη Κατσικερό, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Πέλια Τζανετή , Πρωτοδίκη και Παναγιώτα Σπανού, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 25 Φεβρουαρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1)..., κατοίκου Ηρακλείου, Νομού Ηρακλείου Κρήτης, ..., 2) ..., κάτοικου Νέας Πεντέλης Ατπκής, οδός ..., 3) ..., κάτοικου Νέας Πεντέλης, Νομού Αττικής, οδός ..., 4) ..., κάτοικου Ραφήνας Αττικής, οδός ..., 5) ..., κάτοικου Ραφήνας Αττικής, οδός ..., 6) ..., κατοίκου Λιβαδειάς, οδός ..., 7) ..., κάτοικου Κορυδαλλού, Νομού Αττικής, οδός ..., 8) ..., κατοίκου Ιωαννίνων, οδός ..., 9) ... κατοίκου Ιωαννίνων, οδός ..., 10) ..., κατοίκου Ηγουμενίτσας, οδός ..., 11) ..., κατοίκου Ηγουμενίτσας, οδός ..., 12) ..., κατοίκου Ρεθύμνου Κρήτης, οικισμός Αδελέ, 13) ..., κάτοικου Τρικάλων, Νομού Τρικάλων, οδός ..., 14) ..., κάτοικου Κρεοτένων, Νομού Ηλείας, οδός ..., 15) ..., κάτοικου Κρεοτένων, Νομού Ηλείας, οδός ..., 16) ..., κατοίκου Θησείου Αττικής, οδός ..., 17) ... κατοίκου Θησείου Αττικής, οδός ..., 18)..., κάτοικου Καλλιθέας, Νομού Αττικής, οδός ..., 19) ... κάτοικου Καλλιθέας, Νομού Αττικής, οδός ..., 20) ... κάτοικου Καλλιθέας, Νομού Αττικής, οδός ... και 21) ..., κάτοικου Νέας Μάκρης, Νομού Αττικής, οδός ..., οι οποίοι παραστάθηκαν οι 1ος, 6η και 16ος μετά και οι λοιποί δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Μιχαήλ Μαρκουλάκου και Ευαγγελίας Καούρη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία, «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΓΠΞΔ», νομίμως εκπροσωπούμενης, εδρεύουσας στην Αγ. Παρασκευή Λευκωσίας Κύπρου, επί της οδού Στασίνου αρ. 51 και νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας αρ. 192, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Μαρίας Φερφέλη και Κωνσταντίνου Παπαδιαμάντη.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27-1-2014 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 811/2014 και γενικό αριθμό κατάθεσης 29552/2014, γράφθηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Επομένως, τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1309/2002, ΕΕμττΔ 2002. 870). Στην περίπτωση αυτη τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000, ΕλΔνη 41. 1599, ΑΠ 108/1998, ΕλΔνη 29. 1392, ΕφΑΘ 6359/2003, ΕλΔνη 2004- 1466, ΕφΑΘ 6073/2002, ΕλΔνη 44.209) ενώ σε δίκες με διαδίκους που έχουν κατοικία ή εδρα σε κράτος- μέλος της Ε.Ε. (όπως εν προκειμένω), το εφαρμοστέο δίκαιο βάσει των Κανονισμών 593/2008 και 864/2007. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του ΚΠολΔ, τα δικαστήρια, όταν ο εναγόμενος παρίσταται στην πρώτη συζήτηση, δεν ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, παρά μόνον κατόπιν υποβολής σχετικής ενστάσεως εκ μέρους του εναγομένου, σε περίπτωση δε όπου διαπιστωθεί η έλλειψη της, το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή (ΟλΑΠ 4/1991, ΕλλΔνη 1992. 749, ΑΠ 706/2003, ΕλΔνη 2003-1305, ΑΠ 822/2001, ΕλΔνη 2001. 912). Κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 § 1 του Κανονισμού 44/2001: «Αν τα μέρη από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μία τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις. μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, και οι οποίες είναι γνωστές ευρέως σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 περ. α μια έγκυρη συμφωνία παρέκτασης καταρτίζεται έγκυρα όταν τηρείται ο έγγραφος τύπος και ειδικότερα όταν τούτη προκύπτει καταρχήν από το ίδιο έγγραφο, που υπογράφεται από κοινού και από τα δύο μέρη, ωστόσο έγκυρη θεωρείται και η ρήτρα, όταν η συμφωνία αποτυπώνεται σε ξεχωριστά έγγραφα, αρκεί να προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης των δύο συμβαλλομένων.
Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι αποκλίσεις από την τυπικότητα του έγγραφου τύπου είναι αποδεκτές από τον «κοινοτικό» νομοθέτη, εφόσον διαπιστώνεται η συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών υπό τύπο ανταποκρινόμενο στη συμβατική πρακτική των μερών ή στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και, επομένως, αποδέχθηκαν εν τοις πράγμασι (στοιχ. β' και γ' του άρθρου 23 του Κανονισμού). Ωστόσο, έστω, και αν από τη φύση του ο ως άνω τύπος (των υπό στοιχ. β' και γ' περιπτώσεων) χαλαρώνει την εκδήλωση της συμφωνίας των μερών, η ίδια ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση της παρέκτασης και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Οι ως άνω περιπτώσεις αφορούν, κυρίως, στις ρήτρες παρέκτασης που περιέχονται στους λεγόμενους «Γενικούς Όρους των Συναλλαγών» (ΕΑ 5973/2013, ΔΕΕ 2014, σ.711-Εφθεσ 1133/2012, Αρμ. 2013, σ.924). Εξ άλλου, οι ορισμοί του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια, για να εξασφαλισθεί έτσι μια ομοιογενής εφαρμογή του σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσ 121/2010, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται στενώς. Ειδικότερα, το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού, εξαρτώντας το κύρος των ρητρών από την ύπαρξη «συμφωνίας» μεταξύ των μερών, επιβάλλει την υποχρέωση να ερευνηθεί πρωτίστως εάν η ρήτρα, που καθιστά αρμόδιο το Δικαστήριο κατά παρέκταση, υπήρξε πράγματι αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία πρέπει να εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή, ιδίως στις ρήτρες παρεκτάσεως που περιέχονται στους Γενικούς όρους των Συναλλαγών. Η τήρηση όμως της προϋποθέσεως αυτής δεν αρκεί προς απόδειξη της συναινέσεως του αντισυμβαλλομένου, δοθέντος ότι πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βουλήσεων για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικοί όροι και οι επί μέρους ρήτρες τους, ΕφΘεσ 1133/2012, ο.π. Συγκεκριμένα πρέπει πάντοτε να εξασφαλίζεται ότι η σύμπτωση βούλησης των μερών ως προς αυτή τη ρήτρα είναι πράγματι αποδεδειγμένη και εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση το αληθές της συναίνεσης των μερών, όσον αφορά στις εν λόγω ρήτρες, δηλαδή η ενσυνείδητη αποδοχή τους, πρέπει πάντα να αποδεικνύεται. Όπως έκρινε το ΔΕΚ επί του ιδίας διατύπωσης άρθρου 17 παρ. 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τηρείται η απαιτούμενη τυπική προϋπόθεση, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας αποτέλεσε αντικείμενο προφορικής συμφωνίας αναφερόμενης ρητώς στο σημείο αυτό και ότι η γραπτή επιβεβαίωση αυτής της συμφωνίας που προέρχεται από οποιοδήποτε μέρος περιήλθε στο άλλο μέρος, αυτό δε δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση (ΔΕΚ της 11-7-1985 υπόθεση F. Berghoefer GmbH & Co.KG).
Πράγματι, ο σκοπός παραμένει πάντα η αποφυγή της λαθραίας εισαγωγής μιας συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή χωρίς να έχει πράγματι λάβει γνώση ένα από τα μέρη, ακόμη και ενόψει της συνήθους επιμελείας ή των συνηθειών που εικάζεται ότι είναι γνωστές. Έτσι το άρθρο 23, εξαρτώντας το κύρος των ρητρών αυτών από την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών, επιβάλλει την υποχρέωση να ερευνηθεί πρωτίστως αν η ρήτρα που καθιστά αρμόδιο το δικαστήριο κατά παρέκταση, υπήρξε πράγματι αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας των μερών, η οποία πρέπει να εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή (ΔΕΚ της 14-12-1976, Salotti, C-24/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 1831, Tilly Russ, C-71/1983, Συλλογή Νομολογίας 1984, 2417, ΟλΑΠ 4/1992, ΕλΔνη 33.749, ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 2001, σ. 1609- ΕφΑΘ. 715/2012, ΔΕΕ 2013, σ.159- ΕφΠειρ 854/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1012/2002), ενώ ουσιαστική συμφωνία παρέκτασης δεν συντρέχει όταν η σχετική ρήτρα υπάρχει σε προδιατυπωμένο γενικό όρο συναλλαγών στο έντυπο του ενός μέρους χωρίς να υπογράφεται από το άλλο μέρος (ΕφΘεσ 2588/2008 ΕΦΑΔ 10/2009, σ. 1097).
