Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΠΠρΑθ 1887/2017

ΠΠρΑθ 1887/2017
Προστασία καταναλωτή - Απάτη από προστηθέντες τράπεζας - Αγορά μετατρέψιμων χρεογράφων - Αδικοπρακτική ευθύνη -.
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Μυλωνά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευγνωσία Κελεσίδου, Πρωτοδίκη, και Ζήση Χατζήμπύρρο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, και τη γραμματέα Σταυρούλα Γαλάνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 1 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση:
Των εναγόντων: 1] ... και 18) ..., από τους οποίους οι μεν 1ος, 2n, 6ος, 10η, 11ος, 16ος και 18ος παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ευαγγελία Καούρη και Μιχαήλ Μαρκουλάκο, οι δε λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξουσίους.

 Των εναγομένων: Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ", που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Λευκωσίας Κύπρου, Στασίνου 51, και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, Λεωφ. Αλεξάνδρας 192, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Μαρία Φερφελή και Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη, 2) ... και 3] ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ευάγγελο Μαλάμη.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27.5.2015 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 2.157/2015, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64§1 του ίδιου Κώδικα όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δύο γονείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν τη γονική μεριμνά του (αρθ. 1510 ΑΚ). Διάδικος, όμως, είναι το ανήλικο τέκνο και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο. Κατά συνέπεια, σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο που δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωση του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατά τα άρθρα 286 κ.ε. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (βλ. ΑΠ 1626/2011, ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ο 15ος ενάγων, ..., ήταν ανήλικος (ετών 17), και εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τους δύο γονείς του (12ο και 13η των εναγόντων), κατά δε τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, ήτοι κατά τη σημερινή δικάσιμο, έχει ήδη ενηλικιωθεί (ετών 19) και συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ως άνω, συνεχίζει τη δίκη στο όνομα του, χωρίς να εκπροσωπείται από τους ανωτέρω ενάγοντες.

 

 

II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2§6 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το ν. 3587/2007, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή (με τη διάταξη αυτή απαλείφθηκε η προηγούμενη ρύθμιση που απαιτούσε απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων), ενώ κατά την παράγραφο 10, που προστέθηκε με την παράγραφο 24 του άρθρου 10 του ν. 2741/1999, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ως θεωρείται, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του, το δε βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής. O ν. 2251/1994, αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται, με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3§1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική,  όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας «Τα Κράτη Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, με την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3§1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται, όμως, η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχεται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός, γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (βλ. ΑΠ 561/2014, ΑΠ 1495/2006, ΝΟΜΟΣ).

 

 

III. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωση για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007, ΝΟΜΟΣ). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απαιτηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (βλ. ΑΠ 715/2011, ΝΟΜΟΣ). Απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, βλ. ΑΠ 957/2009) που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008, ΝΟΜΟΣ). Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά τον χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 373/2008, ΑΠ 441/2004, ΑΠ 898/2000, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες άρθρων 298, 330 και 914 ΑΚ. Οι  προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη  περίπτωση  προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Με αυτή την έννοια, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις  επιβλαβείς συνέπειες της  συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω   παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1§3 του ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του.

 

Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8§§1, 2, 3 και 4 του ν. 2251/1994, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. O παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α] η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β] εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε] το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, σελ. 613, ΕφΠειρ 862/2005, ΔΕΕ 2005, σελ. 1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003, σελ. 419). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π.).

 

Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ ΕΟΚ (βλ. ΑΠ 1738/2013, ΝΟΜΟΣ) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών -ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 4§1 εδ. ε ν. 3606/2007)- και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλόλητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα για αυτόν. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η παρανομία αυτή, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1738/2013, ΝΟΜΟΣ, αλλά και για όλα τα ανωτέρω βλ. ΠΠρΛαρ 35/2015, ΠΠρΠατρ 224/2015, ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες εκθέτουν στην κρινόμενη αγωγή, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, μέσω των υπαλλήλων της και με την οποία συνεργάζονταν στα πλαίσια τοποθέτησης των αποταμιεύσεων τους και είχαν αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης, πρότεινε στον τόπο και χρόνο που αναφέρουν στον καθένα ξεχωριστά (Μάιο ή Ιούνιο κατά περίπτωση του 2009) παρέχοντας τους επενδυτική συμβουλή, να προβούν στην αγορά Μετατρέψιμων Χρεογράφων (στο εξής MX) της πρώτης εναγόμενης, και δη ενός νέου και κατά τους ισχυρισμούς της εξαιρετικά συμφέροντος για τους ίδιους καταθετικού προϊόντος αυτής με τη μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία και  απολύτως  εξασφαλισμένη επιστροφή κεφαλαίου, παραπλήσιο προθεσμιακής κατάθεσης, καθώς μετά το πέρας της συμφωνηθείσας πενταετούς διάρκειας η πρώτη εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να τους αποδώσει το αρχικό κεφάλαιο. Ότι τα ομόλογα αυτά όπως τους παρουσιάστηκαν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά διότι προσέφεραν σταθερό επιτόκιο 7,5% για το πρώτο έτος και εντεύθεν κυμαινόμενο. Ότι κατά την υπογραφή της σχετικής αίτησης δεν τους παραδόθηκαν οι όροι έκδοσης και το ενημερωτικό σημείωμα για το προϊόν αυτό, ενώ οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης τους διαβεβαίωναν ότι επρόκειτο για προϊόν που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση και ήταν ιδιαίτερα ασφαλές. Ότι πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, προέβησαν ο καθένας στην τοποθέτηση των ποσών που αναφέρουν, με τα οποία αγόρασαν μετατρέψιμα χρεόγραφα με τον τίτλο «Μετατρέψιμα χρεόγραφα 2013/18», των ποσών αυτών προερχομένων από τους αναφερόμενους στην αγωγή λογαριασμούς τους. Ότι τα χρεόγραφα αυτά μετατράπηκαν, παρά τα συνομολογημένα, μονομερώς από την τράπεζα σε ομόλογα αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) και δη σε μετατρέψιμα αξιόγραφα κεφαλαίου (ΜΑΚ) και σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου (ΜΑΕΚ), τραπεζικά προϊόντα, επενδυτικά και σύνθετα στη σύλληψη και στη λειτουργία τους. Ότι, παρά την πεποίθηση τους ότι είχαν προβεί στην ασφαλέστερη δυνατή τοποθέτηση των χρημάτων τους, το 2012 πληροφορήθηκαν ότι συνέβαιναν ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες συνετέλεσαν στην αύξηση του  μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγόμενης εξαιτίας της μετατροπής άλλων προϊόντων της και σε τροποποιήσεις λοιπών προϊόντων της που σχετίζονταν έστω και έμμεσα με την τοποθέτηση των χρημάτων τους, γεγονότα που καθιστούσαν επισφαλή την επένδυση τους και ότι εν τέλει αντιλήφθηκαν πως το ως άνω προϊόν, στο οποίο είχαν τοποθετήσει τα χρήματά τους, δεν ήταν ένα είδος προθεσμιακής προνομιακής κατάθεσης, αλλά επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, για τους οποίους δεν είχαν ενημερωθεί, με συνέπεια να τους αγνοούν, κατά τον χρόνο αγοράς του και ότι το σύνολο της τοποθέτησης τους διέτρεχε εξαιρετικούς κινδύνους, διότι ήταν εξαρτημένο από άλλους παράγοντες, αστάθμητους, μελλοντικούς, αναφερόμενους στη φερεγγυότητα του τραπεζικού ιδρύματος αλλά και στην πορεία της κυπριακής και της ελληνικής οικονομίας, σε εξαγορά, στη γενικότερη αστάθεια των κεφαλαιαγορών και στην απόκτηση ομολόγων ελληνικού δημοσίου, όταν εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης -λ.χ. οι Moody's και Standard & Poors- είχαν επισημάνει την επικινδυνότητα τους  με αντίστοιχους οικονομικούς όρους κλπ. Ότι οι κίνδυνοι του προϊόντος αυτού ήταν ορατοί κατά τον χρόνο της σύναψης της συμφωνίας στην πρώτη εναγόμενη και ότι οι υπάλληλοι της, προκειμένου να συμβληθούν μαζί της, γνωρίζοντας ότι τόσο αυτοί, όσο και, τα κατά περίπτωση, οικογενειακά τους πρόσωπα, ουδέποτε θα ήθελαν να έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά προϊόντα και με υψηλού κινδύνου τραπεζικές επενδύσεις, αλλά ότι είχαν το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή. Ότι στην κατάρτιση της σύμβασης αγοράς του προϊόντος αυτού οδηγήθηκαν εξαπατηθέντες από τους προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης, καθώς αυτοί τους παρέστησαν ψευδώς ότι επρόκειτο για ασφαλές καταθετικό προϊόν, που διασφάλιζε την ακεραιότητα του κεφαλαίου τους και την απόδοση τόκων κατά τη λήξη του που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση, ενώ το αληθές το οποίο γνώριζαν οι υπάλληλοι ήταν ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, ουσιωδώς διάφορο των προϊόντων που κατείχαν οι ίδιοι έως τον χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων τους αντίστοιχα, και το οποίο εξεδόθη για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της πρώτης εναγόμενης, στοιχεία τα οποία δολίως, άλλως από βαριά αμέλεια, αποσιώπησαν, ενώ η αποκάλυψη τους σε αυτούς που τα αγνοούσαν, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης που υπείχαν έναντι τους με βάση την καλή πίστη, αλλά και την προϋπάρχουσα ιδιαίτερη μεταξύ τους σχέση. Ότι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η πρώτη εναγόμενη κατά την προς αυτούς παροχή επενδυτικών συμβουλών, παραβίασε τις συμβατικές υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση τους παρουσιάζοντας την όλη επένδυση ως εγγυημένου κεφαλαίου κατά 100% και μηδενικού κινδύνου. Ειδικά, όσον αφορά τους 3° και 4° των εναγόντων, αυτοί κατέστησαν συνδικαιούχοι του επίμαχου προϊόντος των γονέων τους, 1ου και 2ης εξ αυτών, αφότου οι τελευταίοι είχαν ήδη επενδύσει στο προϊόν κατά τον εκτιθέμενο τρόπο, και όσον αφορά τους 14° και 15° των εναγόντων, ότι τον Ιανουάριο του 2013 κατέστησαν συγκύριοι των μετοχών της πρώτης εναγόμενης, στις οποίες μετατράπηκε τελικά το ένδικο προϊόν που είχαν επενδύσει οι επίσης συγκύριοι (των μετοχών) γονείς τους, 11°ς και 12η των εναγόντων. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων ουσιαστικά εκπροσωπούσε στην Ελλάδα την εδρεύουσα στην Κύπρο πρώτη εναγόμενη και μαζί με τον τρίτο εναγόμενο εντέλλονταν τους παραπάνω υπαλλήλους να προβούν στις εκτιθέμενες ανωτέρω ενέργειες, διά επιμορφωτικών σεμιναρίων, φυλλαδίων ή και ευθέων εντολών, επομένως αποτελούν και αυτοί προστηθέντες της τελευταίας και επέχουν πλέον ισόποση ευθύνη σε ολόκληρο για τις ένδικες αξιώσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν θέση καταναλωτή στις ένδικες συμβάσεις, καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της πρώτης εναγόμενης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας που επικαλούνται, ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο και καταδικαζόμενοι και στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων, να καταβάλουν νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση: Α) Στους 1°, 21, 3° και 4° εξ αυτών το ποσό των 210.000 Ευρώ σε ολόκληρο, στον 5° εξ αυτών το ποσό των 10.000 Ευρώ, στον 6° εξ αυτών το ποσό των 60.000 Ευρώ, στον 7° εξ αυτών το ποσό των 166.968,53 Ευρώ, στην 8η εξ αυτών το ποσό των 10.000 Ευρώ, στις 8η και 9η εξ αυτών το ποσό των 81.076,75 Ευρώ σε ολόκληρο, στον 10° εξ αυτών το ποσό των 200.000 Ευρώ, στον 11° εξ αυτών το ποσό των 180.000 Ευρώ, στους 12°, 13ο, 14° και 15° εξ αυτών το ποσό των 94.466 Ευρώ σε ολόκληρο, στον 16° εξ αυτών το ποσό των 70.000 Ευρώ, στον 17° εξ αυτών το ποσό των 97.922,32 Ευρώ και στον 18° εξ αυτών το ποσό των 30.000 Ευρώ, για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσαν (θετική ζημία), καθώς και Β) το ποσό των 3.000 Ευρώ στον 5° εξ αυτών, των 10.000 Ευρώ στους 2ο, 3°, 4°, 12°, 13η, 14°, 15° και 18° εξ αυτών, των 15.000 Ευρώ στους 1°, 6°, 7°, 8η, 9η, 11°, 16° και 17° εξ αυτών και των 60.000 Ευρώ στον 10° εξ αυτών (η συνολική ένδικη απαίτηση του οποίου ανέρχεται στα 260.000 Ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή και της συνεπεία τούτης ψυχικής ταλαιπωρίας τους. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία σωρεύονται παραδεκτά (άρθρο 218 ΚΠολΔ)   αξιώσεις από προσυμβατική, ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη και για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το   ανάλογο   δικαστικό   ένσημο   με τις νόμιμες επαυξήσεις (βλ.  προσκομιζόμενα e-παράβολα της ΓΓΠΣ για καθένα των εναγόντων με αριθμό, αντίστοιχα, 124360261957 0508 0009, 124371970957 0508 0029, 124372063957 0508 0029, 124372200957 0808 0084, 124362740957 0508 0044, 124345012957 0508 0038, 124372388957 0508 0016, 124372456957 0508 0093, 124363109957 0508 0098, 124363226957 0508 0028, 124372665957 0508 0084, 124345509957 0508 0065, με τις συνημμένες σε αυτά αποδείξεις καταβολής τους), παραδεκτά εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία να δικάσει (αρθ. 3 και 4 ΚΠολΔ) με την τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι η υπόθεση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η πρώτη εναγόμενη έχει την έδρα της σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στην Κύπρο) και υποκατάστημα της στην Ελλάδα, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5§1, 7§§1 και 3, 8§1,17§1 εδ.γ' και 18§1 του Κανονισμού 1215/2012, ως το Δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν οι ενάγοντες καταναλωτές και οι εναγόμενοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία εμπίπτουν οι ένδικες συμβάσεις, και β) του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και δη εκτυλίχτηκε η περιγραφόμενη στο εισαγωγικό δικόγραφο αδικοπρακτική συμπεριφορά και επήλθε η βλάβη της περιουσίας των εναγόντων, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, η αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον (αρθ. 9, 18, 22, 25§2, 31, 35, 33, 37 και 41 ΚΠολΔ) φέρεται στο Δικαστήριο τούτο, πλην, όμως, όσον αφορά τους 3° και 4° των εναγόντων, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, διότι σύμφωνα με όσα ιστορούνται στο δικόγραφο, αυτοί δεν αποτέλεσαν δέκτες των συμβουλών και παραινέσεων των υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, αλλά κατέστησαν συνδικαιούχοι του ένδικου προϊόντος των γονέων τους (1ου και 2ου εναγόντων) αφότου είχε εκδοθεί και χωρίς να (εκτίθεται ότι) έχουν απευθυνθεί σε αυτούς οι εν λόγω υπάλληλοι. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο πρέπει να απορριφθεί και για τους 14° και 15° των εναγόντων. Εξάλλου, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 197, 198, 281, 288, 297, 298, 299, 330, 345, 346, 361, 481,489, 914, 922, 932 ΑΚ, 386 ΠΚ, 8 του ν. 2251/1994, 25 του ν. 3606/2007, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας, όπου οι ενάγοντες καταναλωτές έχουν τη συνήθη διαμονή τους (άρθ. 5§3 και 10§1 Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία έχει κυρωθεί με τον ν. 1792/1988 και ισχύει στην Ελλάδα από 1.4.1991 ως εσωτερικό δίκαιο, μη εφαρμοζομένου εν προκειμένω του Κανονισμού 593/2008 «ΡΩΜΗ I», δεδομένου ότι οι αρχικές ένδικες συμβάσεις έλαβαν χώρα, κατά περίπτωση, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2009, ήτοι πριν τον Δεκέμβριο του 2009, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 29 άρχισε να ισχύει ο Κανονισμός αυτός) και ως το δίκαιο της χώρας, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (αρθ. 4§1 του Κανονισμού 864/2007 «ΡΩΜΗ II» για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές), αναφορικά με τις σωρευόμενες αδίκοπρακτικές αξιώσεις. Πρέπει επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω για την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Οι εναγόμενοι, στις προτάσεις που κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, εκθέτουν Α) ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του φερόμενου ζημιογόνου γεγονότος και της προβαλλόμενης ζημίας των εναγόντων, δεδομένου ότι προ της λήξης των εν λόγω ομολόγων μεσολάβησε γεγονός έκτακτο και μη δυνάμενο να προβλεφθεί το 2008, ήτοι η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση και ο κίνδυνος πτώχευσης της κυπριακής δημοκρατίας, το οποίο οδήγησε στην ψήφιση των νόμων κατ' εφαρμογή των οποίων τα μετατρέψιμα χρεόγραφα 2013/18 μετατράπηκαν σε μετοχές της πρώτης εναγόμενης, ισχυρισμός με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου και ο οποίος, ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι, σύμφωνα με την αρχή της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata) που κρατεί στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αποζημιώνεται η ζημία εάν συνδέεται και στην έκταση που συνδέεται προς τη ζημιογόνο συμπεριφορά του δράστη, πράγμα που υπάρχει, όταν η τελευταία (ζημιογόνος συμπεριφορά) δεν συνέβαλε απλώς ως αναγκαίος όρος (conditio sine qua non) στο επιζήμιο αποτέλεσμα, αλλά, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που αυτή έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση έκτακτων περιστατικών, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία, ενώ η υποθετική επέλευση από άλλη μεταγενέστερη αιτία (υποθετική αιτιότητα) της ζημίας που προκάλεσε ο ζημιώσας με τη ζημιογόνο πράξη του δεν αναιρεί εκ των υστέρων την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου πράξης και ζημίας και δεν αίρει την ευθύνη του τελευταίου για αποζημίωση του παθόντος, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται ήδη από τον χρόνο πραγμάτωσης της ζημίας με τη συνδρομή και των λοιπών όρων της αδικοπραξίας (βλ. ΕφΠειρ 664/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ 203, ΠΠρΛαρ 35/2015, ΝΟΜΟΣ).

 

