Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΤΡΙΜ.ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 2315/2020

Δικάσιμος: 24/10/2019
Αρ. Πιν: 19
Διάδικοι :ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
κατά «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία LTD». Εισηγητής: Γαβριήλ Μαλλής.
-------------------------------------
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπ' αρ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεση κατά της υπ' αρ. 3290/2017 οριστικής
 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία,
έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516 παρ. I, 517 ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει επίδοση της απόφασης αυτής. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί παράβολο 150 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, (βλ. την σχετική σημείωση της γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του αντιγράφου της έφεσης), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να
ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την υπ' αριθ. έκθεσης κατάθεσης αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς   
Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν, ότι το Μάιο του έτους 2011, ο πρώτος εξ αυτών τοποθέτησε σε ομόλογα έκδοσης της εναγομένης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ)


το ποσό των 482.799 ευρώ, πειθόμενος στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης, ότι πρόκειται για μία ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων του, ομοιαζουσα με αυτην της προθεσμιακης  κατάθεσης, με υψηλό ωστόσο επιτόκιο. Ότι μεταγενέστερα συνδικαιούχος των  ομολόγων έγινε η δεύτερη εναγομένη, η οποία κατέστη συνδικαιούχος στην επενδυτική του μερίδα. Ότι ουδέποτε η εναγομένη τους ενημέρωσε για τη φύση των ανωτέρω ομολόγων και για την άληκτη διάρκειά τους, τους αυξημένους κινδύνους της τοποθέτησης των χρημάτων τους σ' αυτά, ότι οι επενδύσεις σε ομόλογα όπως τα ανωτέρω, δεν ταίριαζαν στις επενδυτικές τους ανάγκες, δηλαδή σε επένδυση χωρίς ρίσκο που θα τους απεδιδε μια σταθερη  απόδοση, καλύτερη από τις προθεσμιακές
τραπεζικές καταθέσεις. Ότι στην πραγματικότητα τα ομόλογα αυτά συνιστούσαν μία υψηλού ρίσκου επένδυση, διότι στερούνταν ημερομηνίας λήξης, δηλαδή ήταν αόριστης διάρκειας, με την υποχρέωση του εκδότη να αποδίδει μόνο τόκους κατ' έτος, χωρίς υποχρέωση εξαγοράς τους σε δεδομένη χρονική στιγμή, και ότι σε περίπτωση μη κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας υπήρχε περίπτωση απώλειας των συμφωνηθέντων τόκων, αλλά και του ιδίου του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους, πληροφορίες τις οποίες δεν γνώριζαν διότι δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης. Ότι οι τελευταίοι είχαν παραλείψει να τους ενημερώσουν για τη φύση των άνω επενδυτικών προϊόντων, για τους γενικούς και ειδικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν και για την αφερεγγυότητα της εναγομένης εκδότριας, η οποία ήδη κατά την έκδοση των ΜΑΕΚ εξέλιπε, αφού ήδη δεν διέθετε κεφαλαιακή επάρκεια, γεγονός το οποίο δολίως τους απεκρύβη. Ότι αν είχαν ενημερωθει για τα παραπάνω, δεν θα τοποθετούσαν τα χρήματά τους στα επίδικα ομόλογα. Ότι τον Ιούνιο του 2012 η εναγομένη σταμάτησε να καταβάλει τόκους, ενώ την 8.8.2013 τους ενημέρωσε ότι μετατρέπει τα ΜΑΕΚ σε 482.799 συνήθεις μετοχές
της Δ' τάξης συνολικής αξίας 4.827 ευρώ, με αποτέλεσμα δηλαδή την ουσιαστική απώλεια πλήρους του κεφαλαίου τους. Και ζήτησαν να ακυρωθούν οι συμβάσεις αγοράς ΜΑΕΚ λόγω πλάνης και απάτης, να υποχρεωθεί δε η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το ποσό των 328.259,32 ευρώ ήτοι 241.399,50 ευρώ για κεφάλαιο, 62.763,87 ευρώ για συμβατικά οφειλόμενους τόκους και 24.095,95 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν εξαιτίας της σε βάρος τους αδικοπραξίας, με τους νόμιμους τόκους, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση».