II. Εξάλλου από τα άρθρα 15, 16, 17 και 23 παρ. 5 του Κανονισμού 44/2001 συνάγεται, ότι ειδικώς επί συμβάσεων καταναλωτών, η αγωγή του καταναλωτή παραδεκτώς ασκείται και ενώπιον του Δικαστηρίου της χώρας, στην οποία κατοικεί ο ίδιος, κάθε δε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη (ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011. 306, ΕφΑΘ 5861/2006, ΔΕΕ 2007. 62 ΠΠΠατρ. 244/2015, δημ. «ΝΟΜΟΣ»- ΠΠρΛαρ 35/2015- ΠΠρΗρ 159/2014). Η ευνοϊκή αυτή για τον ενάγοντα δικαιοδοτική βάση προϋποθέτει, πλην άλλων όρων που τίθενται στα ανωτέρω άρθρα, προεχόντως την ιδιότητα του ως «καταναλωτή». Συναφώς στο άρθρο 15 του Κανονισμού 44/2001 ορίζεται, ότι «σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια «καταναλωτής» η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ' αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων», ενώ με το άρθρο 16 παρ. 1 του Κανονισμού ορίζεται, ότι η αγωγή του καταναλωτή κατά του προμηθευτή μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον των Δικαστηρίων του Κράτους-μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις (αλλά και τις προηγηθείσες τούτης ιδίου περιεχομένου διατάξεις της Συμβάσεως Βρυξελλών της 27-9-1968 και Σύμβασης του Λουγκάνο (ν. 2460/1997), σαφώς συνάγεται ότι το δικαιοδοτικό προνόμιο της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Κράτους, όπου η κατοικία του ενάγοντος καταναλωτή, επιφυλάσσεται μόνο στους αγοραστές, οι οποίοι έχουν ανάγκη προστασίας, διότι η οικονομική τους θέση χαρακτηρίζεται από την αδυναμία τους έναντι των πωλητών, καθώς πρόκειται για τελικούς καταναλωτές με ιδιωτικό χαρακτήρα, οι οποίοι, μέσω της αγοράς του προϊόντος, το οποίον αποκτούν, δεν εμπλέκονται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (βλ. ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011.316, ΕφΑΘ 5861/2006, ΔΕΕ 2007- 62). Η κρίση αυτή συνάδει προς τον σκοπό θεσπίσεως της διατάξεως, με την οποία σκοπήθηκε η προστασία του "μη επαγγελματία" τελικού χρήστη της υπηρεσίας ή αγοραστή του προϊόντος και όχι των επαγγελματιών, οι οποίοι μεσολαβούντες κερδοσκοπούν επί ή δια του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθ' όσον αυτοί στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας δεν κρίνονται άξιοι προστασίας έναντι της ιδίας αυτών παραιτήσεως από την επιλογή ετέρας διεθνούς δικαιοδοσίας πλην της δικής τους. Ο επαγγελματικώς δρων μεσολαβητής, ανεξαρτήτως του εάν θα χαρακτηρισθεί ή όχι έμπορος υπό την παρ' ημίν γνωστή έννοια, ως μέρος του δικτύου εκμεταλλεύσεως και μη τελικός χρήστης έχει ευχέρεια να μην εντάξει στην εκμετάλλευση του το προϊόν ή την υπηρεσία, εάν κρίνει ότι δια της παραιτήσεώς του από την δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Χώρας του, η ενδεχομένη δικαστική εμπλοκή του, θα είναι γιʼ αυτόν δυσβάστακτη. Την ευχέρεια αυτή δεν έχει κατά την εκτίμηση των συντακτών των άνω Διεθνών Συμβάσεων ο μη επαγγελματίας, αδαής περί την διακίνηση του προϊόντος ή της υπηρεσίας τελικός χρήστης αυτών, ο οποίος θα ευρεθεί προ του διλήμματος είτε να μην αγοράσει ένα προϊόν ή να μην απολαύσει μία υπηρεσία, των οποίων έχει ανάγκη, οσάκις προέρχονται από ξένη Χώρα, είτε, εάν η ενοχή δεν εξελιχθεί ομαλώς, να διεξαγάγει, δια των κατά κανόνα πενιχρών του οικονομικών μέσων, πολυδάπανο δικαστικό αγώνα μακράν του τόπου κατοικίας του και σε ξένη Χώρα εναντίον ενός οικονομικού κολοσσού, όπως συνήθως είναι οι παραγωγοί προϊόντων ή υπηρεσιών, οι οποίοι, με οργανωμένα δίκτυα διανομής, δύνανται να διαθέτουν προϊόντα ή υπηρεσίες στην αλλοδαπή. Από την προηγηθείσα ανάλυση σαφές καθίσταται ότι οι άνω διατάξεις δεν εξήρτησαν την ιδιότητα του καταναλωτή από το οικονομικό μέγεθος των συμβαλλομένων μερών, ούτε από την in abstracto ιδιότητα του τελικού καταναλωτή, ως εμπόρου ή επαγγελματία αλλά από τον σκοπό προς τον οποίον αποκτήθηκε η συγκεκριμένη υπηρεσία ή το συγκεκριμένο προϊόν. Εάν αυτά αποκτήθηκαν από κάποιον, καίτοι έμπορο ή επαγγελματία, προς το σκοπό ατομικής απολαύσεως, αυτός είναι κατά την έννοια των άνω Συμβάσεων "καταναλωτής", δικαιούται δε, να εναγάγει τον παραγωγό ή τον παροχέα των υπηρεσιών στην ιδίαν αυτού κατοικία και δεν επιτρέπεται να παραιτηθεί της ευχέρειας του αυτής (ΑΠ 1738/2009, ο.π.). Μάλιστα, κατ' άρθρο 2 παρ. β' της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με ν. 2251/1994) σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, για την οποία γίνεται ειδικότερα αναφορά παρακάτω καταναλωτής είναι "Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες". Επίσης με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη "να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα προς την συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή".
Ως προς την έννοια του καταναλωτή εκτός της αναφοράς που γίνεται στην ανωτέρω οδηγία, κατά την νομολογία του ΔΕΚ, η οποία είναι δεσμευτική για τα Κράτη μέλη, υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας (Πρωτόκολλο της 3-6-1971, κυρωθέν με το Ν. 1814/1988 -Ολ.ΑΠ 1738/2009), ως σύμβαση καταναλωτή θεωρείται μόνον εκείνη που αποβλέπει στην κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Εξάλλου, η κατάρτιση τραπεζικής ή επενδυτικής συμβάσεως ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, πλην τούτο κρίνεται επί τη βάσει των ανωτέρω, κατά περίπτωση. Σε τραπεζικές αλλά και επενδυτικές συναλλαγές, οι οποίες απευθύνονται στο ευρύ κοινό, όπως τραπεζικές καταθέσεις, αλλά και αμοιβαία κεφάλαια και επενδύσεις σε μετοχές στο χρηματιστήριο, δύναται να προβαίνει και πρόσωπο το οποίο είναι καταναλωτής, δηλαδή πρόσωπο "μη επαγγελματικώς δρων", μη αναγκαίως εξειδικευμένο στο συγκεκριμένο συναλλακτικό τομέα, έστω και εάν, αναγκαίως, από τη συναλλαγή προσδοκά όφελος. Το κριτήριο της προσδοκίας οφέλους δεν δύναται να του αφαιρέσει την ιδιότητα του καταναλωτή, διότι τούτο ενυπάρχει, ως προσδοκία, σε κάθε οικονομική συναλλαγή, άνευ της οποίας (προσδοκίας οφέλους) το πρόσωπο δεν θα προέβαινε σε αυτή. Διάφορος όμως είναι η περίπτωση όπου ο τελικός χρήστης της υπηρεσίας ή του προϊόντος δεν απολαύει του προϊόντος της τραπεζικής συναλλαγής ως ιδιώτης αλλά χρησιμοποιεί το προϊόν αυτής για τις ανάγκες της κερδοσκοπίας του. Έτσι ο δανειζόμενος από Τράπεζα για την χρηματοδότηση των εισαγωγών του έμπορος δεν είναι καταναλωτής του δανειζόμενου ποσού αν και είναι τελικός χρήστης της υπηρεσίας της Τράπεζας, διότι το ποσόν το χρησιμοποιεί ως μέσο ασκήσεως εμπορίας. Το αυτό ισχύει και για τον επαγγελματία, ο οποίος δανείζεται για την προώθηση των επαγγελματικών του υποθέσεων ή της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως. Αρκεί η οιαδήποτε σύνδεση του προϊόντος ή της υπηρεσίας με την επαγγελματική δραστηριότητα για να αποκλείσει την ιδιότητα του "καταναλωτή" υπό την ανωτέρω έννοια. Όπως σημειώθηκε ο υφ' οιανδήποτε νομοτυπική μορφή, δανειζόμενος από Τράπεζα χρηματικά ποσά, προκειμένου να αγοράσει χρηματιστηριακά πράγματα ή συνάλλαγμα, όχι προς αποθεματοποίηση αυτού ή διάθεση για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, αλλά προς άμεση πώληση αυτού και, εντεύθεν, κερδοσκοπία επί της διακυμάνσεως των διεθνών τιμών αξιών ή συναλλάγματος, δεν είναι, ως προς την μετά της δανείστριας αυτού Τράπεζας συμβατική σχέση, "καταναλωτής" των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι αυτός, δρων ως "επιχειρηματίας", τον δανεισμό τον ενέταξεν στο παρ' αυτού οργανωθέν σύστημα εκμεταλλεύσεως των αλλότριων κεφαλαίων, ήτοι των παρά της Τράπεζας δανεισθέντων και δεν είναι καταναλωτής κατά την έννοια των προμνησθεισών διατάξεων (ΑΠ 1738/2009).
III. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 6 του ν. 2251/1994 "Προστασία Καταναλωτών", όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το ν. 3587/2007, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή (με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 Ν. 3587/2007 απαλείφθηκε η προηγούμενη ρύθμιση που απαιτούσε απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων) ενώ κατά την παρ. 10 που προστέθηκε με την παρ. 24-άρθρ. 10 ν. 2741/1999, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ως θεωρείται, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του, το δε βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής. Ο ν. 2251/1994, αποτελεί , ως προελέχθη, ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 "σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές". Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι "ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας "Τα Κράτη - Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή". Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο "υπέρμετρη διατάραξη" της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του Γ.Ο.Σ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχεται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 561/2014, ΑΠ 1495/2006).
IV. Εξάλλου, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο; περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα \ με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν. 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση -λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΠΠρΑΘ. 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412-ΠΠΑΘ. 493/2012, ΝοΒ 2013, σ. 2136- ΠΠΠατρ. 244/2015- ΠΠρΛαρ 35/2015-ΠΠΗρ. 159/2014). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: 0 παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Πα την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων, προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.
Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιοτάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων \w υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1996 ΠΠΠατρ 244/2015, ΠΠΛαρ 35/2015, ΠΠΗρ 159/2014). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298).
Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620, ΠΠΑθ. 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν 3606/2007, (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή μη περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ όπως και οι τράπεζες κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007, οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης* κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικό μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γιʼ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως.
Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014, δημ. «ΝΟΜΟΣ»- ΠΠΑΘ. 493/2012, ΝοΒ 2013, σ. 2136- ΠΠΑΘ. 7169/2010, ΝοΒ 2011, σ. 351- Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σ. 867-868).
V. Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetual  bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ν ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί άξιας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των  perpetual  bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και την λειτουργία τους. Η παράβαση δε της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας των «perpetual bonds» τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της τελευταίας σε αποζημίωση του, κατ' άρθρα 281,288 και 914ΑΚ και 25 Ν. 3606/2007 (ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ και Χρ. Δ. τ. 1/2015, σ.136-Ψυχομάνης, ο.π., ΔΕΕ 2010, σ. 863 και 866-867).
Εν προκειμένω οι ενάγοντες εκθέτουν ότι οι μνημονευόμενοι στις αγωγές υπάλληλοι- προοτηθέντες της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγόμενης κυπριακής τραπεζικής εταιρείας, με την οποία συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και δη προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης, τους συνέστησαν με πρωτοβουλία της εναγομένης, κατά το Μάιο του 2011 και τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, παρέχοντας σ' αυτούς προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική ενημέρωση καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσουν τα αναφερόμενα στις αγωγές ποσά σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο  perpetual  bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους τους παρέστησαν ως όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής αποδόσεως τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου. Ότι πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων προέβησαν στην κατάρτιση το Μαΐο του 2011 με την εναγομένη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσεως αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεως της τελευταίας αξίας 500.000 ευρώ ο πρώτος ενάγων, 39.651,44 ευρώ ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων, 80.000 ευρώ ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων, 50.000 ευρώ η έκτη ενάγουσα, 30.000 ευρώ ο έβδομος ενάγων, 40.000 ευρώ ο όγδοος ενάγων, 24.157,92 ευρώ ο ένατος ενάγων, 150.000 ευρώ ο δέκατος και η ενδέκατη των εναγόντων, 70.000 ευρώ ο δωδέκατος ενάγων, 50.000 ευρώ ο δέκατος τρίτος ενάγων, 100.000 ευρώ ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη των εναγόντων, 100.000 ευρώ ο δέκατος έκτος και η δέκατη έβδομη των εναγόντων, 45.000 ευρώ ο δέκατος όγδοος, η δέκατη ένατη και ο εικοστός των εναγόντων και 20.000 ευρώ ο εικοστός πρώτος ενάγων. Ότι τα προειρημένα αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ενάγοντες αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω ελλείψεως κατάλληλης ενημέρωσης τους από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι παράλληλα τους εξαπάτησαν, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Ότι περί το μέσον του μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκαν από την εναγομένη ότι αυτή θα ακύρωνε και δε θα κατέβαλλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους, επικαλούμενη προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένης ρευστότητας. Ότι εξαιτίας της οικονομικής καταστάσεως της εναγομένης μετατράπηκαν εν συνεχεία τα Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, στερούμενες οποιοσδήποτε αξίας, με συνέπεια οι ενάγοντες να απολέσουν το προαναφερόμενο κεφάλαιο αυτών και να υποστούν εξ αυτού του λόγου την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο ηθική βλάβη. Ότι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγομένη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση τους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν θέση καταναλωτή στις ένδικες συμβάσεις, καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, αιτούνται να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή να καταβάλει τα εξής ποσά : 1) το ποσό των 500.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 39.651,44 ευρώ στο δεύτερο και την τρίτη, το ποσό των 80.000 ευρώ στον τέταρτο και την πέμπτη, το ποσό των 50.000 ευρώ στην έκτη, το ποσό των 30.000 ευρώ στον έβδομο, το ποσό των 40.000 ευρώ στον όγδοο, το ποσό των 24.157,92 ευρώ στον ένατο, το ποσό των 150.000 ευρώ στον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 70.000 ευρώ στο δωδέκατο, το ποσό των 50.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, το ποσό των 100.000 ευρώ στο δέκατο τέταρτο και τη δέκατη πέμπτη, το ποσό των 100.000 στο δέκατο έκτο και τη δέκατη έβδομη, το ποσό των 45.000 ευρώ στο δέκατο όγδοο, τη δέκατη ένατη και τον εικοστό και το ποσό των 20.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο των εναγόντων, που κατέβαλαν ως τίμημα για την απόκτηση των ΜΑΕΚ και 2) το ποσό των 30.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 12.000 ευρώ σε έκαστο εκ των δεύτερου και της τρίτης, το ποσό των 24.000 ευρώ σε έκαστο εκ του τέταρτου και της πέμπτης, το ποσό των 15.000 ευρώ στην έκτη, το ποσό των 9.000 ευρώ στον έβδομο, το ποσό των 12.000 ευρώ στον όγδοο, το ποσό των 7.342,08 ευρώ στον ένατο, το ποσό των 30.000 ευρώ στον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 21.000 ευρώ στο δωδέκατο, το ποσό των 15.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, το ποσό των 30.000 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου τέταρτου και της δέκατης πέμπτης, το ποσό των 30.000 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου έκτου και της δέκατης έβδομης, το ποσό των 13.500 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου όγδοου, της δέκατης ένατης και του εικοστού και το ποσό των 6.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο των εναγόντων, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης ως περιγράφεται ανωτέρω, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης τους.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή που περιέχει συρροή νομίμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, καθώς οι ενάγοντες στηρίζουν την ένδικη αξίωση τους προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών και επενδυτικών υπηρεσιών, στις •' οποίες και συμβλήθηκαν με την ιδιότητα του καταναλωτή, όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του Α.