Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 2365/2018 -ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Τόπος:     ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:     2365
Ετος:     2018

Προστασία καταναλωτών. Επενδυτικές υπηρεσίες παρεχόμενες από τράπεζα. Προθεσμιακές καταθέσεις. Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Σύμβαση αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.). Παράλειψη της τράπεζας, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, περί εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Απώλεια κεφαλαίου. Αδικοπραξία. Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Κείμενο Απόφασης
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16ο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Καραγιάννη, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη-Εισηγητή και Σοφία Λιγνού, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Δεκεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) … έως και 21) …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Μαρκουλάκο.

ΤΗΣ ΚΑΘ» ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΛΤΔ) και δ.τ. «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, (οδός Στασινού 51, Στρόβολος) και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα διά του υποκαταστήματος της επί της Λ. Αλεξάνδρας αριθμ. 192, Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Φερφέλη.

Οι ενάγοντες, και ήδη καλούντες-εφεσίβλητοι, με την από 27-1-2014 αγωγή τους, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 29552/811/2014, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 3961/2015 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα (εναγομένη) με την από 20-10-2016 έφεση της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 4283/2016.

Ήδη η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 26-1-2017 κλήση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (αρ. πρωτ. προσδ. 602/497), εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καλούντων-εφεσιβλήτων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε. Η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ' ης η κλήση-εκκαλούσας κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκε στο ακροατήριο με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 26-1-2017 (αρ.εκθ.καταθ.497/2017). κλήση τους οι καλούντες/εφεσίβλητοι νόμιμα επαναφέρουν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 20-10-2016 (αρ.εκθ.καταθ. …/20-10-2016) έφεση κατ' αυτών και της υπ' αριθ. 3961/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 27-1-2014 αγωγή τους κατά της εναγομένης και νυν εκκαλούσης. κατά την τακτική διαδικασία και έκανε, αυτήν εν μέρει δεκτή, υποχρεώνοντας την τελευταία να καταβάλει σε ένα έκαστο εξ αυτών τα στο διατακτικό της αναφερόμενα κατ' ιδίαν χρηματικά ποσά. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 21-9-2016 και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 20-10-2016 (άρθ. 495, 511, 513, 516,517,518 § 1 ΚΠολΔ). Δεδομένου δε ότι έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ'αριθ. .. παράβολα), πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της.

Οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι με την από 27-1-2014 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτήν υπάλληλοι-προστηθέντες της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγόμενης κυπριακής τραπεζικής εταιρίας, με την οποία συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και δη προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης, τους συνέστησαν με πρωτοβουλία της εναγομένης, κατά το Μάιο του 2011 και τον παρατιθέμενό στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, παρέχοντας σ' αυτούς προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική ενημέρωση καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο τους παρέστησαν ως όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής αποδόσεως τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου. Ότι πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων προέβησαν στην κατάρτιση το Μάιο του 2011 με την εναγόμενη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσεως αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεως της τελευταίας αξίας 500.000 ευρώ ο πρώτος ενάγων, 39.651,44 ευρώ ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων, 