Έτσι, η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση και ο κίνδυνος πτώχευσης της κυπριακής δημοκρατίας που οδήγησαν στη θεσμοθέτηση της μετατροπής των μετατρέψιμων χρεογράφων σε μετοχές της πρώτης εναγόμενης, ακόμα και αν μία τέτοια εξέλιξη μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιη, αλλά και άσχετα από τη βεβαιότητα δεν αναιρεί την ύπαρξη πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και της ζημιογόνου πράξης, ούτε επηρεάζει την αδικοπρακτική ευθύνη. Β) Ότι δεν παραλείφθηκε η παροχή στους ενάγοντες της απαραίτητης ενημέρωσης, ώστε να πληροφορηθούν τη μορφή της επένδυσης τους, ισχυρισμός, ο οποίος εξεταζόμενος υπό το πρίσμα όσων έχουν σχετικώς εκτεθεί στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη συνιστά νόμιμη ένσταση των άρθρων 330 ΑΚ και 8§4 του Ν. 2251/1994, που πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα. Επίσης προβάλλουν επικουρικά Α) ισχυρισμό περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων τόσο στον επέλευση όσο και στην έκταση της ζημίας τους, εκθέτοντας η πρώτη από αυτούς ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της κρίσιμης επένδυσης οι ενάγοντες ενημερώθηκαν εκ νέου ότι είχαν επενδύσει σε ομόλογο και δια των statements που παραλάμβαναν μπορούσαν να αντιληφθούν όσα ήταν αναγκαία για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους και ότι δεν επρόκειτο για τόκους προθεσμιακής κατάθεσης και ότι συνειδητά επέλεξαν να μην πουλήσουν το προϊόν στο οποίο επένδυσαν και να περιορίσουν τη ζημία τους στο ποσό που αναφέρουν, αφού σύμφωνα με το έντυπο αυτό υπήρχε διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αγοραίας αξίας των μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/18 και της τιμής πώλησης τους, που ισούται με τη χρηματιστηριακή αξία αποτίμηση κατά την ημερομηνία αυτή και με τον συνυπολογισμό τόκων που ήδη είχαν λάβει, με το αναφερόμενο ύψος αντίστοιχα για καθένα εκ των εναγόντων. Δηλαδή ότι ήδη ο ι τελευταίο ι είχαν ενημερωθεί πολλαπλώς για τη μείωση της αξίας του κεφαλαίου τους και δη για την οικονομική ζημία της επένδυσης τους και ουδέν έπραξαν προκειμένου να περιορίσουν αυτήν, καθώς δεν προέβησαν στην πώληση των χρεογράφων αυτών και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητάς τους στην έκταση της ζημίας τους, τουλάχιστον κατά τα ποσά που αναφέρουν για καθέναν τους και να περιοριστεί αντίστοιχα η υποχρέωση των ιδίων (εναγομένων]. Επίσης, το ότι οι ενάγοντες παρέλειψαν να αναζητήσουν εξηγήσεις και να αναγνώσουν τα έγγραφα, τα οποία υπέγραψαν, ενώ δεν τυγχάνουν άτομα με περιορισμένη πείρα στις συναλλαγές, καθιστά αυτούς συνυπαίτιους. Β) Ότι τα ίδια αυτά περιστατικά καθιστούν και την άσκηση της εν λόγω αγωγής καταχρηστική. Τα παραπάνω συνιστούν Α) ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ και Β) ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει δε να ερευνηθούν κατ' ουσίαν. Γ) Περαιτέρω, προβάλλουν ισχυρισμό συμψηφισμού έναντι του τυχόν σε βάρος τους επιδικασθησομένου ποσού αποζημίωσης για αδικοπρακτική ευθύνη, των ποσών που αναφέρουν για κάθε ένα των εναγόντων και που αποτελεί το συνολικό ποσό των τόκων που έλαβαν ως συμφωνηθέντες τόκους για τα μετατρέψιμα χρεόγραφα 2013/18 που κατείχαν. O ισχυρισμός, όμως, αυτός, έτσι όπως προβάλλεται έναντι της περί αδικοπραξίας βάσης της αγωγής, τυγχάνει μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί και τούτο διότι η απαίτηση των εναγόντων, κατά της οποίας προβάλλεται συμψηφισμός, προέρχεται από αδικοπραξία, και κατ' άρθρο 450 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά μη όμοιας απαίτησης (ΑΠ 838/2008, ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, εάν ο σχετικός επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ήθελε κριθεί ως ένσταση-αίτημα συνυπολογισμού στη ζημία των εναγόντων του κέρδους τους εκ των ως άνω τόκων, που ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι απέκτησαν οι ενάγοντες από το κτηθέν προϊόν, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι τα ποσά των τόκων δεν είναι κέρδος συνυπολογιστέο στη ζημία των εναγόντων, αλλά απότοκο της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγόμενης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Από όσα οι εναγόμενοι εκθέτουν στις προτάσεις τους, προκύπτει ότι πρόκειται για τόκους, που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεογράφων και ότι πρόκειται για κέρδος προερχόμενο όχι από τη ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία τους θα αντίκειτο στις αρχές της καλής πίστης, αφού οι ενάγοντες τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησόμενη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους ή του μεγαλύτερου μέρους του, αν είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα χρεόγραφα (ΕφΑΘ 4841/2014, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, αρνούμενη την αγωγή η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η παρούσα συναλλαγή επρόκειτο για διάθεση από την ίδια ως εκδότη και διαθέτη ομολόγων εταιρειών τα οποία ως αξίες θα διαπραγματευόταν στο χρηματιστήριο και τα οποία έδιναν το δικαίωμα στους κατόχους αυτών ενάγοντες να τα πουλήσουν στη δευτερογενή αγορά, ήτοι στο χρηματιστήριο οποιαδήποτε στιγμή. Ότι αυτά ήταν ορισμένου χρόνου και δη δεκαετούς διάρκειας και ότι ονομάζονταν «ΜΧ 2013/2018» διότι στην πενταετία είχε δικαίωμα η ίδια να τα ξαναγοράσει ενώ στη δεκαετία όφειλε να τα επαναγοράσει στην ονομαστική τους αξία. Επίσης, ότι οι κάτοχοι τους σε προκαθορισμένες ημερομηνίες μπορούσαν να τα μετατρέψουν οικειοθελώς σε μετοχές της Τράπεζας και ότι το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για καταθετικό προϊόν δικαιολογείται από την ονομασία τους «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» αξιών πρωτογενώς, και περαιτέρω ότι κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης, οι ενάγοντες γνώριζαν τους επιμέρους όρους αυτής. Επιπλέον, αρνείται ότι εκ μέρους της έλαβε χώρα οποιαδήποτε παροχή επενδυτικής συμβουλής από οποιονδήποτε εργαζόμενο της προς τους ενάγοντες, καθώς αυτό δεν ήταν επιτρεπτό επειδή στερούταν την απαραίτητη προς τούτο άδεια.

 

 

Από την εκτίμηση των, περιλαμβανομένων στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καταθέσεων των, νομίμως στο ακροατήριο εξετασθέντων, μαρτύρων (ενός για κάθε διάδικο πλην του τρίτου εναγομένου, που δεν πρότεινε την εξέταση μάρτυρος), όλων των εγγράφων, που με νόμιμη επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται οποιοδήποτε αυτών για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, των τριών ενόρκων βεβαιώσεων που επικαλούνται πρώτες κατά σειρά στις προτάσεις τους α) οι ενάγοντες: 1) με αριθμό 14.059/16.11.2015 του μάρτυρα ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (με τις υπ' αριθ. 7806/2.11.2015, 7792/2.11.2015 και 7795/2.11.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ...), 2) με αριθμό …/16.11.2015 του μάρτυρα ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ορεστιάδας ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (με τις υπ' αριθ. 7807/2.11.2015, 7793/2.11.2015 και 7794/2.11.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών...), και 3) με αριθμό 898/15.3.2016 της μάρτυρος ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων τις υπ' αριθ. 7882/9.3.2016, 7880/9.3.2016 και 7881/9.3.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ...), β) η πρώτη εναγόμενη: 1) με αριθμό …/9.3.2016 του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., 2) με αριθμό 4344/9.3.2016 του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... και 3) με αριθμό …/10.03.2016 της μάρτυρος ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (με την υπ' αριθ. 513Δ'/4.3.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... προς τον κατ' αρθρ. 143 ΚΠολΔ διορισμένο αντίκλητό τους), γ) ο δεύτερος εναγόμενος: 1) με αριθμό …/16. 11.2015 της μάρτυρος ..., 2) με αριθμό …/9.3.2016 του μάρτυρα ... και 3) με αριθμό …/11.3.2016 του μάρτυρα ..., και οι τρεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (με τις υπ' αριθ. 2.810Η'/11.11.2015 και 3.049Η'/4.3.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ...προς τον κατ' αρθ. 143 ΚΠολΔ διορισμένο αντίκλητο τους), και δ) ο τρίτος εναγόμενος: 1) με αριθμό …/10.3.2016 του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., 2) με αριθμό 12.942/10.3.2016 του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... και 3) με αριθμό …/10.3.2016 του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαλιάδας ..., με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (με την υπ' αριθ. 27.308/4.3.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ... προς τον κατ' αρθ. 143 ΚΠολΔ διορισμένο αντίκλητό τους], με τη σημείωση ότι οι πέραν των τριών ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων που κατόπιν επικαλείται κάθε πλευρά των διαδίκων και λήφθηκαν για την παρούσα δίκη, δεν θα ληφθούν υπόψη κατ' άρθρο 270§2 εδ. γ' ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν τον νόμο 4335/2015, βλ. ΟλΑΠ 8/2016, ΝΟΜΟΣ], ενώ οι υπόλοιπες ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλούνται οι διάδικοι και οι οποίες λήφθηκαν επ' ευκαιρία άλλης δίκης, θα συνεκτιμηθούν ως δικαστικά τεκμήρια με τα υπόλοιπα έγγραφα των διαδίκων, χωρίς να είναι απαραίτητη η ειδική μνεία αυτών (βλ. ΑΠ 736/2016, ΝΟΜΟΣ], από τις ομολογίες των διαδίκων οι οποίες διαλαμβάνονται στις προτάσεις τους, για τις οποίες γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα τη Λευκωσία της Κύπρου, νόμιμα εγκαταστημένη στην Ελλάδα και διατηρούσε ικανό αριθμό καταστημάτων στη χώρα, μεταξύ των οποίων και υποκαταστήματα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Ο 2ος των εναγομένων προήχθη σε Γενικός Διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2008, ενώ μέχρι τότε διατελούσε Ανώτερος Διευθυντής τομέα μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιωτών της Τράπεζας Κύπρου Ελλάδας. Ταυτόχρονα διορίστηκε από την 1η εναγόμενη νόμιμος πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της στην Ελλάδα (ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 1415/2008]. 0 3°ς των εναγομένων ήταν την κρινόμενη περίοδο Διευθυντής Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών Θεματοφυλακής και Επενδυτικής Τραπεζικής Ελλάδας. Όσον αφορά τις ένδικες συμβάσεις μεταξύ των εναγόντων και της πρώτης εναγόμενης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα, τα οποία συνομολογούνται από τους εναγόμενους:

 

Ο 1ος ενάγων, 64 ετών, συνταξιούχος (εργαζόταν σε κατάστημα αλλαντικών), διατηρούσε τόσο αυτός όσο και η 2η ενάγουσα, σύζυγός του, που ασχολούταν με τα οικιακά, συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2003, διατηρώντας στο υποκατάστημά της του Περιστερίου Αττικής καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος των ανωτέρω ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 1ος ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων αυτού και της συζύγου του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης και διευθυντή του υποκαταστήματος ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται, το έτος 2008 η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟΙ), τα οποία ήταν ομόλογα, με επιτόκιο 7,5% για τον πρώτο χρόνο και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών συν περιθώριο 1% και στη συνέχεια, κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών συν περιθώριο 2%, και δη με αποδόσεις υψηλότερων των συνήθων προθεσμιακών καταθέσεων. Τα εταιρικά αυτά ομόλογα της Τράπεζας Κύπρου είχαν εκδότρια την πρώτη εναγόμενη και επρόκειτο να διαπραγματευτούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και Κύπρου και ήταν αμιγώς ομολογιακά - χρηματιστηριακά προϊόντα και έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο τους να τα πουλήσει στη δευτερογενή αγορά (δηλαδή στο χρηματιστήριο) οποιαδήποτε στιγμή. Στις 29.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 1oς ενάγων, μαζί με τη σύζυγό του, 2η ενάγουσα, επένδυσαν σε αυτό το ποσό των 80.000 Ευρώ. Στις 27.5.2009, ο ως άνω υπάλληλος έπεισε τους ενάγοντες αυτούς, αντί να αναλάβουν τα χρήματα τους κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσουν περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας τους ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, στις 3.6.2011, οι ίδιοι ενάγοντες επένδυσαν το παραπάνω κεφάλαιο τους, συμπληρώνοντας το κατά 130.000 Ευρώ, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Συνολικά, οι l°ς και 2η των εναγόντων επένδυσαν στο ένδικο προϊόν το ποσό των 210.000 Ευρώ.

 

Ο 5ος ενάγων, 67 ετών, παιδίατρος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2004, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στην Κομοτηνή καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 5°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟ1). Στις 28.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 5°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 10.000 Ευρώ. Στις 30.5.2009, ο ως άνω υπάλληλος τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντάς τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, τον Μάιο του 2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%.