Κ. και φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς οι διάδικοι είναι κάτοικοι διαφόρων Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1α' και 3, 15 παρ. 1 εδ. γ, 16 παρ. 1, 17 και 23 παρ.5 του Κανονισμού 44/2001, έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της, ως το Δικαστήριο α) του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν οι ενάγοντες καταναλωτές και η εναγόμενη ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία εμπίπτουν οι ένδικες συμβάσεις, από την εκτέλεση των οποίων απορρέουν οι αξιώσεις των εναγόντων για αποζημίωση, κατ' άρθρο 15 παρ. Ιγ' Κανονισμού 44/2001, δωσιδικία που κατισχύει τυχόν συμφωνίας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία είναι επιτρεπτή μόνο όταν καταρτίζεται μετά τη γένεση της διαφοράς, κατ' άρθρα 16 παρ. 1,17 και 23 παρ.5 Κανονισμού 44/2001 (ΠΠΠατρ 244/2015- ΠΠΛαρ 35/2015, ΠΠΗρ 159/2014), β) του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή των ως άνω συμβάσεων και γ) του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και δη εκτυλίχθηκε η περιγραφόμενη στο εισαγωγικό δικόγραφο αδικοπρακτική συμπεριφορά και επήλθε η βλάβη της περιουσίας των εναγόντων η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, απορριπτόμενου του περί του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης. Ειδικότερα η εναγομένη με το δικόγραφο των προτάσεων της προέβαλε προεχόντως πριν από κάθε άμυνα επί της ένδικης υπόθεσης, την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, ισχυριζόμενη ότι μεταξύ αυτής και των εναγόντων συνομολογήθηκε εγκύρως ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων κατά τους όρους του άρθρου 23 παρ. 1 περ. α του Κανονισμού 44/2001 και εφαρμογής του κυπριακού δικαίου, που καταλαμβάνει κάθε διαφορά που θα προκύψει ή σχετίζεται με τους όρους συνεργασίας τους, ανεξαρτήτως από τη νομική της θεμελίωση, δηλαδή αν πρόκειται για αξίωση από σύμβαση ή από αδικοπραξία. Πιο συγκεκριμένα εκθέτουν ότι, στην σχετικές αιτήσεις των εναγόντων προς την τράπεζα για την απόκτηση των ΜΑΕΚ, έχουν εγγράφως συνομολογήσει ότι έλαβαν γνώση του από 5.4.2011 Ενημερωτικού Δελτίου, το οποίο αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης που συνήψαν με την ίδια και στο οποίο περιλαμβάνεται η ρήτρα παρέκτασης που καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων και εφαρμογή του Κυπριακού Δικαίου. Η με το ανωτέρω περιεχόμενο ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1α του Κανονισμού, όμως είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη της παρούσας. Και τούτο διότι η εν λόγω ρήτρα αποτελεί προδιατυπωμένο γενικό όρο συναλλαγών, ο οποίος αποτυπώθηκε σε ξεχωριστό των συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων αγοράς ΜΑΕΚ, έγγραφο αποκαλούμενο «Ενημερωτικό Δελτίο», το οποίο αποτέλεσε μεν τμήμα των εν λόγω συμβάσεων, πλην όμως, δεν αποδείχθηκε ότι αποτέλεσε πράγματι αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης των εναγόντων, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν ή έλαβαν γνώση του πολυσέλιδου περιεχομένου του Ενημερωτικού Δελτίου και όλων των όρων αυτού κατά την ημέρα της υπογραφής των ανωτέρω συμβάσεων (ad hoc: ΠΠΠατρ 244/2015, ΠΠΛαρ 35/2015, ΠΠΗρ 159/2014- αντιθ. ΠΠΘεσ 11286/2014, ΠΠΡοδ 15/2014). Το δικάζον Δικαστήριο τυγχάνει επιπροσθέτως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 5 § 1α'-3, 15 § Ιγ', 16 § 1, 17, 23 §5 Καν 44/2001, 7, 9, 12-14, 18, 25 § 2, 31, 33, 35 και 74 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικάσει με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία την υπό κρίση διαφορά. Η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1 § 4, 8, 9α, 9δ και 9ε Ν. 2251/1994 και 25 Ν. 3606/2007 καθώς και σ' αυτές των άρθρων 299, 346, 922 ΑΚ, 386ΠΚ, 3 § 2 Ν. 3606/2007, 218, 21.9, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι επί της υπό κρίση διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (lex causa) τόσο ως lex contractus, διότι, ελλείψει προγενέστερης της παρούσας δίκης συμφωνίας των συμβαλλόμενων διαδίκων περί επιλογής του εφαρμοστέου στις μεταξύ τους σχέσεις δικαίου, οι ενάγοντες θεμελιώνουν τα ένδικα δικαιώματα τους εκ συμβάσεως στο ημεδαπό δίκαιο, δίχως να προκύπτει σχεττκή αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, ΕφΠειρ 671/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2001, ΕΝΔ 30, 19, ΠΠΠατρ 244/2015) [ά. 3 και 6 § 3, 4 στοιχ. δ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη I»], όσο και ως lex delicti, δοθέντος ότι οι υπό κρίση τελούσες σε συρροή νομίμων βάσεων αδικοπρακτικές αξιώσεις των εναγόντων συνδέονται επίσης στενά με τις συναφθείσες στην ημεδαπή ανάμεσα στους διαδίκους προσβαλλόμενες ένδικες συμβάσεις [ά. 2, 4, 14 § I οτοιχ. α και 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «Ρώμη II»]. (ΠΠΠατρ 244/2015, ΠΠΗρ 159/2014 και ΠΠΛαρ. 35/2015).
Εξάλλου εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό και ως το δίκαιο της χώρας, όπου οι ενάγοντες καταναλωτές έχουν τη συνήθη διαμονή τους, ακόμη κι αν συμφωνήθηκε επιλογή άλλου δικαίου από τα μέρη κατ' όρθρο 6 παρ. 1-2 Κανονισμού 593/2008 (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 6401/2002, ΔΕΕ 2003, σ. 412- ΠΠΗρ 159/2014). Πρέπει συνεπώς η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της προσκομίζεται το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα υπ' αριθ.14220620, 14220621, 14220622, 14220623, 14220625, 14220626, 14220627, 14220628, 14220629, 14220630/24-2015 διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ ΙΓ' Αθηνών, τα με αριθμούς 264182, 400874, 264178, 264177, 264176, 699261, 412918, 264179, 264180, 264181, 699262,327680, 264183, 264184, 412919, 264185, 264186, 249482 αγωγόσημα τις υπ' αρ. 722069, 722070, 722071, 722072, 722073, 722074, 722075, 722076, 722077, 722078, 722079, 722080, 722081 και 722082 αποδείξεις είσπραξης ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και τα υπ' αριθ. 56276, 56277, 56278, 56279, 56280, 56282, 56281, 56283, 56284, 56285, 56286, 56287, 56288 και 56289/4-3-2015 γραμμάτια είσπραξης ΤΠΔΑ).
Η εναγομένη αρνείται την αγωγή και επικουρικά προβάλλει την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων, διότι οι ενάγοντες α) ενημερώθηκαν προφορικώς και εγγράφως από την εναγομένη ως προς τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. με τον αναφερόμενο στις προτάσεις της τρόπο, β) ανέγνωσαν ή τουλάχιστον όφειλαν να αναγνώσουν τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν και εξειδίκευαν τους συναφείς επενδυτικούς κινδύνους και γ) εγγράφως συνομολόγησαν ότι δεν τους δόθηκε επενδυτική συμβουλή ή σύσταση για αγορά Μ.Α.Ε.Κ., παρά ταύτα με την ένδικη αγωγή υποστηρίζουν πλέον τα αντίθετα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Ακόμη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δε συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης αιτιωδώς συνδεόμενη με τη ζημία και την ηθική βλάβη των εναγόντων, αφού τα Μ.Α.Ε.Κ. αυτών μετατράπηκαν σε μετοχές της εναγομένης ένεκα της υπαγωγής της σε καθεστώς εξυγιάνσεως και διασώσεως αυτής με ίδια μέσα (bail-in) δυνάμει αποφάσεως της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, που συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, και όχι κατ' ενάσκηση συμβατικού δικαιώματος της εναγομένης ή παράβαση συμβατικών όρων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 8 §§ 1, 4 Ν. 2251/1994 και 330 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Περαιτέρω προβάλλει την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων αφενός σε σχέση με την πρόκληση της ζημίας που επικαλούνται διότι αυτοί ενημερώθηκαν προφορικώς και εγγράφως από την εναγομένη για τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ. με το μνημονευόμενο στις προτάσεις αυτής τρόπο και ανέγνωσαν ή τουλάχιστον όφειλαν να αναγνώσουν τα εκεί εκτιθέμενα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν, με αποτέλεσμα να προβούν παρόλα αυτά στην αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. και αφετέρου ως προς την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι σε μεταγενέστερο της φερομένης παραπλανήσεως αυτών χρόνο ενημερώθηκαν πολλαπλώς, προφορικώς και εγγράφως μέσω ενημερωτικών επιστολών\ συνοπτικής παρουσιάσεως θέσεως (statements με αποτίμηση χαρτοφυλακίου), από την εναγομένη κατά τις μνημονευόμενες στις προτάσεις της χρονικές στιγμές για τη μείωση του κεφαλαίου τους και επομένως για τον κίνδυνο ζημίας τους εκ της επένδυσης τους στα ΜΑΕΚ και ουδέν έπραξαν, προκειμένου να περιορίσουν τη ζημία τους, ενώ, αν είχαν πωλήσει αυτά στο Χρηματιστήριο, στην τιμή αποτίμησης που πληροφορήθηκαν ότι είχαν κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, θα είχαν περιορίσει τη ζημία, ως προς το ποσό του αρχικού τους κεφαλαίου, κατά ποσό των 38.872,31 ευρώ ο πρώτος των εναγόντων, κατά ποσό των 9.053 ευρώ ο τέταρτος και η πέμπτη, κατά ποσό των 5.658 ευρώ η έκτη, κατά ποσό των 3.394,80 ευρώ ο έβδομος, κατά ποσό των 4.526,40 ευρώ ο όγδοος, κατά ποσό των 16.974 ευρώ ο δέκατος και η ενδέκατη, κατά ποσό των 49.700,07 ευρώ ο δωδέκατος, κατά ποσό των 5.658 ευρώ ο δέκατος τρίτος, κατά ποσό των 11.316 ευρώ ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη, κατά ποσό των 15.260,59 ευρώ ο δέκατος όγδοος, η δέκατη ένατη και ο εικοστός και κατά ποσό των 2.263,20 ευρώ ο εικοστός πρώτος των εναγόντων, ενώ ο δεύτερος, η τρίτη, ο ένατος, ο δέκατος έκτος και η δέκατη έβδομη εξ αυτών δεν θα είχαν υποστεί καμία ζημία και επομένως αιτείται να περιορισθεί η υποχρέωση της στην καταβολή μόνο των ποσών αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 