Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΠΠρΑθ 3784/2023

Σύνθετα και άληκτα (perpetual) χρηματοοικονομικά προϊόντα - Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)-  Παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων - Ιδιότητα καταναλωτή -. 

Τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή. Η εναγομένη τράπεζα εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αυτής και της ενάγουσας-πελάτισσάς της, με μοναδικό σκοπό να της προωθήσει επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα. Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της εναγομένης και της επαχθείσας στην ενάγουσα ζημίας. Ακύρωση της σύμβασης αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων.

 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Πλαστήρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Πετροπούλου, Πρωτόδικη, Αθανάσιο Τσώτα, Πρωτόδικη - Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 20η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : . , κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής [οδός .],  η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του (δυνάμει του από 5.9.2021 δικαστικού πληρεξουσίου αυτής) πληρεξουσίου δικηγόρου της Δομίνικου Αρβανίτη (Δ.Σ. Αθηνών).

  ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» και Α.Φ.Μ. ., που εδρεύει στη Λευκωσία της Κύπρου [οδός Στασίνου αριθμ. 51 (Στρόβολος)], διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα [Λεωφόρος Αλεξάνδρας αριθμ. 192], με Α.Φ.Μ. ., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις διά της (δυνάμει του από 1.9.2021 ειδικού πληρεξουσίου του Ευσταθίου Ποταμίτη του Στυλιανού, νομίμου εκπροσώπου, πληρεξουσίου και αντικλήτου της εναγομένης, δυνάμει του από 28.3.2017 πληρεξουσίου εγγράφου των . και . , προέδρου και μέλους, αντίστοιχα, του Δ.Σ. αυτής) πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Φερφέλη (Δ.Σ. Αθηνών) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο.

 Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.3.2021 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./30.3.2021, προσδιορίστηκε -με την από 11.4.2022 πράξη ορισμού δικασίμου του αρμόδιου Προέδρου Πρωτοδικών- για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατά την οποία γράφτηκε στο πινάκιο, εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της σε αυτό και συζητήθηκε.

 

 

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε μόνο η ενάγουσα. Αντίθετα, η εναγομένη δεν παραστάθηκε.

 

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

 

I. Η σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας κατά τα άρθρα 90 επ. του ΕμπΝ, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι διατάξεις για την εντολή του ΑΚ, της οποίας (εντολής) αποτελεί ειδικότερη μορφή (ΑΠ 112/2016, ΕφΑΘ 2409/2021, ΜΕφΑθ 4142/2021, ΜΕφΑθ 46/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 713 του ΑΚ ορίζεται ότι "με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας", ενώ με τη διάταξη του άρθρου 714 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι "ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ, προκύπτουν, πλην άλλων, τα εξής: Ο εντολοδόχος οφείλει να διεξαγάγει την ανατεθείσα σ' αυτόν υπόθεση, να πράξει, δηλαδή, για λογαριασμό του εντολέα του, ό,τι υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα (ΑΠ 342/2021, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο μέσος συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και, επομένως, η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 112/2016, ό.π., ΑΠ 1675/2014, ΑΠ 637/2011, ΑΠ 1115/2003, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1244/2016, Αρμ 2016. 2060, ΕφΘεσσ 1254/2011, ΕΠολΔ 2011. 790, ΜΕφΑθ 3424/2019, ΜΕφΔωδ 257/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης αυτής ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων του εντολοδόχου, αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη και υποχρεούται ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ (ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 2212/2014, ΧρΙΔ 2015. 412, ΕφΑθ 3207/2020, ΕφΑθ 3526/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 112/2016, ό.π., ΑΠ 536/2004, ΕλλΔνη 2006. 480, ΕφΑθ 3165/2021, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Ο εντολέας δικαιούται, επομένως, να αναζητήσει από τον εντολοδόχο και ό,τι ο τελευταίος, με την ιδιότητά του αυτή, παρέλειψε να αποκτήσει [ΕφΑθ 8044/1995, ΕΕμπΔ 1996. 306, Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου (2014), § 24 αρ. 52, Τουντόπουλος, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ I, 2Β έκδοση, 714 αρ. 6]. Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται, εξάλλου, να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας, που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα. Η αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη απ' αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται κατ’ αρχάς στα άρθρα 714 και 330 ΑΚ και τότε μόνον σε αδικοπραξία, αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λπ.), οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 346/2018, ΑΠ 487/2017, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1675/2014, ό.π., ΑΠ 637/2011, ό.π.). Επί του ζητήματος της συνδρομής των προϋποθέσεων γένεσης (και) αδικοπρακτικής ευθύνης (για το οποίο βλ. πλείονα στην κατωτέρω, υπό στοιχείο II, νομική σκέψη), επισημαίνεται ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέραν των αξιώσεων από τη σύμβαση, να στηρίξει και αξίωση για αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, μόνο, όμως, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθ' εαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, του να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαιτίως (πρβλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 402/2018, ΑΠ 295/2017, ΑΠ 1273/2017, ΑΠ 1298/2017, ΑΠ 496/2015, ΑΠ 804/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1667/2009, ΕΔΠ 2010. 64, ΜΕφΑθ 884/2014, ΔΕΕ 2014. 365, Περάκη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ I, 2η έκδοση, 299 αρ. 4). Εξάλλου, βασική υποχρέωση του εντολοδόχου είναι η εκπλήρωση της παροχής του σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εντολής, είτε αυτοί έχουν τεθεί ρητά από τον εντολέα, είτε προκύπτουν έμμεσα από τη φύση της εντολής. Οι όροι της εντολής εξειδικεύονται από τις οδηγίες του εντολέα (πρβλ. άρθρο 717 ΑΚ, καθώς και Τουντόπουλο, ό.π., 717 αρ. 1). Οι οδηγίες ερμηνεύονται κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του εντολέα, το συμφέρον του και τα συναλλακτικά ήθη (Τουντόπουλος, ό.π., 717 αρ. 5). Παρέκκλιση από τα όρια της εντολής συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, για την οποία ευθύνεται ο εντολοδόχος κατά το άρθρο 714 ΑΚ (Τουντόπουλος, ό.π., 717 αρ. 10, ΕφΑΘ 659/2012, ΕλλΔνη 2013. 1059, ΕφΘεσσ 1031/2010, Αρμ 2011. 964 - ΕΕμπΔ 2011. 613, ΕφΑΘ 3821/2004, ΕλλΔνη 2005. 223). Σημειωτέον, τέλος, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα, τόσο κατά την εκτέλεση της εντολής, όσο και μετά την εκτέλεση αυτής (βλ. άρθρο 718 ΑΚ). Ως πληροφορίες νοούνται όλα τα γεγονότα, που, αφενός, σχετίζονται με την ανατεθείσα υπόθεση, αφετέρου, είναι, κατ' αντικειμενική κρίση, κρίσιμα για τον εντολέα, προκειμένου ο τελευταίος να λάβει αποφάσεις ή να παράσχει οδηγίες προς τον εντολοδόχο. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι ακριβείς και πλήρεις, καθώς και να παρέχονται εγκαίρως. Η έκταση και η συχνότητα της υποχρέωσης πληροφόρησης συνδέονται άμεσα με τη φύση της προς διεξαγωγή υπόθεσης, τις συνθήκες εκτέλεσης της εντολής (ΑΠ 874/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 1082/2013, ΧρΙΔ 2014.12) και τη σημασία που αυτή έχει για τον εντολέα (ΕφΑΘ 10148/1987, ΕλλΔνη 1988. 352). Η υποχρέωση καταλαμβάνει σε κάθε περίπτωση ουσιώδεις πληροφορίες. Εξάλλου, είναι κατ' αρχήν ουσιώδεις οι πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, καθώς και την ολοκλήρωση της εκτέλεσης, την αδυναμία εκτέλεσης, τα εμπόδια εκτέλεσης, την υποκατάσταση, καθώς και την λύση της εντολής (Τουντόπουλος, ό.π., 718 αρ. 3, πρβλ. ΑΠ 1082/2013, ό.π., ΕφΑθ 3749/2010, ΕλλΔνη 2011. 547).

 

 

 

ΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297,298, 299, 330,914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη γένεση ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης) λόγω αδικοπραξίας είναι: α) η ύπαρξη ζημιογόνου συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), β) ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, και δ) η κατάφαση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, είτε ως θετική ενέργεια, είτε ως παράλειψη ορισμένης ενέργειας, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα' δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 2061/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1284/2017, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 449/2014, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 457/2011, ΧρΙΔ 2012. 33, ΑΠ 405/2007, Αρμ 2008. 239, ΕφΛαμ 186/2011, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΑΔ 2009. 593). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 354/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 342/2021, ό.π., ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1564/2021, ΑΠ 1228/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (πρβλ. ΑΠ 1083/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΑΘ 4387/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης / ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης / προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας - πελάτη. Η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας, αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και, κυρίως, να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει, ακολούθως, ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 10 του ν. 3587/2007 (και πριν από την τροποποίηση του ν. 2251/1994 με τον ν. 4512/2018, οι ρυθμίσεις του οποίου, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 111 αυτού σε συνδ. με το άρθρο 126, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις, που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018], που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή" (παρ. 1 εδ. α'), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο" (παρ. 1 εδ. β’), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3) και ότι "ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του" (παρ. 4 εδ. α'), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική, είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντας τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών - επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 63/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1083/2022, ό.π., ΑΠ 1411/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΑΠ 974/2018, ΧρΙΔ 2019. 270, ΕφΑθ 2300/2023, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες, δυνάμει του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, είναι οι εξής: 1) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, 2) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία υπαιτιότητα τεκμαίρεται, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999, ΕλλΔνη 1999. 1290) και ο παρέχων έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, 3) παράνομη συμπεριφορά, ήτοι συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες που δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, 4) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και 5) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντας τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον ΑΚ) να αξιώσει την αποκατάστασή της (βλ. ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 589/2001, ΕλλΔνη 2002. 422, ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π.). Εξάλλου, προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι η περιουσία του αποδέκτη των υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Οι αποδέκτες επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΕφΑΘ 480/2023, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Ο ανωτέρω νόμος έχει, τέλος, συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" (επομένως και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" (επομένως και του ιδιώτη επενδυτή), ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής, να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν, όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στον νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του "προμηθευτή" συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου) (ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΑΠ 974/2018, ό.π.). Εξάλλου, οι διατάξεις του ν. 2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν -ως ειδικές- πάσης άλλης διάταξης, αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες (ΕφΑΘ 1401/2023, ΕφΑΘ 608/2022, ΕφΑΘ 3437/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 3270/2012, ΕΕμπΔ 2013. 575, ΕφΘεσσ 1133/2004, ΕΕμπΔ 2004.980). Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, εφόσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής - επενδυτικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή (ΕφΑΘ 1401/2023, ό.π., ΕφΑΘ 608/2022, ό.π.). Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολάβησης πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται υφιστάμενη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού - επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικά με χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, δε, ακόμη, να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή, είναι ότι: α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφόρησης για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψης σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή - επενδυτική πρακτική των εγχώριων και διεθνών αγορών, ενώ οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητά τους, και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο (ΕφΑΘ 1401/2023, ό.π., ΕφΑΘ 608/2022, ό.π., ΕφΑΘ 566/2019, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της ... και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010. 136). Τα ανωτέρω, αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να ισχύουν, εάν ο επενδυτής, χωρίς να ζητήσει ή δεχθεί οιαδήποτε πρόταση ή υπόδειξη ή συμβουλή ή χρηστική πληροφορία (πέραν των κοινώς γνωστών «τεχνικών» στοιχείων, όπως η φύση του επενδυτικού προϊόντος, η διάρκεια της επένδυσης, η απόδοση αυτής κ.λπ.), ως προς συγκεκριμένη επένδυση από το παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες πιστωτικό ίδρυμα ή την ΕΠΕΥ, δίδει προς τους τελευταίους απλή εντολή προς εκτέλεση επενδυτικής πράξης, την οποία έχει προαποφασίσει, χωρίς οποιαδήποτε συνδρομή ή πρόταση ή εν γένει πρωτοβουλία τους, διότι στην περίπτωση αυτή προδήλως δεν τίθεται ζήτημα παροχής οιασδήποτε συμβουλής επενδυτικής φύσεως (ΕφΑθ 608/2022, ό.π.).

 

 

 

ΙΙΙ. Πέραν, δε, της θεμελίωσης των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης του καταναλωτή στη γενική υποχρέωση πρόνοιας, που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον κοινοτικής προέλευσης νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και' ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, γνωστής και ως «MiFID», για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 3606/2007 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»). Σκοπός, δε, του πρώτου μέρους του συγκεκριμένου νόμου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, «είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου" της 21ης Απριλίου 2004 (L 145/30.4.2004)». Περαιτέρω, ο ν. 3606/2007, ο οποίος ναι μεν καταργήθηκε με τον ομότιτλο ν. 4514/2018 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), αλλά εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1. Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού «εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις : (α) το άρθρο 2, (β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6,7,12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, (δ) οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58, (ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και (στ) το άρθρο 71» [άρθρο 3 παρ. 1 και 2], 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής : (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαιά της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής : (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε' έως ζ' και ι’ του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών» (άρθρο 4 παρ. 1 και 2] και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με : (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφασή του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προ βλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις : (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. 01 ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής : i. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, ii. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, iv. πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, v. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί, vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ κ.τ.λ.), viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.), ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής, x. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται, xi. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, xii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, xiii. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» [άρθρο 25]. Κατ’ εξουσιοδότηση, δε, της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β΄ 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής : 1) «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής νοούνται ως :.... 9. “Επενδυτική συμβουλή": μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία : (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την : (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιοσδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. “Δίαυλος επικοινωνίας" : το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)» [άρθρο 2 παρ. 9 και 10], 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανόμενων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραιτήτως την επωνυμία της ΕΠΕΥ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόησή της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει : (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και (γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας : (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι οι προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της παραγράφου 5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις : (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ.» [άρθρο 4], 3) «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειές της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης, (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανόμενων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.» [άρθρο 8], 4) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια : (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά : (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά : (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται [σ]τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του.» [άρθρο 12], 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη.» [άρθρο 13] και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που ενέχουν : (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη. 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής.» [άρθρο 14]. Τέλος, στην υπ’ αριθμ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (ΦΕΚ Α' 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ : Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν : - Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. - Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. - Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. - Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. - Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. - Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεών τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. - Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ : Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: [...] Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων [...]». Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι κύρια υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή - καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικά με το αντικείμενο της επένδυσης, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης. Επιπλέον, κατά την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. 0 δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην, όμως, οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες παροχής επενδυτικών συμβουλών, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμέλειας κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008. 856). Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικά, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν -με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους- τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανόμενων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, δε, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (για τα ανωτέρω πρβλ. ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 290/2021, ΑΠ 619/2021, ΑΠ 1163/2020, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 931/2019, ΕΕμπΔ 2020.166, ΕφΑΘ 480/2023, ό.π., ΕφΑΘ 3255/2020, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω ισχύουν, ιδίως, για τα λεγάμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες, που εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιον απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του, με σκοπό την είσπραξη της ονομαστικής του αξίας, μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειάς του ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί», καθόσον παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, χωρίς, όμως, να ταυτίζονται με κανένα από τα δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες (είτε πιστωτικά ιδρύματα, είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική - πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον εμπειρότερο και βαθύ γνώστη επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί σύναψης δανειακής σχέσης και, συνακολούθως, αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μία τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και, παραλλήλως, διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημίωσης των επενδυτών - πελατών της (βλ. για τα ανωτέρω ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, ό.π., ΕφΑθ 480/2023, ό.π., ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΑθ 4250/2019, ΕφΑθ 2365/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

 

 

 

IV. Εξάλλου, οι ανώνυμες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, αναζητούν τα χρηματοοικονομικά εργαλεία, που θα τους επιτρέψουν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια με το χαμηλότερο κόστος. Ένα τέτοιο εργαλείο κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι τα μετατρέψιμα χρεόγραφα. Πρόκειται για υβριδικά, σύνθετα χρηματοοικονομικά μέσα, που αποτελούν σύνθεση ορισμένων χαρακτηριστικών άλλων παραδοσιακών χρηματοοικονομικών μέσων, της ομολογίας και της μετοχής. Της πρώτης, διότι εξασφαλίζουν στον επενδυτή τη δυνατότητα να δανείζει χρήματα στην τράπεζα, που τα εκδίδει, με αντάλλαγμα την απόληψη σταθερής απόδοσης στο μέλλον υπό τη μορφή τόκου και δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου. Της δεύτερης, διότι αποτελούν μακροχρόνια περιουσιακή διάθεση. Συγχρόνως, η εκδότρια εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει (εξαγοράσει) το μετατρέψιμο χρεόγραφο πριν από την περίοδο ωρίμανσής του και ο κάτοχος έχει το δικαίωμα να το μετατρέψει σε κοινές μετοχές της εκδότριας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και σε συγκεκριμένη προκαθορισμένη τιμή. Λόγω δε αυτής της δυνατότητας μετατροπής τους τα εν λόγω χρεόγραφα συνδέονται με την οικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εταιρείας. Περαιτέρω, τα μετατρέψιμα χρεόγραφα ενσωματώνουν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της εκδότριας σε σχέση με τις αξιώσεις των πιστωτών της με την έννοια ότι κατατάσσονται σε χαμηλότερη σειρά από αξιώσεις άλλων πιστωτών και ικανοποιούνται μόνο εάν είναι εφικτό μετά την ικανοποίηση αυτών. Με άλλα λόγια, τα μετατρέψιμα χρεόγραφα αποτελούν ένα δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο διαρθρώνεται κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τις ταμειακές ροές και τις χρηματοδοτικές ανάγκες του εκδότη με τη δυνατότητα να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο. Τα μετατρέψιμα χρεόγραφα εκδίδονται σε διάφορες μορφές. Μία μορφή μετατρέψιμων χρεογράφων είναι τα διηνεκή, ήτοι αυτά που δεν έχουν καθορισμένη ημερομηνία λήξης (perpetual bonds), οπότε δεν αποπληρώνεται το κεφάλαιο στον επενδυτή (βλ. πλείονα ανωτέρω). Εξάλλου, εξέλιξη των μετατρέψιμων χρεογράφων αποτελούν οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες [Contigent Convertible Bonds (CoCos)]. Η ανάδειξη των CoCos υπήρξε αποτέλεσμα της χρηματοοικονομικής κρίσης και αυτά έχουν διαδραματίσει λόγω του ως άνω χαρακτηριστικού τους σημαντικό ρόλο όχι στο ευρύτερο πεδίο της εταιρικής χρηματοδότησης, αλλά, ειδικότερα, ως εργαλείο ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται για μετατρέψιμα χρεόγραφα, που συγκεντρώνουν τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά, πλέον του χαρακτηριστικού ότι τελούν υπό την αίρεση αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εκδότριας τράπεζας μετά την επέλευση ενός προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος, που συνδέεται με την κεφαλαιακή επάρκεια και τη βιωσιμότητα αυτής (τράπεζας). Με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν, εξασφαλίζονται μέσο μακροπρόθεσμα κεφάλαια, που βελτιώνουν κατά τη διάθεσή τους από τους επενδυτές τη ρευστότητα της εκδότριας τράπεζας, αφετέρου δε, στην περίπτωση επέλευσης του πιστωτικού γεγονότος, που αποτελεί τον καταλύτη ενεργοποίησης της δυνατότητας μετατροπής των CoCos σε κοινές μετοχές, ενδυναμώνονται τα ίδια κεφάλαια της εκδότριας και επιρρίπτονται οι ζημιές στους επενδυτές. Επομένως, τα CoCos, εκτός από εργαλείο κεφαλαιακής ενίσχυσης με χαμηλότερο κόστος από ένα απλό ομολογιακό δάνειο ή μία αύξηση κεφαλαίου stricto sensu, λειτουργούν σε καταστάσεις αφερεγγυότητας και ως εργαλείο απορρόφησης ζημιών, διότι ως ετεροχρονισμένη αύξηση κεφαλαίου με τη μετατροπή τους σε μετοχές βελτιώνουν την αναλογία ιδίων κεφαλαίων και, κατ’ επέκταση, την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας [βλ. Θ. Κουλουριάνο, Η έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες στο εταιρικό δίκαιο, σελ. 61, Κ. Ντζούφα, Οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες - CoCos (Contigent Convertible Bonds) και ο ρόλος τους ως εργαλείων για την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ΔΕΕ 2016, σελ. 1032 επ., Β. Τουντόπουλο, Ζητήματα από την έκδοση και κατάρτιση συναλλαγών επί αιώνιων ομολογιών (perpetual bonds) στο ελληνικό δίκαιο, ΕπισκΕΔ 2009, σελ. 300 επ., Ε. Χουλιάρα, Οι μετατρέψιμες ομολογίες ως εργαλείο χρηματοδότησης, εκδ. 2019, σελ. 19-20,36,70-72 και 76] [ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π.].