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, όσον αφορά το αίτημα επιδίκασης συμβατικών τόκων ποσού 62.763,87 ευρώ, αόριστη όσον αφορά το αίτημα επιδίκασης νομίμων τόκων και κατά τα λοιπά ως κατ' ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, στρέφονται οι ενάγοντες - εκκαλούντες, παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται με τον 12° λόγο έφεσης ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους να τους καταβληθεί το ποσό των 62.763,87 ευρώ στον καθένα, που αντιστοιχούσε στο ποσό των συμβατικά οφειλομένων τόκων, για την περίοδο από 30.6.2012 έως την 31.12.2015, ως μη νόμιμο, κρίνοντας αυτό ως αντίθετο προς την έννοια του αρνητικού διαφέροντος. Ωστόσο, σε περίπτωση ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για να βρεθεί η ζημία του ζημιωθέντος, πρέπει να υπολογίσουμε τι θα είχε αυτός, αν εξέλιπε το ζημιογόνο γεγονός, τι θα είχε δηλαδή αν ο οφειλέτης δεν είχε δείξει τη συμπεριφορά που έδειξε και δεν είχε καταρτιστεί η σύμβαση (αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης) (Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο Αστικός Κώδιξ άρθρα 297 - 2989 αρ. 33). Εν προκειμένω, αν εξέλειπε η ζημιογόνος συμπεριφορά και δεν είχε καταρτιστεί η σύμβαση, οι ενάγοντες δεν θα λάμβαναν τους τόκους αυτούς, συνεπώς ορθώς το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμο.
Με τον ίδιο λόγο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε το αίτημά τους περί επιδίκασης νομίμων τόκων ως αόριστο. Πράγματι, από την επισκόπηση της αγωγής τους, προκύπτει ότι οι ενάγοντες καθόρισαν■ ως χρονικό σημείο έναρξης υπολογισμού νομίμων τόκων αυτό της επίδοσης της αγωγής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το αίτημα αυτό ως αόριστο κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ λόγω δήθεν μη προσδιορισμού του χρόνου έναρξης υπολογισμού των τόκων, έσφαλε και συνεπώς πρέπει ως προς τούτο η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί, γενομένου δεκτού του λόγου έφεσης αυτού ως ουσία αβάσιμου.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Όσον αφορά την υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με τον χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή
περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο
αποτέλεσμα (Α.Π. 1563.2012, ΑΠ. 2182/2009, Α.Π. 1013/2005). Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012, ΑΠ 325/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. Α.Κ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 247/2018, ΑΠ 631/2015).
Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την Τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, εφόσον, επιπλέον, υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται, ειδικότερα, στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ. Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν. 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις, που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται, ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο, που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση, ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του.
Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας.

Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας, λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκόμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, 6) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: α) η παροχή
ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε, σχετικά υπόψη, ως κριτήριο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκόμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας, (Βλ. ΑΠ 589/2001, ΕΕΝ 69, 613, ΕφΠειρ 862/2005, ΔΕΕ 2005/1996).
Υφίσταται δε, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο, ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 394/2002, ΕλλΔ/νη 2003/419, ΑΠ 274/1999, ΕλλΔ/νη 1999/1298).
Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη, εμπίπτουν και οι Τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010, ΕλλΔ/νη 2011/251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005/168, ΕφΑθ 2214/2001, ΔΕΕ 2001/620).
Εξάλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο Ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών (ως τέτοιας, δε, νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές, που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ" άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε' Ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ" άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους, που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα, που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με
 τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας, άρθ. 25 παρ. 5 Ν. 3606/2007 και 13 Απόφασης 1/452/2007 ΕΚ). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών, που έχουν λάβει, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τονπροειδοποιήσουν σχετικά.

Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν σωστά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι" αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, προκύπτει ότι, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων Συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα και αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1738/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις Ελληνικές Τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σελ. 867-868).
Επίσης, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας, στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία Ανώνυμη Εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση - επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ" ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες, τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες και ιδία οι τράπεζες, να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, όταν ιδίως, αυτός ανήκει στην κατηγορία του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική παρασταση, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη - ομολογία, αναγνώριση χρέους - δημιουργεί κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και υπάρξεως συνακόλουθα αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή - κομιστή της ομολογίας - κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε το ζητήσει ο ίδιος ο δανειστής και όχι αντίστροφα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια Τράπεζα με δική της ευθύνη, πληροφορώντας κατάλληλα τον επενδυτή, να το απαλείψει. Παραλείποντας να το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, δημιουργώντας ασφαλείς βάσεις ευθύνης της προς αποζημίωση των πελατών της (Βλ. ΑΠ 244/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 ο.π. καιΧρηΔικ 1/2015, σελ. 136, Ψυχομάνης, ό.π.).
Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει, όπως προεκτέθηκε, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόσφορος θεωρείται εκείνος ο όρος, που είχε γενικά την τάση (την ικανότητα), κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου, με βάση τα δεδομένα, που είχε υπόψη του, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Βασικό κριτήριο για την κατάφαση της ευθύνης είναι η προβλεψιμότητα του αποτελέσματος. Ως προς το ζήτημα ποια στοιχεία πρέπει να αφορά η πρόβλεψη, γίνεται δεκτό ότι δεν χρειάζεται να αφορά όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία και τις συνθήκες, υπό τις οποίες επήλθε τελικά, η ζημία, σε κάθε τους λεπτομέρεια. Αρκεί η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η πράξη του δράστη μπορεί να προκαλέσει τη ζημία, χωρίς ειδικότερο καθορισμό του είδους της, των περιστάσεων. Εξάλλου, το πόσο αφηρημένη ή συγκεκριμένη είναι η πρόβλεψη της ζημίας προκύπτει και από τη διάταξη που ιδρύει τον οικείο νόμιμο λόγο ευθύνης. Ειδικά, δε, για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία της απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του, όταν μια Τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωσή της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή. Είναι, δε εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή, που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί, λοιπόν, από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, που να καθιστούν πολύ πιθανό, ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωσή της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε  συνθήκες, έστω, δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικα προιοντα της Lehman brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΑΕΕ 2010/137, ΕΑ 4507/2018).
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιωρας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση, του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν το κέρδος, δεν προέρχεται από τη ζημία που κάποιος επενδυτής υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας στον επενδυτή τους συμφωνημένους καρπούς και κατά συνέπεια οι καρποί αυτοί δεν μπορούν να συνυπολογιστούν στη ζημία του (ΑΠ 244/2016, ΕΑ 2201/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της υπ' αρ. ΧΧΧΧΧΧΧ ένορκης βεβαίωσης της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμον ...... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών χχχχχχ και των εγγράφων που προσκομίζουν μετ' επικλήσεως οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, στα οποία (δικαστικά τεκμήρια) περιλαμβάνονται και ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, αποδεικνύονται τα εξής:
Ο πρώτος ενάγων είναι ιατρός χειρούργος οφθαλμίατρος και η σύζυγος του δεύτερη ενάγουσα ιατρός καρδιολόγος. Ο πρώτος ενάγων είχε το Μάιο του 2009 τοποθετήσει το ποσό των 250.000 ευρώ σε ομόλογα έκδοσης της εναγομένης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου». Επρόκειτο για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ανά εξάμηνο τόκο με σταθερό επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Euribor 6 μηνών πλέον 3%. Τα ομόλογα ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και ο κάτοχος τους μπορούσε να τα ρευστοποιήσει στο χρηματιστήριο. Επίσης, έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο τους να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε δύο προκαθορισμένες περιόδους και προ της παρέλευσης πενταετίας από την έκδοσή τους. Τον Μάιο του 2011 η εναγομένη πρότεινε στον ενάγοντα, αποστέλλοντάς του προτυπωμένη αίτηση εγγραφής μαζί με την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή, να επενδύσει σε ένα νέο προϊόν εκδόσεως της, το οποίο ονομαζόταν «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ). Όπως προέκυπτε από το από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο που υποχρεωτικά κατά το Ν. 3401/2005 εξέδωσε η εναγομένη, επρόκειτο και πάλι για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ανά εξάμηνο τόκο με σταθερό επιτόκιο 6,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Euribor 6 μηνών πλέον 3%. Ο τόκος υπολογιζόταν επί του επενδυμένου κεφαλαίου, ανεξαρτήτως της τιμής διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο και ο κάτοχος είχε το δικαίωμα μετά την παρέλευση πενταετίας από την αγορά τους να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε συγκεκριμένες περιόδους. Η τράπεζα είχε το δικαίωμα την πρώτη πενταετία και στις προκαθορισμένες περιόδους μετατροπής να τα εξαγοράσει από τον Κάτοχο στην ονομαστική τους αξία, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τους αξίας. Ο κάτοχος μπορούσε να τα πουλήσει χρηματιστηριακώς. Σύμφωνα με τους όρους έκδοσης, προβλεπόταν υποχρεωτική μετατροπή του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι θα είχε επισυμβεί όταν η Τράπεζα έδινε σχετική ειδοποίηση είτε (I) ότι το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της - Core Tier 1 Ratio (πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital Accord) Βασιλείας III, ή των κοινών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων - Common Equity Tier 1 Ratio (κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III) είναι χαμηλότερο του 5% ή II). όταν η ΚτΚ θα καθόριζε ότι η τράπεζα βρισκόταν σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας. Γεγονός βιωσιμότητας οριζόταν (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε, ότι η υποχρεωτική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους, δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, ήταν αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συνέβαλε στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγομένη δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της, που θα λογίζονταν, ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο.