300 § 1 και 330 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Τέλος, προβάλλει την ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων ως προς το ποσό των τόκων, που έλαβαν κατά την περίοδο από ν y30-6-2011 έως τις 30-12-2011 και δη ως προς το ποσό των 20.212,33 ευρώ για τον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 1884,35 ευρώ για το δεύτερο και την τρίτη, το ποσό των 3.233,97 ευρώ για τον τέταρτο και την πέμπτη, το ποσό των 2.021,23 ευρώ για την έκτη, το ποσό των 1.212,74 ευρώ για τον έβδομο, το ποσό των 1.374,44 ευρώ για τον όγδοο, το ποσό των 975,88 ευρώ για τον ένατο, το ποσό των 6.063,70 ευρώ για τον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 2.829,73 ευρώ για το δωδέκατο, το ποσό των 1.718,05 ευρώ για το δέκατο τρίτο, το ποσό των 4.042,47 ευρώ για το δέκατο τέταρτο και τη δέκατη πέμπτη, το ποσό των 4.664,38 ευρώ για το δέκατο έκτο και τη δέκατη έβδομη, το ποσό των 1.819,11 ευρώ για το δέκατο όγδοο, τη δέκατη ένατη και τον εικοστό και το ποσό των 687,22 ευρώ για τον εικοστό πρώτο των εναγόντων. Ακόμη ισχυρίζεται ότι από την υποτιθέμενη ζημία των τελευταίων θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό, που αντιστοιχεί στη σημερινή αξία των μετοχών, που κατέχουν οι ενάγοντες από την μετατροπή των ΜΑΕΚ, ήτοι το ποσό των 5.000 ευρώ για τον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 446 ευρώ για το δεύτερο και την τρίτη, το ποσό των 800 ευρώ για τον τέταρτο και την πέμπτη, το ποσό των 500 ευρώ για την έκτη, το ποσό των 300 ευρώ για τον έβδομο, το ποσό των 400 ευρώ για τον όγδοο, το ποσό των 272 ευρώ για τον ένατο, το ποσό των 1500 ευρώ για τον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 700 ευρώ για το δωδέκατο, το ποσό των 500 ευρώ για το δέκατο τρίτο, το ποσό των 1000 ευρώ για το δέκατο τέταρτο και τη δέκατη πέμπτη, το ποσό των 1000 ευρώ για το δέκατο έκτο και τη δέκατη έβδομη, το ποσό των 450 ευρώ για το δέκατο όγδοο, τη δέκατη ένατη και τον εικοστό και το ποσό των 400 ευρώ για τον εικοστό πρώτο των εναγόντων. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη ερειδόμενη στα άρθρα 297 επ. και 300 Α.Κ. και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …, … και …, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, την υπ' αριθμόν 9506/29-5-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδας …, την υπ' αριθμόν 742/2-2-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος…, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, την υπ' αριθμόν 8158/3-2-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας …, που νομίμως προσκομίζουν μετ' επικλήσεως οι ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων πραγματοποιήθηκαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου τους (ά. 270 § 2 εδ. γ ΚΠολΔ, βλ. αντιστοίχως τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως υπ' αριθμούς 8819Α/26-5-2014, 7495 και 7494/28-1-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), απ' όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336 § 3, 339, 395 και 432επ. ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ά. 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη αποτελεί τραπεζική εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το. έτος 2013. Ο πρώτος των εναγόντων είναι έγγαμος με δύο τέκνα και διατηρεί επιχείρηση τοποθέτησης γύψινων διακοσμήσεων στο Ηράκλειο Κρήτης. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε τον Μαΐο του έτους 1998, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στο Ηράκλειο Κρήτης, κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχο τη σύζυγο του, ενώ έκτοτε και έως το έτος 2011 τοποθετούσε τα χρήματα του κυρίως σε ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Στο παρελθόν είχε προβεί σε αγορά μετοχών της εναγομένης αξίας 21.331,85 ευρώ. Ο δεύτερος των εναγόντων, συνταξιούχος του Εμπορικού Ναυτικού, τυγχάνει σύζυγος της τρίτης εξ αυτών, η οποία και δεν εργάζεται. Από το έτος 2008 περίπου διατηρούσαν στην εναγομένη προθεσμιακές καταθέσεις, τις οποίες ανανέωναν συνεχώς. Ο δεύτερος ενάγων περιστασιακά, προ 15ετίας, είχε προβεί σε αγοραπωλησία μετοχών. Ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων είναι σύζυγοι και έχουν δύο ανήλικα τέκνα, ενώ αμφότεροι εργάζονται ως καθηγητής Ιατρικής ο πρώτος και ως φαρμακοποιός η δεύτερη. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε από το έτος 2010 όταν μετέφεραν σε κοινό λογαριασμό μέρος των χρημάτων τους, ενώ παράλληλα διατηρούσαν σε έτερη τράπεζα προθεσμιακή κατάθεση. Η έκτη ενάγουσα είναι έγγαμη, μητέρα δύο ενήλικων τέκνων και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος στο Γενικό Χημείο του Κράτους της χημικής υπηρεσίας της Λειβαδιάς , ενώ από το έτος 2003 διατηρούσε στην εναγομένη προθεσμιακές καταθέσεις. Στο παρελθόν είχε ασχοληθεί περιστασιακά με αγορά μετοχών και ειδικότερα στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ενώ έκτοτε έχοντας αποκτήσει κακή εμπειρία από την ως άνω συναλλαγή, αποφάσισε να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων της. Ο έβδομος των εναγόντων ασκεί το επάγγελμα του αυτοκινητιστή και κατά το έτος 2011 τηρούσε προθεσμιακή κατάθεση στην τράπεζα FBB. Ο όγδοος των εναγόντων είναι έγγαμος, πατέρας τριών ενήλικων τέκνων και συνταξιούχος ξυλουργός, ενώ από το έτος 2004 τηρούσε απλούς ή προθεσμιακούς λογαριασμούς στην εναγομένη, έχοντας ως μοναδική επενδυτική εμπειρία την προ πολλού χρόνου αγορά μετοχών. Ο ένατος των εναγόντων εργάζεται ως αστυνομικός, ενώ για ένα διάστημα εργάστηκε στο εξωτερικό και δη στην Ελληνική Πρεσβεία στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής, όπου και κατάφερε να αποταμιεύσει ένα σημαντικό κεφάλαιο σε δολάρια Αμερικής, τα οποία τοποθετούσε σταθερά από το 2004 σε προθεσμιακές καταθέσεις στην εναγόμενη τράπεζα. Προ δεκαετίας δε είχε προβεί σε αγορά 340 μετοχών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και 74 μετοχών της εταιρείας Τεχνική Ολυμπιακή, ενώ έκτοτε δεν ασχολήθηκε με παρόμοιες συναλλαγές. Ο δέκατος των εναγόντων, συνταξιούχος αστυνομικός, τυγχάνει σύζυγος της ενδέκατης, η οποία δεν εργάζεται, ενώ και οι δύο είναι απόφοιτοι δημοτικού. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2005, όταν αρχικά άνοιξαν ένα λογαριασμό μισθοδοσίας και στη συνέχεια τοποθέτησαν τα χρήματα τους σε διαρκώς ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Ο δέκατος ενάγων περιστασιακά στο τέλος της δεκαετίας του 1990 είχε προβεί σε αγοραπωλησίες μετοχών. Ο δωδέκατος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, ενώ εργάζεται ως διαιτολόγος στο Κέντρο Υγείας Σπήλιου Ρεθύμνου και από το έτος 2007 διατηρούσε στην εναγομένη λογαριασμό με προθεσμιακές καταθέσεις. Ο δέκατος τρίτος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου. Είναι οδοντίατρος και διατηρεί ιατρείο στην πόλη των Τρικάλων, ενώ από το έτος 2004 είχε τοποθετήσει τα χρήματα του στην εναγομένη σε λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων. Ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη των εναγόντων είναι σύζυγοι και συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί και από το έτος 2004 διατηρούσαν στην εναγομένη κοινό λογαριασμό με συνεχώς ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις, έχοντας περιορισμένη επενδυτική εμπειρία από περιστασιακή αγορά 100 μετοχών της εταιρίας «Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε.» συνολικής αξίας 300 ευρώ. Ο δέκατος έκτος και η δέκατη έβδομη των εναγόντων είναι σύζυγοι και έχουν δύο ενήλικα τέκνα. Έως το έτος 2009 λειτουργούσαν κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης στο Μοναστηράκι Αττικής, ενώ έκτοτε τα εισοδήματα τους προέρχονται από τη μίσθωση της ακίνητης περιουσίας τους. Κατά το ίδιο ως άνω έτος μετέφεραν τα χρήματα τους στην εναγομένη, όπου και έκτοτε τα τοποθέτησαν σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο δέκατος όγδοος των εναγόντων είναι συνταξιούχος εργοδηγός- μηχανολόγος και σύζυγος της δέκατης ένατης των εναγόντων, η οποία είναι συνταξιούχος του Δημοσίου, ενώ ο εικοστός των εναγόντων, τέκνο των ανωτέρω εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2007, όταν προέβησαν σε άνοιγμα κοινού λογαριασμού, ενώ έκτοτε διατηρούσαν στην εν λόγω τράπεζα και ανανεούμενους λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων. Ο δέκατος όγδοος ενάγων προ 15ετίας είχε περιορισμένη ενασχόληση με αγορές μετοχών. Ο εικοστός πρώτος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας ενός ενήλικου τέκνου. Έως το έτος 2010 εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ σήμερα είναι άνεργος. Κατά το ίδιο ως άνω έτος προέβη σε άνοιγμα κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου στην εναγομένη, με συνδικαιούχο τη σύζυγο του και στη συνέχεια και οι δύο σύναψαν κάποιες ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Ο εν λόγω στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, έχοντας από το έτος 2008 δική του επενδυτική μερίδα. Η ενασχόληση του, όμως, αυτή ήταν περιστασιακή, καθώς αφορούσε τη μεταβίβαση σε αυτόν κατά το έτος 2008 από τον πατέρα του μετοχών της Εθνικής Τράπεζας και της ALPHA BANK και την αγορά το 2009 μετοχών της Εθνικής Τράπεζας αξίας 2.232 ευρώ. Έκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι όλοι οι ενάγοντες επεδίωκαν ανέκαθεν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης. Περαιτέρω, το Μάιο του έτους 2011, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)». Τα εκδοθέντα ΜΑΕΚ αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ έκαστου, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5 % ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30-6-2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3,00 %. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του ως διαλαμβάνονται στο από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η . εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ' επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ' επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική κατά την κρίση της Τράπεζας επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ι) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5 % ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή 9α υιοθετηθεί απόν την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί ή (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της -ρ; (ν κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητας της, ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία ονομάστηκαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας ( perpetual  bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του Δικτύου για τα καταστήματα Ιδιωτών, όπως μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν οι ενόρκως, βεβαιούντες … και …, οι οποίοι εργάζονταν ως υπάλληλοι στην εναγομένη κατά το έτος 2011. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλων της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να σπάνε τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, το Μαΐο του 2011 όλοι οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, με τους οποίους έκαστος εξ αυτών συναλλασσόταν μέχρι τότε, προκειμένου να επενδύσουν τα χρήματα τους στο ανωτέρω προϊόν. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγόντων κατά τον ως άνω χρόνο ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την διευθύντρια του υποκαταστήματος της εναγομένης στην περιοχή Γιόφυρου, στο 1° χλμ. Ηρακλείου- Μοιρών, …, προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεως του στο εν λόγω προϊόν. Ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων σε επίσκεψη τους, κατά τον ίδιο χρόνο, κλήθηκαν και ενημερώθηκαν για τον ίδιο ως άνω σκοπό από τον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Βριλησσίων, στη …, …. Ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων κατά το Μαΐο του έτους 2011 κλήθηκαν τηλεφωνικά από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στη Ραφήνα Αττικής, …, ακολούθως δε, συναντήθηκαν με αυτόν και με το διευθυντή του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, …, και στις 9-5-2011 με τον αντικαταστάτη αυτού …, οι οποίοι τους συνέστησαν την αγορά των επίμαχων ΜΑΕΚ. Η έκτη των εναγόντων επισκέφτηκε το υποκατάστημα της εναγομένης στη Λιβαδειά Βοιωτίας στις 6-5-2011, (κατόπιν προτροπής του γνωστού της υποδιευθυντή καταστήματος …), όπου συναντήθηκε με τον οικογενειακό της-φίλο και διευθυντή στο εν λόγω υποκατάστημα, Νικόλαο Αγραφιώτη, ο οποίος αναφερόμενος στα Μ.Α.Ε.Κ. της πρότεινε μία νέα επένδυση, χωρίς ρίσκο, ισοδύναμη της προθεσμιακής κατάθεσης, που έως τότε διατηρούσε. Περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2011 ο έβδομος των εναγόντων, συναλλασσόμενος με την εναγομένη δια μέσου του υποκαταστήματος αυτής στον Κορυδαλλό Αττικής, συναντήθηκε με την διευθύντρια …, η οποία και προσφέρθηκε να τον ενημερώσει για τα οφέλη της τοποθέτησης των χρημάτων του στο συγκεκριμένο προϊόν. Ο όγδοος των εναγόντων στις 13-5-2011 και ο ένατος στις 9-5-2011 επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στα Ιωάννινα, με το οποίο και συναλλάσσονταν, κατόπιν τηλεφωνικής πρόσκλησης του διευθυντή,…, ο οποίος και τους προέτρεψε να επενδύσουν στο εν λόγω προϊόν. Ο δέκατος, η ενδέκατη και ο δωδέκατος των εναγόντων στα μέσα Μαΐου 2011 δέχτηκαν τηλεφώνημα από τον …, διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Ηγουμενίτσα, όπου και τηρούσαν προθεσμιακούς λογαριασμούς, προκειμένου να ενημερωθούν για τα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ. και να επενδύσουν σε αυτά, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του συγκεκριμένου υπαλλήλου, χαρακτηρίσθηκαν ως «ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης». Το Μαΐο του έτους 2011 η διευθύντρια του υποκαταστήματος Τρικάλων της εναγομένης, …, προσέγγισε τηλεφωνικά τον δέκατο τρίτο των εναγόντων, με σκοπό να τον προτρέψει στην αγορά των εν λόγω αξιόγραφων. Περί τα μέσα Μαΐου 2011 ο υπάλληλος της εναγομένης στο υποκατάστημα Πύργου Ηλείας, …, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη των εναγόντων, με τους οποίους και διατηρούσε μακρόχρονη συνεργασία, προκειμένου να τους ενημερώσει για τα επίμαχα νέα προϊόντα. Κατά τον ως άνω χρόνο οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη των εναγόντων συναντήθηκαν με την …, υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Μοναστηρακίου Αττικής, η οποία και τους πρότεινε να επενδύσουν τα χρήματα τους σε ένα νέο προϊόν, απόλυτα προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους, σύμφωνα με τις περιγραφές της, ήτοι τα εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ.
Το Μαΐο του έτους 2011 οι δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός των εναγόντων συνομίλησαν διεξοδικά με την προϊσταμένη του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καλλιθέα Αττικής, …, η οποία και τους προέτρεψε να προβούν στην αγορά των επίμαχων αξιόγραφων. Ο εικοστός πρώτος των εναγόντων, το Μαΐο του 2011 κλήθηκε τηλεφωνικά από τον υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Νέας Μάκρης, …, ο οποίος και τον συμβούλεψε να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό που δεν θα είχε άμεση ανάγκη σε νέο προθεσμιακό λογαριασμό με μεγαλύτερο επιτόκιο, υπονοώντας τα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι έκαστος των εναγόντων ( με εξαίρεση τους 7°, 16° και 17η εξ' αυτών) είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προαναφερομένων υπαλλήλων της εναγομένης, με τον οποίο και συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους συνοπτικά ότι αφενός δε την εναγομένη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως των προθεσμιακών καταθέσεων αυτών και αφετέρου ότι το προαναφερθέν νέο τραπεζικό προϊόν τύγχανε όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Οι ενάγοντες οι οποίοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα τους αγοράζοντας το.
Για το λόγο αυτό κατήρτισαν στις 16-5-2011 οι τρίτη, έβδομος και δέκατος τέταρτος των εναγόντων, στις 17-5-2011 ο δεύτερος, στις 9-5-2011 οι τέταρτος, πέμπτη και ένατος, στις 13-5-2011 οι όγδοος, δέκατος και ενδέκατη, στις 12-12-2011 οι δωδέκατος, δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός, στις 24-5-2011 η δέκατη πέμπτη, στις 8-6-2011 οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη, στις 10-5-2011 ο εικοστός πρώτος εξ αυτών, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Οι δε πρώτος, έκτη και δέκατος τρίτος των εναγόντων είχαν καταρτίσει τέτοιου είδους συμβάσεις με την εναγομένη, ήδη από τις 16-6-2010, 19-9-2003 και 10-6-2010 έκαστος εξ αυτών αντίστοιχα, καθώς είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για αγορά μετοχών. Τα εν λόγω έγγραφα έχουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης υπογραφεί από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και το Διευθυντή έκαστου υποκαταστήματος κατά περίπτωση. Στις 13-5-2011 ο πρώτος των εναγόντων, στις 17-5-2011 ο δεύτερος, στις 16-5-2011 η τρίτη, στις 12-5-2011 οι τέταρτος και πέμπτη, στις 6-5-2011 η έκτη, στις 16-5-2011 οι έβδομος και όγδοος, στις 11-5-2011 ο ένατος, στις 17-5-2011 οι δέκατος, ενδέκατη και δέκατος τέταρτος, στις 13-5-2011 ο δωδέκατος, στις 16-5-2011 ο δέκατος τρίτος, στις 24-5-2011 η δέκατη πέμπτη, στις 16-5-2011 ο δέκατος έκτος, στις 8-6-2011 η δέκατη έβδομη, στις 12-5-2011 ο δέκατος όγδοος, στις 12-12-2011 οι δέκατη ένατη και εικοστός και στις 11-5-2011 ο εικοστός πρώτος εξ αυτών κατήρτισαν παράλληλα συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», μέσω των οποίων αυτοί αγόραζαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 500.000 ευρώ ο πρώτος, 39.651,44 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη, 80.000 ευρώ οι τέταρτος και πέμπτη, 50.000 ευρώ η έκτη, 30.000 ευρώ ο έβδομος, 40.000 ευρώ ο όγδοος, 24.157,92 ευρώ ο ένατος, 150.000 ευρώ οι δέκατος και ενδέκατη, 70.000 ευρώ ο δωδέκατος, 50.000 ευρώ ο δέκατος τρίτος, 100.000 ευρώ οι δέκατος τέταρτος και δέκατη πέμπτη, 100.000 ευρώ οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη, 45.000 ευρώ οι δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός και 20.000 ευρώ ο εικοστός πρώτος εξ αυτών, που θα καταβάλλονταν σ' αυτή δια της μεταφοράς του αντίστοιχου ποσού από τους τηρούμενους λογαριασμούς των εναγόντων στην εν λόγω τράπεζα. Προς πιστοποίηση της συνάψεως των προεκτεθεισών συμβάσεων αγοράς εκ μέρους των εναγόντων Μ.Α.Ε.