 

 

 

V. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 147 ΑΚ, ως απάτη, που στοιχειοθετεί ελάττωμα της βούλησης και μπορεί να επιφέρει ακύρωση της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας και υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) προκαλείται σε άλλον πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή τη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής και εν γένει για την επιχειρηθείσα πράξη. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων (παρελθόντων, παρόντων ή μελλόντων) ως αληθινών είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο, που τα αγνοούσε, ήταν επιβεβλημένη από τον νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά, δε, αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και πράγματι προκλήθηκε από την απάτη. Η, συνεπεία της απάτης, πλάνη του δηλούντος δεν ενδιαφέρει αν είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αν, δε, είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχομένου την απάτη υπάρχει, όταν αυτός επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατώμενος σε δήλωση βούλησης, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση, δεν απαιτείται, όμως, ο εξαπατών να επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δήλωσης βούλησης του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά του δράστη υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βούλησης του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο, δηλαδή, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η δόλια παράσταση μπορεί να συνίσταται ακόμη και σε υπόσχεση του απατήσαντος προς τον απατηθέντα για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσης εκ μέρους του (ΑΠ 316/2018, ΑΠ 511/2016, ΑΠ 368/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1718/2014, ΧρΙΔ 2015. 180, ΑΠ 541/2012, ΕΕμπΔ 2012. 896, ΑΠ 1225/2010, ΕλλΔνη 2011.994, ΕφΑθ 3607/2019, ΕφΔωδ 78/2018, ΕφΘεσσ 2731/2018, ΕφΘρακ 21/2017, ΕφΠειρ 540/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013. 422). Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή, και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία [πρβλ. και άρθρο 149 εδ. β' ΑΚ, κατά το οποίο ο απατηθείς δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, ήτοι δικαιούται σε ανόρθωση από τον άλλο κάθε ζημίας, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθινά και η σύμβαση εκπληρωνόταν, καθώς και ΑΠ 1040/2018, ΧρΙΔ 2019. 511, ΑΠ 715/2011, ΕπισκΕΔ 2011. 942, ΑΠ 1960/2009, ΧρΙΔ 2010. 603, ΑΠ 373/2008, ΧρΙΔ 2008. 781, ΕφΠατρ 292/2017, ΠΠΑΘ 1818/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 4Ι έκδοση (2012), § 40 αρ. 60].     Αντίθετα, αν ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή αυτός δικαιούται αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας, που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει (δείξει εμπιστοσύνη) στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, καθώς και της περαιτέρω ζημίας, που υπέστη, επειδή επιχείρησε δικαιοπραξία που ακυρώθηκε (βλ. άρθρο 149 εδ. α' ΑΚ, καθώς και ΑΠ 3/2019, ΑΠ 1734/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 715/2011, ό.π., ΑΠ 649/2008, ΧρΙΔ 2010.19, Α. Γεωργιάδη, ό.π., § 40 αρ. 57). Έτσι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο του Αστικού Κώδικα υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξαιτίας της οποίας ελαττωματικότητας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, ανεξαρτήτως αν η απάτη αποτελεί και ποινικό αδίκημα (πρβλ. ΑΠ 1040/2018, ό.π., ΑΠ 1756/2011, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 56/2012, Δικογραφία 2012. 266). Επί τη βάσει αυτή, η απάτη, εκτός από λόγος που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία, αποτελεί και αδικοπρακτική συμπεριφορά, δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, η οποία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμός της με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής (βλ ΑΠ 745/2020, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 3/2019, ό.π., ΑΠ 1040/2018, ό.π., ΑΠ 373/2008, ό.π., ΕφΑιγ 10/2020, ΜΕφΠατρ 2/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, Λέκκα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚI, 2Ι έκδοση, 197-198 αρ. 9). Επομένως, η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης δύναται να συντρέχει και ως προσυμβατικό πταίσμα, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον χρόνο της δήλωσης βούλησης (ΕφΑΘ 480/2023, ό.π., ΕφΑΘ 608/2022, ΕφΑΘ 1655/2022, ΕφΠατρ 292/2017, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος).

 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι, εργαζόμενη ως λογίστρια σε πολυεθνική εταιρεία, τηρούσε τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας στην εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία. Ότι από το έτος 2008, χρόνο κατά τον οποίο εισέπραξε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό λόγω της πώλησης διαμερίσματος, άρχισε να τοποθετεί το κεφάλαιό της σε προθεσμιακές καταθέσεις, με ορισμένη διάρκεια και σταθερό επιτόκιο. Ότι με την πάροδο των ετών είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης με τους υπαλλήλους του καταστήματος Αμαρουσίου της εναγομένης, στους οποίους είχε καταστήσει σαφές ότι ενδιαφερόταν για την ασφαλή τοποθέτηση των αποταμιεύσεών της, χωρίς να επιθυμεί την ανάληψη οποιουδήποτε κινδύνου. Ότι, επιπλέον, στερούνταν ειδικών γνώσεων σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Ότι, ωστόσο, στις 2.5.2011 επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της υπάλληλος του καταστήματος Αμαρουσίου της εναγομένης, ο οποίος της πρότεινε, ενόψει της επερχόμενης κατ’ εκείνο τον χρόνο λήξης της προθεσμιακής της κατάθεσης, την τοποθέτηση του ποσού αυτής (39.750,00 ευρώ), σε ένα «καινούριο, εξαιρετικό προϊόν, παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας με σταθερό επιτόκιο 6,5%, με καταβολή του τόκου κάθε εξάμηνο και λήξη στις 30.6.2016», ισχυριζόμενος, παράλληλα, ότι επρόκειτο για προϊόν, που το πρότειναν μόνο σε εκλεκτούς πελάτες και που δεν είχε κανένα ρίσκο, καθώς εξασφάλισε την επιστροφή του κεφαλαίου στο τέλος της πενταετίας και υψηλή ετήσια απόδοση κατά τη διάρκεια αυτής. Ότι ο ίδιος υπάλληλος προσπάθησε επανειλημμένα να την πείσει να προβεί στην τοποθέτηση των χρημάτων της στο ανωτέρω προϊόν και, στο πλαίσιο αυτό, της δήλωσε ότι θα μπορούσε ο ίδιος να καταχωρήσει την αίτησή της και κατόπιν της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας. Ότι, έχοντας εμπιστοσύνη στον συγκεκριμένο υπάλληλο και λόγω των προβληθέντων σε αυτή πλεονεκτημάτων του προταθέντος προϊόντος, πείσθηκε να προβεί στην υποδειχθείσα ενέργεια. Ότι, στις 13.5.2011, ο ανωτέρω υπάλληλος της απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας προσυμπληρωμένο έγγραφο με τίτλο «Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» από «Μη μέτοχο/Μη Κάτοχο Μετατρέψιμων Χρεογράφων», το οποίο η ίδια απλώς υπέγραψε και του απέστειλε, επίσης μέσω τηλεομοιοτυπίας. Ότι δεν έλαβε καμία ενημέρωση για την ανωτέρω συναλλαγή, ούτε κάποιο αποδεικτικό έγγραφο. Ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2011 έλαβε τους τόκους του πρώτου εξαμήνου, ποσού 1.365,85 ευρώ, πλην, όμως, στο ενημερωτικό έγγραφο που έλαβε εμφανιζόταν σημαντική μείωση στην αποτίμηση του κεφαλαίου της. Ότι επικοινώνησε με την εναγομένη και οι υπάλληλοί της τη διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη μεταξύ τους συμφωνία. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2012 έλαβε ταχυδρομικά επιστολή της εναγομένης, με την οποία της προτεινόταν η ανταλλαγή των ΜΑΕΚ με μετοχές της. Ότι η ίδια αδιαφόρησε για τη δυνατότητα αυτή, καθώς δεν ήθελε να απωλέσει το εγγυημένο καταθετικό προϊόν που είχε και, αντ’ αυτού, να λάβει μετοχές, η αξία των οποίων υπόκειται σε αυξομειώσεις. Ότι το ίδιο δήλωσε και σε υπάλληλο της εναγομένης, που επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά. Ότι στις 21.6.2012 πληροφορήθηκε ότι η εναγομένη δεν θα προέβαινε στην καταβολή των οφειλόμενων τόκων λόγω ζημιών. Ότι με την από 18.9.2012 έγγραφη διαμαρτυρία της προς την εναγομένη δήλωσε ότι «αίρει τη βούλησή της για συμμετοχή στο προϊόν ΜΑΕΚ» και ζήτησε την τοποθέτηση του κεφαλαίου της σε προθεσμιακή κατάθεση με χαρακτηριστικά αντίστοιχα με τα συμφωνηθέντα. Ότι, στη συνέχεια, ενημερώθηκε ότι στη συναφθείσα σύμβαση υπήρχαν όροι μονομερούς επέμβασης της τράπεζας στο κεφάλαιό της, που της είχαν αποκρυβεί, και ότι επρόκειτο για ένα άκρως ριψοκίνδυνο προϊόν, που ήταν προδιαγεγραμμένο να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης. Ότι, ακολούθως, άσκησε κατά (και) της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.7.2013, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ././17.7.2013, αγωγή (με την ίδια ιστορική και νομική βάση, αλλά και αιτήματα, με την υπό κρίση αγωγή), αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στην εναγομένη στις 22.7.2013, πλην, όμως, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη δικάσιμο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 7ης.10.2020 παραιτήθηκε από το δικόγραφο αυτής (ασκώντας εντός εξαμήνου την υπό κρίση αγωγή της). Ότι τον Αύγουστο του έτους 2013 ενημερώθηκε ότι το κεφάλαιό της των 39.750,00 ευρώ μετατράπηκε αναγκαστικά σε 397 «συνήθεις μετοχές δ' τάξεως» της εναγομένης, ονομαστικής αξίας εκάστης 1,00 ευρώ, και, κατ' ουσία, μηδενικής αξίας. Ότι τα ΜΑΕΚ συνιστούσαν προϊόντα υψηλού ρίσκου, εξαιρετικά σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους ως επενδυτικά προϊόντα, καθώς ήταν άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης, που σχεδιάσθηκαν από αυτή για την κάλυψη των κεφαλαιακών της αναγκών. Ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του ενημερωτικού δελτίου για την έκδοση των ΜΑΕΚ, το οποίο είχε εκδώσει η εναγομένη και στο οποίο αναφέρεται ότι τα ΜΑΕΚ συνιστούσαν αξιόγραφα αόριστης διάρκειας και «άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της τράπεζας», που περιείχαν τους όρους της (προαιρετικής και υποχρεωτικής) ακύρωσης πληρωμής τόκων, αλλά και της υποχρεωτικής μετατροπής τους σε μετοχές της εναγομένης [Conctigent Convertible Bonds (CoCos)], καθώς και ότι συνδέονταν με πλήθος κινδύνων. Ότι η εναγομένη της προώθησε τα συγκεκριμένα προϊόντα, χωρίς προηγουμένως να έχει αξιολογήσει το επενδυτικό της προφίλ, ενεργώντας, μάλιστα υπό διπλή ιδιότητα, ήτοι και ως εκδότρια των προϊόντων, στα οποία της υπέδειξε να επενδύσει. Ότι, επί τη βάσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, παραπλανήθηκε από τα στελέχη και τους υπαλλήλους της εναγομένης, που, εκμεταλλευόμενα τη μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης και ενεργώντας αντισυμβατικά, παράνομα και αντίθετα προς τους κανόνες της καλής πίστης, απέκρυψαν το αληθινό ρίσκο των ΜΑΕΚ και την κατέπεισαν να τοποθετήσει τις οικονομίες της στα εν λόγω προϊόντα, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε τους συγκεκριμένους κινδύνους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ. Ότι, συνεπεία των προεκτεθεισών αντισυμβατικών και παράνομων ενεργειών και παραλείψεων της εναγομένης, η ίδια έχει απωλέσει το σύνολο του επενδυθέντος κεφαλαίου της, ποσού 39.750,00 ευρώ, καθώς και τους τόκους, τους οποίους θα αποκέρδαινε από την επένδυσή του και οι οποίοι ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 12.918,75 ευρώ [(39.750,00 X 6,5%) τ 2X10 περίοδοι εκτοκισμού (ήτοι στις 30.6.2012, 31.12.2012, 30.6.2013, 31.12.2013, 30.6.2014, 31.12.2014, 30.6.2015, 31.12.2015, 30.6.2016 και 31.12.2016] = 12.918,75]. Ότι, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής της ζημίας, έχει υποστεί και ηθική βλάβη, λόγω των αισθημάτων θλίψης και αγωνίας, που της έχει προκαλέσει η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης, για την απάμβλυνση της οποίας πρέπει να της επιδικαστεί ποσό 3.931,00 ευρώ (πέραν του ποσού των 44,00 ευρώ, για το οποίο είχε επιφυλαχθεί με την προηγουμένως ασκηθείσα αγωγή της να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου]. Με βάση, δε, το παραπάνω ιστορικό η ενάγουσα ζητεί, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και για τους αναφερόμενους στο προεκτεθέν ιστορικό λόγους,: α] να ακυρωθεί λόγω απάτης η ένδικη σύμβαση αγοράς επενδυτικών προϊόντων ΜΑΕΚ, β] να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες συνολικό ποσό (39.750,00 +12.918,75 + 3.931,00 =] 56.599,75 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση σε αυτή της από 15.7.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ././17.7.2013 αγωγής της και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.

 

 

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρισιολόγηση αγωγή, για το υποστατό της οποίας αντίγραφό της επεδόθη στην εναγομένη νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. την υπ' αριθμ. ./31.3.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ], ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε τόσο η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019 υποχρέωση ενημέρωσης της ενάγουσας για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (βλ. το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο με τις προτάσεις αυτής από 20.3.2021 σχετικό ενημερωτικό έγγραφο], όσο και η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ίδιου νόμου υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (βλ. το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο με τις προτάσεις αμφότερων των διαδίκων από 24.6.2021 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 του ν. 4640/2019, ενώπιον της διαμεσολαβήτριας Κ Σ ], παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την παρούσα διαφορά, η οποία εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της έδρας της εναγόμενης στην αλλοδαπή (Κυπριακή Δημοκρατία) [άρθρα 1 παρ. 1,5 παρ. 1,7 περ. 1,2 και 5,17 παρ. 1 περ. γ, 18 παρ. 1,62,63 παρ. 1, 66 παρ. 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις], και είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 18, 25 παρ. 2, 31 παρ. 3-2, 33 και 35 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη αμφισβητούμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, δεδομένου ότι εφαρμοστέο στην προκειμένη υπόθεση είναι το ελληνικό δίκαιο [α) όσον αφορά τη συμβατική βάση της αγωγής, δεδομένης της μη προκύπτουσας επιλογής εφαρμοστέου δικαίου από τα συμβληθέντα μέρη, ως το δίκαιο της χώρας, όπου η ενάγουσα, ως καταναλώτρια, έχει τη συνήθη διαμονή της, δεδομένου και ότι η εναγομένη ασκεί τις εμπορικές της δραστηριότητες και στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 6 παρ. 1, 12, 19, 28 και 29 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη I»), και β) όσον αφορά την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, ως το δίκαιο του τόπου, όπου επήλθε η ζημία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 1, 15, 23, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές σχέσεις («Ρώμη ΙΙ»)], η υπό κρίση αγωγή καταφάσκεται ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα στοιχεία που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 147, 149 εδ. α', 154-157, 184 σε συνδ. με 180, 197, 198, 261, 263 (αναλογικά εφαρμοζόμενο και επί αποσβεστικής προθεσμίας, βλ. ΑΠ 113/2019, ΑΠ 404/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος), 281, 288, 297,298 εδ. α', 299, 330, 334 παρ. 1, 335 επ., 340, 345, 361, 713, 714, 717, 718, 729, 914 [σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της συντέλεσης των παραγωγικών γεγονότων της προκείμενης διαφοράς (πρβλ. ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 223/2002, ΕφΘεσσ 794/2012, ΠΠΑΘ 2028/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος)], 919, 922 και 932 ΑΚ, 11 παρ. 1 περ. ια ν. 3601/2007,1 παρ. 4, 8, 9α, 9γ, 9δ, 9ε και 90 παρ. 1 εδ. α' ν. 2251/1994 (όπως ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις του ν. 2251/1994 με τον ν. 4512/2018, οι ρυθμίσεις του οποίου, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 111 αυτού σε συνδ. με το άρθρο 126, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις, που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018), 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2,13 και 25 ν. 3606/2007 (σημειουμένου ότι, αν και οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 καταργήθηκαν με το άρθρο 97 του ν. 4514/2018, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις, που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του), 2 παρ. 9, 4, 6, 8, 12, 13, 14 και 16 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β' 2136/1.11.2007), μόνου της υπ' αριθμ. 2501/31.10.2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚΑ' 277/18.11.2002), 71, 176, 189, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. 1 περ. δ' ΚΠολΔ, πλην : [α] του σωρευόμενου στο υπό στοιχείο β] αγωγικό αίτημα κονδυλίου περί επιδίκασης στην ενάγουσα ποσού 12.918,75 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται οι τόκοι, που θα είχε αυτή εισπράξει από την επένδυση του κεφαλαίου της στα ΜΑΕΚ, σύμφωνα με τα προβλεφθέντα στην ένδικη σύμβαση, για τις περιόδους εκτοκισμού μέχρι και τις 31.12.2016, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι η ενάγουσα ερείδει τις καταγόμενες στη δίκη αξιώσεις της στη διάταξη του άρθρου 149 εδ. α' ΑΚ, κατά την οποία, αν ο απατηθείς επιλέξει να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, ήτοι κάθε ζημία, που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει (δείξει εμπιστοσύνη) στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης (βλ. πλείονα στην προπαρατεθείσα, υπό στοιχείο V, νομική σκέψη), με αποτέλεσμα η επικαλούμενη ζημία από τη μη καταβολή τόκων των ΜΑΕΚ να μη δύναται να αποκατασταθεί στην προκειμένη περίπτωση, καθώς πρόκειται για ζημία, η αποκατάσταση της οποίας είναι δυνατή μόνο με τη μορφή του θετικού διαφέροντος, μέσω του οποίου καλύπτονται οι ζημίες, που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν (βλ. ad hoc ΠΠΑΘ 2017/2023, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΛαρ 98/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΠΠΑΘ 1186/2016, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος), και [β] του παρεπόμενου αιτήματος για την κήρυξη της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, κατά το μέρος που αφορά το υπό στοιχείο α] αγωγικό αίτημα (για την ακύρωση λόγω απάτης της ένδικης σύμβασης αγοράς επενδυτικών προϊόντων ΜΑΕΚ), είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της σχετικής απόφασης, η οποία αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της με την τελεσιδικία της [βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία I, Β΄ έκδοση (2020), § 38 αρ. 6, Ε. Μπαλογιάννη σε Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, Τόμος 1 (2022), επιμέλεια X. Απαλαγάκη - Σ. Σταματόπουλος, άρθρο 71 αρ. 6, ΠΠΑΘ 876/2016, ΠΠΑθ 2193/2013, ΠΠΑΘ 2455/2011, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος]. Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης περί νομικής αβασιμότητας της υπό κρίση αγωγής, κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 197-198 ΑΚ, καθώς, όπως υποστηρίζει, για την εφαρμογή αυτών προϋποτίθεται η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, έληξε με τη σύναψη έγκυρης σύμβασης πώλησης ΜΑΕΚ. Τούτο, δε, καθώς η επίδικη αξίωση για την καταβολή αποζημίωσης δεν ερείδεται αυτοτελώς στις ανωτέρω διατάξεις, αλλά στον συνδυασμό αυτών με τις διατάξεις των άρθρων 147, 281, 288, 914 και 919 του ΑΚ, προς κατάδειξη της εν γένει απατηλής (δόλιας) συμπεριφοράς της εναγομένης, που οδήγησε στη σύναψη της ένδικης σύμβασης (πρβλ. και τα σχετικά εκτιθέμενα στην ανωτέρω, υπό στοιχείο V, νομική σκέψη in fine σχετικά με τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης επί τη βάσει απάτης ως προσυμβατικού πταίσματος). Σε κάθε, δε, περίπτωση, κατά την κρατούσα άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, καθώς παρέχει πληρέστερη προστασία στον καλόπιστο συναλλασσόμενο, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, συνεπεία αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς του ετέρου μέρους κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, και η εντεύθεν ζημία δεν αποκλείονται a priori από μόνη την κατάρτιση καθ' όλα έγκυρης (μη ελαττωματικής) σύμβασης, η δε συναφθείσα σύμβαση, ακόμη και η έγκυρη, πόσω μάλλον η εν προκειμένω ακυρώσιμη τοιαύτη (που, μετά την τυχόν τελεσίδικη ακύρωσή της, θα εξομοιωθεί με εξαρχής άκυρη), δεν απορροφά την τυχόν ήδη γεννηθείσα προσυμβατική ευθύνη [Κουμάντος, σε ΕρμΑΚ, άρθρα 197-198, αρ. 32, Λέκκας, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ I, 2Ι έκδοση, 197-198 αρ. 8, Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθρα 197-198, αρ. 7, Δ. Παπαστερίου - Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, Β' έκδοση (2021), § 26 αρ. 6, ΜΕφΑθ 3241/2022, ΜΕφΑθ 4172/2022, ΜΕφΑθ 2031/2021, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. και ΑΠ 3/2019, ό.π., ΑΠ 334/2015, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος]. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, σημειουμένου ότι, λόγω του καταψηφιστικού χαρακτήρα του υπό στοιχείο β] αιτήματος της, καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το προσκομισθέν από την ενάγουσα με κωδικό .  ηλεκτρονικό παράβολο, μετά του επισυνημμένου σε αυτό μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικά με την εξόφλησή του).