 

0 6oς ενάγων, 42 ετών, έμπορος καλλυντικών, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2007, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στην Αθήνα καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 6ος ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟ1). Στις 25.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 6°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 52.500 Ευρώ. Τον Μάιο του 2009, ένας άλλος υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, ο ..., που εν τω μεταξύ είχε και αυτός εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του 6ου ενάγοντος, τον έπεισε, αντί 6,5% να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω, συμπληρώνοντας το κεφάλαιο κατά 7.500 Ευρώ. Ακολούθως, στις 4.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Συνολικά, ο ενάγων αυτός επένδυσε στο ένδικο προϊόν το ποσό των 60.000 Ευρώ.

 

Ο 7oς ενάγων, 59 ετών, απασχολούμενος σε επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2007, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στη Μύκονο καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 7°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟ1). Στις 25.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 7°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 80.000 Ευρώ. Στις 20.5.2009, ο ως άνω υπάλληλος τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματά του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή KYΠΡΟ2), διαβεβαιώνοντάς τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω, στο οποίο τελικά και επένδυσε το κεφάλαιο του συμπληρώνοντας το κατά 20.000 Ευρώ. Ακολούθως, τον Μάιο του 2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%, καθώς και το ποσό των 53.560 δολαρίων ή 36.968,53 Ευρώ στο ίδιο προϊόν ΜΑΕΚ ή ΚΥΠΡ04. Συνολικά, ο ενάγων αυτός επένδυσε στο ένδικο προϊόν το ποσό των 166.968,53 Ευρώ.

 

Η 8η ενάγουσα, 77 ετών, συνταξιούχος Ο.Α.Ε.Ε., όπως και η αδελφή της, 9η ενάγουσα, επίσης συνταξιούχος Ο.Α.Ε.Ε., άρχισαν συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη το έτος 2008, με μοναδικό στόχο την εξασφάλιση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 η 8η ενάγουσα μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης στην Καλαμάτα προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων της. Εκεί συναντήθηκε με την υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με την οποία κυρίως συναλλασσόταν και η οποία την ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, της ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟ1).

 

Στις 29.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και η 8η ενάγουσα επένδυσε σε αυτό το ποσό των 10.000 Ευρώ. Τον Μάιο του 2009, η ως άνω υπάλληλος την έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα της κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας την ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, τον Μάιο του 2011, η ίδια ενάγουσα επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο της στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη της ιδίας υπαλλήλου, η οποία τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5. Παράλληλα, η ίδια ενάγουσα, από κοινού με την 91 ενάγουσα, αδελφή της, επένδυσαν στις 3.6.2011 το ποσό των 74.000 δολαρίων, ή 51.076,75 Ευρώ, πειθόμενες από τις συμβουλές και διαβεβαιώσεις της παραπάνω υπαλλήλου, σε ΜΑΕΚ ή ΚΥΠΡ04, ενώ αργότερα επένδυσαν σε αυτό (ΚΥΠΡ03) και άλλα 30.000 Ευρώ (συνολικά δε 81.076,75 Ευρώ). Τα χρήματα αυτά ανέσυραν από κοινό καταθετικό λογαριασμό που διατηρούσαν οι ενάγουσες αυτές στην πρώτη εναγόμενη.

 

Ο 10oς ενάγων, 51 ετών, πρώην πλοίαρχος εμπορικού ναυτικού και νυν άνεργος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2006, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στον Πειραιά καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 10°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης και διευθυντή του υποκαταστήματος..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡ01). Στις 24.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 10°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 200.000 Ευρώ. Την 1.6.2009, ο παραπάνω υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, στις 9.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη ενός άλλου υπαλλήλου, του ..., ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%.

 

Ο 11oς ενάγων, 49 ετών, πρώην υπάλληλος επιπλοποιείου και νυν άνεργος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2008, διατηρώντας  σε υποκατάστημα της στο  Αιγάλεω Αττικής καταθετικούς λογαριασμούς. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 11°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης  ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟ1). Στις 25.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 11°^ ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 150.000 Ευρώ. Τον Μάιο του 2009, ο παραπάνω υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, στις 17.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του, μαζί με άλλα 30.000 Ευρώ, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη μιας άλλης υπαλλήλου, της ..., η οποία τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Συνολικά, ο ενάγων αυτός επένδυσε στο ένδικο προϊόν 180.000 Ευρώ.

 

Ο 12oς ενάγων, 64 ετών, καθηγητής του τμήματος πολιτικών μηχανικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, διατηρούσε τόσο αυτός όσο και η 13η ενάγουσα, σύζυγος του, διοικητική υπάλληλος στο πανεπιστήμιο αυτό, συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2003, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στη Θεσσαλονίκη καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος των ανωτέρω ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 1ος ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων αυτού και της συζύγου του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης και διευθυντή του υποκαταστήματος ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡΟΙ). Στις 24.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 12oς ενάγων, μαζί με τη σύζυγο του, 13η ενάγουσα, επένδυσαν σε αυτό το ποσό των 85.000 Ευρώ. Στις 22.5.2009, ο ως άνω υπάλληλος έπεισε τους ενάγοντες αυτούς, αντί να αναλάβουν τα χρήματα τους κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσουν περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντάς τους ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω, στο οποίο τελικά και επένδυσαν το κεφάλαιο τους συμπληρώνοντας το κατά 250 Ευρώ. Ακολούθως, στις 29.4.2011, οι ίδιοι ενάγοντες επένδυσαν το παραπάνω κεφάλαιό τους, συμπληρώνοντας το κατά 550 Ευρώ, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα  Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του νέου, τότε, διευθυντή του υποκαταστήματος, ..., ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Τέλος, τον Μάρτιο του 2012, πειθόμενοι με τις διαβεβαιώσεις και διατυπώσεις από τον τελευταίο ως άνω υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, επένδυσαν τα χρήματα τους αυτά, μαζί με άλλα 8.666 Ευρώ, αγοράζοντας μετοχές της εναγόμενης, αξίας 1 Ευρώ η καθεμία, όπως εξάλλου προβλεπόταν στους όρους των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων. Συνολικά, οι 12°ος και 13η των εναγόντων επένδυσαν στο ένδικο προϊόν το ποσό των 94.466 Ευρώ.

 

0 16oς ενάγων, 57 ετών, υπάλληλος της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2004, διατηρώντας σε  υποκατάστημα της στο Αγρίνιο καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 16°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» [ΚΥΠΡΟ1]. Στις 25.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 16°? ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 70.000 Ευρώ. Τον Μάιο του 2009, ο παραπάνω υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02], διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω. Ακολούθως, στις 12.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσής του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5.

 

0 17oς ενάγων, 56 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2003, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στο Αιγάλεω Αττικής καταθετικούς λογαριασμούς. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 17°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων του. Εκεί συναντήθηκε με τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης και υποδιευθυντή του υποκαταστήματος ..., με τον οποίο κυρίως συναλλασσόταν και ο οποίος τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» (ΚΥΠΡ01). Τη 1.6.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 17°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 38.922,32 Ευρώ. Στις 16.6.2009, ο παραπάνω υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02), διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω, στο οποίο τελικά επένδυσε μαζί με άλλα 52.312 Ευρώ. Ακολούθως, στις 13.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του, μαζί με άλλα 6.688 Ευρώ, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» [ΜΑΕΚ, ή ΚΥΠΡ03], με υπόδειξη του ιδίου υπαλλήλου, ο οποίος τόνισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Συνολικά, ο ενάγων αυτός επένδυσε στο ένδικο προϊόν 97.922,32 Ευρώ.

 

Ο 18ος ενάγων, 51 ετών, δάσκαλος, διατηρούσε συνεργασία με την πρώτη εναγόμενη από το έτος 2004, διατηρώντας σε υποκατάστημα της στον Βόλο καταθετικούς λογαριασμούς. Μοναδικός στόχος του ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων του σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο 18°ς ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσει τη δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων του. Εκεί συναντήθηκε με την υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με την οποία κυρίως συναλλασσόταν και η οποία τον ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Αργότερα, αφού ετοιμάστηκαν γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα, του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Επρόκειτο, όμως, όπως αποδεικνύεται, για το προαναφερθέν επενδυτικό προϊόν, που η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το 2008, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» [ΚΥΠΡΟ1]. Στις 29.7.2008 καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και ο 18°ς ενάγων επένδυσε σε αυτό το ποσό των 16.800 Ευρώ. Στις 29.5.2009, μια άλλη υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, η ..., τον έπεισε, αντί να αναλάβει τα χρήματα του κατά τη λήξη του παραπάνω προϊόντος, να τα επενδύσει περαιτέρω, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» [ΜΑΚ, ή ΚΥΠΡ02], διαβεβαιώνοντας τον ότι επρόκειτο για αποδοτικότερο του ανωτέρω, στο οποίο τελικά επένδυσε μαζί με άλλα 3.200 Ευρώ. Ακολούθως, στις 6.5.2011, ο ίδιος ενάγων επένδυσε το παραπάνω κεφάλαιο του, μαζί με άλλα 10.000 Ευρώ, στο προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΚ ή ΚΥΠΡ03), με υπόδειξη της παραπάνω υπαλλήλου, η οποία όρισε ότι επρόκειτο για πιο εξελιγμένο του προηγουμένου, με τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί εξασφάλισης του κεφαλαίου και απόδοσης του στο ακέραιο σε 5 έτη, τοκιζόμενο κατά 6,5%. Συνολικά, ο ενάγων αυτός επένδυσε στο ένδικο προϊόν 30.000 Ευρώ.