Κ. εκδόθηκαν από την εναγομένη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβάνεται το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεως τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σ' αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, όμως, ακόμη κι αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας ( perpetual  bonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των  perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα, ως προαναφέρθηκε, είχαν ασχοληθεί περιστασιακά και με την αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Επομένως, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ' αυτούς επίμαχα ποσά δεν ήταν τόσο υψηλό και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η εναγομένη είχε έως την 31-12-2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους ύψους 20.212,33 ευρώ (στον 1°), 1.884,35 ευρώ (στους 2° και 3η), 3.233,97 ευρώ (στους 4° και 5η), 2.021,23 ευρώ (στην 6η), 1.212,74 ευρώ (στον 7°), 1.374,44 ευρώ (στον 8°), 975,85 ευρώ (στον 9°), 6.063,70 ευρώ (στους 10° και 11ο), 2.829,73 ευρώ (στον 12°), 1.718,05 ευρώ (στον 13°), 4.042,47 μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των ευρώ (στους 14° και 15η), 4.664,38-ευρώ (στους 16° και 17η), 1.819,11 ευρώ (στους 18°, 19η και 20°) και 687,22 ευρώ (στον 21°) γι' αυτά, εντούτοις στη συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Την 29-3-2013, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ' αριθμόν 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των με αριθμούς 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές Δ' Τάξης με τιμή μετατροπής 1€ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1€ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1€ σε 0,01 € εκάστη, για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης Τράπεζας. Κάθε μία μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονοματικής αξίας 0,01 . Εν συνεχεία κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00€ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των επίμαχων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση λ των εναγόντων άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής από τους ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους προειρημένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ' αυτούς Μ.Α.Ε.Κ. Ειδικότερα κατέστη φανερό ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των επίμαχων σύνθετων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών. Παρότι η εναγομένη είχε την υποχρέωση να τους παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν στην οποία τους πρότεινε να προβούν, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τον κίνδυνο να μη λάβουν καθόλου τόκους από την ανωτέρω επένδυση ενόψει της δυνατότητας της εναγομένης να μη καταβάλει αυτούς, περαιτέρω, παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του πολύπλοκου τραπεζικού προϊόντος. Επομένως, κατά παράβαση των οριζομένων υποχρεώσεών της, η εναγομένη ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες, προκειμένου να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες, που προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προοτηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής, την απόφαση επένδυσης στα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ., παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ήτοι ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους προδιαληφθέντες κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας,, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην άνω ζημία τους, απορριπτόμενων κατ' ουσίαν των προβληθεισών εκ μέρους της εναγομένης προειρημένων ενστάσεων περί καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων καθώς και συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων εξαιτίας πλήρους γνώσεως εκ μέρους αυτών, κατά την κατάρτιση των προαναφερομένων συμβάσεων, της φύσεως και των κινδύνων των Μ.Α.Ε.Κ. ή της συνδρομής τουλάχιστον δυνατότητας τους να λάβουν τότε τέτοια γνώση, καθόσον, ως προελέχθη, επρόκειτο για ένα σύνθετο τραπεζικό προϊόν, για τη φύση του οποίου ουδέποτε τους δόθηκαν οι απαιτούμενες διασαφήσεις.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων ως προς την έκταση της ζημίας τους, την οποία και θα περιόριζαν αν είχαν πουλήσει τα επίμαχα αξιόγραφα τον Ιούλιο του έτους 2011 ορισμένοι εξ αυτών και σης 31-12-2011 οι λοιποί, όταν για πρώτη φορά ενημερώθηκαν για τη μείωση της αξίας τους, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από το τέλος Ιουνίου του έτους 2011 έκαστος των 1ου, 4ου, 5ης, 6ης, 7ου, 8ου, 10ου, 11ης, 12ου, 13ου, 14ου, 15ης, 16ου, 17ης, 21ου των εναγόντων και από τις 31-12-2011 έκαστος των 2ου, 3ης, 9ου, 18ου, 19ης και 20ου των εναγόντων είχε λάβει έγγραφο από την εναγομένη, με τίτλο «συνοπτική παρουσίαση της θέσης σας», όπου αναγραφόταν η συνολική αποτίμηση - καθαρή θέση των διαπραγματευόμενων στην Αγορά Αξιών Σταθερού Εισοδήματος (Α.Α.Σ.Ε.) του Χρηματιστηρίου Αθηνών (Χ.Α.) Μ.Α.Ε.Κ. των ' εναγόντων, η οποία ανερχόταν κατά την 30-6-2011 για τον 1° των εναγόντων στο ποσό των 461.127,69 ευρώ, για τους 4ο και 5η στο ποσό των 70.947 ευρώ, για την 6η στο ποσό των 44.342,00 ευρώ, για τον 7° στο ποσό των 26.605,20 ευρώ, για τον 8° στο ποσό των 35.473,60 ευρώ, για τους 10° και 11η στο ποσό των 133.026,00 ευρώ, για τον 12° στο ποσό των 20.299,93 ευρώ, για τον 13° στο ποσό των 44.342,00 ευρώ, για τους 14° και 15η στο ποσό των 88.684,00 ευρώ, για τους 16° και 17η στο ποσό των 100.000 ευρώ, για τον 21° στο ποσό των 17.736,80 ευρώ και στις 31-12-2011 για τους 2° και 3η των εναγόντων στο ποσό των 39.651,44 ευρώ, για τον 9° στο ποσό των 24.157,92 ευρώ και για τους 18°, 19η και 20° των εναγόντων στο ποσό των 29.739,41 ευρώ, όπερ σημαίνει ότι η ανωτέρω επένδυση όλων των εναγόντων, πλην των δεύτερου, τρίτης, ένατου, δέκατου έκτου και δέκατης έβδομης εξ αυτών εμφάνιζε ήδη ένα μόλις μήνα μετά από την πραγματοποίηση της απώλεια, ενώ ακολούθησαν έτερες σημαντικές μειώσεις της αξίας των προειρημένων αξιόγραφων. Στα ανωτέρω δε έγγραφα αναγραφόταν ο όρος «ομόλογα», καθώς και ο όρος «μετατρέψιμο αξιόγραφο ενισχυμένο». Έκαστος των εναγόντων, μόλις έλαβε το προαναφερθέν έγγραφο απευθύνθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης, με το οποίο συναλλασσόταν, προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες, εκδηλώνοντας παράλληλα και την ανησυχία του για όσα συνέβαιναν. Όλοι, όμως, οι προαναφερθέντες υπάλληλοι καθησύχασαν τους ενάγοντες, διαβεβαιώνοντας τους πως επρόκειτο απλώς για τυπικά έγγραφα, με τα οποία και δεν έπρεπε να ασχοληθούν, οι δε ενάγοντες πείσθηκαν στις ανεπιφύλακτες αυτές διαβεβαιώσεις, επιδεικνύοντας για μία ακόμη φορά εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της εναγομένης. Εξ αυτού του λόγου και δεν ασχολήθηκαν περαιτέρω με το εν λόγω ζήτημα, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να υποστούν καμία ζημία και χωρίς να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ., καθώς εξακολουθούσαν να αγνοούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία των προϊόντων αυτών.
Σε κάθε περίπτωση, η πώληση από τους ενάγοντες των Μ.Α.Ε.Κ. αυτών στη δευτερογενή αγορά δεν ανταποκρινόταν στο προπεριγραφέν συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ, ακόμη κι αν είχαν υποβάλει προς την εναγομένη αίτημα εξαγοράς των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ., αυτή δεν ήταν κατά τους ανωτέρω όρους εκδόσεως τους υποχρεωμένη να τα εξαγοράσει ή τουλάχιστον να τα ανακαλέσει, απορριπτόμενου ως κατ' ουσίαν αβάσιμου του ως άνω ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω, η θετική ζημία των εναγόντων συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 500.000 ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των 39.651,44 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη, στο ποσό των 80.000 ευρώ για τους τέταρτο και πέμπτη, στο ποσό των 50.000 ευρώ για την έκτη, στο ποσό των 30.000 ευρώ για τον έβδομο, στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον όγδοο, στο ποσό των 24.157,92 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό- των 150.000 ευρώ για τους δέκατο και ενδέκατη, στο ποσό των 70.000 ευρώ για το δωδέκατο, στο ποσό των 50.000 ευρώ για το δέκατο τρίτο, στο ποσό των 100.000 ευρώ για τους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη, στο ποσό των 100.000 ευρώ για τους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη, στο ποσό των 45.000 ευρώ για τους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό και στο ποσό των 20.000 ευρω για τον εικοστό πρώτο εξ αυτών, χωρίς να αφαιρεθεί η σημερινή ονομαστική αξία των μετατραπέντων σε μετοχές ΜΑΕΚ, που αποτελεί το 1% μόλις του τιμήματος αγοράς τους από τους ενάγοντες. Και τούτο διότι η πραγματική σημερινή αξία των εν λόγω μετοχών, λόγω της προπεριγραφόμενης καθοδικής πορείας των Μ.Α.Ε.Κ., είναι μηδενική, εφόσον δεν υπάρχει πλέον το ανάλογο αγοραστικό ενδιαφέρον προς απόκτηση τους. Επιπλέον τα ποσά των τόκων, που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την περίοδο από 30-6-2011 έως 30-12-2011, ήτοι το ποσό των 20.212,33 ευρώ ο πρώτος, το ποσό των 1.884,35 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη, το ποσό των 3.233,97 ευρώ οι τέταρτος και πέμπτη, το ποσό των 2.021,23 ευρώ η έκτη, το ποσό των 1.212,74 ευρώ ο έβδομος, το ποσό των 1.374,44 ευρώ ο όγδοος, το ποσό των 975,85 ευρώ ο ένατος, το ποσό των 6.063,70 ευρώ ο δέκατος και η ενδέκατη, το ποσό των 2.829,73 ευρώ ο δωδέκατος, το ποσό των 1.718,05 ευρώ ο δέκατος τρίτος, το ποσό των 4.042,47 ευρώ ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη, το ποσό των 4.664,38 ευρώ οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη, το ποσό των 1.819,11 ευρώ οι δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός και το ποσό των 687,22 ευρώ ο εικοστός πρώτος, δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις.