 

 

 

Περαιτέρω, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, η εναγομένη, αμυνόμενη κατά του περιεχομένου της υπό κρισιολόγηση αγωγής, αρνείται αιτιολογημένα τη συνδρομή των θεμελιωτικών γεγονότων της ιστορικής της βάσης. Ειδικότερα, αρνείται ότι προέβη στη σύναψη σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών με την ενάγουσα (είτε ρητά, είτε σιωπηρά), ισχυριζόμενη ότι απλώς προέβη στη διάθεση σε αυτή των ΜΑΕΚ, που εξέδιδε. Επιπλέον, αρνείται τη γένεση ευθύνης της για την κάλυψη της επίδικης ζημίας της ενάγουσας, καθώς, όπως υποστηρίζει, στην προκειμένη περίπτωση, ελλείπει η αναγκαία προς θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης προϋπόθεση της δυνατότητας κατάφασης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του επικαλούμενου νόμιμου λόγου ευθύνης αυτής και της επελθούσας ζημίας της ενάγουσας. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η όποια περιουσιακή ζημία της ενάγουσας δεν οφείλεται στην αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων (κατά το έτος 2011), ούτε στην επέλευση κάποιου εγγενούς επενδυτικού κινδύνου αυτών, αλλά στη -μετά τη θέση της ίδιας (εναγομένης) υπό καθεστώς ειδικής εξυγίανσης στις 26.3.2013, δυνάμει του ψηφισθέντος στις 22.3.2013 «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας, και την επιβληθείσα κεφαλαιοποίησή της με ίδια μέσα (bail in)- αναγκαστική μετατροπή των ΜΑΕΚ, που κατείχε (και) η ενάγουσα, αλλά και των ΜΧ 2013/2018 και των ΜΑΚ, σε μετοχές της ίδιας και στην, εν συνεχεία, δραματική απομείωση - εκμηδενισμό της ονομαστικής τους αξίας, ήτοι σε επιγενόμενα γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα, αντικειμενικά και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθούν εκ των προτέρων, λαβόντα χώρα κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2013 και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις. Ο εν λόγω αρνητικός ισχυρισμός πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσία, σημειουμένου, ωστόσο, ότι η ενάγουσα, υποστηρίζοντας, κατά τα ειδικότερα προεκτεθέντα, ότι η ζημία της επήλθε ήδη κατά τον χρόνο που τοποθέτησε το κεφάλαιό της στα ΜΑΕΚ, παραπλανημένη ως προς την αληθή φύση και τα χαρακτηριστικά τους, εντοπίζει τη θεμελίωση των νόμιμων λόγων ευθύνης της εναγομένης σε προγενέστερες συμπεριφορές αυτής. Περαιτέρω, η εναγομένη υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι η ενάγουσα ζημιώθηκε, συνεπεία των επικαλούμενων με την υπό κρίση αγωγή πράξεων και παραλείψεων (των προστηθέντων υπαλλήλων) της ίδιας, τότε συντρέχει περίπτωση μη επιδίκασης σε αυτή αποζημίωσης ή περιορισμού του επιδικασθησόμενου προς αποκατάστασή της ποσού, καθότι αυτή είναι συνυπαίτια στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας της. Τούτο, δε, όπως υποστηρίζει η εναγομένη, καθώς: α) αν και είναι οικονομολόγος και λογίστρια και ενημερώθηκε τόσο προφορικά όσο και εγγράφως αναφορικά με τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, δεν ανέγνωσε το έντυπο της αίτησης εγγραφής στα ΜΑΕΚ και δεν ζήτησε επιπλέον πληροφορίες και διευκρινίσεις, όπως θα έπραττε ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, ώστε να κατανοήσει ότι επρόκειτο περί αμιγώς επενδυτικού προϊόντος και, πιθανόν, να αποστεί της επένδυσης, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην πρόκληση της ζημίας της κατά ποσοστό 99 %, και β) δεν έλαβε υπόψη της τα αποστελλόμενα σε αυτή ενημερωτικά σημειώματα (statements), ώστε να αντιληφθεί τη μειωμένη αποτίμηση του επενδυθέντος κεφαλαίου της κατά την εξέλιξη της επένδυσης και, ακολούθως, να προβεί ήδη από τον Αύγουστο του έτους 2011 στη ρευστοποίηση των κατεχόμενων από αυτή προϊόντων στη δευτερογενή αγορά (χρηματιστήριο), περιορίζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την επικαλούμενη ζημία της κατά το ποσό των 30.609,25 ευρώ (που θα μπορούσε να έχει εισπράξει μετά την εκποίηση των κατεχόμενων από αυτή ΜΑΕΚ σύμφωνα με την αποτίμησή τους κατά τον χρόνο εκείνο), ήτοι στο ποσό των (39.750,00 - 30.609,25 =) 9.140,75 ευρώ. Πρόκειται για ορισμένη και νόμιμη καταλυτική ένσταση συντρέχοντας πταίσματος της ενάγουσας τόσο στη γένεση, όσο και στην έκταση της τυχόν ζημίας τους, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία πρέπει να εξετασθεί και κατ’ ουσία. Επίσης, η εναγομένη ζητεί να αφαιρεθεί από το τυχόν επιδικασθησόμενο στην ενάγουσα ποσό αποζημίωσης το ποσό των τόκων, που αυτή εισέπραξε από την επένδυσή της στα ΜΑΕΚ και το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 1.365,85 ευρώ. Ωστόσο, η επιχειρούμενη να Θεμελιωθεί στον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης ένσταση συνυπολογισμού του συγκεκριμένου κέρδους (από την απόληψη τόκων) στη ζημία της ενάγουσας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός αυτό ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 ΑΚ), η πραγματική ζημία του ζημιωθέντος έγκειται, κατόπιν του σχετικού συνυπολογισμού (και εφόσον υποβληθεί η εξεταζόμενη ένσταση), σε ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Επομένως, δεν χωρεί τέτοιος συνυπολογισμός στην περίπτωση αδυναμίας κατάφασης πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου συμβάντος και της συγκεκριμένης ωφέλειας, όπως και αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία και είναι, επίσης, δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΑΠ 1083/2022, ό.π., ΑΠ 1524/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, ό.π., ΑΠ 1185/2021, ό.π., ΑΠ 1286/2021, ΑΠ 244/2016, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Τούτων δοθέντων, και αληθούς υποτιθέμενης της είσπραξης του ως άνω ποσού από την ενάγουσα, δεν πρόκειται για κέρδος αυτής από τη ζημία της (από το ένδικο ζημιογόνο γεγονός), αλλά για απότοκο της συναφθείσας μεταξύ αυτής και της εναγομένης σύμβασης η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις για αυτή, ήτοι για καρπό της επένδυσής της στα ως άνω επενδυτικά προϊόντα. Κατά τούτο, οι τόκοι, που έλαβε η ενάγουσα ως απόδοση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, είναι, μεν, κέρδος της από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην, όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (δεν συνδέεται αιτιωδώς με) το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου της, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια (δόλια) συμπεριφορά των υπαλλήλων της εναγομένης, που δημιούργησε σε αυτή την πεπλανημένη πεποίθηση ότι θα της αποδιδόταν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ακέραιο το κεφάλαιο της επένδυσής της, αλλά από το (μη επιζήμιο, διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου της στην εναγομένη τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους σύμφωνη μένους καρπούς του στην ενάγουσα. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι το κεφάλαιο των τόκων, ως κέρδος, έχει αυτοτέλεια έναντι των εκ του νόμου συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και, συνεπώς, δεν συνυπολογίζεται με την επίδικη ζημία της ενάγουσας. Άλλωστε, ο προτεινόμενος (από την εναγομένη) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το συμφωνηθέν κέρδος της ενάγουσας από την εκτέλεση της ένδικης σύμβασης και από την -στο πλαίσιο αυτής- επικερδή εκμετάλλευση του κεφαλαίου της από την εναγομένη να αποβεί σε ωφέλεια αυτής (ζημιώσασας). Περαιτέρω, η εναγομένη, παρότι συνομολογεί ότι η ενάγουσα φέρει την ιδιότητα του ιδιώτη επενδυτή - καταναλωτή, υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της επίκληση της εν λόγω ιδιότητας είναι καταχρηστική, καθώς, δεδομένης της επαγγελματικής της δραστηριότητας και της επενδυτικής και της συναλλακτικής της εμπειρίας, δεν εμφανίζει έλλειμμα αυτοπροστασίας. Πρόκειται για ορισμένη και νόμιμη ένσταση κατ' άρθρο 281 ΑΚ (πρβλ και ΟλΑΠ 13/2015, ΧρΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019, ΕφΠατρ 9/2022, ΕφΑΘ 189/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 2201/2019, ό.π.), η οποία πρέπει να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό της αυτό, η εναγομένη ζητεί, προς απόδειξη της επενδυτικής εμπειρίας της ενάγουσας, η τελευταία να προσκομίσει στο παρόν Δικαστήριο αντίγραφα της υπ' αριθμ. . ατομικής επενδυτικής της μερίδας, καθώς και της κίνησης του υπ' αριθμ. . λογαριασμού αξιών. Ωστόσο, το αίτημα αυτό, ερειδόμενο νομικά στις διατάξεις των άρθρων 901 επ. του ΑΚ σε συνδυασμό με 450 παρ. 2 και 451 του ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, καθώς παραβιάζει το γενικό και ειδικό τραπεζικό απόρρητο, με βάση το οποίο εισάγεται επιτρεπτός περιορισμός του δικαιώματος απόδειξης για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, στα πλαίσια της πολιτικής δίκης (ενώ δεν γίνεται επίκληση περιστατικών, στοιχειοθετούντων κάποια από τις περιοριστικά στο άρθρο 1 του ν.δ. 1059/1971 αναφερόμενες περιπτώσεις άρσης του) [πρβλ. ΑΠ 808/2015, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΑθ 1260/2017, ΠειρΝομ 2017.157, Β. Μαλάμο σε Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ' άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, Τόμος 1 (2022), επιμέλεια X. Απαλαγάκη - Σ. Σταματόπουλος, άρθρο 450 αρ. 4].

 

 

 

Από την υπ' αριθμ. ./14.7.2021 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . και την υπ’ αριθμ. ./15.7.2021 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου . , τις οποίες νομίμως μετ' επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα με τις προτάσεις της και οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την υπ' αριθμ. ./1.7.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν με τις προτάσεις τους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ και με την επιφύλαξη των άρθρων 393 - 394 ΚΠολΔ), είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και : α] το σύνολο των ενόρκων βεβαιώσεων, που νομίμως μετ' επικλήσεως προσκομίζουν αμφότερες οι διάδικες πλευρές και οι οποίες, ληφθείσες στο πλαίσιο άλλων δικών αυτών, λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς, δε, να εμπίπτουν στον αριθμητικό περιορισμό του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ ή να απαιτείται ειδική μνεία τους [ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 438/2018, ΑΠ 736/2016, ΑΠ 800/2015, ΑΠ 1906/2014, ΑΠ 134/2012, ΑΠ 458/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία II, Β' έκδοση (2021), § 86 αρ. 3, Κ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το ν. 4335/2015 (2017), Κεφ. Γ § 6 αρ. 30], και β] οι προανακριτικές καταθέσεις και τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, οι εκδοθείσες επί έτερων συναφών αστικών υποθέσεων δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον έτερων δικαστηρίων, που εκτιμώνται ελεύθερα κατά την παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια [Ν. Νίκας, ό.π., § 86 αρ. 3, πρβλ. δε αναφορικά με τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας: ΑΠ 325/2015, ΑΠ 633/2014, ΑΠ 1546/2010, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, αναφορικά με το περιεχόμενο αποφάσεων ποινικού ή πολιτικού δικαστηρίου: ΑΠ 826/2015, ΑΠ 931/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1286/2003, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1563/2002, ΝοΒ 2003.1115, ΕφΛαμ 51/2013, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, αναφορικά με τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον ποινικού δικαστηρίου: ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1312/2009, ΕφΛαμ 51/2013, ΜΕφΠειρ 7/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΡόδ 506/2000, Αρμ 2001. 770 και αναφορικά με ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων: ΑΠ 566/2019, ΧρΙΔ 2019. 750, ΑΠ 196/1978, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜΕφΠειρ 499/2014, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ή κατά την ποινική προδικασία: ΑΠ 1687/2017, ΑΠ 1172/2015, ΑΠ 288/1971, ΜΕφΠατρ 64/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης], από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία, κατά το άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο, χωρίς, ωστόσο, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο, να λαμβάνονται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που αμφότερες οι διάδικες πλευρές προσκομίζουν με τις προσθήκες στις προτάσεις τους (κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 και 5 εδ. α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 12 του ν. 4842/2 0 21 και που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 116 παρ. Ιβ’ του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις), δοθέντος ότι με την επίκληση και προσκόμισή τους δεν επιχειρείται η αντίκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού της αντιδίκου πλευράς, περιεχομένου στις προτάσεις αυτής, όπως προσαπαιτεί η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 2 ΚΠολΔ, ούτε προτείνεται αυτοτελής ισχυρισμός, που γεννήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή που αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία των αντιδίκων τους, όπως προσαπαιτεί η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 5 εδ. α ΚΠολΔ, αλλά η απόδειξη των διαλαμβανόμενων στις προτάσεις τους ισχυρισμών [πρβλ ΑΠ 613/2018, ΔΕΕ 2019. 880, ΑΠ 537/2016, ΑΠ 616/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 543/2014, ΕφΑΔ 2014. 415, ΑΠ 1103/2011, ΠΠΑΘ 1353/2021, ΠΠΚορ 70/2020, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΑΘ 3690/2019, ΧρΙΔ 2019. 707, Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια - Άρθρα 208-320 ΚΠολΔ (Ερμηνεία κατ’ άρθρο) (2019), άρθρο 237 αρ. 9, και, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4842/2021, ΠΠΑγρ 15/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» εδρεύει στη Λευκωσία της Κύπρου, ενώ είναι νόμιμα εγκατεστημένη και στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε 181 υποκαταστήματα από το 1991 έως το έτος 2013, όταν αυτά εξαγοράστηκαν από την ελληνική ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Πυρήνας των δραστηριοτήτων της αποτελούσε η λιανική τραπεζική, πλην, όμως, παρείχε και ένα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, και επενδυτικές υπηρεσίες. Κατά, δε, το χρονικό διάστημα 2004-2007 γνώρισε ταχεία οικονομική μεγέθυνση, αναπτύσσοντας δραστηριότητα κυρίως στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες (Ρουμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ουκρανία, Ρωσία, κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την τετραετία 2008-2011 η εναγομένη προέβη σε τρεις (3) εκδόσεις μετατρέψιμων χρεογράφων, που συνδύαζαν χαρακτηριστικά του ομολόγου και του δικαιώματος αγοράς μετοχής (δικαίωμα περιορισμένης χρονικής διάρκειας για εγγραφή σε μετοχές της εκδότριας). Πιο συγκεκριμένα, αυτή προέβη το έτος 2008 στην έκδοση των «Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018», το έτος 2009 στην έκδοση των «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου» και το έτος 2011 στην έκδοση των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου». Ειδικότερα: Στις 30.4.2008 το Διοικητικό Συμβούλιό της αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018» (εφεξής, χάριν συντομίας, ΜΧ 2013/2018), συγκεκριμένα δε την έκδοση έως πεντακοσίων εβδομήντα τριών εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενός (573.409.701) Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου ενός (1,00) ευρώ, με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής υπέρ των τότε υφιστάμενων μετόχων της. Ακολούθως, δε, στις 8.8.2008, με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό, η εναγομένη γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγμάτευσης των ΜΧ 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η δε έκδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, με την οποία σκοπήθηκε η ενίσχυση του δευτεροβάθμιου κεφαλαίου της (Tier 2), καλύφθηκε πλήρως. Περαιτέρω, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, με την από 25.2.2009 ανακοίνωσή του, γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» (εφεξής, χάριν συντομίας, ΜΑΚ), μέχρι του ποσού των εξακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων (645.000.000,00) ευρώ. Σύμφωνα, δε, με το Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του από 30.4.2009 Ενημερωτικού Δελτίου «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 645.327.822 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ» ορίσθηκε ότι «Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18 που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. [...]». Στις 10.6.2009, η εναγομένη, με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την υπερκάλυψη της έκδοσης του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, ως και ότι το αντληθέν ποσό των 659.000.000 ευρώ επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της επάρκειας και δη για την ενίσχυση των πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (Tier 1) αυτής. Ακολούθως, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής της επάρκειας, το Διοικητικό της Συμβούλιο, με την από 28.2.2011 ανακοίνωσή του, γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής, χάριν συντομίας, ΜΑΕΚ), μέχρι του ποσού του 1.342.000.000 ευρώ. Πράγματι, στις 6.4.2011 η εναγομένη, με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό, γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ' όσον αφορά στους βασικούς όρους έκδοσης του ως άνω επενδυτικού προϊόντος, στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακολούθα : «Προσφερόμενες αξίες : Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διάρκειας ("ΜΑΕΚ"). Ύψος έκδοσης : Μέχρι € 1.342.422.297. Ονομαστική αξία: € 1,00 (ένα Ευρώ). Τιμή έκδοσης : Στο άρτιο σε αξίες του € 1... Τρόπος καταβολής αντιπαροχής : Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφιστάμενων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (i) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ii) Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 ("Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες"). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν αποδεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης : Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης : - είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών · πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ · κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) - είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου - έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει φερέγγυα (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιασδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια : Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε όρος "Εξαγορά” πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (€): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα (10) Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο ($) : Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα (10) Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου : Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/αγοράς/ μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής : Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ' επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής : € 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας € 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις)... Περίοδοι Μετατροπής : 1 -15 Μαρτίου, 15 - 31 Μαΐου, 1-15 Σεπτεμβρίου και 15 - 30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο Μετατροπής να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής. Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής : 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής : 31 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption) : Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ' επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης ... Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων : Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ' οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των “Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη δική της διακριτική ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου : Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και αν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα II Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή : Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event) : Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (i) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της - Core Tier 1 ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων - Common Equity Tier 1 ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνεπεία του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων ή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (β) αποφυγή του ενδεχόμενου πτώχευσής της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή (ii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής : Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (i) την ανώτατη τιμή των € 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ii) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την Ημερομηνία Έκδοσης είναι €1) ... Παράγοντες Κινδύνου : Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσής τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα Π, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης : Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. ... Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση : Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α' του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικά με τους κινδύνους της επένδυσης ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μία σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως, δε, περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εναγομένης κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικά με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλόμενων της εναγομένης, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος έκθεσης σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανώτερων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβίασης των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γέννησης πρόσθετων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρέτησης προσωπικού). Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση ΜΑΕΚ, ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του.

 

Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει : i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο. Η. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυσή του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, ii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, iii. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, ν. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσής τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο». Στο Μέρος Α' του Τμήματος Π του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται, επίσης,: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Στην περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές...», β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται [στο] Μέρος Β, Όρο 5 "Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου”. Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, [αν] διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση,  στα πλαίσια όμως των "Συνεπακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” ως περιγράφεται στο Τμήμα II, Μέρος Β/Π στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά.», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι' αυτό τον λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσής τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», δ) [υπό τον γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση Εξαγοράς (Redemption) και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου»] ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ...», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «... εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δεν θα ικανοποιηθούν. Σε αυτή την περίπτωση, οι Κάτοχοι δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσής τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε Κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεών του λόγω της μετατροπής της επένδυσής του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυσή τους» και στ] [υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισής τους και την αόριστη διάρκειά τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»] ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να  μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και Ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής... Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 [τα οποία κατατάσσονται ως  δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 Capital) της Τράπεζας] έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο [Tier 1 Capital] της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισής τους, τη διάρκειά τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας ...», (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσής τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και τη σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών». Τέλος, δε, αναφορικά με παράγοντες κινδύνου, σχετιζόμενους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εναγομένης. Με βάση τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν σχετικά με τα ΜΑΕΚ, η εναγόμενη συμμετείχε στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα έκδοσης ομολογιακών δανείων και, στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, εξέδωσε το έτος 2011 ένα ομολογιακό δάνειο, επονομαζόμενο ως πρόγραμμα έκδοσης Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου με έναρξη την 27η.4.2011 και λήξη την 17η.5.2011.   Τα ομόλογα αυτά μπορούσαν να αγοράσουν οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές απευθείας από την εκδότρια αυτών τράπεζα (εναγομένη) στην πρωτογενή αγορά, όταν η ίδια τα διέθεσε στο επενδυτικό κοινό, και, ακολούθως, αυτά ήταν διαπραγματεύσιμα στη δευτερογενή αγορά, όπου μπορούσαν να ρευστοποιηθούν, είτε με αγορά από τρίτο, είτε με πώληση σε τρίτο, μέσω του χρηματιστηρίου και με ανάλογο κέρδος ή ζημία. Σημειώνεται ότι η έκδοσή τους δεν καλύφθηκε πλήρως, ενώ η κάλυψή τους προήλθε ιδίως από την ανταλλαγή των προηγούμενων τριών (3) εκδόσεων της εναγομένης (Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2017, ΜΧ 2013/2018 και ΜΑΚ). Καθίσταται, εξάλλου, σαφές ότι τα ΜΑΕΚ αποτελούσαν υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες [Contingent Convertible Bonds (CoCos)] της εναγομένης, ήτοι μετατρέψιμα χρεόγραφα, που τελούσαν υπό την αίρεση της αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εκδότριας τράπεζας μετά την επέλευση του προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος, που συνδεόταν με την κεφαλαιακή επάρκεια και τη βιωσιμότητα αυτής (τράπεζας), και, υπό αυτή την έννοια, εκτός από εργαλείο για την κεφαλαιακή της ενίσχυση, θα λειτουργούσαν, σε καταστάσεις αφερεγγυότητας αυτής, και ως εργαλείο απορρόφησης ζημιών, διότι ως ετεροχρονισμένη αύξηση κεφαλαίου, με τη μετατροπή τους σε μετοχές, θα βελτίωναν την αναλογία ιδίων κεφαλαίων και, κατ' επέκταση, την κεφαλαιακή επάρκεια της εναγομένης (βλ. πλείονα στην προπαρατιθέμενη, υπό στοιχείο IV, νομική σκέψη). Σημειωτέον, επίσης, ότι τα ΜΑΕΚ συνιστούσαν νέους τίτλους («μια νέα μορφή επένδυσης»), για τις συναλλαγές με τους οποίους δεν υπήρχε κάποια προηγούμενη δημόσια αγορά (βλ. σχετική μνεία στο από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης). Εξάλλου, κοινά χαρακτηριστικά των παραπάνω τριών (3) επενδυτικών προϊόντων, που εξέδωσε η εναγομένη, ήτοι των ΜΧ 2013/2018, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, ήταν ότι αποτελούσαν χρηματιστηριακά προϊόντα, διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), δηλαδή στη δευτερογενή αγορά, ότι ήταν μετατρέψιμα (υπό τις εκάστοτε προβλεπόμενες προϋποθέσεις) σε μετοχές της εναγομένης, ότι ήταν ελάσσονος προτεραιότητας και ότι απέδιδαν υψηλότατο επιτόκιο, ήτοι 6,5% τα ΜΧ 2013/2018, 5,5% τα ΜΑΚ και 6,5% τα ΜΑΕΚ ετησίως. Πρόκειται, δε, για πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα λόγω των χαρακτηριστικών της μετατρεψιμότητάς τους σε μετοχές και (στις περιπτώσεις των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ) της αόριστης διάρκειάς τους, που εμπεριέχουν κινδύνους, οι οποίοι ενδεχομένως, σύμφωνα και με τις σχετικές παραδοχές, που διέλαβε η εναγομένη σε όλα τα ενημερωτικά δελτία, που εξέδωσε, να μην ήταν (πλήρως) κατανοητοί από ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι αποτέλεσαν το επενδυτικό κοινό, στο οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος διατέθηκε κάθε έκδοση. Ειδικότερα, ο επενδυτής, που θα τα επέλεγε ως τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλάμβανε τον πιστωτικό κίνδυνο, ήτοι τον κίνδυνο η εκδότρια - εναγομένη να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της λόγω επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης (εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και των επενδυτικών της επιλογών) και της συνεπακόλουθης μείωσης της φερεγγυότητάς της, καθώς οποιαδήποτε αλλαγή στην πιστοληπτική της ικανότητα, όπως και η αδυναμία της να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, θα αποτιμώνταν στη δευτερογενή αγορά, στην οποία, μετά την κτήση τους, θα διαπραγματεύονταν τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, και θα αντικατοπτρίζονταν στην τιμή διαπραγμάτευσής τους. Περαιτέρω, σκοπός των εκδόσεων ΜΧ 2013/2018 και ΜΑΚ ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης εντός του αβέβαιου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, που είχε αναδείξει η παγκόσμια οικονομική κρίση των ετών 2007-2008, καθώς, εάν και το έτος 2008 έκλεισε με κερδοφορία, η εναγομένη σημείωσε απώλειες 163 εκατομμυρίων ευρώ. Οι απώλειες αυτές, ναι μεν δεν επηρέασαν τις αποδόσεις κερδών-απωλειών, διότι απορροφήθηκαν από τα ρευστά διαθέσιμό της, πλην, όμως, αποτέλεσαν προφανώς γεγονός, που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στη διοίκηση της εναγόμενης. Όσον, δε, αφορά τα ΜΑΕΚ, σκοπός της έκδοσής τους ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης, αλλά και η απορρόφηση των ζημιών, που υφίστατο ενδεχόμενο να προκαλέσει στη διαθέσιμη ρευστότητα και στην πιστοληπτική ικανότητά της η υψηλή συγκέντρωση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (εφεξής, χάριν συντομίας, ΟΕΔ) στο χαρτοφυλάκιο της ενόψει και των αυξημένων απαιτήσεων για εποπτικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΤΑ) και του Συμφώνου της Βασιλείας ΙΠ (βλ. κατωτέρω). Εξάλλου, από τα ανωτέρω αξιόγραφα μόνο τα ΜΧ 2013/2018 ήταν ορισμένης διάρκειας (δεκαετούς), δηλαδή η τράπεζα θα τα ανακαλούσε κατά τη λήξη τους και θα κατέβαλε στον κάτοχό τους την ονομαστική τους αξία. Αντιθέτως, τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ ήταν αόριστης διάρκειας, δηλαδή δεν έληγαν, αλλά είχε δικαίωμα ο κάτοχός τους, είτε να τα διαθέσει με πώληση (να τα ρευστοποιήσει) στο χρηματιστήριο (στη δευτερογενή αγορά), είτε να τα μετατρέψει σε μετοχές της τράπεζας και, επίσης, η τελευταία είχε δικαίωμα να τα εξαγοράσει στην ονομαστική τους αξία, καταβάλλοντας το κεφάλαιο στον κάτοχό τους. Υπήρχε, όμως, και μία ουσιαστική, κρισιμότατη και αποφασιστικής σημασίας διαφοροποίηση των χρονολογικά νεότερων ΜΑΕΚ από τα προηγούμενων εκδόσεων ΜΧ 2013/18 και ΜΑΚ, σχετικά με τη συνομολόγηση ενός σημαντικού όρου, που είχε τεθεί μόνο στα ΜΑΕΚ και ήταν δυσμενέστατος για τα έννομα συμφέροντα του κατόχου τους ως προς τη διατήρηση του κεφαλαίου του, σε αντίθεση με την τράπεζα, για την οποία ο ίδιος αυτός όρος ήταν ευμενέστατος ως προς την εξασφάλιση της κεφαλαιακής της επάρκειας για τη διάσωσή της σε περίπτωση οικονομικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, στα ΜΑΕΚ είχε τεθεί όρος, σύμφωνα με τον οποίο στην ενδεχόμενη περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών γεγονότων κινδύνου βιωσιμότητας ή έκτακτης ανάγκης της τράπεζας, είχε αυτή το συμβατικό δικαίωμα να μετατρέψει μονομερώς, μετά από την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, τα ΜΑΕΚ σε μετοχές της, προς ίδιο όφελος και στο πλαίσιο της διάσωσης αυτής με δικά της χρηματοοικονομικά μέσα και, ταυτόχρονα, με αντίστοιχη ζημία των επενδυτών από την απώλεια του κεφαλαίου τους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως μετά το έτος 2009, και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των ΟΕΔ και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασαν δυσμενώς την οικονομική θέση της εναγομένης, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και του μηνός Απριλίου του έτους 2010, επιδόθηκε σε μία επιθετική - κερδοσκοπική επιχειρηματική πολιτική σε σχέση με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο και, στο πλαίσιο αυτό, αύξησε την έκθεσή της σε ΟΕΔ μέχρι του ποσού των 2.400.000.000 ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανερχόταν σε 2.500.000.000 ευρώ, με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την ίδια (εναγομένη) να ανέρχεται σε ποσοστό 80%.