Ο ενάγων αποδέχτηκε την πρόταση και την 10.5.2011 μετέτρεψε 211.560 ΜΑΚ (όσα δηλαδή του είχαν απομείνει από τα 250.000 ΜΑΚ που είχε αγοράσει το έτος 2009 κατά τα ανωτέρω) σε ΜΑΕΚ, επιπροσθέτως δε αγόρασε ακόμη 179.000 ΜΑΕΚ καταβάλλοντας το ποσό των 179.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 390.560 ΜΑΕΚ. Περαιτέρω, την 16.5.2011 μετέτρεψε σε ΜΑΕΚ και το ποσό των 118.629 δολαρίων ΗΠΑ, αφού προηγουμένως το μετέτρεψε στο ισόποσο 92.239 ευρώ. Έγινε συνεπώς κάτοχος 482.799 ΜΑΕΚ. Συνδικαιούχος των ΜΑΕΚ έγινε αργότερα η σύζυγος του δεύτερη ενάγουσα, η οποία εισήλθε ως συνδικαιούχος στην επενδυτική μερίδα του πρώτου ενάγοντος.
Εξάλλου, η συνεχής επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδεινώσεως των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου έτους 2010 αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ευρώ (2.400.000.000 €), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ ( 2.500.000.000 €), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγομένη να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. Έτσι, η ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία ( απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 στο ποσόν των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εναγομένη απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ' όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκόπιμα την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο των σύνθετων αυτών επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεώς τους. Ειδικότερα, γνωρίζοντας η εναγομένη τη σπουδαιότητα της επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. στο σύνολο τους, εκμεταλλεύτηκε την προνομιακή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τον πρώτο ενάγοντα επενδυτή, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και τη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή του σφαίρα, αφού γνώριζε ότι αυτός ήδη ήταν πελάτης της και κάτοχος του
παλαιότερου προϊόντος Μ.Α.Κ. και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τον έπεισε μέσω του αρμόδιου υπαλλήλου της, του υποκαταστήματος της στο Χαλάνδρι, Δημητρίου Τσαγκλή, αλλά και των λοιπών υπαλλήλων του υποκαταστήματος αυτού, δολίως να τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις του στα Μ.Α.Ε.Κ., χωρίς όμως να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο καταλληλότητας αυτού με τα συγκεκριμένα προϊόντα και χωρίς να τον ενημερώσει για τους παραπάνω λεπτομερώς αναφερόμενους κινδύνους. Συγκεκριμένα, η διοίκηση της εναγομένης, με στόχο την καλύτερη και αποδοτικότερη προώθηση των εν λόγω προϊόντων, συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες,
που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό
επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάνε» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ως άνω ακολουθούμενης πολιτικής, αρχές του Μαΐου του 2011 ο υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου Δημήτριος Τσαγκλής επικοινώνησε με τον πρώτο ενάγοντα, με σκοπό να τον πείσει να μετατρέψει τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και να επενδύσει και νέα κεφάλαια σ' αυτά. Για να το πετύχει αυτό, του παρουσίασε τα νέα ομόλογα ως μία χαμηλού ρίσκου επένδυση, ως ένα ιδιαίτερα επωφελές προϊόν, ενημερώνοντάς τον ότι δεν θα του επιβαλλόταν ποινή εξαιτίας της πρόωρης εξόφλησης της προθεσμιακής του κατάθεσης. Έτσι πείστηκε κατά τα ανωτέρω να διαθέσει συνολικά 211.560 ευρώ από μετατροπή προγενέστερων ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και την επιπρόσθετη τοποθέτηση 179.000 ευρώ που μέχρι τότε είχε σε προθεσμιακή κατάθεση καθώς και 118.629 USD.