Πράγματι, οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεωγράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. ʼλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους, απορριπτόμενης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση των εναγόντων του ποσού των τόκων που αυτοί έλαβαν, καθώς και του ποσού, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των μετοχών, που οι ενάγοντες κατέχουν σήμερα. Επιπροσθέτως, όσον αφορά την ένσταση της εναγομένης περί ελλείψεως ως προς αυτήν παρανομίας, υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφοας αναφορικά με την ως άνω ζημία των εναγόντων θα πρέπει να σημειωθεί ότι :Η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας εις βάρος των εναγόντων αντισυμβαλλόμενων πελατών αυτής και καταναλωτών στα πλαίσια της χορηγήσεως σ' αυτούς επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος συνδέεται αιτιωδώς. προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ' αριθμόν 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφάλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. ʼλλωστε η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, απορριπτόμενης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της σχετικής ένστασης της. Σημειωτέον ότι θα πρέπει να απορριφθεί το νομίμως προβαλλόμενο με τις προτάσεις, αίτημα της εναγομένης περί προσκόμισης εκ μέρους των πρώτου, δεύτερου, τρίτης, έκτης, όγδοου, και ένατου των εναγόντων, αντιγράφου της ατομικής επενδυτικής μερίδας -και των σχετικών τηρούμενων λογαριασμών αξιών εκάστου εξ αυτών, καθώς αποδείχτηκε αφενός ότι η ενασχόληση τους με την αγορά και πώληση μετοχών διαπραγματεύσιμων στο Χρηματιστήριο Αθηνών ήταν περιορισμένη και αφετέρου ότι η λειτουργία των επίμαχων προϊόντων (Μ.Α.Ε.Κ.) ήταν δύσκολη στη σύλληψη ακόμη και από ένα\* έμπειρο επενδυτή, αν δεν είχε προηγηθεί η κατάλληλη πληροφόρηση του. % Συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, οι ενάγοντες υπέστησαν ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασαν ηθική βλάβη για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας ενόψει της έκτασης της ζημίας τους, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της αντιδίκου τους, και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης εκάστου των μερών, πρέπει να επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό των 9.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 1.500 ευρώ σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης, όγδοου, δέκατου όγδοου, δέκατης ένατης, και εικοστού των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ σε έκαστο των τέταρτου, και πέμπτης των εναγόντων, το ποσό των 1.500 ευρώ σε έκαστο των έκτου και δέκατης τρίτης των εναγόντων, το ποσό των 1.000 ευρώ σε έκαστο των έβδομου, ένατου και εικοστού πρώτου των εναγόντων, το ποσό των 4.000 ευρώ στους δέκατο και ενδέκατη των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στο δωδέκατο των εναγόντων και το ποσό των 3.000 ευρώ σε έκαστο των δέκατου τέταρτου, δέκατης πέμπτης, δέκατου έκτου και δέκατης έβδομης των εναγόντων. Κατ' ακολουθΐαν των προπαρατεθέντων, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να -καταβάλει αφενός το ποσό των 500.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 39.651,44 ευρώ στους δεύτερο και τρίτη, το ποσό των 80.000 ευρώ στους τέταρτο και πέμπτη, το ποσό των 50.000 ευρώ στην έκτη, το ποσό των 30.000 ευρώ στον έβδομο, το ποσό των 40.000 ευρώ στον όγδοο, το ποσο των 24.157,92 ευρώ στον ένατο, το ποσό των 150.000 ευρω στους δέκατο και ενδέκατη, το ποσό των 70.000 ευρώ στο δωδέκατο, το ποσό των 50.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, το ποσό των 100.000 ευρώ στους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη, το ποσό των 100.000 ευρώ στους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη, το ποσό των 45.000 ευρώ στους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό και το ποσό των 20.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο εξ αυτών ως αποζημίωση και αφετέρου το ποσό των 9.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 1.500 ευρώ σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης, όγδοου, δέκατου όγδοου, δέκατης ένατης, και εικοστού των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ σε έκαστο των τέταρτου, και πέμπτης των εναγόντων, το ποσό των 1.500 ευρώ σε έκαστο των έκτου και δέκατης τρίτης των εναγόντων, το ποσό των 1.000 ευρώ σε έκαστο των έβδομου, ένατου και εικοστού πρώτου των εναγόντων, το ποσό των 4.000 ευρώ στους δέκατο και ενδέκατη των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στο δωδέκατο των εναγόντων και το ποσό των 3.000 ευρώ σε έκαστο των δέκατου τέταρτου, δέκατης πέμπτης, δέκατου έκτου και δέκατης έβδομης των εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό αυτής, διότι η καθυστέρηση ως προς την εκτέλεση της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, δοθέντος μάλιστα ότι πρόκειται περί αξιώσεων τους εξ αδικοπραξίας (ά. 907 και 908 § 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει εξάλλου να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης εξαιτίας της εν μέρει νίκης τους και ανάλογα με την έκταση τους (ά. 178 § 1, 189§ 1 και 191§ 2ΚΠολΔ και 63§ 1- i περ.α'- β', 64§ 1 και 68 παρ.1 Ν. 4194/2013), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα πιο συγκεκριμένα στο διατακτικό της προκείμενης αποφάσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ενός ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (39.651,44 ευρώ) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ στους τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στην έκτη ενάγουσα, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ στον έβδομο ενάγοντα, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ στον όγδοο ενάγοντα, το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (24.157,92 ευρώ) στον ένατο ενάγοντα, το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ στους δέκατο και ενδέκατη των εναγόντων, το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ στο δωδέκατο ενάγοντα, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στο δέκατο τρίτο ενάγοντα, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ στους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη των εναγόντων, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ στους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη των εναγόντων, το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ στους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό των εναγόντων και το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ στον εικοστό πρώτο ενάγοντα, καθώς και το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης, όγδοου, δέκατου όγδοου, δέκατης ένατης, και εικοστού των εναγόντων, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε έκαστο των τέταρτου, και πέμπτης των εναγόντων, το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε έκαστο των έκτου και δέκατης τρίτης των εναγόντων, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο των έβδομου, ένατου και εικοστού πρώτου των εναγόντων, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ στους δέκατο και ενδέκατη των εναγόντων, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ στο δωδέκατο των εναγόντων και το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ σε έκαστο των δέκατου τέταρτου, δέκατης πέμπτης, δέκατου έκτου και δέκατης έβδομης των εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την αμέσως παραπάνω διάταξη της παρούσας αποφάσεως εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000 ) ευρώ όσον αφορά στον πρώτο ενάγοντα, για το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ όσον αφορά στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, για το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, όσον αφορά στους τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων, για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ όσον αφορά στην έκτη ενάγουσα, για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ όσον αφορά στον έβδομο ενάγοντα, για το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ όσον αφορά στον όγδοο ενάγοντα, για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ όσον αφορά στον ένατο ενάγοντα, για το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ όσον αφορά στους δέκατο και ενδέκατη των| εναγόντων, για το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, όσον αφορά στο δωδέκατο ενάγοντα, για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ όσον αφορά στον δέκατο τρίτο ενάγοντα, για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ όσον αφορά στους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη των εναγόντων, για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ όσον αφορά στους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη των εναγόντων, για το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων (17.000) ευρώ όσον αφορά στους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό των εναγόντων και το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ όσον αφορά στον εικοστό πρώτο ενάγοντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων σαράντα (18.040) ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη, στο ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα (3.360) ευρώ για τους τέταρτο και πέμπτη, στο ποσό των δύο χιλιάδων εξήντα (2.060) ευρώ για την έκτη, στο ποσό των χιλίων διακοσίων σαράντα (1.240) ευρώ για τον έβδομο, στο ποσό των χιλίων εξακοσίων εξήντα (1.660) ευρώ για τον όγδοο, στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εξήντα (6.160) ευρώ για τους δέκατο και ενδέκατη, στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα (2.880) ευρώ για το δωδέκατο, στο ποσό των δύο χιλιάδων εξήντα (2.060) ευρώ για το δέκατο τρίτο, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν είκοσι (4.120) ευρώ για τους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν είκοσι (4.120) ευρώ για τους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη, στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων ογδόντα (1.980) ευρώ για τους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό και στο ποσό των οκτακοσίων σαράντα (840) ευρώ για τον εικοστό πρώτο εξ αυτών. -
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8-10-2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑTΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 9-12-2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.