 

Περαιτέρω, δε, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού [είτε με πώληση ΟΕΔ, είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθέτησης - Credit Default Swaps (CDS)], παρά τις συνεχείς και διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης, τις σημαντικές αποκλίσεις των 005, τις ανησυχίες των ως άνω οίκων σχετικά με τη μετάσταση της κρίσης στις κυπριακές τράπεζες και τις συστάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, στο πλαίσιο του εποπτικού της ρόλου, σχετικά με τον περιορισμό της έκθεσης των κυπριακών τραπεζών σε ΟΕΔ. Πλέον συγκεκριμένα, κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2009, παρά την υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης από την επενδυτική κατηγορία Α στην επενδυτική κατηγορία Α-, υπήρξε αύξηση στα συνολικά διαθέσιμα από την εναγομένη ΟΕΔ από 320 εκατομμύρια ευρώ στις αρχές του έτους σε 1,025 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος Ιουνίου 2009 και σε 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούλιο, καθ' όλο δε το έτος η εναγομένη πωλούσε ΟΕΔ από το χαρτοφυλάκιό της, με τον μεγαλύτερο όγκο των πωλήσεων να πραγματοποιείται μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου του 2009 και δη τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Στις 10.12.2009 η εναγομένη, κατόπιν της επιχειρηθείσας αποεπένδυσης, ήταν ελάχιστα εκτεθειμένη σε κινδύνους από τα ΟΕΔ (βλ. και ΠΠΑθ 2322/2023, αδημοσίευτη στον νομικό τύπο, σχετικά με την από 10.12.2009 δήλωση του . , γενικού διευθυντή του συγκροτήματος της εναγομένης, ότι «η έκθεση της Τράπεζας στα ελληνικά ομόλογα είναι μικρή. Για μας δεν υπάρχει κίνδυνος πλέον», από την οποία ευχερώς συνάγεται και ότι, ήδη κατ' εκείνο τον χρόνο, οι διοικούντες την εναγομένη τελούσαν σε πλήρη γνώση των συνεφελκόμενών από την έκθεση σε ΟΕΔ κινδύνων), πλην, όμως, την ίδια ημέρα άρχισε εκ νέου να αγοράζει ΟΕΔ, με αποτέλεσμα, παρά την υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch και Standard and Poor's από την επενδυτική βαθμίδα Α- σε ΒΒΒ+ [ήτοι στην επενδυτική βαθμίδα πριν από την επενδυτική βαθμίδα «σκουπίδια» (junks)], στις 27.4.2010, όταν η Ελλάδα υποβαθμίστηκε από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor's από ΒΒΒ+ σε ΒΒ+ [ήτοι στην επενδυτική κατηγορία «σκουπίδια» junks)], να διαθέτει επί συνόλου (στις 31.3.2010) διαθέσιμων ίδιων κεφαλαίων 2,5 δις ευρώ, ΟΕΔ, αξίας 2,3 δις ευρώ, και τον Ιούνιο του ίδιου έτους αξίας 2,4 δις ευρώ, αντί ΟΕΔ αξίας 1,0 δις ευρώ, που διέθετε στο χαρτοφυλάκιό της στις 12.1.2010, με συνέπεια, όπως προεκτέθηκε, η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου της σε ΟΕΔ να ανέρχεται σε 80%. Αιτία της ανωτέρω πολιτικής της ήταν η επίτευξη καθαρών εσόδων από τόκους με την εκμετάλλευση της δυνατότητας πώλησης των ΟΕΔ, ώστε να υπάρχει όφελος από τη διαφορά των τιμών αγοραπωλησίας. Η αύξηση των κερδών με τον τρόπο αυτό λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα στις ζημίες από το επισφαλές χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων δανείων, λόγω του όγκου αυτών, προερχόμενων ιδίως από τη δραστηριότητα των υποκαταστημάτων της εναγομένης στην Ελλάδα, καθώς ήδη από το έτος 2009 παρατηρούνταν περιορισμός των υποκείμενων κερδών εξαιτίας του ως άνω χαρτοφυλακίου (βλ. και ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π.). Εξάλλου, η ανωτέρω επενδυτική επιλογή της εναγομένης και η αιτία αυτής συνομολογούνται και από την ίδια στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Ειδικότερα, αυτή υποστηρίζει (βλ. σελ. 524 επ. της προσθήκης στις προτάσεις της) ότι επένδυσε σε ΟΕΔ, καθώς, παρά την κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα μειωμένη ζήτηση στις αγορές για τους συγκεκριμένους τίτλους (λόγω της εν γένει υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας), το κόστος αγοράς αυτών ήταν μειωμένο, ενώ παρείχαν και υψηλές αποδόσεις (τόκους). Τούτο, δε, καθώς θεωρούσε ότι η μειωμένη ζήτηση των ΟΕΔ δημιουργούσε μία «επενδυτική ευκαιρία για όσους δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα θα πτώχευε» (σελ. 524), αν και, όπως, όλως αντιφατικά, εκθέτει την εποχή εκείνη «η Ελλάδα κινδύνευε να καταρρεύσει» (σελ. 528) και δεν υπήρχε ενεργή αγορά για ΟΕΔ (σελ. 532, 534). Λόγω, δε, της ως άνω επιθετικής επενδυτικής δραστηριότητας της εναγομένης σε ΟΕΔ και των εντεύθεν προκαλούμενων κινδύνων (λόγω και της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα είχε υποβαθμιστεί στην κατηγορία «μη επένδυση», σημειουμένου ότι τα πρώτα μέτρα προς υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας είχαν ανακοινωθεί στις 2.5.2010, ενώ τα spreads των ΟΕΔ τον Ιανουάριο του ίδιου έτους ξεπέρασαν τις 300 μονάδες και συνέχισαν την αυξητική τους πορεία), αλλά και της εξελισσόμενης στον ευρωπαϊκό νότο οικονομικής κρίσης, καθίστατο αμφίβολη η δυνατότητα της εναγομένης να απορροφήσει ενδεχόμενες ζημίες από τα ίδια κεφάλαιά της, περιστάσεις που προφανώς τελούσαν σε γνώση των αρμόδιων στελεχών και υπαλλήλων της. Ήταν, επομένως, φυσικό η εναγομένη να αναζητήσει ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο, που θα ενίσχυε τη βιωσιμότητά της, απορροφώντας ενδεχόμενες ζημίες στην κεφαλαιακή της επάρκεια εξαιτίας της παραπάνω επενδυτικής της επιλογής, δεδομένου και ότι δεν είχε προβεί στην αγορά συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικών απαιτήσεων λόγω του κόστους αυτών (βλ. και την παραδοχή στη σελ. 536 της προσθήκης στις προτάσεις της ότι επρόκειτο για «όλως ασύμφορη οικονομικά» ενέργεια). Ως τέτοιο εργαλείο σχεδιάστηκαν και προωθήθηκαν τα ΜΑΕΚ, τα οποία δεν αποτελούσαν δανειακά κεφάλαια, όπως τα ΜΧ και τα ΜΑΚ, αλλά υπό προϋποθέσεις μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης, λόγω της ρήτρας υποχρεωτικής μετατροπής τους σε μετοχές της. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση επέλευσης του πιστωτικού γεγονότος, που ενεργοποιούσε την παραπάνω ρήτρα, τα ΜΑΕΚ αποτελούσαν αυτόματα μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης, επαυξάνοντας τον δείκτη Tier Core 1, ήτοι τον δείκτη, που μετά την υιοθέτηση των προτύπων και κανόνων του Συμφώνου Βασιλείας III στις 16.12.2010, διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας και της φερεγγυότητας των τραπεζών. Για τον λόγο, δε, αυτό η εναγομένη υπολόγιζε αυτό τον δείκτη και τον δημοσιοποιούσε στις οικονομικές της καταστάσεις από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, μολονότι προβλεπόταν σταδιακή εφαρμογή του από 1.1.2013 και δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην κυπριακή νομοθεσία. Στον δείκτη, δε, αυτό θα επέφερε επιπτώσεις η απομείωση των ΟΕΔ χωρίς την ύπαρξη των ΜΑΕΚ [βλ. σχετικά με τα ανωτέρω: την από 5.7.2010 ανακοίνωση του οίκου αξιολόγησης Moody's 5 σχετικά με την υποβάθμιση της εναγομένης, το από 17.11.2010 έγγραφο του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Λευκωσίας της Πρεσβείας της Ελλάδας με τίτλο «Οικονομία Κύπρου & διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα το πρώτο ενδεκάμηνο 2010», την από 26.3.2013 έκθεση έρευνας «Τράπεζα Κύπρου - Κατοχή Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου» της “Albarez & Marsal Clobal Forensic and Dispute Services LLP" προς την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, την από 1.3.2010 επιστολή του . , ανώτερου διευθυντή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, (και) προς την εναγομένη σχετικά με την υπέρμετρη έκθεσή της σε ΟΕΔ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π., ΠΠΑΘ 2322/2023, ό.π.]. Εξάλλου, ο σκοπός σχεδιασμού των ΜΑΕΚ ως εργαλείου για την απορρόφηση ζημιών της εναγομένης συνάγεται και από τις ανακοινώσεις αυτής αναφορικά με τα αποτελέσματα της κεφαλαιακής άσκησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) [βλ. τις αναφορές στις ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π., και ΠΠΑθ 2322/2023, ό.π., στην από 27.10.2011 ανακοίνωση με τίτλο «Προκαταρκτικά αποτελέσματα Κεφαλαιακής Άσκησης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής», στην οποία αναφέρεται ότι: «Η ΕΤΑ σκοπεύει να θεωρήσει μετατρέψιμα αξιόγραφα (contigent convertibles), τα οποία δύνανται να απορροφήσουν πιθανές ενδεχόμενες ζημιές, ως αποδεκτά για το κεφαλαιακό περιθώριο προστασίας. Η Τράπεζα Κύπρου διαθέτει Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) ύψους €887 εκατ. τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων (Tier 1 ratio), είναι συμβατά με τη Βασιλεία III και έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν πιθανές ενδεχόμενες ζημιές. Λαμβάνοντας υπόψη τα €887 εκατ. ΜΑΕΚ, το επιπλέον ποσό κεφαλαίου που απαιτείται βάσει της αρχικής εκτίμησης της ΕΤΑ είναι €585 εκατ.», και στην από 8.12.2011 ανακοίνωση με τίτλο «Αναθεωρημένα αποτελέσματα της Κεφαλαιακής Άσκησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών», που περιέχει αντίστοιχη εκτίμηση]. Εν κατακλείδι, όπως ήδη επισημάνθηκε, τα τρία εν θέματι επενδυτικά προϊόντα (ΜΧ 2013/2018, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ) σχεδιάστηκαν και προωθήθηκαν στην πρωτογενή αγορά σε μορφή, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εναγομένης για κεφαλαιακή επάρκεια, τα δε ΜΑΕΚ και ως χρηματοοικονομικό εργαλείο απορρόφησης των ζημιών λόγω της έκθεσής της στη συνεχώς επιδεινούμενη ελληνική οικονομία, ενόψει και των αυξημένων απαιτήσεων του Συμφώνου της Βασιλείας III για την ύπαρξη κεφαλαιακού αποθέματος για λόγους συντήρησης (“capital conservation buffer"), επιπροσθέτως των ελάχιστων κεφαλαιακών αποθεμάτων, που πρέπει να τηρούνται σε διαρκή βάση. Εξάλλου, τα εν θέματι επενδυτικά προϊόντα δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μεμονωμένες εκδόσεις επενδυτικών προϊόντων από την εναγομένη, διότι, μετά την έκδοση των ΜΧ 2013/2018, οι μετέπειτα εκδόσεις ήταν καθεμία εξέλιξη και συνέχεια της προηγούμενης, προσαρμοσμένη στις εκάστοτε ανάγκες της εναγομένης, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από το γεγονός ότι επισημαινόταν στους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων της ότι πρέπει να επιτευχθεί η ανταλλαγή του ενός προϊόντος με το άλλο (τα ΜΧ 2013/2018 να ανταλλαγούν με ΜΑΚ και τα τελευταία με ΜΑΕΚ), προς τον σκοπό, δε, αυτό τα ΜΑΚ σχεδιάστηκαν ως ελκυστικότερα από τα ΜΧ 2013/2018 (υψηλότερο επιτόκιο, σταθερό για πέντε έτη, όταν το επιτόκιο των ΜΧ 2013/2018 είχε διαμορφωθεί κάτω από 5,5%, και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 5,50 ευρώ ανά μετοχή αντί 10,50 ευρώ) και τα ΜΑΕΚ ως ελκυστικότερα των ΜΑΚ (υψηλότερο επιτόκιο κατά 1% και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 3,30 ευρώ ανά μετοχή αντί 5,50 ευρώ). Κάθε έκδοση, άλλωστε, ανάλογα με τον σκοπό, που εξυπηρετούσε, έφερε έναν επιπλέον όρο προς το συμφέρον της εναγομένης (τα ΜΑΚ τον όρο περί αναστολής πληρωμής τόκων, ενώ τα ΜΑΕΚ και τον όρο περί υποχρεωτικής μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εναγομένης, καθώς τα ΜΧ 2013/2018 και τα ΜΑΚ δεν μπορούσαν να επαυξήσουν τον δείκτη Core Tier 1, λόγω της μη δυνατότητας αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε μετοχές της εναγομένης). Η μεγάλη, εξάλλου, σημασία, που είχε για την εναγομένη η επιτυχία και των τριών (3) εκδόσεων, αποδεικνύεται από εσωτερικά έγγραφα αυτής, στα οποία γίνεται λόγος για εξαιρετική σπουδαιότητα της κάλυψης (βλ. σχετικές αναφορές σε συγκεκριμένα έγγραφα στις ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π., και ΠΠΑΘ 2322/2023, ό.π.). Τα ανωτέρω ίσχυσαν προεχόντως σε σχέση με την προώθηση των ΜΑΕΚ, όπως σαφώς προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από αμφότερες τις διάδικες πλευρές εσωτερικά έγγραφα της εναγομένης προς τα στελέχη της, ιδίως, δε, από: α) το από 10.3.2011, υπ' αριθμ. ΓΚΜ/./11 και με αναφερόμενο θέμα «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 99 : ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» σημείωμα των .  και . , Διευθυντών, αντίστοιχα, της Διεύθυνσης Καρτών & ΕΚΜ και Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών Θεματοφυλακής και Επενδυτικής Τραπεζικής Ελλάδας της εναγομένης, και β) το από 11.4.2011, υπ' αριθμ. 0ΚΜ/./11 και με αναφερόμενο θέμα «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 101 : ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ» σημείωμα της . , Προϊσταμένης του Τομέα ΘΚΜ, και του . , Διευθυντή Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών Θεματοφυλακής και Επενδυτικής Τραπεζικής Ελλάδας της εναγομένης, τα οποία απευθύνονται στους διευθυντές των καταστημάτων ιδιωτών και σε άλλα ανώτερα στελέχη της τράπεζας και στα οποία γίνεται αναφορά σε «εκστρατεία» και «στόχους», προσδιορίζονται οι ομάδες ενδιαφέροντος - «στόχοι» (με αναφορά στο χαρτοφυλάκιο και το ύψος των καταθέσεών τους), καθορίζεται ο τρόπος επικοινωνίας και προσέγγισης αυτών, αλλά και η μέθοδος καταγραφής της προσέγγισης αυτής και των αποτελεσμάτων της. Εξάλλου, στην ικανοποίηση των ανωτέρω στρατηγικών κατέτεινε και η μαζική ταχυδρομική αποστολή από την εναγομένη «ενημερωτικών επιστολών» αναφορικά με την έκδοση και διάθεση στο επενδυτικό κοινό των συγκεκριμένων προϊόντων, γεγονός που συνομολογεί και η ίδια με τις προτάσεις της. Επί τη βάσει, δε, των προηγηθεισών επισημάνσεων, προκύπτει ότι, με σκοπό την επιτυχία των εκδόσεών της, η εναγομένη επέλεξε για τη διάθεση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων στην πρωτογενή αγορά ένα μικτό σύστημα, παρά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της για διάθεση τους αποκλειστικά και μόνο μέσω δημόσιας προσφοράς στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι, πέρα από τη δημόσια προσφορά, η εναγομένη σχεδίασε μία εκστρατεία προώθησης της ιδιωτικής τοποθέτησης στα ένδικα επενδυτικά προϊόντα, η οποία ήταν επικεντρωμένη σε μία κατηγορία πελατών της με εξατομικευμένο προφίλ και, συγκεκριμένα, στους καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποταμίευσης. Οι τελευταίοι επελέγησαν, διότι εκτιμήθηκε ότι, λόγω του ύψους των διατηρούμενων από αυτούς κεφαλαίων και των προηγούμενων επενδύσεών τους (ιδίως σε προθεσμιακές καταθέσεις), θα είχαν τη διάθεση να προβούν σε πολυετή δέσμευση των χρημάτων τους, εξασφαλίζοντας υψηλές αποδόσεις. Η, δε, επιλογή τους έγινε με χρήση της βάσης πελατών (πελατολογίου) "COSMOS CMR” της εναγομένης, από την οποία προέκυπτε το προφίλ κάθε πελάτη της. Συνετάγησαν, επίσης, λίστες πελατών - εν δυνάμει επενδυτών ανά υποκατάστημα της εναγομένης και εστάλησαν στο οικείο υποκατάστημα προς αξιοποίηση, ενώ έγιναν και τηλεδιασκέψεις μέσω της πλατφόρμας "CENTRA”, κατά τις οποίες περιγράφηκαν στους υπαλλήλους τα χαρακτηριστικά των ενδίκων επενδυτικών προϊόντων, και ακολούθησαν αντίστοιχες περιφερειακές συναντήσεις, η ανάρτηση σχετικού οδηγού εργασιών και η αποστολή εντύπων προς διάθεση, στα οποία επεξηγούνταν τα χαρακτηριστικά των τριών επενδυτικών προϊόντων και περιέχονταν με τη μορφή ερωταπαντήσεων επιχειρήματα για την προώθησή τους. Περαιτέρω, για τη διάθεση των ΜΧ 2013/2018 οι υπάλληλοι κάθε υποκαταστήματος, που ήταν επιφορτισμένοι με την προώθησή τους, έρχονταν με δική τους πρωτοβουλία σε επαφή με τον πελάτη από τους ως άνω κύκλους πελατών και όριζαν συνάντηση με αυτόν, προκειμένου να συζητήσουν για το ως άνω επενδυτικό προϊόν. Επίσης, τους δόθηκαν προφορικές οδηγίες να έρχονται σε επαφή και με άτομα του συγγενικού - φιλικού περιβάλλοντος τους, που ταίριαζαν στο ως άνω προφίλ επενδυτή. Περαιτέρω, για τη διάθεση των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ απεστάλησαν από την εναγομένη και επιστολές σε πελάτες, που είχαν ήδη επενδύσει σε ΜΧ 2013/2018 και ΜΑΚ, με αιτήσεις εγγραφής τους στις νέες εκδόσεις, στις οποίες (αιτήσεις) ήταν προτυπωμένα τα προσωπικά τους στοιχεία, ενώ ακολούθησε και τηλεφωνική επικοινωνία από υπάλληλο του οικείου υποκαταστήματος για την επιβεβαίωση της παραλαβής της επιστολής και, στη συνέχεια, για τον ορισμό συνάντησης. Όσον αφορά, δε, το σκέλος της δημόσιας προσφοράς έγιναν σχετικές ανακοινώσεις και διαφημίσεις και αναρτήθηκαν τα σχετικά ενημερωτικά δελτία στις ιστοσελίδες της εναγομένης, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και του Χρηματιστηρίου Κύπρου. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι στα ενημερωτικά έντυπα προς τους υπαλλήλους περιγράφονταν τα χαρακτηριστικά και' οι κίνδυνοι των ενδίκων επενδυτικών προϊόντων, επισημάνθηκε προφορικά σε αυτούς από τα αρμόδια στελέχη της εναγομένης ότι κατά την παρουσίαση θα έπρεπε να χρησιμοποιούν τη σχετική επιχειρηματολογία, κατά τρόπο που να τονίζονται στον κάθε πελάτη - καταθέτη τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος, που θα τον οδηγούσαν στην αγορά του, ήτοι το υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με αυτό των προθεσμιακών καταθέσεων και η ασφάλεια του κεφαλαίου τους λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της εναγομένης. Επισημάνθηκε μάλιστα σε αυτούς ότι θα μπορούσαν να προτείνουν ως δέλεαρ τη δυνατότητα προεξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων χωρίς ποινή, προκειμένου να πειστούν οι πελάτες - καταθέτες να επενδύσουν στα εν λόγω προϊόντα, ενώ σε όσους από αυτούς είχαν ενδοιασμούς σχετικά με την αόριστη διάρκεια των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ, συστήθηκε να τους κάμπτουν, αναφέροντας ότι ήταν πάγια τακτική της εναγομένης και προς το συμφέρον αυτής να προβαίνει στην εξαγορά όλων των σχετικών προϊόντων στην πενταετία, προκειμένου να μην επιβαρύνεται με την καταβολή υψηλών τόκων. Ενόψει, δε, της συγκεκριμένης διαβεβαίωσης, αλλά και του γεγονότος ότι τόσο η καταβολή των τόκων ανά εξάμηνο, όσο και η επιστροφή του κεφαλαίου (στην πενταετία), θα γίνονταν βάσει της ονομαστικής αξίας των συγκεκριμένων τίτλων, αποκρυπτόταν (άμεσα ή έμμεσα) από τους ενδιαφερομένους πελάτες της εναγομένης ο κίνδυνος απομείωσης του επενδυθέντος κεφαλαίου τους. Τέλος, επισημάνθηκε προφορικά στους υπαλλήλους της εναγομένης ότι η παρουσίαση των εν Θέματι επενδυτικών προϊόντων θα πρέπει να είναι σύντομη, ώστε να μην κουράζεται και αποθαρρύνεται ο πελάτης (βλ. για τα ανωτέρω, ενδεικτικά, την υπ' αριθμ. ./16.11.2015 ένορκη βεβαίωση του . , πρώην υπεύθυνου του επενδυτικού περιφερειακού κόμβου Βορείου Ελλάδας της εναγομένης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης . , την υπ' αριθμ. ./9.1.2017 ένορκη βεβαίωση της . , πρώην προϊσταμένης του καταστήματος Φ στην Αθήνα της εναγομένης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . , την υπ' αριθμ. ./16.11.2015 ένορκη βεβαίωση της . , πρώην υπαλλήλου του καταστήματος Καλαμάτας της εναγομένης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας . , την υπ’ αριθμ. ./16.11.2015 ένορκη βεβαίωση του . , πρώην διευθυντή του καταστήματος Ορεστιάδας της εναγομένης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδας . ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε εν τέλει καίριο πλήγμα στην κεφαλαιακή επάρκεια της -κατά τα προεκτεθέντα, εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε ΟΕΔ- εναγομένης, η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας ΟΕΔ) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στο ποσό των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εναγομένη απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθόσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση. Αντιθέτως, προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της και, περαιτέρω, επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό, μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο, σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των ΜΑΕΚ), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και τον βαθμό ασφάλειας της επένδυσής τους, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί. Σημειώνεται ότι η εναγομένη ήδη από τον Δεκέμβριο του 2011 (ήτοι μερικούς μόνο μήνες μετά την έκδοση των ΜΑΕΚ) αντιμετώπιζε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας [όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης αυτής για το έτος 2011 (σελ. 278)]. Στο πλαίσιο αυτό, στις 15.6.2012, αποφάσισε, αναφορικά με τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ, την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, το ίδιο δε έπραξε στις 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Περαιτέρω, στις 30.6.2012 παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο σε μεγάλο βαθμό στο ελληνικό πρόγραμμα “PSI” αναφορικά με τα ΟΕΔ) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσό των δέκα δισεκατομμυρίων (10.000.000.000) ευρώ, ενώ στις 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (Ε.