80.000 ευρώ ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων, 50.000 ευρώ η έκτη ενάγουσα, 30.000 ευρώ ο έβδομος ενάγων, 40.000 ευρώ ο όγδοος ενάγων, 24.157,92 ευρώ ο ένατος ενάγων, 150.000 ευρώ ο δέκατος και η ενδέκατη των εναγόντων, 70.000 ευρώ ο δωδέκατος ενάγων, 50.000 ευρώ ο δέκατος τρίτος ενάγων, 100.000 ευρώ ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη των εναγόντων, 100.000 ευρώ ο δέκατος έκτος και η δέκατη έβδομη των εναγόντων, 45.000 ευρώ ο δέκατος όγδοος, η δέκατη ένατη και ο εικοστός των εναγόντων και 20.000 ευρώ ο εικοστός πρώτος ενάγων. Ότι τα ανωτέρω αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ενάγοντες αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω ελλείψεως κατάλληλης ενημέρωσης τους από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι παράλληλα τους εξαπάτησαν, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Ότι περί το μέσον του μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκαν από την εναγομένη ότι αυτή θα ακύρωνε και δε θα κατέβαλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους, επικαλούμενη προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένης ρευστότητας. Ότι εξαιτίας της οικονομικής καταστάσεως της εναγομένης, μετατράπηκαν εν συνεχεία τα ΜΑ.Ε.Κ. σε μετοχές, στερούμενες οποιοσδήποτε αξίας, με συνέπεια οι ενάγοντες να απωλέσουν το προαναφερόμενο κεφάλαιο αυτών και να υποστούν εξ αυτού του λόγου την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο ηθική βλάβη. Ότι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγομένη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση τους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν θέση καταναλωτή στις κρίσιμες συμβάσεις, καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή να τους καταβάλει τα εξής ποσά: 1) το ποσό των 500.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 39.651,44 ευρώ στο δεύτερο και την τρίτη, το ποσό των 80.000 ευρώ στον τέταρτο και την πέμπτη, το ποσό των 50.000 ευρώ στην έκτη, το ποσό των 30.000 ευρώ στον έβδομο, το ποσό των 40.000 ευρώ στον όγδοο, το ποσό των 24.157,92 ευρώ στον ένατο, το ποσό των 150.000 ευρώ στον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 70.000 ευρώ στο δωδέκατο, το ποσό των 50.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, το ποσό των 100.000 ευρώ στο δέκατο τέταρτο και τη δέκατη πέμπτη, το ποσό των 100.000 στο δέκατο έκτο και τη δέκατη έβδομη, το ποσό των 45.000 ευρώ στο δέκατο όγδοο, τη δέκατη ένατη και τον εικοστό και το ποσό των 20.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο των εναγόντων, που κατέβαλαν ως τίμημα για την απόκτηση των ΜΑΕΚ<webtop:message key= και 2) το ποσό των 30.000 ευρώ στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 12.000 ευρώ σε έκαστο εκ των δεύτερου και της τρίτης, το ποσό των 24.000 ευρώ σε έκαστο εκ του τέταρτου και της πέμπτης, το ποσό των 15.000 ευρώ στην έκτη, το ποσό των 9.000 ευρώ στον έβδομο, το ποσό των 12.000 ευρώ στον όγδοο, το ποσό των 7.342,08 ευρώ στον ένατο, το ποσό των 30.000 ευρώ στον δέκατο και την ενδέκατη, το ποσό των 21.000 ευρώ στο δωδέκατο, το ποσό των 15.000 ευρώ στο δέκατο τρίτο, το ποσό των 30.000 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου τέταρτου και της δέκατης πέμπτης, το ποσό των 30,000 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου έκτου και της δέκατης έβδομης, το ποσό των 13.500 ευρώ σε έκαστο εκ των δέκατου όγδοου, της δέκατης ένατης και του εικοστού και το ποσό των 6.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο των εναγόντων, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης όπως περιγράφεται ανωτέρω, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 § 1α-3,15 § 1 γ, 16 §1, 17, 23 § 5 Καν 44/2001, 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1 § 4, 8, 9α, 9δ και 9ε Ν. 2251/1994 και 25 Ν. 3606/2007 καθώς και σ' αυτές των άρθρων 299,346, 922 ΑΚ, 386ΠΚ, 3 § 2 Ν. 3606/2007, 218,219, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Ερευνώντας δε αυτήν κατ' ουσίαν, αφού απέρριψε τις εκ μέρους της εναγομένης υποβληθείσες ενστάσεις καταχρήσεως δικαιώματος, συντρέχοντος πταίσματος, συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τις εκεί επί μέρους διακρίσεις, καθώς και την ένσταση εκ του άρθρου 8 §§ 1,4 ν. 2251/1994 ως ουσία αβάσιμες, δέχθηκε ότι «κατά παράβαση των οριζομένων υποχρεώσεών της, η εναγομένη ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες, προκειμένου να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες, που προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ Επιπλέον η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής, την απόφαση επένδυσης στα επίμαχα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ήτοι ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους προδιαληφθέντες κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω απόγραφων. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον συμφωνάμε το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων -προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην άνω ζημία τους, απορριπτόμενων κατ' ουσίαν των προβληθεισών εκ μέρους της εναγομένης προειρημένων ενστάσεων περί καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων καθώς και συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων εξαιτίας πλήρους γνώσεως εκ μέρους αυτών, κατά την κατάρτιση των προαναφερομένων συμβάσεων, της φύσεως και των κίνδυνων των Μ.Α.Ε.Κ. ή της συνδρομής τουλάχιστον δυνατότητας τους να λάβουν τότε τέτοια γνώση, καθόσον, ως προελέχθη, επρόκειτο για ένα σύνθετο τραπεζικό προϊόν, για τη φύση του οποίου ουδέποτε τους δόθηκαν οι απαιτούμενες διασαφήσεις» και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε ένα έκαστο των εναγόντων τα στο διατακτικό της αναφερόμενα ποσά.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται διότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι υπήρξε εξαπάτηση των εναγόντων, ότι καταρτίστηκε σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικής συμβουλής και ότι δεν ενημερώθηκαν οι επενδυτές. Προσέτι δε, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι τήρησε τη ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών (άρθρ. 15 Οδηγία 2003/71/ΕΚ, 34 Κανονισμού 809/2004 και άρθρ. 15 ν. 3401/2005.

Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν.3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 § 4 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του.

Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 §§1,2,3,4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται, όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση γα εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή άδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοεί και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, 613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620). Εξάλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007, (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοιας δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ' άρθρο 3 § 2.Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, καινά λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ. παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας, άρθρ. 25 §5 ν. 3606/2007 και 13 Απόφασης 1/452/2007 ΕΚ). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει γα κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας προκύπτει ότι, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σ. 867-868). Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση - επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας, ή οποτεδήποτε.

Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες και ιδία οι τράπεζες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, όταν ιδίως αυτός ανήκει στην κατηγορία του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ώς ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και την λειτουργία τους. Αυτή καθ' εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη-ομολογία, αναγνώριση χρέους- δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και υπάρξεως συνακόλουθα αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή-κομιστή της ομολογίας- κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε το ζητήσει ο ίδιος ο δανειστής και όχι αντίστροφα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα με δική της ευθύνη, πληροφορώντας κατάλληλα τον επενδυτή, να το απαλείψει. Παραλείποντας να το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, δημιουργώντας ασφαλείς βάσεις ευθύνης της προς αποζημίωση των πελατών της (ΑΠ 244/2016 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 ο.