 

Σε αυτό το προϊόν, το μετατρέψιμο χρεόγραφο, όπως θα αναλυθεί παρακάτω ως προς τα χαρακτηριστικά του, αναφέρονταν οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί ενημέρωσαν, ως όφειλαν, τους ενάγοντες επαρκώς όταν τους πρότειναν τη συμμετοχή τους στο επενδυτικό αυτό προϊόν για το ότι επρόκειτο για ομόλογα και τι ακριβώς σήμαινε η τοποθέτηση χρημάτων σε ομόλογα, ούτε για το τι σήμαινε ο όρος μετατρέψιμα χρεόγραφα και σε τι αναφέρονταν οι ημερομηνίες 2013 και 2018. Το γεγονός αυτό δεν αποκρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης [πρώην υπαλλήλου της], ο οποίος κατέθεσε αόριστα ότι οι υπάλληλοι της απλώς εφάρμοζαν τα προβλεπόμενα σε σχετικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις ένδικες περιπτώσεις, όμως ο ίδιος δεν παρευρισκόταν κατά τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις ούτως ώστε να επιβεβαιώσει την εκ μέρους των υπαλλήλων πιστή εφαρμογή του θεσμικού αυτού πλαισίου. Ο ίδιος μάρτυρας επίσης κατέθεσε ότι προβλέπεται ένα είδος πειθαρχικής, εσωτερικής ευθύνης ή «κύρωσης» των υπαλλήλων σε περίπτωση μη εφαρμογής του θεσμικού αυτού πλαισίου (λ.χ. στέρηση των λεγόμενων bonus), όμως ούτε το γεγονός αυτό καταδεικνύει την άνευ ετέρου εφαρμογή του ή την παρεμπόδιση καταστρατήγησης του εκ μέρους των τελευταίων. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω υπάλληλοι διαβεβαίωσαν ρητά τους ενάγοντες ότι, υπογράφοντας όλα τα σχετικά έγγραφα, θα συμμετείχαν σε ένα είδος προθεσμιακής κατάθεσης με αρχική λήξη μετά από 5 έτη και ότι στη λήξη αυτή θα λάμβαναν σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαιό τους, το οποίο ήταν απόλυτα εξασφαλισμένο. Τους προσκόμισαν δε πλείστα έγγραφα, στα οποία οι ενάγοντες [και στην περίπτωση του πρώτου και δωδέκατου εξ αυτών η σύζυγός τους και τα τέκνα τους] έθεσαν την υπογραφή τους χωρίς καν να τα διαβάσουν, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενα τους (υπαλλήλων). Αυτοί διαβεβαίωσαν επανειλημμένως ότι επρόκειτο για απολύτως ασφαλές προϊόν και ότι πραγματικά επρόκειτο για ευκαιρία. Το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του ως διαλαμβάνονται στο από 25.5.2008 περιληπτικό σημείωμα - Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη, αφορούσε σε αξίες με ημερομηνία τελευταίας αποπληρωμής 30.6.2018. Τα μετατρέψιμα χρεόγραφα θα έφεραν σταθερό επιτόκιο 7,5% για τον πρώτο χρόνο και εντεύθεν κυμαινόμενο τις δύο πρώτες περιόδους τόκου δηλαδή μέχρι και τις 30.6.2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Η πρώτη εναγόμενη θα είχε δικαίωμα να αγοράσει τα μετατρέψιμα χρεόγραφα κατά τις 30.6.2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου μετά από την ημερομηνία αυτή, ενώ θα είχε υποχρέωση να τα αποπληρώσει στο άρτιο δηλαδή στην αξία 1 ευρώ ανά αξία στις 30.6.2018. Επρόκειτο για άμεση, μη εξασφαλισμένη και κατατασσόμενη στις ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της Τράπεζας επένδυση, σε σχέση με τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των όποιων και των καταθετών και προτεραιότητας σε σχέσεις με τις αξιώσεις των κατόχων αξιόγραφων κεφαλαίου και μέτοχων της Τράπεζας. Η επένδυση αυτή υπόκειτο σε μία σειρά παραγόντων κινδύνου και οι δυνητικοί επενδυτές έπρεπε να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους αυτούς πριν προχωρήσουν στην επένδυση αυτή των μετατρέψιμων χρεογράφων, τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής τους σε μετοχές. Ρητά αναγράφεται στο παραπάνω σημείωμα ότι εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται κατωτέρω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική του θέση ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετατρέψιμων χρεογράφων και των μετοχών της εταιρείας οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Ως παράγοντες κινδύνου συνδεόμενοι με τα μετατρέψιμα χρεόγραφα αναφέρονται η μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων, ο επιτοκιακός κίνδυνος, η εξαγορά και αγορά, η προτεραιότητα, οι περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων, η επίδραση της έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων στην τιμή της μετοχής, η εμπορευσιμότητα των μετοχών, και οι διακυμάνσεις των τιμών των μετατρέψιμων χρεογράφων. Επίσης περιγράφονται και σειρά παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της τράπεζας, όπως ο κίνδυνος το συγκρότημα στο οποίο ανήκε η πρώτη εναγόμενη να μην επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους του με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στη χρηματοοικονομική θέση του, ο κίνδυνος ρευστότητας, το ρυθμιστικό πλαίσιο του τραπεζικού τομέα, το οποίο μεταβάλλεται, οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις ενταύθα ή διεθνώς, η ένταση του ανταγωνισμού, ο νομικός κίνδυνος και οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Ακολούθως έπονται στο σημείωμα αυτό ιστορικό και ανάπτυξη εργασιών του εκδότη, προοπτικές και μακροχρόνιοι στόχοι και δίνονται ιδιαίτερα δυσνόητες στον απλό καταναλωτή χρηματοοικονομικές πληροφορίες σε διάφορους τομείς, τις οποίες οφείλει να γνωρίζει ο επενδυτής πριν αναλάβει το ρίσκο να συμμετάσχει στο προϊόν αυτό. Όπως σε όλα τα περιληπτικά σημειώματα -ενημερωτικά σημειώματα που προσκομίστηκαν από την πρώτη εναγόμενη-, και σε αυτό αναφέρεται ρητά ότι το έγγραφο αυτό εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόνο όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, όπως αυτές καθορίζονται στα περί δημόσιας προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι πριν τη λήψη της επενδυτικής απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται τον σύμβουλο επενδύσεών του, διότι η επένδυση συνεπάγεται κινδύνους που αναφέρονται με τίτλο παράγοντες κινδύνου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις αναλυτικές πληροφορίες για τη φύση του προϊόντος αυτού που προσκομίζονται από την πρώτη εναγόμενη, τα μετατρέψιμα ομόλογα 2013/2018 έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο τους να τα μετατρέψει σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας σύμφωνα με τους εκεί αναφερόμενους όρους, όποτε το επιθυμούσε αυτός. Ακολούθησε η έκδοση πολλών συμπληρωματικών ενημερωτικών δελτίων με παρόμοιο περιεχόμενο. Ωστόσο κανένα από τα ειδικότερα στοιχεία αυτών δεν ήταν σε γνώση των εναγόντων. Εξάλλου, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου ή ΚΥΠΡ02 περιείχαν τον όρο της ακύρωσης πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η εναγόμενη διαπίστωνε ότι δεν τηρούσε τη κεφαλαιακή της επάρκεια, όπως αυτή οριζόταν από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ή ότι η πληρωμή του τόκου θα είχε ως αποτέλεσμα να παύσει να ικανοποιεί την κεφαλαιακή επάρκειά της. Τα δε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) ή ΚΥΠΡ03 και κατά περίπτωση ΚΥΠΡΟ 4, εμπεριείχαν επιπλέον τους όρους: α) Υποχρεωτική ακύρωση τόκων και β) υποχρεωτική μετατροπή σε μετοχές (convertible contingent-coco) καθώς ήταν ένα προϊόν, που σχεδιάστηκε με τους ειδικότερους αυτούς όρους, ώστε να αποτελέσει το ένα εξασφαλισμένο μέσο που θα απορροφούσε τις ζημίες από τα Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στο χαρτοφυλάκιο της εναγόμενης, αλλά δεν είχαν αποτυπωθεί με λογιστικούς - οικονομικούς όρους στις οικονομικές της καταστάσεις, δηλαδή ήδη κατά την έκδοση τους είχαν ενεργοποιηθεί οι όροι ακύρωσης των τόκων λόγω της παρατηρηθείσης κεφαλαιακής της ανεπάρκειας. Τόσο τα ΜΑΚ όσο και τα ΜΑΕΚ ήταν αόριστης διάρκειας (perpetual) χρηματοοικονομικά προϊόντα, που σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν μπορούν να αξιώσουν επιστροφή του κεφαλαίου τους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις του επενδυτικού προϊόντος με τη γενική ονομασία μετατρέψιμο χρεόγραφο. Τελικά, κατά το έτος 2012, η πρώτη εναγόμενη αποφάσισε και ακύρωσε τους τόκους στα ΜΑΕΚ, ειδοποιώντας σχετικά τους πελάτες της, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να απωλέσουν και αυτό ακόμη το κέρδος τους. Ως προς τη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη παρείχε ενημέρωση στα στελέχη της και διένειμε έγγραφα για τα επιχειρήματα πώλησής του, προκειμένου γα ενημερώσουν, με τη σειρά τους, τους πελάτες, καθώς για την επιτυχία του προγράμματος έπρεπε η έκδοση να καλυφθεί στο μεγαλύτερο δυνατό μέρος από συμμετοχές πελατών της. Στο εσωτερικό απόρρητο έγγραφο της πρώτης εναγόμενης με τίτλο «επιχειρήματα πώλησης μετατρέψιμου ομολόγου τράπεζας Κύπρου», που προσκομίζουν οι ενάγοντες, αναφέρεται ότι το μετατρέψιμο ομόλογο δίνει την ευκαιρία στον κάτοχο του να έχει δύο επιλογές ταυτόχρονα υψηλή απόδοση στο κεφάλαιο σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και ταυτόχρονα δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές όταν οι συνθήκες της αγοράς βελτιωθούν. Άρα ο κάτοχος του ομολόγου, όπως αναφέρεται ρητά, απολαμβάνει την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης και ταυτόχρονα επωφελείται από μία πιθανή άνοδο της τιμής της μετοχής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ρητά αναφέρεται επίσης ότι για την επιτυχή κάλυψη της έκδοσης είτε από τους υφιστάμενους μετόχους είτε από πελάτες της τράπεζας, απαιτείται η ενεργοποίηση του δικτύου των επενδυτικών συμβούλων και των χρηματιστηριακών κόμβων. Επίσης, όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης κατά τις εντολές της, θα ενεργούσαν με σκοπό την ενημέρωση και τις απαντήσεις σε τυχόν απορίες των πελατών σχετικά με την έκδοση των χρεογράφων και την εξυπηρέτηση τους για τη συμμετοχή τους στις εγγραφές αυτές, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και λύνοντας τις βασικές απορίες, ενώ για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση οι επενδυτές θα απευθύνονταν σε επενδυτικούς συμβούλους. Στο έγγραφο αυτό, δίνεται το δικαίωμα στους πελάτες να σπάζουν υφιστάμενες καταθέσεις χωρίς κανένα penalty (ποσό πρόωρης εξόφλησης) και ενημερώνονται τα καταστήματα ότι θα τους αποσταλούν σχετικές λίστες πελατών για να επικοινωνήσουν μαζί τους και να φροντίσουν για την συμμετοχή τους στο επενδυτικό προϊόν ώστε να καλυφθεί επιτυχώς η έκδοση του προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση αναγράφεται ότι σε περίπτωση που ο πελάτης έχει εξειδικευμένες ερωτήσεις ή θέλει συμβουλές, τότε το κατάστημα πρέπει να τον παραπέμπει να ενημερώνεται από το αρμόδιο τμήμα Επενδυτικών Υπηρεσιών, τους επενδυτικούς συμβούλους δηλαδή, ενώ ρητώς επίσης αναγράφεται ότι σε καμία περίπτωση δεν συμβουλεύουν οι υπάλληλοι της τράπεζας τους πελάτες να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν χρεόγραφα, απλά λένε τα χαρακτηριστικά των χρεογράφων και λύνουν βασικές απορίες. Στα πλαίσια των ως άνω οδηγιών της πρώτης εναγόμενης ενήργησαν οι υπάλληλοι της, χωρίς να έχουν τις κατάλληλες γνώσεις, την εκπαίδευση και την άδεια να πληροφορούν το κοινό για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και με σκοπό να επιτύχουν τον στόχο της πρώτης εναγόμενης για κάλυψη του επενδυτικού αυτού προϊόντος, το πρότειναν στους ενάγοντες και μάλιστα υπερέβησαν τις οδηγίες της πρώτης εναγόμενης, αφού δεν αρκέστηκαν σε απλή ενημέρωση τους, αλλά προέβησαν σε παροχή επενδυτικής συμβουλής, δεδομένου ότι τους προέτρεψαν να επενδύσουν σε αυτό, ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο για απόλυτα ασφαλή επένδυση και πραγματική ευκαιρία για αυτούς. Αφού τους διαβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για προϊόν που δίνεται κατά προτεραιότητα σε λίγους και καλούς πελάτες της τράπεζας, τους παρέθεσαν μόνο τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τους οδηγούσαν στην επένδυση, εκθέτοντας τους ότι διατίθετο κατά σειρά προτεραιότητας στους μετόχους της τράπεζας και τους ήδη κατόχους χρεογράφων, ως δηλαδή εκείνους, παραθέτοντας τους ως προς τα εν γένει χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος μόνο τα αναφερόμενα ως θετικά στο ως άνω έγγραφο και, περαιτέρω, λέγοντας ότι θα εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν τα ωφελήματα της ασφάλειας της προθεσμιακής κατάθεσης.