Ε.Α.) το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) ευρώ. Ωστόσο, στις 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εναγομένης και της Λαϊκής Τράπεζας της Κύπρου, με την αυτή δε απόφαση του Eurogroup μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη η υποχρέωση της Λαϊκής Τράπεζας προς τον Ε.Ε.Α., ύψους εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ. Ακολούθως, στις 26.3.2013, η εναγομένη τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 "Για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων"» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων έκδοσής τους. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθμ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγίανσης κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα ομόλογα έκδοσης της εναγομένης, μεταξύ των οποίων και τα ΜΑΕΚ, μετετράπησαν σε Μετοχές Δ΄ Τάξης με τιμή μετατροπής ένα (1) ευρώ, δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο ένα (1) ευρώ για κάθε ευρώ των ως άνω χρεών της εναγομένης. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, με σκοπό τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές, αξίας 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μία (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός (1) ευρώ εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λχ. αριθμός μετοχών ελάσσων των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερίσματος στους μετόχους. Τέλος, στις 4.1.2017 η εναγομένη εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Αναστολή διαπραγμάτευσης των Υφιστάμενων Μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ», με την οποία γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι η (εντασσόμενη στο σχέδιο εξυγίανσής της) αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής της στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου θα αρχίσει από τις 10.1.2017, καθώς και ότι η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών της θα άρχιζε, υπό την αίρεση της λήψης των σχετικών εγκρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο L.S.E. (όχι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) από τις 19.1.2017. Εντός του προδιαγραφέντος πλαισίου και επί τη βάσει των προηγηθεισών αποδεικτικών παραδοχών, που ισχύουν και ως προς την ένδικη διαφορά, διαμορφώθηκε και η συναλλακτική σχέση μεταξύ των διαδίκων μερών. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, . , είναι οικονομολόγος (απόφοιτη της Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) - λογίστρια και έχει εργασθεί σε εταιρείες του ιδιωτικού και ευρύτερου δημοσίου τομέα. Από το έτος 1998 διατηρούσε επενδυτική μερίδα (με αριθμό …) και λογαριασμό (με αριθμό …) στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με χειρίστρια του χαρτοφυλακίου της της "Aspis Bank Α.Ε.”, την οποία απενεργοποίησε το έτος 2006 (βλ. εκτύπωση της επενδυτικής της μερίδας, που προσκομίζει η εναγομένη). Συνομολογείται, δε, από την ίδια την ενάγουσα ότι κατά το ανωτέρω διάστημα αυτή προέβη σε χρηματιστηριακές συναλλαγές (βλ. σελ. 54 της προσθήκης στις προτάσεις της). Εν συνεχεία, δε, όρισε χειρίστρια της ενεργούς (κατά την επένδυσή της στα ΜΑΕΚ) επενδυτικής της μερίδας την τράπεζα “Eurobank”. Περαιτέρω, όσον αφορά τη συναλλακτική της σχέση με την εναγομένη, αποδεικνύεται ότι αυτή (σχέση) εκτείνεται χρονικά από το έτος 2002 μέχρι και το έτος 2013. Ειδικότερα, η ενάγουσα, εργαζόμενη ως λογίστρια σε πολυεθνική εταιρεία, τηρούσε τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας στην εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, ενώ από το έτος 2008, χρόνο κατά τον οποίο εισέπραξε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό λόγω της πώλησης διαμερίσματος, άρχισε να τοποθετεί μέρος των αποταμιεύσεών της σε (ανανεούμενες) προθεσμιακές καταθέσεις, με ορισμένη διάρκεια και σταθερό επιτόκιο. Συνομολογείται, εξάλλου, από την εναγομένη (βλ. σελ. 126 των προτάσεών της) ότι η ενάγουσα «ήταν συντηρητική και προτιμούσε τις λιγότερο επισφαλείς επενδύσεις». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι με την πάροδο των ετών είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της ενάγουσας και των υπαλλήλων του καταστήματος Αμαρουσίου της εναγομένης, στο πλαίσιο των οποίων και για τη διευκόλυνση των συναλλαγών της αυτές διεκπεραιώνονταν ακόμη και τηλεφωνικά ή μέσω τηλεομοιοτυπίας. Επισημαίνεται, επίσης, ότι, δεδομένης της μακρόχρονης συναλλακτικής σχέσης της ενάγουσας με το ανωτέρω κατάστημα της εναγομένης, οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτού τελούσαν σε γνώση του συντηρητικού συναλλακτικού της προφίλ, δοθέντος και ότι οι προσφερθείσες σε αυτή τραπεζικές υπηρεσίες δεν περιελάμβαναν την εκ μέρους της ανάληψης οποιουδήποτε επενδυτικού ρίσκου. Επιπλέον, η ενάγουσα είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην ορθότητα των ενεργειών των υπαλλήλων της εναγομένης, χάρη και στην επαγγελματική κατάρτιση και δεοντολογική συμπεριφορά των τελευταίων. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι στις 2.5.2011 επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της ο υπάλληλος του ανωτέρω καταστήματος της εναγομένης, . , ο οποίος της πρότεινε, ενόψει της επερχόμενης κατ’ εκείνο τον χρόνο λήξης της προθεσμιακής της κατάθεσης (τον Ιούνιο του 2011), την τοποθέτηση του ποσού αυτής (39.750,00 ευρώ), σε ένα νέο προϊόν της εναγομένης, πενταετούς διάρκειας, με ιδιαίτερα ευνοϊκό επιτόκιο (6,5% ετησίως) σε σχέση με την προθεσμιακή της κατάθεση και με εγγυημένη την απόδοση του κεφαλαίου της μετά την πάροδο της πενταετίας. Η εν γένει παρουσίαση του εν λόγω προϊόντος στην ενάγουσα ήταν ιδιαίτερα θετική, χωρίς αναφορές σε κινδύνους αυτού, και με την επισήμανση ότι προσφέρεται μόνο σε «καλούς πελάτες» της εναγομένης. Δεδομένου, δε, ότι η ενάγουσα δεν απάντησε (θετικά ή αρνητικά), ο συγκεκριμένος υπάλληλος της εναγομένης επικοινώνησε ξανά μαζί της, επιμένοντας στην πρότασή του και τονίζοντας τον ιδιαίτερα ευνοϊκό της χαρακτήρα. Όταν, δε, η ενάγουσα του δήλωσε ότι αδυνατούσε να μεταβεί στο κατάστημα της εναγομένης, της ανέφερε ότι θα μπορούσε ο ίδιος να καταχωρήσει την αίτησή της, κατόπιν της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας. Η ενάγουσα, έχοντας εμπιστοσύνη στον συγκεκριμένο υπάλληλο, εξαιτίας και της έως τότε άριστης συνεργασίας τους, αλλά και την πεποίθηση ότι προέβαινε σε μία ασφαλή και αποδοτικότερη τοποθέτηση του κεφαλαίου της (επί τη βάσει των προβληθέντων σε αυτή πλεονεκτημάτων του προταθέντος προϊόντος), πείσθηκε να προβεί στην υποδειχθείσα ενέργεια. Τούτων δοθέντων, στις 13.5.2011, ο ανωτέρω υπάλληλος της απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας προσυμπληρωμένο έγγραφο με τίτλο «ανέκκλητη αίτηση εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» από «Μη μέτοχο/Μη Κάτοχο Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών», το οποίο η ίδια (μαζί και με εξουσιοδότηση για τη σχετική χρέωση του λογαριασμού της) απλώς υπέγραψε και επαναπροώθησε στον ως άνω υπάλληλο, επίσης μέσω τηλεομοιοτυπίας. Με την ανωτέρω αίτηση η ενάγουσα ζητούσε την απόκτηση 39.750 ΜΑΕΚ, ονομαστικής αξίας εκάστου 1,00 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 39.750,00 ευρώ, με ισόποση χρέωση του λογαριασμού της στην εναγομένη, και αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι: «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης και αναγνωρίζω/ουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφασή μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή». Η ως άνω αίτηση έγινε δεκτή με την παραχώρηση στην ενάγουσα 39.750 ΜΑΕΚ, σημειουμένου, ωστόσο, ότι δεν προκύπτει η αποστολή σε αυτή οποιοσδήποτε εγγράφου προς επιβεβαίωση της σχετικής συναλλαγής και εξειδίκευση του περιεχομένου της. Σημειώνεται, επίσης, ότι, παρότι στην ανωτέρω αίτηση αναφέρεται ότι η ενάγουσα έλαβε γνώση του περιεχομένου του εκδοθέντος από την εναγομένη από 5.4.2011 ενημερωτικού δελτίου, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η εναγομένη χορήγησε στην ενάγουσα αντίγραφο του εν λόγω εγγράφου, όπως, εξάλλου, και ότι εν γένει δόθηκαν σε αυτή, εγγράφως ή προφορικός, οποιεσδήποτε διευκρινίσεις για τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, όπως τα στοιχεία αυτά λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω στο σκεπτικό, δεδομένης, πρωτίστως, της εξ αποστάσεως διεκπεραίωσης της σχετικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η ενάγουσα λάμβανε τακτικά (ανά εξάμηνο) ενημερωτικά σημειώματα [statements] από την τράπεζα "Eurobank", που, κατά τα προεκτεθέντα, διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιό της, στα οποία γινόταν αναφορά στην αποτίμηση του επενδυθέντος κεφαλαίου της σε ΜΑΕΚ, ενώ τόκους (καθαρού ποσού 1.365,85 ευρώ) έλαβε μόνο άπαξ στις 31.12.2011. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι κατά τον χρόνο αυτό, λόγω της κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εναγομένης (κατά τα προεκτεθέντα), συνέτρεχε ήδη περίπτωση ενεργοποίησης του συμβατικού όρου περί ακύρωσης της καταβολής τόκων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ήδη κατά τον ανωτέρω χρόνο, στα ενημερωτικά δελτία, που λάμβανε η ενάγουσα, εμφανιζόταν σημαντική μείωση στην αποτίμηση του χαρτοφυλακίου της και, ειδικότερα, το κεφάλαιό της αποτιμώνταν στο ποσό των 30.609,25 ευρώ. Τούτου δοθέντος, η ενάγουσα επικοινώνησε με την εναγομένη, αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας τη διαβεβαίωσαν ότι δεν υφίστατο κάποια μεταβολή στα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Εξάλλου, λόγω της (μέχρι τον χρόνο εκείνο) συνεχιζόμενης καταβολής υψηλών τόκων (που υπολογίζονταν βάσει της ονομαστικής αξίας των τίτλων) και της εν γένει ομαλής εξέλιξης της συναλλακτικής της σχέσης με την εναγομένη, η ενάγουσα, μην έχοντας κάποιο λόγο να αξιολογήσει περαιτέρω τη μεταβαλλόμενη χρηματιστηριακή αξία των κατεχόμενων από αυτή προϊόντων, δεν μετέβαλε τις επενδυτικές της επιλογές. Τούτο συνδέεται πρωτίστως με το γεγονός ότι τελούσε υπό την πεπλανημένη αντίληψη, που της είχαν προκαλέσει οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, μέσω των σχετικών επανειλημμένων διαβεβαιώσεων αυτών, ότι, αφενός, το επενδυθέν κεφάλαιό της ήταν εξασφαλισμένο, δεδομένου ότι πάγια τακτική της εναγομένης ήταν να προβαίνει στην εξαγορά όλων των σχετικών προϊόντων στην πενταετία, και μάλιστα στην ονομαστική τους αξία, προκειμένου να μην επιβαρύνεται με την καταβολή υψηλών τόκων (βλ. και τα ανωτέρω εκτιθέμενα), και, αφετέρου, ότι η ίδια η εναγομένη ήταν οικονομικά εύρωστη και φερέγγυα, με συνέπεια να μην υφίστανται κίνδυνοι για τα προϊόντα, που είχε εκδώσει. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2012 η εναγομένη αποφάσισε να προβεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, η οποία ανακοινώθηκε στις 8.2.2012 και στην οποία θα είχαν δικαίωμα προτεραιότητας οι μέτοχοί της και οι κάτοχοι μετατρέψιμων αξιογράφων της, τα οποία θα μπορούσαν και εθελοντικά να μετατρέψουν σε μετοχές. Κατ' ακρίβεια, τα ΜΑΕΚ θα μετατρέπονταν σε Υποχρεωτικά Μετατρέψιμα Ομόλογα (ΥΜΟ), τα οποία σε οκτώ [8] ημερολογιακές ημέρες θα αποπληρώνονταν με μετοχές της εναγομένης στην τιμή του 1,00 ευρώ, ενώ θα παραχωρούνταν και επιπλέον χαριστικές μετοχές. Η ενάγουσα, ωστόσο, ενημερωθείσα σχετικά με την ανωτέρω δυνατότητα μέσω ταχυδρομικής επιστολής της εναγομένης, αλλά και τηλεφωνικά από τη . , υπάλληλο του καταστήματος Αμαρουσίου, δεν προέβη στην προτεινόμενη μετατροπή των ΜΑΕΚ, που κατείχε. Τούτο, δε, καθώς δεν θεώρησε σκόπιμο να απωλέσει το, σύμφωνα με τις παραστάσεις της εναγομένης, εγγυημένο καταθετικό προϊόν, που κατείχε, και, αντ' αυτού, να λάβει μετοχές, υποκείμενες εξ αντικειμένου σε αυξομειώσεις ως προς την πραγματική τους αξία. Αποδεικνύεται, δε, ότι στις 21.6.2012, κατόπιν της απόφασης της εναγομένης για την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκου, η ενάγουσα ενημερώθηκε από τον προμνησθέντα υπάλληλο της εναγομένης, . , ότι δεν θα λάμβανε τόκους, λόγω ζημιών αυτής. Παρά ταύτα, ουδόλως ενημερώθηκε κατ’ εκείνο τον χρόνο σχετικά με περαιτέρω κινδύνους αναφορικά με την καταβολή των τόκων και την ασφάλεια του κεφαλαίου της. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είχε αντιληφθεί την πλάνη, στην οποία είχε περιέλθει κατά την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Τούτου δοθέντος, με την από 18.9.2012 έγγραφη δήλωσή της προς την εναγομένη, κοινοποιηθείσα και στον Συνήγορο του Καταναλωτή, διαμαρτυρήθηκε για την παραπλάνησή της από την εναγομένη στο πλαίσιο της προώθησης σε αυτή των ΜΑΕΚ και, επαναλαμβάνοντας το ανωτέρω ιστορικό της μεταξύ τους συνεργασίας, δήλωσε σε αυτή ότι δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει στα ΜΑΕΚ και ζήτησε την τοποθέτηση του επενδυθέντος κεφαλαίου της σε προθεσμιακή κατάθεση με χαρακτηριστικά αντίστοιχα με τα συμφωνηθέντα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτενώς προεκτεθέντα, τον Μάρτιο του έτους 2013, μετά τη θέση της εναγομένης σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και τη λήψη απόφασης περί διάσωσής της με ίδια μέσα (bail - in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων, τα 39.750 ΜΑΕΚ, που κατείχε η ενάγουσα, μετατράπηκαν σε 39.750 μετοχές Δ' Τάξης της εναγομένης [με τιμή μετατροπής ένα (1) ευρώ, δηλαδή στην ονομαστική τους αξία]. Ακολούθως, δε, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των εν λόγω μετοχών από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ και κάθε εκατό (100) μετοχές ενώθηκαν σε μία (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός (1) ευρώ εκάστης. Επομένως, το επενδυθέν από την ενάγουσα κεφάλαιο των 39.750,00 ευρώ μετατράπηκε σε 397 συνήθεις μετοχές της εναγομένης, ονομαστικής αξίας 397,00 ευρώ (βλ. σχετικά την από 8.8.2013 ενημερωτική επιστολή, που η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα), πλην, όμως, μηδενικής πραγματικής αξίας, κατόπιν, ιδίως, της αναστολής της διαπραγμάτευσής τους στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου. Επί τη βάσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν προσέφερε στην ενάγουσα τα ένδικα επενδυτικά προϊόντα μέσω δημόσιας προσφοράς, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Τα προσέφερε μέσω της προπεριγραφόμενης ιδιωτικής τοποθέτησης, που ήταν ειδικώς σχεδιασμένη και προσανατολισμένη σε συγκεκριμένο τύπο επενδυτή, αυτόν του συντηρητικού καταθέτη (ιδίως προθεσμιακών καταθέσεων) με μεσαίο και μεγάλο καταθετικό υπόλοιπο, που ήταν πρόθυμος να δεσμεύσει τα χρήματά του με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ΜΑΕΚ στην ενάγουσα δεν έγινε στο πλαίσιο μίας προσφοράς των συγκεκριμένων προϊόντων στο ευρύ κοινό, αλλά στο πλαίσιο μίας εξατομικευμένης προσφοράς, που είχε σχεδιασθεί να παρέχεται σε ένα ευρύ, πλην, όμως, συγκεκριμένο κύκλο προσώπων (πελατών - στόχων), τα στοιχεία των οποίων είχαν αντληθεί από το πελατολόγιο της εναγομένης και τις προσωπικές σχέσεις των υπαλλήλων της μαζί τους. Επί τη βάσει των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ, που είχε εκδώσει, στην ενάγουσα, ενήργησε με την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, και, ειδικότερα, παρέσχε, μέσω του προστηθέντος υπαλλήλου της . , επενδυτικές υπηρεσίες (με αντικείμενο επενδυτικές συμβουλές και τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών) στην ενάγουσα, η οποία έφερε την ιδιότητα της καταναλώτριας των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελική αποδέκτρια αυτών και δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή - μη «επαγγελματία» επενδυτή. Υπό το πρίσμα αυτό, μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί σιωπηρά σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών (χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου, ήτοι κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Τούτο, επιρρωνύεται από το γεγονός ότι η εναγόμενη είχε την αποκλειστική πρωτοβουλία προσέγγισης της -άπειρης ως προς τα συγκεκριμένα προϊόντα- ενάγουσας, με σκοπό τη διάθεσή τους σε αυτή (βλ. σχετική παραδοχή στη σελ. 112 των προτάσεων της εναγομένης) και την αποκόμιση ίδιου οικονομικού οφέλους (ενίσχυση κεφαλαιακής της επάρκειας) [πρβλ. και τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη σχετικά με την ύπαρξη σιωπηρής σύμβασης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην περίπτωση διαμεσολάβησης πιστωτικού ιδρύματος κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα]. Ειδικότερα, ο αρμόδιος υπάλληλος αυτής . , στο πλαίσιο σχετικού λεπτομερούς σχεδιασμού και ενεργώντας επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες της (βλ. και τις προηγηθείσες σχετικές αναφορές σε σχέση με την οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση των πελατών της εναγομένης, ιδίως αυτών που διέθεταν υψηλά διαθέσιμα κεφάλαια, με σκοπό τη μαζική προώθηση σε αυτούς των ως άνω επενδυτικών προϊόντων), επικοινώνησε, κατ' επανάληψη, τηλεφωνικά με την ενάγουσα, προκειμένου να την ενημερώσει και να της προτείνει την επένδυση του κεφαλαίου της στα ένδικα επενδυτικά προϊόντα. Επιπλέον, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο ανωτέρω τραπεζικός υπάλληλος, στο πλαίσιο της τηλεφωνικής του επικοινωνίας με την ενάγουσα και της εξ αποστάσεως υποβολής από αυτή της αίτησης για τη συμμετοχή στην έκδοση των ΜΑΕΚ, δεν έθεσε υπόψη της το σχετικό ενημερωτικό δελτίο, ούτε γνωστοποίησε σε αυτή εάν και πού αυτό ήταν διαθέσιμο, αλλά φρόντισε να εξασφαλίσει την υπογραφή της στην προαναφερόμενη (συνοπτική και ολίγων σελίδων) αίτηση, στην οποία περιλαμβάνεται, σε «ψιλά» γράμματα, η τυπική, αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, παραδοχή ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους του εν λόγω προϊόντος και, επιπλέον, τους κατανόησε πλήρως, πράγμα, εν πάση περιπτώσει, εξαιρετικά αμφίβολο, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι η μέσω τηλεφώνου παρουσίαση σε αυτή της ένδικης επενδυτικής πρότασης ανταποκρινόταν σε στοιχειώδεις αξιώσεις πληρότητας ή ότι η ίδια πληροφορήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη και το περιεχόμενο του σχετικού ενημερωτικού δελτίου, σημειουμένου και ότι αυτό εκτείνεται σε 200 σελίδες, πυκνογραμμένες, σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα, με σύνθετους νομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία αποταμιευτή - επενδυτή. Καθίσταται, δε, λίαν αμφίβολο αν και οι υπάλληλοι της εναγομένης, που είχαν αναλάβει τη μαζική προώθηση των συγκεκριμένων προϊόντων, είχαν μελετήσει το ως άνω ενημερωτικό δελτίο και αν εν γένει είχαν αντιληφθεί τους κινδύνους από την προωθούμενη επένδυση, δεδομένων και των αντίθετου περιεχομένου διαβεβαιώσεων των αρμόδιων στελεχών της εναγομένης (περί ασφάλειας του προϊόντος, περί επιστροφής του κεφαλαίου στην πενταετία, περί οικονομικής ευρωστίας της εναγομένης, κ.λπ.), αλλά και του γεγονότος ότι και πολλοί εξ αυτών, όπως και άτομα του συγγενικού - φιλικού τους κύκλου, επένδυσαν στα συγκεκριμένα προϊόντα [πρβλ. και το περιεχόμενο των προμνησθεισών ενόρκων βεβαιώσεων υπαλλήλων - διευθυντών της εναγομένης]. Εξάλλου, η παρουσίαση του εν λόγω προϊόντος στην ενάγουσα από τον ανωτέρω υπάλληλο της εναγομένης δεν περιελάμβανε μόνο δηλώσεις αναφορικά με τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματά του, αλλά και σαφή έκφραση γνώμης περί της καταλληλότητας αυτού για την ενάγουσα και για τους επενδυτικούς σκοπούς της, μέσω συγκρίσεων με τις προθεσμιακές καταθέσεις (βλ. πλείονα κατωτέρω), καθώς και σύστασης για τη διενέργεια της επένδυσης ως κατάλληλης για αυτή, σε συνδυασμό με την παροχή κινήτρων (υψηλό επιτόκιο, δυνατότητα εξασφάλισης του κεφαλαίου, κ.