Προς πιστοποίηση της συνάψεως της ως άνω συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από μέρους του πρώτου ενάγοντος εκδόθηκε από την εναγομένη το αντίστοιχο αποδεικτικό συμμετοχής του στην έκδοση των ΜΑ.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από τον ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο της συμβάσεως αυτής, όπου όμως, δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύναται ο πρώτος ενάγων να την αντιληφθεί, αναφερόταν, εντούτοις ότι αυτός βεβαίωνε πως διαθέτει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της
επενδύσεώς του στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωνε ότι αφενός αποδέχεται τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 05-04-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν του είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑ.Ε.Κ και την απόφαση του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση εγγραφής σε αυτά.
Όμως στην πραγματικότητα, ουδέποτε παραδόθηκε στον ενάγοντα το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν το είχε ο ενάγων αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.). Τούτο δε, διότι, όπως προεκτέθηκε, τα εν λόγω ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδουν μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο, σαφώς και δεν περιλαμβανόταν ο πρώτος ενάγων, ο οποίος δεν είχε χαρακτηρισθεί, ως επαγγελματίας επενδυτής και δεν αντιλήφθηκε σε όλη της την έκταση, τη νέα επένδυση, εμπιστευθείς τις συμβουλές των υπαλλήλων του υποκαταστήματος Χαλανδρίου της εναγομένης. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι ο πρώτος ενάγων είχε επαρκή επενδυτική εμπειρία, ικανή για να κατανοήσει πλήρως τους κινδύνους της επίδικης επένδυσης. Στηρίζει τον ισχυρισμό της αυτό στο γεγονός ότι ήδη πριν την έναρξη της συνεργασίας του με αυτήν το 2008 διέθετε επενδυτική μερίδα στο ΧΑΑ συνεργαζόμενος με τη χρηματιστηριακή εταιρία «Εθνική Π και Χ Χρηματιστηριακή ΑΕΠΕΥ», ότι είχε επενδύσει στο παρελθόν σε Ο.Ε.Δ. ποσό^[^^ευρώ καθώς και σε μετοχές της ιδίας της εναγομένης και της ΕΤΕ ύψους^Βευρώ περίπου, καθώς και σε εταιρικό ομόλογο της εταιρίας GAZ CAPITAL    ευρώ. Από τις ανωτέρω επενδυτικές κινήσεις ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ούτε συστηματική ενασχόληση του πρώτου ενάγοντος με πολύπλοκες χρηματιστηριακές συναλλαγές, ούτε ειδική γνώση και εκπαίδευση στην επιλογή
-β- επενδυτικών προϊόντων, ούτε επιδίωξη εκ μέρους του τοποθέτησης κεφαλαίων σε υψηλού ρίσκου επενδύσεις με σκοπό αποκόμισης υψηλού κέρδους ούτε ότι υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου επενδυτή ούτε ότι ήταν κατάλληλος για το εν λόγω προϊόν - για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς του άλλωστε η εναγομένη δεν διενήργησε κανένα σχετικό τεστ. Αντιθέτως, η εναγόμενη ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών, εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονταν στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς, παρείχε μέσω του ανωτέρω προστηθέντος (υπαλλήλου του Υποκαταστήματος Χαλανδρίου) επενδυτική συμβουλή και σύσταση στον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος διέθετε στην προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικός αποδέκτης της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, χωρίς να διενεργήσει τον επιβαλλόμενο έλεγχο καταλληλότητας του συγκεκριμένου επενδυτή, διαμορφώνοντας την επιλογή του να επενδύσει στο επενδυτικό προϊόν της.
Αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων, μολονότι επιζητούσε την ασφάλεια των χρημάτων του, δεν είχε επαρκώς ενημερωθεί από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγόμενη Τράπεζα, ότι τα επίδικα προϊόντα ΜΑΕΚ ήταν υψηλού ρίσκου, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγόμενης και συνεπώς, τα χρήματά του δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν αόριστης διάρκειας και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου, η εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι τα ΜΑΕΚ δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τους στόχους του, ότι η εναγομένη τον είχε εκμεταλλευτεί κακόπιστα, για να του προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγομένη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων - της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές).
Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ' αριθ. 9/700/10-12-2014 απόφασή της, η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, επέβαλε πρόστιμο 10.000 ευρώ στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του Ν. 36 3606/2007 και της υπ" αριθ. 1/452/2007 Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
Επίσης, με την από 28-04-2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. της 05.04.2011. Επίσης, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ" αριθ. 4995/25.02.2013 έγγραφη σύστασή του, αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της Τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του Ν. 3606/2007, αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.
Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η ίδια είχε μόνο την ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος, η δε υποχρέωσή της ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού εξαντλήθηκε στην προβλεπόμενη από το Ν. 3401/2005 σε συνδυασμό με τον Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 809/2004 (L 149,30.4.2004), υποχρεωτική έκδοση ενημερωτικού
δελτίου, που περιέγραφε λεπτομερώς το προϊόν, τις ιδιότητες και τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από την διάθεση του στους επενδυτές, καθώς και πληροφορίες για τον εκδότη και την οικονομική του κατάσταση. Ωστόσο, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ίδια δεν ενημέρωσε για την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ., την έντονη κεφαλαιακή της ανεπάρκεια και την ασφυκτική ανάγκη της να καλύψει την τελευταία. Πέραν τούτων, η ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος δεν αναιρεί την ευθύνη της σύμφωνα με το Ν. 3606/2007, αφού, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Επενδυτική συμβουλή, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό, που εμπεριέχεται στην υπ" αριθ. 1/452/01.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι «μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται α: κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιοσδήποτε δικαιώματος, που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου».
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονταν με το παραπάνω χρηματοοικονομικό προϊόν της εκκαλούσας τράπεζας πραγματώθηκαν. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία στις15.6.2012 αποφάσισε, αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, ενημερώνοντας τους επενδυτές δια των αρμοδίων υπαλλήλων της ότι δε θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Επίσης, η εφεσίβλητη τράπεζα προέβη σε υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκου την 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 30.6.2012 η εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρουσίασε έλλειμμα 730 εκατομμυρίων ευρώ, οφειλόμενο κυρίως στο ελληνικό πρόγραμμα PSI για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής, ενώ την 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου ΕΥΡΩ (1.000.000.000 €). Ωστόσο, την 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεως των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και της Λαϊκής Τράπεζας. Εν συνεχεία δυνάμει του υπ' αρ. 103/29.3.2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου η εφεσίβλητη τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013» και προβλέφθηκε η διάσωσή της με ίδια μέσα. Εν τέλει, με τα υπ' αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητά της ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5(1), 5(7), 5(12)(α), 7(1) και 12 του « Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων » Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε Μετοχές Δ' Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ευρώ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ευρώ (1 €) για κάθε ευρώ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ' Τάξεως από 1 € σε 0,01 € για κάθε μετοχή, με σκοπό τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εφεσίβλητης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € για κάθε μετοχή,
που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ευρώ (1 €) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (αριθμός μετοχών κάτω των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Τα Μ.Α.Ε.Κ. των εναγόντων με βάση τα ανωτέρω μετατράπηκαν σε 482.799 συνήθεις μετοχές Δ' Τάξης ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ εκάστης, ήτοι συνολικής αξίας 4.827 ευρώ. Για την εξέλιξη αυτή η εναγομένη ενημέρωσε τους ενάγοντες με την από 8.8.2013 επιστολή της.
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η αξίωση των εναγόντων να ζητήσουν την ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης έχει παραγραφεί κατ' άρθρο 157 ΑΚ, διότι από την 8.8.2013, οπότε τα ομολογά τους μετατράπηκαν σε μετοχές Δ' τάξης χάνοντας ουσιαστικά την αξία τους, μέχρι τον Ιούλιο του 2016 που άσκησαν την αγωγή τους, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης της εναγομένης εκ του άνω άρθρου ως και ουσία βάσιμης. Ορθά κρίθηκε τούτο με την εκκαλουμένη απόφαση, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον 13° λόγο έφεσης που είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Παραμένει βέβαια η ευθύνη της τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών.
Ειδικότερα, η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγόμενης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3607/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του Κανόνα Δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ.