 

Για το γεγονός αυτό κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυρας απόδειξης των εναγόντων στο ακροατήριο, ο οποίος είχε όμοια με αυτούς αντιμετώπιση από την εναγόμενη, η οποία στο σημείο αυτό δεν αντικρούστηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ρητά πως ο υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης τον διαβεβαίωσε πολλές φορές ότι επρόκειτο για πλήρως εξασφαλισμένο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης και ότι κατά τη λήξη του θα λάμβανε πλήρως το κεφάλαιό του, το οποίο ήταν εγγυημένο και ότι το ίδιο συνέβη και στους ενάγοντες, γνωρίζοντας τα κατ' ιδίαν περιστατικά από συνομιλίες που είχε με αυτούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη εναγόμενη αρνείται το γεγονός αυτό, χωρίς ωστόσο να εκθέτει ποια ή ποιος υπάλληλος, ειδικώς ενημερωμένος, απευθύνθηκε σε καθένα των εναγόντων και τον συμβούλευσε να προβεί στην επένδυση αυτή, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι κανένας υπάλληλος της δεν τον συμβούλεψε σχετικά και ότι μπορεί οι ενάγοντες να πληροφορήθηκαν την ύπαρξη του ομολόγου από αλλού και να προσήλθαν οι ίδιοι στην Τράπεζα, ισχυρισμός ο οποίος εκτός του ότι ελέγχεται ως αναληθής, μη αποδεικνυόμενος από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, δεν δύναται να αναιρέσει την υποχρέωση της για πλήρη ενημέρωση των εναγόντων για τους κινδύνους του προϊόντος που τους παρείχε, ενημέρωση την οποία παρέλειψε τεχνηέντως να κάνει μέσω των υπαλλήλων της. Επίσης, τα γεγονότα αυτά δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης, ο οποίος ανέφερε ότι οι υπάλληλοι ενεργούσαν συμμορφούμενοι με σχετικό θεσμικό πλαίσιο, που προβλέπει και πλήρη ενημέρωση των πελατών για τα προσφερόμενα σε αυτούς επενδυτικά προϊόντα εκ μέρους των τραπεζών, ακόμη και για τους κινδύνους που ενυπάρχουν, επειδή δεν συμμετείχε ο ίδιος κατά τις ένδικες διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, ανέφερε ότι όποιος υπάλληλος δεν συμμορφωνόταν προς τους ορισμούς του ως άνω θεσμικού πλαισίου υφίστατο ένα είδος κύρωσης (λ.χ. στέρηση των λεγόμενων «bonus»), όμως αυτό δεν συνεπάγεται την άνευ ετέρου μη παραβίαση του πλαισίου αυτού και τη μη τήρηση γενικότερα των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό και τη νομοθεσία. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι οι υπάλληλοι, προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης, προσέγγισαν τους ενάγοντες κατά τρόπο που συνάδει και με την επιλεγείσα διαδικασία προώθησης του προϊόντος εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, όπως αυτή περιγράφεται στο προαναφερθέν εμπιστευτικό έγγραφο, και που αναμφίβολα συνιστά παροχή επενδυτικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. ε' του ν. 3606/2007, δεδομένου ότι πρόκειται για σύσταση δοθείσα σε συγκεκριμένους και δη ήδη υφιστάμενους πελάτες-επενδυτές, οι οποίοι διατηρούσαν προφίλ συντηρητικού επενδυτή. Παράλληλα, δε, η ανωτέρω σύσταση έδιδε έμφαση, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, μόνο στα οφέλη της συγκεκριμένης επένδυσης αυτοτελώς αλλά και σε σχέση με το προϊόν που ήδη κατείχαν οι ενάγοντες, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στους κινδύνους που επαγόταν, στοιχεία που επηρέασαν την απόφαση τους να προβούν στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος και τους κατεύθυναν ανάλογα και, συγκεκριμένα, να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους στο φερόμενο ως συγκριτικά επωφελέστερο για αυτούς προϊόν, το οποίο ήταν ίσης εξασφάλισης κατά τα λεγόμενα των υπαλλήλων της εναγόμενης με τις προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά παρείχε πολύ μεγάλο επιτόκιο. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι το συγκεκριμένο προϊόν προτάθηκε ως πλήρως ασφαλές και ως επωφελέστερο των προθεσμιακών μέσων ερείδεται στην κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, ο οποίος αναφέρθηκε ρητά σε ασφαλές προϊόν με ωφέλεια και μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία, κατάθεση η οποία επιβεβαιώνεται τόσο από το περιεχόμενο του εγγράφου εσωτερικών οδηγιών της τράπεζας, στο οποίο ως προς τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, αναφέρονται το υψηλό επιτόκιο, η συγκριτικά υπέρτερη θέση του σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και περαιτέρω ότι η μετατροπή του σε μετοχές δεν ήταν υποχρεωτική, υπό την έννοια ότι εναπόκειτο στη βούληση κάθε επενδυτή, όσο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς δεν δικαιολογείται η καθ' οιονδήποτε τρόπο προτροπή, έστω ενημέρωση των εναγόντων για το νέο προϊόν που θα αποκτούσαν, εάν δεν παρουσιαζόταν ως συγκριτικά επωφελέστερο για εκείνους, και τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε ανάγκη επικοινωνίας των υπαλλήλων μαζί τους και προώθησης του συγκεκριμένου προϊόντος. Περαιτέρω, κατά την επαφή τους με τους ενάγοντες οι ως άνω υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους για ακριβή και πλήρη ενημέρωση με βάση την οδηγία MIFID, αλλά και την ήδη υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης, λόγω της προϋφιστάμενης συνεργασίας τους, που ενέτεινε την υποχρέωση διαφώτισης και προάσπισης των συμφερόντων τους, εν γνώσει τους, παρέστησαν αναληθώς ότι το προϊόν αυτό είχε εξασφαλισμένη απόδοση και ασφάλεια κεφαλαίου και παρέλειψαν να εκθέσουν τους κινδύνους τους και ειδικότερα ότι επρόκειτο για πολύπλοκο χρηματοοικονομικό μέσο, λόγω των χαρακτηριστικών της μακράς διάρκειας του (10ετούς όπως αποδεικνύεται και όχι πενταετούς όπως εκτέθηκε, και κατόπιν αόριστης διάρκειας] και της έκθεσης σε πλείστους κινδύνους, τους οποίους κανένας δεν ανέλυσε στους ενάγοντες, αφού δεν αποδεικνύεται καν ότι τους παραδόθηκε το ενημερωτικό δελτίο και τα σχετικά σημειώματα εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, όπως αναληθώς εκθέτει η ίδια. Η πρώτη εναγόμενη είχε, μέσω των υπαλλήλων της, την υποχρέωση να παρουσιάσει στους ενάγοντες αναλυτικά τους κινδύνους, που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν, στο όποιο τους πρότεινε να προβεί και, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τους ενημέρωσε για οποιονδήποτε από αυτούς και ουδεμία ειδική πληροφόρηση τους παρέσχε, προκειμένου να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή, ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση του και ουδέν παράδειγμα χρησιμοποίησε για να τους διευκολύνει στην κατανόηση της φύσης του προϊόντος και των κινδύνων που ενείχε η επένδυση σε αυτό. Αντιθέτως, τους απέκρυψε το γεγονός της ανυπαρξίας εγγύησης για τα κεφάλαια τους και όλα αυτά, ενώ γνώριζε ότι τα ποσά, που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει, αποτελούσαν τις επί σειρά ετών αποταμιεύσεις των εναγόντων, τις οποίες προόριζαν για την παροχή οικονομικής στήριξης κατά την έναρξη της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των τέκνων τους και για την εξασφάλιση άνετης διαβίωσης των ιδίων κατά τα γεράματα τους, και ότι πάντοτε οι ενάγοντες πραγματοποιούσαν επενδύσεις χαμηλού κινδύνου με στόχο τη διασφάλιση των κεφαλαίων τους. Δηλαδή, οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης, με βάση και τις οδηγίες αυτής, έπεισαν τους ενάγοντες να επενδύσουν στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν, το οποίο ενόψει της οικονομικής, προσωπικής κατάστασης τους και των σκοπών που τα προόριζαν, συνιστούσε προδήλως ακατάλληλη και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη για αυτούς επένδυση. Επιπλέον, όχι απλά δεν τους επισημάνθηκε οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στο επενδυτικό αυτό προϊόν και τα προηγούμενα  στα οποία  είχαν  επενδύσει, ήτοι τις προθεσμιακές καταθέσεις, αντιθέτως οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης τους είχε διαβεβαιώσει ότι αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, απολύτως όμοια με αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης χωρίς   απώλειες κεφαλαίου, παραβιάζοντας έτσι τις νόμιμες υποχρεώσεις τους για προστασία των συμφερόντων των πελατών της. Ως έκτων παραπάνω, η πρώτη εναγόμενη, δια της προστηθέντων υπαλλήλων της κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, εν γνώσει της παρέστησε ψευδή περιστατικά ως αληθή και παρέλειψε να ενημερώσει τους ενάγοντες για τους κινδύνους του επενδυτικού αυτού προϊόντος, μολονότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, πηγάζουσα εκ των ανωτέρω διατάξεων, που προβλέπουν ότι η ενημέρωση του υποψήφιου επενδυτή πρέπει να είναι σαφής και λεπτομερής, ιδίως ως προς τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και υποχρεώσεις, ενεργώντας προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος και να επιτύχει τους στόχους της, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες, παραπεισθέντες ως προς τις ιδιότητες των μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/18 να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα, ήτοι να υπογράψουν: α] έγγραφο με το οποίο ενημερώνουν μεταξύ άλλων ότι έχουν διαβάσει και αντιληφθεί τους όρους του ενημερωτικού πακέτου, τους οποίους αποδέχονται, και ότι συναινούν, β) έγγραφο με τίτλο "έκδοση" και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 αίτηση εγγραφής αδιαθέτων μετατρέψιμων χρεογράφων», με το οποίο αιτήθηκαν την αγορά τους για το αντίστοιχο ως προς τον καθένα των εναγόντων ποσό, όπου μάλιστα υπέγραψαν ότι έχουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσης τους και ότι αποδέχονται τους όρους έκδοσης τους όπως περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο με ημερομηνία 25.5.2008 και