λπ.). Το γεγονός, δε, ότι η εναγομένη παρέσχε επενδυτικές υπηρεσίες, υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχή σύστασης), στους πελάτες της, που επένδυσαν στα ένδικα προϊόντα της, συμπεριλαμβανομένης της ενάγουσας, αποδεικνύεται ιδίως από : α) την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ και στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγομένης κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ, η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τους, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση, εφόσον με τα κεφάλαια αυτών θα λάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω αξιογράφων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα αναφορικά με αμφότερα τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (ΜΑΚ και ΜΑΕΚ) ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής υπό τη μορφή της σύστασης, με την οποία παρουσιάσθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα για έκαστο συγκεκριμένο επενδυτή, β) την υπ' αριθμ. 9/700/10.12.2014 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκαν στην εναγομένη : βα) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 απόφασης αυτής και ββ) πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 4 ν. 3606/2007, καθόσον διαπιστώθηκε από την εν λόγω δημόσια αρχή, μεταξύ άλλων, ότι: i. «Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει για να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ ενήργησε κατά τρόπο που, ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές. Ακόμα και εάν στα έντυπα των “αιτήσεων αγοράς” των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περιγράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επιπρόσθετα, η Τράπεζα παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, και προέτρεψε επενδυτές στην αγορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητάς τους, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα ήταν κατάλληλα γι' αυτούς, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007.» και ii. «iii. Στο έντυπο “Ερωτήσεις και Απαντήσεις” που στάλθηκε στο δίκτυο για αυστηρά εσωτερική χρήση με σκοπό την ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση των υπαλλήλων του δικτύου για τα ΜΑΕΚ υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων, στην ερώτηση υπ’ αριθμ. 24 "ΜΑΕΚ vs Κατάθεση” αναφέρεται ότι : “Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μία απόδοση υψηλότερη από την κατάθεση. Τα ΜΑΕΚ δυνατόν να εξασφαλίσουν στους κατόχους τους αρκετά ψηλότερες αποδόσεις εάν η τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο είναι ψηλότερη από την τιμή μετατροπής. Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει ... Επίσης σχετικά με τα υπό ϋϊ. αναφερόμενα, στην ερώτηση υπ’ αριθμ. 24 "ΜΑΕΚ vs Κατάθεση” του εντύπου “Ερωτήσεις και Απαντήσεις” διενεργείται σύγκριση των ΜΑΕΚ με τις καταθέσεις με επισήμανση μόνο των πλεονεκτημάτων του προϊόντος (όπως το υψηλό επιτόκιο και τις υψηλότερες αποδόσεις από μία κατάθεση), χωρίς στην ίδια παράγραφο να αναφέρεται ότι σε περίπτωση που συμβεί οποιοδήποτε γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου ή γεγονός βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές. Επίσης, ενώ υπάρχει η αναφορά "... Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει...”, δεν αναφέρεται ότι η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την πληρωμή τόκου και ότι οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή, τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Επομένως, οι υπάλληλοι της Τράπεζας, οι οποίοι, προκειμένου να είναι σε θέση να ενημερώνουν για τα βασικά χαρακτηριστικά των επενδυτικών προϊόντων τους δυνητικούς επενδυτές, έλαβαν γνώση του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου, οδηγούνται να συγκρίνουν ένα σύνθετο επενδυτικό προϊόν με μία κατάθεση υποβαθμίζοντας τους κινδύνους που ενέχει η συγκεκριμένη επένδυση καθώς τονίζονται επιλεκτικά μόνο τα πλεονεκτήματά της, καθώς εκτός των άλλων, δεν υπάρχει καν η αναφορά ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν εντάσσονται σε κανένα “σχέδιο προστασίας", όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Η παροχή επιλεκτικής πληροφόρησης είναι δυνατόν να επηρεάσει την απόφαση του επενδυτή ...» και, αφού επισημάνθηκε ότι παρασχέθηκαν από την εναγομένη διαφόρων τύπων κίνητρα προς διευκόλυνση της προώθησης των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ στο επενδυτικό κοινό (μη επιβολή επιβαρύνσεων για πρόωρη άντληση κεφαλαίων από λογαριασμούς υπό προειδοποίηση, υπό την προϋπόθεση ότι τα αντλούμενα κεφάλαια θα χρησιμοποιούνταν για την αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για το προσωπικό της τράπεζας, παροχή καταναλωτικών δανείων με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης σε νέους επενδυτές, παροχή δανείων καταναλωτικής, επαγγελματικής και στεγαστικής πίστης με εξασφάλιση τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα), κρίθηκε ότι «Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στη διαδικασία προώθησης των ΜΑΕΚ από την Τράπεζα εντοπίστηκαν σημεία παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους προς επένδυση. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την κοινή θέση των καταγγελλόντων ότι για την αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων παρακινήθηκαν από υπαλλήλους της Τράπεζας, [τους οποίους] σε αρκετές περιπτώσεις κατονομάζουν. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο που ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτών, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007...», γ) την υπ' αριθμ. πρωτ. ./25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 ν. 3297/2004) προς την εναγομένη, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 3 και 25 ν. 3606/2007, των άρθρων 8 παρ. 1 και 9ε ν. 2251/1994 και 197 ΑΚ, με αναφορά στα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, αλλά και με επισήμανση : γα) της έλλειψης πιστοποίησης των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγομένης για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών (πράγματι, δε, στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο . , προστηθείς από την εναγομένη υπάλληλος, διέθετε την αναγκαία πιστοποίηση) και γβ) της συνδρομής περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έκδοση και διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, διότι η εναγομένη είναι ταυτοχρόνως ο εκδότης αυτών και ο παρέχων την επενδυτική συμβουλή περί αγοράς τους και, ως εκ τούτου, ενδεχομένως να μην έχει συμφέρον σε πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση των υποψήφιων επενδυτών αναφορικά με τα στοιχεία της επένδυσης, διότι αυτό, κατά λογική εκτίμηση, θα απέτρεπε μέρος αυτών από την επένδυση, με συνέπεια τη μη πλήρη κάλυψη της συγκεκριμένης έκδοσης, και δ) την από 13.9.2013 Απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με θέμα «Παράλειψη συμμόρφωσης της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ με ορισμένες διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 και της Οδηγίας που εκδόθηκε βάσει του εν λόγω Νόμου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την Άσκηση Επενδυτικών Δραστηριοτήτων του 2007», με την οποία με ανάλογο σκεπτικό επιβλήθηκε στην εναγομένη διοικητικό πρόστιμο για παράβαση της προαναφερόμενης κυπριακής νομοθεσίας περί παροχής επενδυτικών συμβουλών (παροχή μη σαφών, ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς πελάτες ή πιθανούς πελάτες, παροχή πληροφόρησης σε μη κατανοητή μορφή, παράλειψη άντλησης πληροφοριών για τους πελάτες ή πιθανούς πελάτες αναφορικά με τη γνώση και την πείρα τους στον επενδυτικό τομέα, παροχή επενδυτικών συμβουλών από μη εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο πρόσωπα, παράλειψη γενικής περιγραφής της φύσης και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η λήψη επενδυτικής απόφασης επί τη βάσει σωστής ενημέρωσης, παράλειψη αξιολόγησης της καταλληλότητας των πελατών ή πιθανών πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα). Συγκεφαλαιωτικά, επομένως, αποδεικνύεται ότι στο πλαίσιο της προκείμενης διαφοράς η επίμαχη επενδυτική επιλογή της ενάγουσας έλαβε χώρα κατόπιν σχετικής επενδυτικής συμβουλής (σύστασης) από τον προστηθέντα υπάλληλο της εναγομένης, . . Τούτο, δε, καθώς η παρουσίαση του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού προϊόντος από τον ανωτέρω υπάλληλο της εναγομένης έγινε κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας της τελευταίας και δεν περιελάμβανε μόνο δηλώσεις και πληροφορίες προς την ενάγουσα, διατυπωμένες κατά τρόπο ισορροπημένο, αντικειμενικό και μη μεροληπτικό, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του εν θέματι προϊόντος, αλλά και εκφράσεις γνώμης (αξιολογικές κρίσεις) περί της καταλληλότητάς του για την ενάγουσα και για τους αποταμιευτικούς - επενδυτικούς σκοπούς αυτής, ιδίως μέσω συγκρίσεων με τις προθεσμιακές καταθέσεις (βλ. πλείονα κατωτέρω), του υπερτονισμού των θετικών του χαρακτηριστικών και της υποβάθμισης - απόκρυψης των αναλαμβανόμενων κινδύνων, καθώς και συστάσεις στην ενάγουσα για τη διενέργεια της επένδυσης ως κατάλληλης για αυτή σε συνδυασμό με την παροχή κινήτρων, κατά τρόπο δε που ήταν σαφές ότι θα επηρεαζόταν η απόφασή της και θα οδηγούνταν στην αγορά του υποδεικνυόμενου σύνθετου χρηματοοικονομικού προϊόντος (βλ. και άρθρο 2 περ. 9 της υπ’ αριθμ. 1/452/2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Το γεγονός, δε, ότι η εναγομένη πράγματι τήρησε τις διατάξεις του ν. 3401/2005 «Ενημερωτικό δελτίο δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση», του κυπριακού Νόμου περί Εταιρειών και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2003/71/ΕΚ και Κανονισμός 809/2004) για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, στερείται έννομης επιρροής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι δεν επάγεται, άνευ άλλου τινός, τον αποκλεισμό της εφαρμογής του ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία MiFid, καθόσον, ναι μεν δεν εμπίπτει καταρχήν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου η πρωτογενής διάθεση χρηματοοικονομικών προϊόντων (δηλαδή η απευθείας διάθεση αυτών από τον εκδότη στον επενδυτή, όπως συνέβη με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα), αλλά μόνο η διάθεση στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, πλην, όμως, οι ρυθμίσεις του ν. 3606/2007 ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή, εφόσον εν τοις πράγμασι διαπιστώνεται η παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής, από τους αρμόδιους προς διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων υπαλλήλους της εναγομένης, κατά τα προ εκτιθέμενα. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία, που προβλέπεται για τη δημόσια προσφορά επενδυτικών προϊόντων στο ευρύ κοινό προβάλλεται στην παρούσα υπόθεση αλυσιτελώς. Τα παραπάνω συμπεράσματα δεν αναιρούνται από τις ένορκες βεβαιώσεις υπαλλήλων της, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη και τα εσωτερικά της έγγραφα, στα οποία γίνεται λόγος για μη παροχή επενδυτικών συμβουλών, καθώς, κατά τα προεκτεθέντα, οι προφορικές οδηγίες, που είχαν δοθεί στους υπαλλήλους από τα αρμόδια στελέχη της εναγομένης για την επιτυχία των εκδόσεων είχαν διαφορετικό περιεχόμενο. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι επί τη βάσει του (αβάσιμου, όπως προεκτέθη) ισχυρισμού της εναγόμενης ότι αυτή προέβη μόνο σε δημόσια προσφορά των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή κατ’ ουσία συνομολογεί ότι δεν τήρησε τις προβλέψεις του ν. 3606/2007, καθώς και τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις πρόνοιας και προστασίας έναντι της ενάγουσας - εντολέως της και υποψήφιας επενδύτριας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω υπάλληλος της εναγομένης κατά την επικοινωνία του με την ενάγουσα σκοπίμως απέκρυψε (αποσιώπησε) την πραγματική φύση και λειτουργία των ΜΑΕΚ, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives), που είχαν εκδοθεί με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και δη του πρωτοβάθμιου κεφαλαίου της (Tier 1), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, κατά τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» - perpetual  bonds), υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιό του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγμάτευσης. Ιδίως, δε, ο ως άνω τραπεζικός υπάλληλος από πρόθεση απέκρυψε και δεν επισήμανε στην ενάγουσα τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές της, δεδομένου ότι το ως άνω επενδυτικό προϊόν σχεδιάσθηκε εξ αρχής ως «μέσο απορρόφησης ζημιών» της εναγομένης και αποτέλεσε προστατευτικό μέσο («μαξιλάρι»), το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής έκθεσής της σε ΟΕΔ, το ενδεχόμενο πρόκλησης των οποίων ήταν πλήρως ορατό στα στελέχη της εναγομένης κατά τον χρόνο σχεδιασμού των ΜΑΕΚ. Επιπλέον, ο ίδιος τραπεζικός υπάλληλος προέβη σκόπιμα και παραπλανητικά σε (άμεση ή έμμεση) σύγκριση του ενδίκου επενδυτικού προϊόντος με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις (με τη λειτουργία των οποίων ήταν εξοικειωμένη η ενάγουσα), προκειμένου, σε μία ανεπέρειστη προσπάθεια ταύτισης αυτών, να υπογραμμίσει τα κοινά χαρακτηριστικά τους (μακρόχρονη δέσμευση κεφαλαίου, καταβολή σχετικά υψηλών τόκων, εξασφαλισμένη επιστροφή του κεφαλαίου) και, παράλληλα, να υπερτονίσει και να προβάλει τα πλεονεκτήματα των ΜΑΕΚ σε σχέση με τις καταθέσεις αυτές (αυξημένο και ιδιαιτέρως ελκυστικό επιτόκιο). Παράλληλα, υπήρχαν και ψευδείς διαβεβαιώσεις, με παράλληλη αποσιώπηση των σχετικών κινδύνων, ότι το επενδυόμενο κεφάλαιό της θα ήταν «ασφαλές» και «εγγυημένο», καθώς θα επιστρεφόταν σε αυτή μετά από πέντε έτη, σύμφωνα με την οικεία πάγια πρακτική της εναγομένης, και μάλιστα στο σύνολο της ονομαστικής αξίας αυτού. Προς ενίσχυση, δε, της εν λόγω προοπτικής οι υπάλληλοι της εναγομένης προέβαλαν το διεθνές κύρος, την οικονομική ευρωστία και τη φερεγγυότητα της εναγομένης, παρότι, σε πλήρη αντίθεση με την ανωτέρω εικόνα, τα εν λόγω προϊόντα σχεδιάστηκαν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κεφαλαιακή επάρκεια αυτής, γεγονός που προδήλως τελούσε σε γνώση των αρμόδιων στελεχών - υπαλλήλων της. Καθίσταται, εξάλλου, σαφές ότι η κατά τα ανωτέρω επιχειρηθείσα ταύτιση και σύγκριση των ενδίκων σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων με τις προθεσμιακές καταθέσεις δεν αποτέλεσε εφεύρημα μεμονωμένων υπαλλήλων της εναγομένης (συμπεριλαμβανομένου του εμπλακέντος στην ένδικη υπόθεση), αλλά κεντρική στρατηγική επιλογή της διοίκησης αυτής για την προώθηση των συγκεκριμένων προϊόντων, σε συνδυασμό, δε, με την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στον βαθμό επικινδυνότητας αυτών σε σχέση με την απλή κατάθεση και με τη μη αντιπαράθεση των λοιπών χαρακτηριστικών των δύο επενδυτικών επιλογών (χρονική διάρκεια, εγγυήσεις) [βλ. προς επίρρωση των ανωτέρω το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εναγομένης αναφορικά με τα ΜΑΕΚ με τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει (υπό τον τίτλο «ΜΑΕΚ vs κατάθεση») ότι «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μία απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση. Τα ΜΑΕΚ δυνατόν να εξασφαλίσουν στους κατόχους τους αρκετά ψηλότερες αποδόσεις εάν η τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο είναι ψηλότερη από την τιμή μετατροπής. Η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές δεν είναι υποχρεωτική. Η απόφαση για την μετατροπή εναπόκειται στον κάθε επενδυτή αν επιλέξει να τα μετατρέψει.». Πρβλ. σχετικά και το περιεχόμενο των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων υπαλλήλων της εναγομένης]. Όπως γίνεται, εξάλλου, αντιληπτό, δεδομένου ότι στους υπαλλήλους των καταστημάτων της εναγομένης παρεχόταν η κατά τα προδιαληφθέντα μονομερής, ελλιπής και παραπλανητική (παρα)πληροφόρηση αναφορικά με το επίμαχο επενδυτικό προϊόν, την ίδια μονομερή, ελλιπή και παραπλανητική πληροφόρηση λάμβαναν και οι επενδυτές από τους ανωτέρω υπαλλήλους, με τους οποίους, στο πλαίσιο της συναλλακτικής τους σχέσης, είχαν αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης. Επομένως, ενεργώντας κατά τα προεκτεθέντα, η εναγομένη, διά του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της, προκάλεσε στην ενάγουσα την πεπλανημένη εντύπωση ότι το τεθέν στη διάθεσή της προϊόν, έκδοσής της, αποτελεί προνομιακό επενδυτικό προϊόν, που προσφέρεται σε καλούς πελάτες της, και είναι εφάμιλλο με τις προθεσμιακές καταθέσεις, έχοντας, ωστόσο, υψηλότερη απόδοση τόκων σε σχέση με αυτές, ενώ και η επιστροφή του επενδυθέντος κεφαλαίου στην πενταετία είναι εγγυημένη, και την έπεισε να επενδύσει σε αυτό, κάτι που η τελευταία, όντας συντηρητική επενδύτρια, που ενδιαφερόταν, πέρα από την επωφελή αξιοποίηση του κεφαλαίου της, πρωτίστως για τη διατήρηση - διασφάλιση αυτού, δεν θα έπραττε, εάν γνώριζε την πραγματική φύση και τους κινδύνους της εν λόγω επένδυσης, καθώς και την πραγματική οικονομική κατάσταση της εναγομένης - εκδότριας των εν θέματι σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, παρότι ο συναλλακτικός προορισμός των συγκεκριμένων τίτλων αφορούσε τη μεταπώλησή τους στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, η ενάγουσα ουδεμία σχετική πρόθεση είχε.  Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι η εναγομένη, υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στο προαναφερόμενο ενημερωτικό δελτίο προς αποφυγή δυσμενών για την ίδια εννόμων συνεπειών, σαφώς παρέσχε, διά του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της, επενδυτικές υπηρεσίες - συμβουλές (υπό τη μορφή των συστάσεων) στην ενάγουσα, η οποία φέρει την ιδιότητα της καταναλώτριας των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, ως τελική αποδέκτρια αυτών, και δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή - μη «επαγγελματία» επενδυτή, δεδομένου και ότι το επενδυθέν από αυτή ποσό είναι μικρό - μη ασύνηθες στο πεδίο της τρέχουσας αποταμιευτικής - ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και δεν αποδείχθηκε συστηματική («επαγγελματική») ενασχόληση αυτής με χρηματιστηριακές και εν γένει επενδυτικές δραστηριότητες. Εξάλλου, τυχόν χρηματιστηριακή δραστηριότητα της ενάγουσας κατά την περίοδο 1998-2006, που συνομολογείται και από την ίδια και δεν ήταν ασυνήθης οικονομική πρακτική σε ιδιωτικό επίπεδο κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα είχε τις αναγκαίες γνώσεις για να αντιληφθεί τη φύση και τους κινδύνους του ενδίκου επενδυτικού προϊόντος, συνεκτιμωμένης και της συντηρητικής της συναλλακτικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της σχέσης της με την εναγομένη τράπεζα (περιοριζόμενης στη τήρηση προθεσμιακών καταθέσεων). Κατά τούτο, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης έπρεπε να καταστήσουν απολύτως σαφείς στην ενάγουσα τους αυξημένους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, ως είχαν την υποχρέωση, κατά τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, και, ειδικότερα, να παράσχουν σε αυτή πλήρη πληροφόρηση σχετικά με τη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή, που της πρότειναν. Σε κάθε, δε, περίπτωση η ανάγκη πλήρους ενημέρωσης και διαφώτισης των υποψήφιων επενδυτών αναφορικά με τα στοιχεία της επένδυσης προκύπτει και από το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου, που η ίδια η εναγομένη εξέδωσε, και, ειδικότερα, από τις σαφείς αναφορές σε αυτό ότι οι κάτοχοι των συγκεκριμένων τίτλων χρειάζονταν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα της επένδυσής τους και τις τυχόν συνέπειες αυτής, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι το εν θέματι επενδυτικό προϊόν δεν ήταν κατάλληλη επένδυση για όλους τους (υφιστάμενους ή μελλοντικούς) πελάτες της εναγομένης. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι από την επισκόπηση των δικογράφων της εναγομένης και των παραδεκτά προσκομιζόμενων από αυτή αποδεικτικών μέσων ουδόλως προκύπτει με ποιον τρόπο αυτή, στο πλαίσιο των επενδυτικών υπηρεσιών, που παρείχε στην ενάγουσα, διασφάλιζε την τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεών της, ιδίως στο πλαίσιο μίας διαδικασίας μαζικής προώθησης των συγκεκριμένων προϊόντων σε όλους τους πελάτες της με σημαντικό καταθετικό υπόλοιπο. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα πολύπλοκα και πρωτότυπα επενδυτικά προϊόντα, που, σε κάθε περίπτωση δεν προορίζονταν για συντηρητικούς επενδυτές, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη (σελ. 34 των προτάσεών της), καθίσταται απολύτως σαφές ότι η ενάγουσα δεν είχε τις κατάλληλες γνώσεις, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους της επένδυσης στα ΜΑΕΚ, αλλά και να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης αυτών και ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο, τους όρους που αφορούν την αναγκαστική μετατροπή σε μετοχές, το γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου και το γεγονός βιωσιμότητας, όπως και την πιθανότητα να υπάρξει γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου και γεγονός βιωσιμότητας. Επίσης, σαφώς και δεν ήταν σε θέση η ενάγουσα, στο πλαίσιο των ανωτέρω πληροφοριών που παρασχέθηκαν σε αυτή από την εναγομένη, να αξιολογήσει την απόδοση των εν λόγω προϊόντων στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο. Οι δε ανωτέρω γνώσεις για τον υποψήφιο επενδυτή, όπως προεκτέθηκε, προσδιορίζονται ως απαραίτητες από το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο, που εξέδωσε η εναγομένη, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι αυτή η «νέα μορφή επένδυσης» δεν «είναι κατάλληλη για όλους τους επενδυτές». Δεδομένου, δε, ότι επρόκειτο για εντελώς νέο επενδυτικό προϊόν, καθίσταται σαφές ότι εκ των πραγμάτων η ενάγουσα αποκλείεται να είχε σχετική εμπειρία. Συνακόλουθα, προτού αυτή προβεί στην ένδικη επένδυση ήταν αναγκαία η πλήρης, ορθή και κατά τρόπο κατανοητό πληροφόρησή της από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης, προκειμένου η επενδυτική της απόφαση να διαμορφωθεί ελεύθερα, ανεπηρέαστα και συνειδητά και η ίδια να είναι εκ των προτέρων σε θέση να αντιληφθεί ευχερώς τους ανωτέρω αναφερομένους στο σκεπτικό κινδύνους του προκείμενου επενδυτικού προϊόντος, το οποίο ήταν, κατά τον χρόνο έκδοσής του, «πρωτότυπο», ήτοι μη σχετιζόμενο με τα ήδη γνωστά στους επενδυτικούς κύκλους συνήθη χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι στην ενάγουσα, όπως και σε έτερους πελάτες της εναγομένης, που είχαν επενδύσει στο συγκεκριμένο προϊόν, είχε, κατά τα εκτενώς προδιαληφθέντα, επισημανθεί από τους αρμόδιους τραπεζικούς υπαλλήλους να μην εστιάζουν την προσοχή τους στην πράγματι αποτυπούμενη στα αποστελλόμενα ενημερωτικά σημειώματα (statements) μείωση του επενδυόμενου κεφαλαίου τους κατά την εξέλιξη της επένδυσης και ότι, καθ' ο χρόνο ζητηθεί (από τον επενδυτή) ή αποφασισθεί (από την εναγομένη) η ρευστοποίηση των ΜΑΕΚ, είναι εξασφαλισμένη («εγγυημένη») η απόδοση του συνόλου της ονομαστικής αξίας του κατά περίπτωση επενδυθέντος κεφαλαίου. Επί τη βάσει, δε, των προηγηθεισών αποδεικτικών παραδοχών, κρίνεται απορριπτέα ως κατ' ουσία αβάσιμη η ένσταση της εναγομένης περί της εκ μέρους της ενάγουσας καταχρηστικής επίκλησης της ιδιότητας του καταναλωτή, σημειουμένου ότι, πέραν της μη αποδεικνυόμενης επενδυτικής εμπειρίας αυτής, η ίδια η φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενδίκων σύνθετων επενδυτικών προϊόντων καθιστούν πρόδηλη την εκτίμηση ότι πράγματι, υπό τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης, η ενάγουσα εμφανίζει έλλειμμα αυτοπροστασίας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ο όλος σχεδιασμός της επενδυτικής δραστηριότητας της ενάγουσας, που αποφασίστηκε με πρωτοβουλία και προτροπή των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και αποτελούσε την επενδυτική πρόταση και συμβουλή τους προς αυτή, ούτε ο πλέον απλός, ούτε και ο πλέον συνήθης ήταν, γεγονός που επέβαλε την απόλυτα ειλικρινή και πλήρη σχετική ενημέρωσή της. Εξάλλου, αυτή, στο πλαίσιο της πολυετούς συναλλακτικής της σχέσης με τους υπαλλήλους του καταστήματος Αμαρουσίου της εναγομένης, είχε πλήρη εμπιστοσύνη τόσο στην ορθότητα των συμβουλών αυτών, όσο και στην επαγγελματική τους επάρκεια. Κρίσιμες παράμετροι, επί των οποίων δομήθηκε η εν λόγω σχέση εμπιστοσύνης, ήταν η ομαλή και (κατά τα φαινόμενα) επωφελής εξέλιξη της μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικής σχέσης, καθώς η ενάγουσα μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2011 λάμβανε κανονικά τόκους από τα ένδικα προϊόντα, αλλά και οι παραστάσεις των οργάνων και υπαλλήλων της εναγομένης ότι αυτή ήταν οικονομικά εύρωστη και φερέγγυα, ιδίως εντός ενός ευρύτερου, διεθνούς περιβάλλοντος σοβούσας οικονομικής κρίσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενάγουσα συνήψε την ένδικη σύμβαση για την αγορά ΜΑΕΚ, πεισθείσα από τις απατηλές διαβεβαιώσεις του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . ότι επρόκειτο για ενδεδειγμένη επενδυτική επιλογή (σύμφωνα με τα εκτενώς προεκτεθέντα). Από κανένα, δε, στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα τελούσε σε γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των κινδύνων του εν λόγω προϊόντος, σημειουμένου και ότι στην προσυμπληρωμένη αίτηση, που απέστειλε στην εναγομένη για τη σχετική αγορά, δεν γινόταν καμία αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία. Εν κατακλείδι, η πολυπλοκότητα και η πρωτοτυπία των ΜΑΕΚ, συνδυαζόμενη με τη (σκόπιμη) παράλειψη λεπτομερούς ενημέρωσής της από την εναγομένη αναφορικά με τους συνοδεύοντες αυτά επενδυτικούς κινδύνους και τη μονομερή προβολή των πλεονεκτημάτων τους, εξηγεί ευχερώς την απόφαση της ενάγουσας να προβεί στην επένδυση στα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, χωρίς να αντιληφθεί την αληθή φύση τους και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου του επενδυθέντος κεφαλαίου, και να διατηρήσει αυτά στην κατοχή της, μη σπεύδοντας σε άμεση διάθεσή τους στη δευτερογενή αγορά. Κρίνεται, επομένως, ότι η εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για πλήρη, ορθή, αντικειμενική και κατά τρόπο κατανοητό πληροφόρηση της ενάγουσας και διαφώτιση αυτής, που απορρέουν τόσο από τη σιωπηρώς συναφθείσα με αυτή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και από τη γενική, στο πλαίσιο της μεταξύ τους πολυετούς συναλλακτικής σχέσης εμπιστοσύνης, υποχρέωση λήψης μέτρων επιμέλειας και πρόνοιας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας στα έννομα αγαθά της. Εξάλλου, ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της κατά τα ανωτέρω οφειλόμενης ενημέρωσης αποτελούσε και η πληροφόρηση της ενάγουσας για την οικονομική κατάσταση και τον κίνδυνο αφερεγγυότητας της εναγομένης - εκδότριας των προτεινόμενων επενδυτικών τίτλων. Δεδομένης, δε, της συντρέχουσας στο πρόσωπο της εναγομένης σύγκρουσης συμφερόντων, καθότι αυτή παρείχε στην ενάγουσα επενδυτικές συμβουλές για την αγορά προϊόντων έκδοσής της, όφειλε η ίδια, στο πλαίσιο της αποκάλυψης της εν λόγω σύγκρουσης και προς διασφάλιση της αποφυγής της διακινδύνευσης των συμφερόντων της ενάγουσας - εντολέως της, να ενημερώσει αυτή για το προσδοκώμενο από την ίδια κέρδος από τη διάθεση των συγκεκριμένων τίτλων και για τους συναφείς κινδύνους από τη μη διάθεσή τους, ώστε η ενάγουσα να είναι σε θέση να κρίνει αν για τις παρεχόμενες σε αυτή από την εναγομένη συστάσεις υπήρξε κρίσιμο το ίδιο οικονομικό συμφέρον αυτής. Μη ενεργώντας, κατά τον ανωτέρω ενδεδειγμένο τρόπο, η εναγομένη παραβίασε την υποχρέωσή της για αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων, που θεμελιώνεται όχι μόνο στον ν. 3606/2007 (άρθρο 13 αυτού), αλλά και στην υποχρέωση πίστης, που υπείχε στο πλαίσιο της συναλλακτικής της σχέσης με την ενάγουσα, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί εξειδίκευση της κατ' άρθρο 288 ΑΚ αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών. Επιπλέον, δεδομένης και της ταύτισης στο πρόσωπό της των ανωτέρω δύο ιδιοτήτων, προέβη, στο πλαίσιο της συναλλακτικής της σχέσης με την ενάγουσα, στην καταχρηστική εκμετάλλευση προνομιακών πληροφοριών, που διέθετε, καθώς απέκρυψε από αυτή την ευρεία έκθεσή της σε ΟΕΔ, αλλά και το γεγονός ότι είχε διαφοροποιήσει τη στρατηγική της στο θέμα αυτό μετά τις δηλώσεις του .  περί μικρής έκθεσης της τράπεζας σε ΟΕΔ (βλ. αναλυτικά ανωτέρω), με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 2010 οι επενδύσεις της σε ΟΕΔ να έχουν ανέλθει σε 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ (που αξιολογούνταν από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s στην κατηγορία ΒΒ+, ήτοι σε μη επενδυτική βαθμίδα, ως «σκουπίδια») επί συνόλου ιδίων κεφαλαίων αυτής 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ και να υφίσταται ζήτημα κεφαλαιακής της ανεπάρκειας. Μέσω, δε, της μη δημοσιοποίησης του ύψους της επένδυσής της σε ΟΕΔ και των κινδύνων, που συνεφελκόταν η εν λόγω επιλογή της (μέχρι και τις 30.8.2011), προέβη στη χειραγώγηση της τιμής της μετοχής της κατά την περίοδο από 13.1.2010 έως 30.8.2011 (βλ. σχετικά την από 28.4.2014 Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου), διαδίδοντας έτσι προς το επενδυτικό κοινό παραπλανητικές πληροφορίες και διαβεβαιώσεις. Επιπλέον, κατά την προώθηση στην ενάγουσα των ΜΑΕΚ απέκρυψε ότι οι όροι περί ακύρωσης της πληρωμής των τόκων είχαν ήδη ενεργοποιηθεί, με αποτέλεσμα να καθίσταται βέβαιη η οικονομική βλάβη αυτής. Επρόκειτο, δε, για προνομιακές πληροφορίες, που αφορούσαν τον εκδότη των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, δηλαδή την εναγομένη, και που, αν καθίσταντο δημόσια γνωστές, θα επηρέαζαν αισθητά την τιμή της μετοχής της εναγομένης, αφού είναι πληροφορίες που ένας συνετός και ορθολογικός επενδυτής λαμβάνει υπόψη του κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων και θα καθιστούσαν ενδεχομένως αδύνατη την έκδοση και προώθηση των ΜΑΕΚ. Η παραβίαση αυτή (ήτοι των διατάξεων των άρθρων 3-6 του ν. 3340/2005) έγινε δολίως από την εναγομένη, με σκοπό να ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια και, συγκεκριμένα, να ωφεληθεί από τη συγκέντρωση κεφαλαίων μέσω της κάλυψης της έκδοσης των ΜΑΕΚ, κάτι που προφανώς δε θα συνέβαινε, εάν οι πληροφορίες περί της δεινής οικονομικής της κατάστασης είχαν δημοσιοποιηθεί, είχε δε ως άμεσο αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα, η οποία προέβη στην αγορά των ΜΑΕΚ. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αμέσως προηγουμένως επισημανθείσα παραβίαση εκ μέρους της εναγομένης των προμνησθεισών διατάξεων του ν. 3340/2005 δεν δύναται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης να αποτελέσει αυτοτελή βάση συναγωγής της παράνομης συμπεριφοράς αυτής, καθώς στο αγωγικό δικόγραφο ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά στα συγκροτούντο την ιστορική της βάση πραγματικά περιστατικά, περί των οποίων γίνεται μνεία το πρώτον στο δικόγραφο των προτάσεων της ενάγουσας, πλην, όμως, απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 εδ. α΄ ΚΠολΔ. Δύναται, ωστόσο, να συνεκτιμηθεί προς κατάδειξη της εν γένει παράνομης - αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς. Επί τη βάσει, περαιτέρω, των ίδιων ως άνω επισημάνσεων, καθίσταται σαφές ότι η εναγόμενη, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (συμβουλών) στην ενάγουσα και προκειμένου να επιτύχει την πλήρη κάλυψη της έκδοσης των ενδίκων επενδυτικών προϊόντων, εκμεταλλεύτηκε την πληροφοριακή της ασυμμετρία (ιδίως λόγω της σύμπτωσης στο πρόσωπό της και της ιδιότητας της εκδότριας των εν λόγω τίτλων, που τελούσε σε πλήρη γνώση των λόγων, που επέβαλαν την έκδοση αυτών), τη διαμορφωθείσα μεταξύ των προστηθέντων υπαλλήλων της και της ενάγουσας σχέση εμπιστοσύνης, αλλά και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή σφαίρα της ενάγουσας (αφού γνώριζε τις καταθέσεις όλων των πελατών της), και, στο πλαίσιο αυτό, την κατέπεισε δολίως, παρέχοντάς της, μέσω του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της . , ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και εσφαλμένες συστάσεις, να τοποθετήσει μέρος των αποταμιεύσεών της σε ΜΑΕΚ, με στόχο την ενίσχυση του νεοεισαχθέντος δείκτη Core Tier  1. Επιπλέον, δε, η εναγομένη, στο πλαίσιο της προπεριγραφείσας «εκστρατείας» μαζικής προώθησης των ενδίκων, υψηλού ρίσκου, χρηματοοικονομικών προϊόντων σε πελάτες της με μεγάλο καταθετικό υπόλοιπο, συνέστησε στην ενάγουσα να προβεί στην απόκτησή τους, ενώ έλαβε, διαβίβασε και εκτέλεσε τις σχετικές εντολές, χωρίς, όμως, λαμβάνοντας υπόψη τους συντηρητικούς επενδυτικούς της στόχους, την έλλειψη κάθε γνώσης και εμπειρίας της σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα, κ.λπ., να έχει τηρήσει την υποχρέωσή της περί προηγούμενου ελέγχου της καταλληλότητας και της συμβατότητας αυτών για την ίδια, ήτοι κατά παράβαση των σχετικών προβλέψεων του άρθρου 25 του ν. 3606/2007. Σημειώνεται ότι ο έλεγχος καταλληλότητας και συμβατότητας ήταν αναγκαίος ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η επενδυτική υπηρεσία, που παρείχε στην ενάγουσα η εναγομένη, ήταν μόνο η λήψη και διαβίβαση εντολών, διότι η επενδυτική αυτή υπηρεσία πραγματοποιήθηκε, όπως προεκτέθηκε, με πρωτοβουλία της εναγομένης, αφορούσε σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα και η ενάγουσα δεν είχε ενημερωθεί για την συντρέχουσα περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο της εναγομένης (βλ. πλείονα στην ανωτέρω, υπό στοιχείο III, νομική σκέψη). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, ενεργώντας κατά τα προεκτεθέντα, προώθησε και πώλησε στην ενάγουσα (ως καταναλώτρια) τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, κατά τρόπο που είναι αντίθετος προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας αυτής και στρεβλώνει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή απευθύνεται το προϊόν, δεδομένης και της εν προκειμένω συντρέχουσας επενδυτικής απειρίας της ενάγουσας. Στο πλαίσιο, δε, αυτό, μέσω εσφαλμένων πληροφοριών για τα κύρια χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων προϊόντων, την καταλληλότητα αυτών για την ενάγουσα, την έκταση των δεσμεύσεων της ίδιας, κ.λπ., και της παραπλανητικής - ανεδαφικής σύγκρισης των ΜΑΕΚ με τις προθεσμιακές καταθέσεις, που παραπλανούν τον μέσο καταναλωτή, και, παράλληλα, παραλείποντας ουσιώδεις πληροφορίες (π.χ. για τους κινδύνους των προϊόντων, την επισφαλή οικονομική θέση της ίδιας), που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, για να λάβει μία τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, οδήγησε την ενάγουσα στη λήψη της συγκεκριμένης επενδυτικής απόφασης, την οποία διαφορετικά αυτή, όντας συντηρητική επενδύτρια, δε θα λάμβανε. Κατά τον τρόπο αυτό, στο πλαίσιο της συναλλακτικής της σχέσης με την ενάγουσα η εναγομένη υιοθέτησε αθέμιτες - παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9γ, 9δ και 9ε του ν. 2251/1994. Αποδεικνύεται, τέλος, ότι, μετερχόμενος απατηλά μέσα, ο ανωτέρω προστηθείς από την εναγομένη τραπεζικός υπάλληλος δολίως προκάλεσε στην ενάγουσα, η οποία ήταν συντηρητική πελάτης της τράπεζας με profile μέσου αποταμιευτή, την απόφαση να επενδύσει το εις χρήμα κεφάλαιό της στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτή ψευδώς ότι αυτά ήταν απολύτως προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τους στόχους της και αποτελούσαν ασφαλή για το κεφάλαιό της επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζε ότι αυτό δεν ισχύει. Ταυτόχρονα, δε, επιμελώς αποσιώπησε τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτής, αλλά και τη δυσμενή οικονομική θέση της εναγομένης ως πιστωτικού ιδρύματος, και με μόνο σκοπό την ενίσχυση και διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας αυτής, κατέπεισε την ενάγουσα να προβεί στην αγορά των εν λόγω προϊόντων. Είναι, επομένως, σαφές ότι η εναγομένη εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, με μοναδικό σκοπό να της προωθήσει επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως για την ακύρωση της πληρωμής τόκων, την υποχρεωτική μετατροπή των εν θέματι προϊόντων σε μετοχές της, για μη υποχρέωση επιστροφής του κεφαλαίου). Η εν λόγω παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά της εναγομένης αντιβαίνει και στα χρηστά ήθη, ήτοι στις ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με χρηστότητα και φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνού, διακρίνεται δε από πρόθεση (υπό τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) για την επαγωγή ζημίας στην ενάγουσα, υπό την έννοια ότι τα αρμόδια στελέχη και οι υπάλληλοι της εναγομένης, αν και τελούσαν σε γνώση της πιθανότητας πρόκλησης ζημίας στην ενάγουσα (ενόψει των επενδυτικών κινδύνων, που συνόδευαν τα ΜΑΕΚ, αλλά και της δυσμενούς οικονομικής θέσης της εναγομένης), δεν θέλησαν να αποστούν από την εν λόγω συμπεριφορά. Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, η εναγομένη σχεδίασε και προώθησε τα ΜΑΕΚ ως ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο, που, αφενός, θα ενίσχυε τη βιωσιμότητά της, απορροφώντας ενδεχόμενες ζημίες στην κεφαλαιακή της επάρκεια εξαιτίας της επενδυτικής της επιλογής για υπερέκθεση σε ΟΕΔ (δεδομένου και ότι δεν είχε προβεί σε αγορά συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικών απαιτήσεων λόγω του κόστους αυτών), και, αφετέρου, δεν θα αποτελούσε δανειακό κεφάλαιο (όπως τα προηγουμένως εκδοθέντα από αυτή επενδυτικά προϊόντα, ΜΧ και ΜΑΚ), αλλά, υπό προϋποθέσεις, λόγω της ρήτρας υποχρεωτικής μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές της, μετοχικό κεφάλαιο αυτής. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι η εναγομένη προέβη σε «εκστρατεία» για την προώθηση των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, γνωρίζοντας την επικινδυνότητά τους και την επισφαλή οικονομική θέση της ίδιας και αποδεχόμενη την πρόκληση ζημίας σε βάρος της ενάγουσας, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, με τη λεπτομερώς προπεριγραφείσα υπαίτια συμπεριφορά των αρμόδιων στελεχών και υπαλλήλων της εναγομένης, η τελευταία ενήργησε αντισυμβατικά (εκπληρώνοντας πλημμελώς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, που απέρρεαν από τη σιωπήρώς καταρτισθείσα με την ενάγουσα σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, βλ. πλείονα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη) και, παράλληλα, παράνομα [κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 147, 197, 281, 288, 914 (σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 ΠΚ) και 919 ΑΚ, 8, 9γ, 9δ και 9ε ν. 2251/1994, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2,13 και 25 ν. 3606/2007, 2 παρ. 9, 4, 6, 8,12,13 και 14 της υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μόνου της υπ’ αριθμ. 