Επιπλέον, η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για το λόγο ότι με την ως άνω περιγραφείσα απατηλή συμπεριφορά των προαναφερομένων υπαλλήλων της του υποκαταστήματος της στο Χαλάνδρι, προκάλεσε με δόλο στον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος ετύγχανε συντηρητικός πελάτης αυτής και πάντως όχι επαγγελματίας, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα Μ.Α.Ε.Κ., παριστάνοντας, εν γνώσει της, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ. και την επιτακτική ανάγκη κάλυψης της κεφαλαιακής της ανεπάρκειας, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό στον πρώτο ενάγοντα και εν συνεχεία στη δεύτερη ενάγουσα που κατέστη συνδικαιούχος των ομολόγων αυτών κατά τα παραπάνω μείωση της περιουσίας τους, στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ.
Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ζημία των εναγόντων οφείλεται στην υποχρεωτική διάσωσή της με ίδια μέσα, με τις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Eurogroup, κατά τα άνω εκτιθέμενα, γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία η οποία αίρει την ευθύνη της. Επικαλείται μάλιστα προς τούτο, την υπ' αρ. 813/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι η απώλεια επένδυσης σε MX (μετατρέψιμα χρεόγραφα) η οποία έλαβε χώρα το 2008, δεν συνδέεται κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την πλημμελή ενημέρωση της τράπεζας, ως προς τους κινδύνους απώλειας της περιουσίας που επενδυόταν στο προϊόν εκείνο, καθόσον η πλημμέλεια της τράπεζας εκδηλωθείσα το 2008 δεν ήταν ικανή ούτε μπορούσε αντικειμενικά, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου χωρίς τη νομοθετική παρέμβαση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, παρέμβαση που το έτος 2008 δεν ήταν δυνατή να προβλεφθεί. Ωστόσο, η κατάσταση το 2008 δεν ήταν ίδια με αυτήν το 2011. Καταρχάς η έκδοση των ομολόγων εκείνων, είχε διαφορές από την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., με κυριότερες το ότι εκείνα είχαν δεκαετή διάρκεια και ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα της τράπεζας να αποφασίσει μονομερώς την μετατροπή τους σε μετοχές κατόπιν αδείας της ΚτΚ. Δεν μπορεί βέβαια κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι και αυτά τα ομόλογα χρησιμοποιήθηκαν τελικά για την διάσωση της τράπεζας το 2013. Όμως το έτος 2008, ούτε η έκθεση της τράπεζας στα ελληνικά ομόλογα ήταν τόσο μεγάλη, ούτε ο κίνδυνος τότε του PSI ήταν ορατός, ούτε τότε τα Ο.Ε.Δ. είχαν χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ως μηδενικής αξίας ούτε το ενδεχόμενο να χρειαστεί η διάσωση της τράπεζας με δικά της μέσα πέντε χρόνια αργότερα μπορούσε να προβλεφθεί. Επομένως, στην κρινόμενη με την παρούσα απόφαση περίπτωση, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος του πρώτου ενάγοντος πελάτη της και καταναλωτή το 2011, στα πλαίσια της παροχης , σ' αυτόν επενδυτικής συμβουλής και σύστασης για την αγορά των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων, διότι η εναγομένη, κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της, παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα ως άνω προϊόντα (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεώς της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που
συντήρησε και επέτεινε καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσιμης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της οι οποίες της επιβάλλονταν από το Ν. 3606/2007, αλλά και από την καλή πίστη. Η δε προαναφερομένη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ" αριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγίανσης την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα και συνεπώς την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης, συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 05-04-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, αλλά δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, όσον αφορά τα επίδικα ομόλογα.