ότι δεν τους έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την πρώτη εναγόμενη ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα μετατρέψιμα χρεόγραφα της έκδοσης αυτής, γεγονότα τα οποία δεν είναι αληθή με βάση όσα προαναφέρθηκαν. Μετά την υπογραφή των συμβάσεων αυτών εκδόθηκαν τα ένδικα μετατρέψιμα χρεόγραφα 2013/2018 στο όνομα των ενάγοντων. Όπως άλλωστε προκύπτει, οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης δεν κατείχαν τα απαραίτητα πιστοποιητικά παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσουν την παροχή αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης, ούτε σε θέση να επεξηγήσουν ορθά και ολοκληρωμένα τα χαρακτηριστικά και τους όρους έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων, δεδομένου ότι τόσο οι ίδιοι, όσο άλλωστε και η πρώτη εναγόμενη, μέσω των στελεχών της, υποβάθμιζαν τους κινδύνους που απέρρεαν από το προϊόν, ως διαφαίνεται από το έγγραφο που είχε σταλεί εσωτερικά στην τράπεζα για ενημέρωση από τους υπαλλήλους προς τους πελάτες και παρείχε πληροφόρηση, κατά την οποία τόνιζε τα πλεονεκτήματα ενός προϊόντος, ήτοι σε μεροληπτική και ετεροβαρή βάση, έτσι ώστε να επηρεάσει την απόφαση των παραληπτών. Υπό τις περιστάσεις αυτές η εν λόγω πληροφόρηση, όπως προαναφέρθηκε, θεωρείται ως σύσταση. Εξάλλου οι ενάγοντες δεν είχαν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, και δεν διέθεταν οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες τους. Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν και, κατά μείζονα λόγο, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών, που αφορούν τη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων προτεινόμενων επενδυτικών επιλογών. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη συναλλακτική σχέση δεν είχε τη μορφή της εκτέλεσης εκ μέρους της εναγόμενης των επενδυτικών επιλογών των εναγόντων, στις οποίες είχαν αυτοί καταλήξει, αφού απλώς είχαν ενημερωθεί σχετικά από την ως άνω αντισυμβαλλομένη τους, αλλά μέσω των υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης διαμόρφωσαν την επιλογή τους αυτή, χωρίς να τους παρέχουν κατά τρόπο κατανοητό όσες πληροφορίες τους ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν εάν θα αποδεχτούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη σε αυτούς επένδυση κεφαλαίου. Επισημαίνεται ακόμη ότι πράγματι, κατά τις βάσιμες αιτιάσεις των εναγομένων, η διάθεση των μετατρέψιμων χρεογράφων από την Τράπεζα μέσω των καταστημάτων της είναι μία πρωτογενής και όχι δευτερογενής διάθεση, που κατ' αρχήν δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της οδηγίας MIFID, αφού τα ομόλογα θα εκδοθούν και διατεθούν στους εγγραφέντες μετόχους ή και επενδυτές, ωστόσο, κατά τα ήδη εκτιθέμενα ανωτέρω η προπεριγραφείσα συμπεριφορά, που εν τέλει επέδειξαν οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης κατά την προσέγγιση των εναγόντων, συνιστούσε παροχή επενδυτικής υπηρεσίας προς αυτούς, υπό την μορφή της επενδυτικής συμβουλής, στην οποία οι οικείες διατάξεις βρίσκουν άμεση εφαρμογή, ανεξαρτήτως του προϊόντος το οποίο αφορούν. Περαιτέρω, πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, στην αίτηση που υπέβαλαν οι ενάγοντες κατά την αγορά των μετατρέψιμων χρεογράφων, αναφερόταν ότι oι υπογράφοντες αιτούνταν την αγορά των αξιόγραφων σύμφωνα με τους όρους έκδοσης που περιέχονται σε Ενημερωτικό Δελτίο που τους διανεμήθηκε, τους οποίους δήλωναν ότι αποδέχονταν. Το εν λόγω έγγραφο, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων όλοι οι κίνδυνοι του προϊόντος, ουδέποτε δόθηκε στους ενάγοντες και, εκτός αυτού, πρόκειται για εκτεταμένο, δυσνόητο πυκνό έντυπο κείμενο, η ύπαρξη του οποίου δεν αναιρεί την υποχρέωση της τράπεζας να τους γνωστοποιήσει δια των αρμοδίων υπαλλήλων της τους κινδύνους αγοράς του συγκεκριμένου προϊόντος, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δεδομένου ότι και η χρησιμοποιούμενη στο έντυπο ορολογία δεν διασφαλίζει την κατανόησή τους. Εν προκειμένω, η ανωτέρω υποχρέωση γίνεται ακόμη πιο επιτακτική για την πρώτη εναγόμενη, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν κατείχαν στο παρελθόν κανένα όμοιο επενδυτικό προϊόν, αλλά θα ήταν η πρώτη φορά που θα συμμετείχαν σε τέτοια επένδυση. Αντιθέτως, οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης, ακολουθώντας πιστά οδηγίες αυτής, εκμεταλλεύτηκαν την υφιστάμενη σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ αυτών και των εναγόντων και κατάφερε να αποσπάσει τις υπογραφές τους στα προαναφερθέντα έγγραφα, εν αγνοία τους για τις εντεύθεν συνέπειες, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται, τα συγκεκριμένα εταιρικά ομόλογα της Τράπεζας Κύπρου, τα διαπραγματευόταν στο χρηματιστήριο, με επιτυχία αρχικώς. Ωστόσο το έτος 2012 η έκθεση της πρώτης εναγόμενης σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είχε αγοράσει το έτος 2009 και 2010 για υποστήριξη τότε της Ελλάδας επέφερε οικονομικό πλήγμα στην ίδια. Τελικό πλήγμα επήλθε αργότερα και με την έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου σε ελληνικά ομόλογα, γεγονότα τα οποία οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση οδηγίας για την εξυγίανση τόσο αυτής όσο και της πρώτης εναγόμενης. Στα πλαίσια αυτών ψηφίστηκε ο περί Εξυγίανσης Τραπεζικών Ιδρυμάτων και Αλλων Ιδρυμάτων Νόμος 17/2013 και η έκδοση συνακόλουθων διαταγμάτων για κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων σε ποσοστό 47,5% για ποσά άνω των 100.000 Ευρώ, ενώ ήδη τα ομόλογα των τραπεζών είχαν ήδη μηδενική αξία. Όλα τα ομόλογα μετατράπηκαν σε μετοχές Δ τάξης, με τιμή μετατροπής 1 Ευρώ στην ονομαστική τους αξία και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 Ευρώ για κάθε ένα Ευρώ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Ακολούθως, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ τάξης από 1 σε 0,01 Ευρώ καθεμίας για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μετατρέψιμα χρεόγραφα των εναγόντων να μετατραπούν, με βάση τις πρόνοιες του περί Διάσωσης με ίδια μέσα της πρώτης εναγόμενης διατάγματος του 2013, που εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, υπό την ιδιότητα της ως Αρχής Εξυγίανσης στις 29.3.2013, και του τροποποιητικού αυτού διατάγματος της 30.7.2013, σε συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 Ευρώ η καθεμία με ισχύ τις 30.7.2013. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και των χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων από αυτά, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη, αλλά αντίθετα αποδεικνύεται ότι δημιουργήθηκε σε αυτούς εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι ακριβώς αγόρασαν. Κατέστη φανερό ότι οι ως άνω υπάλληλοι, προστηθέντες από την πρώτη εναγόμενη, δεν παρείχαν ορθές και πλήρεις συμβουλές στους ενάγοντες, αλλά ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το επενδυτικό προϊόν, το οποίο αγόρασαν. Όπως αποδεικνύεται, οι ενάγοντες ουδέποτε αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που είχαν αποδεχτεί συμμετέχοντας στο ως άνω προϊόν, κίνδυνο, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί όπως συνομολογεί και με τις προτάσεις της ούτε η ίδια η πρώτη εναγόμενη, και ότι πραγματικά ανέμεναν ότι τον Ιούνιο του 2013 θα έληγε το προϊόν αυτό και θα λάμβαναν, εκτός των τόκων που ήδη είχαν λάβει, όλο το κεφάλαιο τους, όπως άλλωστε ρητώς τους είχε διαβεβαιωθεί. Βέβαιο είναι, από όλα τα προαναφερόμενα, ότι οι ενάγοντες παρασύρθηκαν στη σύναψη των ένδικων συμβάσεων και όλων των επιμέρους συμβάσεων λόγω της έναντι τους αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, συνισταμένης στην παράσταση ψευδών περιστατικών ως αληθινών και την αποσιώπηση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτούς, που τα αγνοούσαν, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτών, που υπείχαν έναντι τους, προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να αντιληφθούν τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους και, κυρίως, να κατανοήσουν όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τους ίδιους εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσουν οι ίδιοι τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και, επίσης, να αποφασίσουν εάν θα την επιχειρήσουν, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτών τράπεζα. Αν τους είχαν γνωστοποιηθεί οι επιμέρους όροι των συμβάσεων, δεν θα είχαν επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, διότι θα αντιλαμβάνονταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, να σταθμίσουν τον κίνδυνο και να ελέγξουν τη μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Εξάλλου, η συμπεριφορά αυτή της πρώτης εναγόμενης, η οποία εκδηλώθηκε έναντι των εναγόντων, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των προμνησθεισών διατάξεων, κρίνεται ως παράνομη και επιπλέον διότι η επισφαλής επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους ενάγοντες της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν αν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, η ένσταση που έχει σχετικώς προβληθεί από τους εναγομένους περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας, για τον λόγο ότι παρείχαν σαφή ενημέρωση, ήτοι κατά το δεύτερο σκέλος της όπως εκτέθηκε στην αρχή της παρούσας, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, καθώς και των όσων επιπλέον εκθέτουν περί αρχικής αλλά και μεταγενέστερης της κατάρτισης των συμβάσεων πληροφόρησης τους από εξειδικευμένους υπαλλήλους.