2501/31.10.2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, 3, 4, 5 και 6 ν. 3340/2005, βλ. πλείονα στις υπό στοιχεία II, III και V νομικές σκέψεις]. Είναι, δε, προφανές ότι, εάν η ενάγουσα, η οποία στη συναλλακτική της σχέση με την εναγομένη ενέπιπτε στο πρότυπο του αμιγώς συντηρητικού αποταμιευτή - επενδυτή, που ενεργεί με γνώμονα, πρωτίστως, την εξασφάλιση του κεφαλαίου του, γνώριζε εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επένδυσής της, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία, την τιμή της μετοχής της εναγομένης και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αναμφιβόλως δεν θα προέβαινε στη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή. Συνεπεία, επομένως, της ανωτέρω ζημιογόνου συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη περιουσιακή ζημία, συνιστάμενη στην ποιοτική μετατροπή (ήδη με την αγορά των ΜΑΕΚ) του διαθέσιμου σε χρήμα κεφαλαίου της σε ιδιαιτέρως επισφαλείς απαιτήσεις της εναγομένης (σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα) με τα αναλυτικά προπεριγραφέντα χαρακτηριστικά, η οποία (ζημία) ισούται με το σύνολο της ονομαστικής αξίας του επενδυθέντος και, εν τέλει, απολεσθέντος κεφαλαίου της και υπολογίζεται στο ποσό των 39.750,00 ευρώ. Εξάλλου, μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της εναγομένης (ερειδόμενου, κατά τα προεκτεθέντα, επί πλειόνων νομικών βάσεων) και της επαχθείσας στην ενάγουσα ζημίας καταφάσκεται (πρόσφορη) αιτιώδης συνάφεια. Κατά τούτο, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο περί του αντιθέτου (αρνητικός) ισχυρισμός της εναγομένης, επί τη βάσει του οποίου, κατά τα προεκτεθέντα, η περιουσιακή ζημία της ενάγουσας δεν οφείλεται στην αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων (κατά το έτος 2011), ούτε στην επέλευση κάποιου εγγενούς επενδυτικού κινδύνου αυτών, αλλά στη - μετά τη θέση της ίδιας (εναγομένης) υπό καθεστώς ειδικής εξυγίανσης στις 26.3.2013, δυνάμει του ψηφισθέντος στις 22.3.2013 «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας, και την επιβληθείσα κεφαλαιοποίησή της με ίδια μέσα (bail - in) - αναγκαστική μετατροπή των ΜΑΕΚ, που κατείχε (και) η ενάγουσα, αλλά και των ΜΧ 2013/2018 και των ΜΑΚ, σε μετοχές της ίδιας και στην, εν συνεχεία, δραματική απομείωση - εκμηδενισμό της ονομαστικής τους αξίας, ήτοι σε επιγενόμενα γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα, αντικειμενικά και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθούν εκ των προτέρων, λαβόντα χώρα κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2013 και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις. Πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εναγομένης εντοπίζεται όχι στη μη επιτυχή έκβαση της επένδυσης της ενάγουσας, που τυχόν θα προέκυπτε κατόπιν της εκ μέρους αυτής συνειδητής και ανεπηρέαστης επιλογής των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, αλλά στην, ήδη κατά τον χρόνο επιχείρησης της ένδικης επενδυτικής επιλογής της ενάγουσας, αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (των προστηθέντων υπαλλήλων) της εναγομένης (κατά τα προεκτεθέντα), ενώ η ζημία της ενάγουσας δεν προέκυψε από αυτή καθεαυτή τη μετατροπή των ΜΑΕΚ, που κατείχε, σε μετοχές της εναγομένης το έτος 2013, αλλά από το γεγονός ότι το έτος 2011 (έτος κτήσης των ΜΑΕΚ) το επενδυθέν από αυτή κεφάλαιο εξήλθε από την περιουσία της, χωρίς να εισέλθει σε αυτή ένα ποιοτικώς ισοδύναμο μέγεθος, το οποίο (η ενάγουσα) προσδοκούσε και για το οποίο είχε πεισθεί από τον ανωτέρω προστηθέντα υπάλληλο της εναγομένης, δηλαδή ένα επενδυτικό προϊόν, που θα της εξασφάλιζε υψηλές αποδόσεις και εγγυημένο κεφάλαιο, αλλά κάτι έτερο (aliud), ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή και αόριστης διάρκειας. Ακριβώς, δε, λόγω του άληκτου χαρακτήρα των εν λόγω προϊόντων, η τοποθέτηση των χρημάτων της ενάγουσας σε αυτά δεν της παρείχε κανένα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου της, μέσω της εξαγοράς των σχετικών τίτλων από την εναγομένη (για την οποία αυτή είχε σχετικό προαιρετικό δικαίωμα και όχι υποχρέωση). Κατά τούτο, τα ΜΑΕΚ, που απέκτησε η ενάγουσα, δεν ήταν ισάξια του κεφαλαίου, που αυτή διέθεσε, και, εν τέλει, ήταν μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης. Πλέον συγκεκριμένα, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης, ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης των ΜΑΕΚ, η πραγματική αξία αυτών δεν αντιστοιχούσε στην ονομαστική τους αξία, όπως τεκμαίρεται από το γεγονός ότι η μετοχή της εναγομένης κατά το έτος 2011 υπέστη μείωση κατά 76% και για το έτος 2010 (στις 16.11.2011) διανεμήθηκε μέρισμα στους μετόχους ανά μετοχή, ύψους 0,03 ευρώ, παρά την αντίθετη πρόταση του Δ.Σ. της εναγομένης περί μη διανομής μερίσματος. Κατέστη, δε, μηδαμινή μετά την ακύρωση καταβολής τόκων επ' αυτών στις 15.6.2012. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι μετά βεβαιότητας και η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων ήταν μηδενική κατά τον ίδιο χρόνο. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται, ότι, όταν η εναγομένη ανακοίνωσε, ότι προέβη σε «υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκου» των ΜΑΕΚ για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 έως 29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση αυτής περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σελίδα 278 της οποίας η τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημιά λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ...». Αυτό, δηλαδή, που, υποθετικά, θα προσέφερε η ενάγουσα προς πώληση, τον Ιούνιο του έτους 2012, ήταν άληκτοι τίτλοι (perpetual bonds), οι οποίοι δεν ενσωμάτωναν υπόσχεση για επιστροφή του κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία, όμως, είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η αγοραία αξία των ΜΑΕΚ κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εκδηλωθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω, σαφώς, συνάγεται ότι η εκποίηση των ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε, μεν, θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν, όμως, εν τοις πράγμασι εφικτή. Υπ’ αυτή την έννοια, η ζημία της ενάγουσας θεωρείται επελθούσα ήδη από τον χρόνο απόκτησης από αυτή των ανωτέρω χρηματοοικονομικών προϊόντων (χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας), η δε προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν, στο πλαίσιο σχετικής αντικειμενικής εκ των προτέρων πρόγνωσης, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή να προξενήσει και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού και πράγματι προξένησε την προαναφερθείσα ζημία της ενάγουσας. Άλλωστε, η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (περί αναγκαστικής μετατροπής των ενδίκων τίτλων σε μετοχές της εναγομένης) συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και, συνεπώς, συνιστά «Γεγονός Βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5.4.2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο για την υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία δεν είχε χωρήσει μετατροπή τους σε τραπεζικές μετοχές, υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νόμιμων λόγων ευθύνης της εναγομένης και της ως άνω ζημίας της ενάγουσας, δεδομένου ότι, εάν η εναγομένη είχε παράσχει, ως οφείλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στην ενάγουσα - πελάτη της, ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικά την προπεριγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, η μη επιθετική επενδύτρια - ενάγουσα, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχε επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε διατηρήσει στην περιουσία της τα ποσά που επενδύθηκαν. Με άλλα λόγια, υπό συνθήκες ορθής και πλήρους πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και χωρίς εξαπάτησή της, η ενάγουσα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα απείχε από την τοποθέτηση των χρημάτων της στα επίδικα χρηματοοικονομικά προϊόντα βάσει του συντηρητικού της επενδυτικού προφίλ και, έτσι, θα είχε αποφευχθεί η ζημία της. Κατά τούτο, η ίδια η αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων, η οποία δεν απετράπη, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της εναγομένης. Επομένως, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, ταυτοποιείται στο ύψος του χρηματικού ποσού, που η ενάγουσα τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία), και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής του. Ζήτημα διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου από την παρεμβολή των ενεργειών του Κυπριακού Δημοσίου (διά της θέσης σε ισχύ του ως άνω νόμου) και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (διά της έκδοσης των προαναφερόμενων διαταγμάτων) δεν τίθεται, καθώς πρόκειται για γεγονότα νομικά αδιάφορα, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας (αγοράς των ενδίκων προϊόντων), που, σε κάθε περίπτωση, συνδέονται με την εκδήλωση των προπεριγραφέντων κινδύνων των διατεθέντων προϊόντων. Επομένως, δεν πρόκειται περί επέλευσης άλλου, εξαιρετικού και απρόβλεπτου γεγονότος, ανεξάρτητου προς την αρχική αδικοπραξία, εντελώς άσχετου προς το γεγονός, το οποίο ήταν πρόσφορο να επιφέρει και θα επέφερε το βλαπτικό αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τελικά δεν επήλθε λόγω του πράγματι επελθόντος εξαιρετικού και απρόβλεπτου γεγονότος, με συνέπεια τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Σε κάθε, δε, περίπτωση, η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια (πρβλ. ΑΠ 1083/2022, ό.π., ΑΠ 2061/2022, ό.π., ΑΠ 1182/2021, ό.π., ΑΠ 1183/2021, ό.π., ΕφΑΘ 480/2023, ό.π., ΕφΑΘ 2300/2023, ό.π., ΕφΑΘ 3255/2020, ό.π., ΕφΑΘ 2201/2019, ό.π.). Συνεπώς, ο εξεταζόμενος ισχυρισμός της εναγομένης περί μη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της και της επελθούσας περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και, κατά τούτο, απορριπτέος. Επιπλέον, απορριπτέα ως κατ' ουσία αβάσιμη τυγχάνει και η παραδεκτά προβληθείσα από την εναγομένη και νόμιμη ένσταση συντρέχοντας πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση και την έκταση της ανωτέρω ζημίας της. Ειδικότερα, κατά το σκέλος που με τον εξεταζόμενο ισχυρισμό η εναγομένη υποστηρίζει ότι η ενάγουσα είναι συνυπαίτια για την πρόκληση της ζημίας της, καθότι, αν και ενημερώθηκε τόσο προφορικά όσο και εγγράφως αναφορικά με τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, δεν ανέγνωσε το έντυπο της αίτησης εγγραφής σε αυτά και δεν ζήτησε επιπλέον πληροφορίες και διευκρινίσεις, ώστε να κατανοήσει τη φύση και τη λειτουργία τους ως επενδυτικών προϊόντων, πρόκειται για κατ’ ουσία αβάσιμο ισχυρισμό, διότι υπό τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες συνθήκες προσέγγισης και κατάπεισης της ενάγουσας με απατηλά μέσα, προκειμένου αυτή να προβεί στην ένδικη επένδυση, δεν κατελήφθη σε αυτή τέτοιο περιθώριο, πρωτίστως, από τον προστηθέντα υπάλληλο της εναγομένης, . , που ενεργούσε στο πλαίσιο των παρεχόμενων σε αυτή επενδυτικών υπηρεσιών. Σημειώνεται, δε, ότι το περιεχόμενο της υποβληθείσας από την ενάγουσα αίτησης (για την αγορά των ΜΑΕΚ) στερούνταν οποιασδήποτε συγκεκριμένης αναφοράς στα χαρακτηριστικά και στους κινδύνους των ΜΑΕΚ, στοιχεία που προέκυπταν μόνο από το περιεχόμενο του εκδοθέντος από την εναγομένη ενημερωτικού δελτίου, το οποίο, όμως, εκτεινόμενο σε 200 σελίδες, δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο μελέτης ούτε από τους υπαλλήλους της εναγομένης, που προωθούσαν τα ΜΑΕΚ (βλ. και τα προεκτεθέντα). Επιπλέον, οι σπουδές της ενάγουσας στον τομέα των οικονομικών επιστημών και η εργασιακή της εμπειρία ως λογίστριας ουδόλως αποτελούν επαρκή συνθήκη, ώστε αυτή να αντιληφθεί τους κινδύνους, που ενείχε η επένδυσή της, πρωτίστως λόγω της πρωτοτυπίας - ιδιαιτερότητας των ΜΑΕΚ ως επενδυτικών προϊόντων, αλλά και των συνθηκών προώθησής τους, ήτοι υπό καθεστώς αδιαφάνειας ως προς τους όρους τους, αλλά και την εν γένει οικονομική κατάσταση της εναγόμενης - εκδότριας. Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι, στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η πράξη του ζημιώσαντος τελέστηκε με δόλο, η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος δεν δύναται κατ' αρχήν να ληφθεί υπόψη και, επομένως, θα επιδικασθεί πλήρης αποζημίωση (ΑΠ 289/1997, ΝοΒ 1998. 629, ΕφΑθ 1911/2008, ΕλλΔνη 2009. 188, ΕφΑθ 1515/2007, ΕλλΔνη 2009. 793, ΕφΑθ 8760/2006, ΕλλΔνη 2007. 881, ΠΠΑΘ 5864/2013, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, Περάκη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ I, 2π έκδοση, 300 αρ. 15). Αντίστοιχα, κατά το σκέλος που η εξεταζόμενη ένσταση επιχειρείται να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι η ενάγουσα δεν έλαβε υπόψη της τα αποστελλόμενα σε αυτή ενημερωτικά σημειώματα (statements), ώστε να αντιληφθεί τη μειωμένη αποτίμηση του επενδυθέντος κεφαλαίου της κατά την εξέλιξη της επένδυσης και, ακολούθως, να προβεί στη ρευστοποίηση των κατεχόμενων από αυτή προϊόντων στη δευτερογενή αγορά (χρηματιστήριο), περιορίζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την επικαλούμενη ζημία της κατά το αναφερόμενο ποσό, αυτή (ένσταση) είναι επίσης απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς, πέραν των προεκτεθέντων, μόνη η (σε τακτά χρονικά διαστήματα) λήψη των εν λόγω έγγραφων ενημερώσεων για τις αποδόσεις των επενδυτικών προϊόντων της ενάγουσας δεν αποδεικνύει την εκ μέρους της γνώση της επικινδυνότητας αυτών (προϊόντων). Τούτο, δε, καθώς, κατά τα προεκτεθέντα, η μεταξύ των διαδίκων συναλλακτική σχέση εξελισσόταν ομαλά μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2011 (λόγω της πλήρους και εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλόμενων τόκων), η ενάγουσα τελούσε σε πλήρη άγνοια όσον αφορά τη φύση και τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων, τους κινδύνους από την επένδυσή της σε αυτά και τη δυσμενή οικονομική θέση της εναγομένης (ιδίως λόγω της υπέρμετρης έκθεσής της σε ΟΕΔ), ενώ, εξάλλου, οι προστηθέντες υπάλληλοι αυτής (κατόπιν σχετικών ενημερώσεων από τη διοίκησή της) της είχαν παράσχει επανειλημμένες διαβεβαιώσεις ότι αποτελούσε πάγια πρακτική της εναγομένης, προς εξυπηρέτηση και των συμφερόντων της ίδιας, να προβαίνει στην εξαγορά των συγκεκριμένων τίτλων στην πενταετία και μάλιστα στην ονομαστική τους αξία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν δύναται να καταφαθεί οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα της ενάγουσας όσον αφορά τη μη εκποίηση των τίτλων στη δευτερογενή αγορά (ιδίως κατά τον επικαλούμενο από την εναγομένη χρόνο, ήτοι τον Αύγουστο του 2011, λίγους μόνο μήνες μετά την απόκτησή τους). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεδομένου ότι η εκ μέρους της εναγόμενης πρόκληση στην ενάγουσα της απόφασης να επενδύσει στα ΜΑΕΚ αποτέλεσε την πρόσφορη αιτία της ζημίας της, πρέπει, δεκτού γενόμενου ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αγωγικού αιτήματος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή ποσό 39.750,00 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας. Περαιτέρω, δε, συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των στελεχών και προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, εγκείμενη ιδίως στην ψυχική της ταλαιπωρία και στενοχώρια, εξαιτίας της περιαγωγής της σε κατάσταση οικονομικής ανασφάλειας (λόγω της απώλειας σημαντικού μέρους των αποταμιεύσεών τους), αλλά και της ανάγκης εμπλοκής της σε μακροχρόνιους και πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες για την αποκατάσταση της ζημίας της. Προς αντιστάθμιση, δε, της ηθικής της βλάβης, πρέπει, κατόπιν εν μέρει αποδοχής ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής αγωγικής αξίωσής της, να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, εντός του διαγραφόμενου από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος) πλαισίου, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, το οποίο κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο εύλογο και δίκαιο κατόπιν συνεκτίμησης και συναξιολόγησης όλων των συντρεχόντων πραγματικών περιστατικών, στάθμισης των συνθηκών εκδήλωσης της πολλαπλώς παράνομης συμπεριφοράς (των στελεχών και προστηθέντων υπαλλήλων) της εναγομένης, των απατηλών μέσων που χρησιμοποίησε, του σκοπηθέντος περιουσιακού της οφέλους, του βαθμού της προσβολής της ενάγουσας, των συνεφελκόμενων για την ίδια περαιτέρω δυσμενών συνεπειών (ιδίως ενόψει της απώλειας μεγάλου μέρους των αποταμιεύσεών της, που ήταν αναγκαίο για την κάλυψη των οικονομικών της αναγκών, συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι αυτή ήταν άνεργη για μεγάλα χρονικά διαστήματα μετά την εκδήλωση της ζημιογόνου συμπεριφοράς), της εμπλοκής της σε δικαστικούς αγώνες για την προάσπιση των συμφερόντων της ίδιας, καθώς και έτερων εξαπατηθέντων επενδυτών της εναγομένης (μέσω και του ιστοτόπου "maek.eu", του οποίου είναι διαχειρίστρια), της ψυχικής της ταλαιπωρίας, της πλήρους αποκατάστασης της επικαλούμενης υλικής ζημίας αυτής με την παρούσα απόφαση, της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, που δεν αποδεικνύεται να διαφοροποιείται από εκείνη προσώπων, αντίστοιχης κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, σημειουμένου, σε κάθε περίπτωση, ότι η καταβολή του ως άνω ποσού, αν και δεν μπορεί να απαλείψει τη σχετική, μη περιουσιακή, ζημία της ενάγουσας, κρίνεται εντούτοις ικανή να αμβλύνει, ως ένα βαθμό, τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσαν σε αυτή οι προεκτεθείσες προσβολές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, λόγω της αποδεικνυόμενης σύναψης της ένδικης από 13.5.2011 σύμβασης αγοράς (ανέκκλητης αίτησης εγγραφής) 39.750 ΜΑΕΚ, έκδοσης της εναγομένης, υπό συνθήκες δόλιας παραπλάνησης της ενάγουσας - αγοράστριας, να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο το υπό στοιχείο α] αγωγικό αίτημα [δεδομένης και της άσκησης από την ενάγουσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της από 15.7.2013, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ././17.7.2013, αγωγής (από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη δικάσιμο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 7ης.10.2020, ασκώντας εντός εξαμήνου την υπό κρίση αγωγή της, που έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση, αλλά και αιτήματα), αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στην εναγομένη στις 22.7.2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. ./22.7.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών . ), εντός της κατ’ άρθρο 157 ΑΚ διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, που άρχισε όχι πριν από τον Ιούνιο του 2012 (χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα πληροφορήθηκε τη μη καταβολή τόκων), γεγονός, άλλωστε, που ουδόλως αμφισβητείται από την εναγομένη] και να ακυρωθεί η εν λόγω σύμβαση. Επιπλέον, κατόπιν αποδοχής του υπό στοιχείο β] αγωγικού αιτήματος ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμου, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικό ποσό (39.750,00 + 3.000,00 =) 42.750,00 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από την 23η.7.2013 (επομένη ημέρα από την επίδοση στην εναγομένη αντιγράφου της ανωτέρω αγωγής) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, επίσης, δεκτού γενόμενου ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος, η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή της και, συγκεκριμένα, κατά το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, καθότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της μπορεί να επιφέρει σημαντική οικονομική ζημία στην ενάγουσα, συνεκτιμωμένης της παρέλευσης μακρού χρόνου από τη γένεση του επίδικου χρέους (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ). Τέλος, δεδομένης της εν μέρει αποδοχής της υπό κρίση αγωγής, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός, ώστε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμως υποβληθέντος αιτήματος της, να επιβληθεί στην εναγομένη (άρθρα 106, 178, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013 - Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης ειδικότερα οριζόμενα.

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

 

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

 

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

 

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

 

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 13.5.2011 σύμβαση αγοράς (ανέκκλητη αίτηση εγγραφής) 39.750 Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ), που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων.

 

 

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό σαράντα δύο χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (42.750,00) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από την 23Ί.7.2013 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 

 

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη κατά το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ.

 

 

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900,00) ευρώ.

 

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 19η Σεπτεμβρίου 2023.

 

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 31η Οκτωβρίου 2023.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.