Απορριπτέος επίσης τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης εκ των άρθρων 300 και 330 ΑΚ ότι οι ενάγοντες συνετέλεσαν οι ίδιοι στην επέλευση και την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι ο πρώτος εξ αυτών είχε διαβάσει και ενημερωθεί από την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή που έστειλε η εναγομένη, για τους κινδύνους που παρουσίαζε η επένδυση στα προϊόντα Μ.Α.Ε.Κ. και δεν έπραξε κάτι, όπως επίσης δεν έπραξε κάτι για τον περιορισμό της ζημίας τους την 30.6.2011, οπότε ενημερώθηκε από το statement που του έστειλε η εναγομένη ότι ήδη είχε απομειωθεί η χρηματιστηριακή αξία του προϊόντος κατά 21,3160 % επί της τιμής κτήσης του. Διότι οι ενάγοντες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ενδιαφέρονταν ουσιαστικά για την χρηματιστηριακή εκποίηση των ομολόγων αλλά για τη λήψη των συμβατικών τόκων και εν τέλει του κεφαλαίου τους, κατά την ημερομηνία ανάκλησης του προϊόντος από την τράπεζα. Εξάλλου, για να γίνει δεκτή οποιαδήποτε συνυπαιτιότητά τους στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας τους, θα έπρεπε οι ίδιοι, όντες συντηρητικοί επενδυτές, να είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την εναγομένη και τους προστηθέντες της για τη φύση των ομολόγων αέναης διάρκειας, τους κινδύνους να μην λάβουν τους συμφωνηθέντες τόκους
και κυρίως να απωλέσουν το ίδιο το κεφάλαιο τους, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της εναγομένης λόγω της υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. και την ασφυκτική πίεση ενίσχυσης της κεφαλαιακής της επάρκειας που εξυπηρετούσε η έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. Τέτοια όμως ενημέρωση, όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω, ουδέποτε έλαβε χώρα. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί αμελής η μη αναζήτηση εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος συμβουλής από τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς του συμβούλους, ως προέτρεπε το από 5.4.2011 ενημερωτικό φυλλάδιο της εναγομένης.
Επίσης, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια του συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους που επιβάλλεται από τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, από το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούνται οι ενάγοντες, πρέπει ν' αφαιρεθεί το ποσό των 20.214,90 ευρώ, που εισέπραξαν ως τόκους για το διάστημα από 30.6.2011 έως 31.12.2011 καθώς και το ποσό των 4.827 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των μετοχών στις οποίες μετατράπηκαν τα Μ.Α.Ε.Κ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Όσον αφορά το ποσό των τόκων, διότι ναι μεν αυτό αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τα Μ.Α.Ε.Κ., πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας· στους ενάγοντες τους συμφωνημένους καρπούς και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. Άλλωστε, ο προτεινόμενος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Όσον αφορά τις μετοχές που έχουν εις χείρας τους οι ενάγοντες, επειδή δεν προκύπτει ότι έχουν κάποια έστω μηδαμινή αξία, δεδομένου ότι ουδεμία πληροφορία εισφέρεται από την εναγομένη για την τύχη τους, την μεταγενέστερη της απώλειας της αξίας τους διαπραγμάτευσή τους και την αξία αυτή έστω το χρόνο συζήτησης της αγωγής.
Κατ' ακολουθία, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους. Η ζημία αυτή ανέρχεται για τον κάθε ενάγοντα σε ποσοστό ΧΑ της απωλεσθείσας επένδυσής του, ήτοι (482.799 Χ ιΔ) 241.399,50 ευρώ.
Τέλος, οι ενάγοντες, εξαιτίας της άδικης πράξης, που τέλεσε η εναγομένη σε βάρος τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, στενοχώρια και θλίψη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Το ύψος της, με βάση το είδος και τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής, το βαθμό πταίσματος της εναγομένης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, προσδιορίζεται στο ποσό των 5.000 ευρώ για τον καθένα, το οποίο, μετά την στάθμιση των άνω στοιχείων κρίνεται εύλογο.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έσφαλ£ κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους εφέσεως. Κατόπιν τούτων, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακο λούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί αυτή κατ' ουσία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα των εναγόντων το ποσό των (241.399,50 + 5.000) 246.399,50 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους, πρέπει να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας κάθε διαδίκου και εν τέλει πρέπει να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη εναγομένη να καταβάλει στους εκκαλούντες - ενάγοντες μέρος των δικαστικών τους εξόδων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178 § 1, 183, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος απ' αυτούς παραβόλου για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς τους (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την  αριθμό
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ'     του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από^ΜΒΗΡ1 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ^^HBflHHHNkαγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον καθένα των εναγόντων το ποσό των διακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτών (€ 246.399,50), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει
συνολικά για αμφότερους τους ενάγοντες στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.
 
Νικόλαος Α. Δαύρος
πρόεδρος εφετών
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέβαλαν για την άσκηση της έφεσής τους. Κρίθηκε, κλπ
Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
 

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.