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι ενάγοντες, κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ' ουσίαν των αγωγικών τους αιτιάσεων, παρασύρθηκαν με (αστική) απάτη και με ελλιπή κατά τις διαπραγματεύσεις ενημέρωση στη σύναψη των κατά τα ανωτέρω συμβάσεων αγοράς των  μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 και συνακόλουθα έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστησαν, σύμφωνα με τις περί προσυμβατικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης διατάξεις (έλλειψη ενημέρωσης και πλημμελής παροχή συμβουλών κατά τη σύναψη και κατά τη διάρκεια των ένδικων συμβάσεων), αλλά και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον η απάτη εν προκειμένω, ως περιγράφηκε ανωτέρω, περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ' ουσία του ισχυρισμού των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος των αντιδίκων τους στην έκταση της ζημίας τους, για τον λόγο ότι δεν προέβησαν στην πώληση των μετατρέψιμων χρεογράφων στη δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ήδη ανωτέρω, οι ενάγοντες δεν ήταν ικανοί για τη διενέργεια συναλλαγών στις εν λόγω αγορές, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε ειδική ενημέρωση τους εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης τόσο για το αρχικό προϊόν, όσο και για τις δυνατότητες πώλησής του, πολλώ δε μάλλον για το εάν η δυνατότητα αυτή ήταν προτιμητέα για αυτούς ή όχι. Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί ότι οι ενάγοντες ευθύνονται για τη ζημία τους, διότι μεταγενέστερα έλαβαν γνώση του ότι επρόκειτο για ομόλογα και συνειδητά επέλεξαν να τα κρατήσουν, αφού αυτό δεν αποδεικνύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, μόνη δε η ενημέρωση τους για άλλα προϊόντα της πρώτης εναγόμενης στα οποία μπορούσαν να μετατρέψουν το προαναφερθέν προϊόν, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται ότι συνέβη ειδικά και εμπεριστατωμένα και  με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, αφού δεν αρκεί μόνο η αποστολή ενημερωτικών σημειωμάτων κατά την κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα προεκτεθέντα, δεν θα ήταν και λογικό να αφορά τους ενάγοντες, ή να συντελεί σε επιχείρημα για συνυπολογισμό οφέλους τους από τη ζημία τους, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί πράγματι θα είχαν όφελος, είτε πουλώντας το προϊόν που είχαν στη δευτερογενή αγορά, είτε ανταλλάσσοντάς το με άλλο. Σε κάθε δε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν θα είχαν λόγο να ενδιαφερθούν για όμοιες ενέργειες, αφού πίστευαν ότι είχαν ένα προϊόν όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης που τον Ιούνιο του 2013 θα τους απέδιδε σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαιό τους, το οποίο ήταν εγγυημένο. Κατ' επέκταση δε και με βάση τα παραπάνω, η άσκηση της εν λόγω αγωγής δεν κρίνεται καταχρηστική, απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης των εναγομένων, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι έχει επιζήμιο και δυσανάλογο αντίκτυπο στα δικά τους (των εναγομένων) συμφέροντα, ούτε ότι υφίστανται βλάβη τέτοια, που να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος που ασκούν oι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή. Ωστόσο, όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καθώς συνυπεύθυνοι και προστηθέντες για την ανωτέρω προσυμβατική, ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης ήταν οι υπάλληλοι της, που συμβλήθηκαν ευθέως με τους ενάγοντες και διέθεσαν σε αυτούς τα ένδικα προϊόντα, ενώ ουδόλως αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω εναγόμενοι συμμετείχαν κατά τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις και ότι κατέπεισαν ή έστω παραίνεσαν τους υπαλλήλους στο να εξαπατήσουν τους ενάγοντες. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος κατά την κρινόμενη περίοδο τελούσε σε σχέση εξάρτησης με την 1η εναγόμενη και είχε -με την ήδη εκτεθείσα στην παρούσα ιδιότητά του- τη νομική δυνατότητα να δίνει, όπως και έδινε, εντολές και οδηγίες στα καταστήματα της τράπεζας στην Ελλάδα για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε. Και ο τρίτος εναγόμενος, με την ήδη ανωτέρω στην παρούσα εκτεθείσα ιδιότητά του, κατ' εντολή και για λογαριασμό της 1ης εναγόμενης διοργάνωνε σε όλη την Ελλάδα ειδικά σεμινάρια ανά επενδυτικό κόμβο, προκειμένου να μεταφέρει στους διευθυντές των καταστημάτων τα επιχειρήματα πώλησης και προώθησης των ένδικων επενδυτικών προϊόντων. Τούτα, όμως, δεν συνεπάγονται την πρόθεση τους να εξαπατήσουν τους ενάγοντες ή ότι απέκρυψαν και δεν ενημέρωσαν τους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης όλους τους κινδύνους των σύνθετων αυτών προϊόντων, με σκοπό να μην ενημερώσουν και αυτοί με τη σειρά τους τούς ενάγοντες ή ότι τους ενημέρωσαν μεν αλλά με τη σύσταση να μην τους καταστήσουν σαφείς στους τελευταίους. Επομένως, μόνη υπεύθυνη για την αποζημίωση των εναγόντων λόγω της ζημίας που υπέστησαν είναι η πρώτη εναγόμενη. Η ζημία αυτή (για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσαν και εν συνεχεία απώλεσαν] ανέρχεται όσον αφορά τους 1°και 2η εξ αυτών στο ποσό των 210.000 Ευρώ σε ολόκληρο, όσον αφορά τον 5° εξ αυτών στο ποσό των 10.000 Ευρώ, όσον αφορά τον 6° εξ αυτών στο ποσό των 60.000 Ευρώ, όσον αφορά τον 7° εξ αυτών στο ποσό των 166.968,53 Ευρώ, όσον αφορά την 8η εξ αυτών στο ποσό των 10.000 Ευρώ, όσον αφορά τις 8η και 9η εξ αυτών στο ποσό των 81.076,75 Ευρώ σε ολόκληρο, όσον αφορά τον 10° εξ αυτών στο ποσό των 200.000 Ευρώ, όσον αφορά τον 11° εξ αυτών στο ποσό των 180.000 Ευρώ, όσον αφορά τους 12° και 13η εξ αυτών στο ποσό των 94.466 Ευρώ σε ολόκληρο, όσον αφορά τον 16° εξ αυτών στο ποσό των 70.000 Ευρώ, όσον αφορά τον 17° εξ αυτών στο ποσό των 97.922,32 Ευρώ και όσον αφορά τον 18° εξ αυτών στο ποσό των 30.000 Ευρώ, ποσά που πρέπει να καταβάλει η πρώτη εναγόμενη εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω εκτιθέμενων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τις τρεις βάσεις που τη θεμελιώνουν, ήτοι την προσυμβατική, ενδοσυμβατική καθώς και την αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης. Περαιτέρω, όσον αφορά την τελευταία βάση της αγωγής, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς (των υπαλλήλων) της πρώτης εναγόμενης, και της ένεκα τούτης επισφαλούς τοποθέτησης των χρημάτων τους, οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική ταλαιπωρία και δη ηθική βλάβη, για τη δε εξαιτίας αυτής χρηματική ικανοποίηση, ενόψει της έκτασης της ζημίας τους, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της αντιδίκου του και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης εκάστου των μερών, πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των χιλίων (1.000) Ευρώ στον 5° των εναγόντων, των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ σε καθένα από τους 1°, 6°, 7°, 8η, 9η, 11°, 16° και 17° των εναγόντων και των δύο χιλιάδων (2.000) Ευρώ σε καθένα από τους υπόλοιπους των εναγόντων (2η, 10°, 12°, 13η και 18°), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα ποσά αυτά, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογα (άρθρο 932 ΑΚ), δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 6/2009, ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ούτε αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, καθόσον επρόκειτο για χρήματα που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον προς εξασφάλιση της διαβίωσης τους στα γεράματα και των τέκνων τους (κατά περίπτωση), όπως εκθέτουν οι ίδιοι, ενώ δεν προκύπτει παράλληλα ότι κινδυνεύει η διατροφή των ιδίων και της οικογένειας τους και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημά τους αυτό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους α) 3°, 4°, 14° και 15° των εναγόντων, β) 2° και 3° των εναγομένων καθώς και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει Α) στους 1° και 2η των εναγόντων το ποσό των διακοσίων δέκα χιλιάδων (210.000) Ευρώ σε ολόκληρο, στον 5° των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ, στον 6° των εναγόντων το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) Ευρώ, στον 7° των εναγόντων το ποσό των εκατόν εξήντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα οκτώ Ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (166.968,53 ευρώ), στην 8η των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ, στις 8η και 9η των εναγόντων το ποσό των ογδόντα μίας χιλιάδων εβδομήντα έξι Ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (81.076,75 ευρώ) σε ολόκληρο, στον 10° των εναγόντων το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) Ευρώ, στον 11° των εναγόντων το ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) Ευρώ, στους 12° και 13η των εναγόντων το ποσό των ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι (94.466) Ευρώ σε ολόκληρο, στον 16° των εναγόντων το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) Ευρώ, στον 17° των εναγόντων το ποσό των ενενήντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο Ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (97.922,32 ευρώ) και στον 18° των εναγόντων το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ, και Β) το ποσό των χιλίων (1.000) Ευρώ στον 5° των εναγόντων, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ σε καθένα από τους 1°, 6°, 7°, 8η, 9η, 11°, 16° και 17° των εναγόντων και των δύο χιλιάδων (2.000) Ευρώ στους 2η, 10°, 12°, 13η και 18° των εναγόντων, και άπαντα τα ποσά αυτά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2017.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.