π. και Χρ.Δ. 1/2015, σ.136, Ψυχομάνης, ο.π.).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον α' βαθμό και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις υπ' αριθ...: 1) …του μάρτυρα … ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδας, 2) της μάρτυρος … ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών… και 3) της μάρτυρος, ένορκες βεβαιώσεις που νομίμως προσκομίζουν μετ' επικλήσεως οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με πρωτοβουλία των οποίων ελήφθησαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κλήτευση της αντιδίκου τους, απ' όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη και νυν εκκαλούσα αποτελεί τραπεζική εταιρία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Ο 1ος των εναγόντων είναι έγγαμος με δύο τέκνα και διατηρούσε επιχείρηση τοποθέτησης γύψινων διακοσμήσεων στο Ηράκλειο Κρήτης. Η συνεργασία του με την εναγόμενη ξεκίνησε τον Μάιο του έτους 1998, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στο Ηράκλειο Κρήτης κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχο τη σύζυγό του, ενώ έκτοτε και έως το έτος 2011 τοποθετούσε τα χρήματα του κυρίως σε ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Στις 18-6-2010 είχε προβεί σε αγορά 6.000 μετοχών της εναγομένης αξίας 21.331,85 ευρώ. Μάλιστα δυο ημέρες πριν, δηλ. στις 16-6-2010, υπέγραψε με την εκκαλούσα σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ο 2ος των εναγόντων, συνταξιούχος του Εμπορικού Ναυτικού, είναι σύζυγος της 3ης εξ αυτών, η οποία και δεν εργάζεται. Από το έτος 2008 περίπου διατηρούσαν στην εναγομένη προθεσμιακές καταθέσεις, τις οποίες ανανέωναν συνεχώς. Ο 2ος ενάγων περιστασιακά, προ 15ετίας, είχε προβεί σε αγοραπωλησία μετοχών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ο 4ος και η 5η των εναγόντων είναι σύζυγοι και έχουν δύο ανήλικα τέκνα, ενώ αμφότεροι εργάζονται ως καθηγητής πυρηνικής Ιατρικής ο πρώτος και ως φαρμακοποιός η δεύτερη. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε από το έτος 2010 όταν μετέφεραν σε κοινό λογαριασμό μέρος των χρημάτων τους) ενώ παράλληλα διατηρούσαν σε έτερη τράπεζα προθεσμιακή κατάθεση. Αμφότεροι είχαν επενδύσει σε μετοχές της Alpha Bank, της Εθνικής αλλά και της εκκαλούσας. Η 6η ενάγουσα είναι έγγαμη, μητέρα δύο ενήλικων τέκνων και εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος στο Γενικό Χημείο του Κράτους της Χημικής υπηρεσίας της Λιβαδειάς, ενώ από το έτος 2003 διατηρούσε στην εναγομένη προθεσμιακές καταθέσεις συνολικού ύψους 317.000 ευρώ. Στα παρελθόν είχε ασχοληθεί περιστασιακά με αγορά μετοχών και ειδικότερα στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ενώ έκτοτε έχοντας αποκτήσει κακή εμπειρία από την ως άνω συναλλαγή, αποφάσισε να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων της. Ο 7ος των εναγόντων ασκούσε το επάγγελμα του αυτοκινητιστή και κατά το έτος 2011 τηρούσε προθεσμιακή κατάθεση στην τράπεζα FBB. Ο 8ος των εναγόντων είναι έγγαμος, πατέρας τριών ενήλικων τέκνων και συνταξιούχος ξυλουργός, ενώ από το έτος 2004 τηρούσε απλούς ή προθεσμιακούς λογαριασμούς στην εναγομένη, έχοντας ως μοναδική επενδυτική εμπειρία την προ πολλού χρόνου αγορά μετοχών. Ο 9ος των εναγόντων εργαζόταν ως αστυνομικός, ενώ για ένα διάστημα εργάστηκε στο εξωτερικό και δη στην Ελληνική Πρεσβεία στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής, όπου και κατάφερε να αποταμιεύσει ένα σημαντικό κεφάλαιο σε δολάρια Αμερικής, τα Οποία τοποθετούσε σταθερά από το 2004 σε προθεσμιακές καταθέσεις στην εναγόμενη τράπεζα. Προ δεκαετίας δε, είχε προβεί σε αγορά 340 μετοχών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και 74 μετοχών της εταιρίας Τεχνική Ολυμπιακή, ενώ έκτοτε δεν ασχολήθηκε με παρόμοιες συναλλαγές. Ο 10ος των εναγόντων, συνταξιούχος αστυνομικός, είναι σύζυγος της 11ης, η οποία δεν εργάζεται, ενώ και οι δύο είναι απόφοιτοι δημοτικού. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2005, όταν αρχικά άνοιξαν ένα λογαριασμό μισθοδοσίας και στη συνέχεια τοποθέτησαν τα χρήματά τους σε διαρκώς ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Ο 10ος ενάγων περιστασιακά στο τέλος της δεκαετίας του 1990 είχε προβεί σε αγοραπωλησίες μετοχών, ενώ τηρούσε διάφορους λογαριασμούς στην εκκαλούσα συνολικού ποσού 456.719,42 ευρώ. Ο 12ος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας δυο ανήλικων τέκνων, ενώ εργάζεται ως διαιτολόγος στο Κέντρο Υγείας Σπήλιου Ρεθύμνου και από το έτος 2007 διατηρούσε στην εναγομένη λογαριασμό με προθεσμιακές καταθέσεις. Ο 13ος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου. Είναι οδοντίατρος και διατηρεί ιατρείο στην πόλη των Τρικάλων, ενώ από το έτος 2004 είχε τοποθετήσει τα χρήματα του στην εναγομένη σε λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων. Ο 14ος και η 15η των εναγόντων είναι σύζυγοι και συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί και από το έτος 2004 διατηρούσαν στην εναγομένη κοινό λογαριασμό με συνεχώς ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις, έχοντας περιορισμένη επενδυτική εμπειρία από περιστασιακή αγορά 100 μετοχών της εταιρίας «Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε.» συνολικής αξίας 300 ευρώ. Ο 16ος και η 17η των εναγόντων είναι σύζυγοι και έχουν δύο ενήλικα τέκνα. Έως το έτος 2009 λειτουργούσαν κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης στο Μοναστηράκι Αττικής, ενώ έκτοτε τα εισοδήματα τους προέρχονται από τη μίσθωση της ακίνητης περιουσίας τους. Κατά το ίδιο ως άνω έτος μετέφεραν τα χρήματα τους στην εναγομένη, όπου και έκτοτε τα τοποθέτησαν σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο 18ος των εναγόντων είναι συνταξιούχος εργοδηγός- μηχανολόγος και σύζυγος της 19ης των εναγόντων, η οποία είναι συνταξιούχος του Δημοσίου, ενώ ο 2005 των εναγόντων, τέκνο των ανωτέρω εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2007, όταν προέβησαν σε άνοιγμα κοινού λογαριασμού, ενώ έκτοτε διατηρούσαν στην εν λόγω τράπεζα και ανανεούμενους λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων. Ο 18ος ενάγων προ 15ετίας είχε περιορισμένη ενασχόληση με αγορές μετοχών. Ο 21ος των εναγόντων είναι έγγαμος και πατέρας ενός ενήλικου τέκνου. Έως το έτος 2010 εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος. Κατά το ίδιο ως άνω έτος προέβη σε άνοιγμα κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου στην εναγομένη, με συνδικαιούχο τη σύζυγό του και στη συνέχεια και οι δύο συνήψαν κάποιες ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Κατά το παρελθόν είχε ασχοληθεί με αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, έχοντας από το έτος 2008 δική του επενδυτική μερίδα. Η ενασχόλησή του, όμως, αυτή ήταν περιστασιακή, καθώς αφορούσε τη μεταβίβαση σε αυτόν κατά το έτος 2008 από τον πατέρα του μετοχών της Εθνικής Τράπεζας και της ALPHA BANK και την αγορά το 2009 μετοχών της Εθνικής Τράπεζας αξίας 2.232 ευρώ. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι επρόκειτο περί ιδιωτών επενδυτών και καταθετών, άλλων πελατών της εκκαλούσης και άλλων όχι, οι οποίοι επεδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης, όσοι δε εξ αυτών επένδυαν και σε μετοχές, το έκαναν σε μικρό βαθμό και με περιορισμένο αριθμό, ήτοι ήταν μικροεπενδυτές. Ουδείς εξ αυτών ήταν επαγγελματίας πελάτης διαθέτων την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σέ θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα περί ών αμέσως κατωτέρω. Τον Μάιο του έτους 2011, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑ.Ε.Κ)». Τα εκδοθέντα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστης, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5 % ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30-6-2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρέπονταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3 %. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του, όπως διαλαμβάνονται στο από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ' επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ΄ επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική, κατά την κρίση της Τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου εθεωρείτο ότι είχε επισυμβεί (ι) όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital Accord) Βασιλεία III , όπου παρουσιάζονται κανονιστικά πρότυπα, που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5 % ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας ΠΙ, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί είτε (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη -διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία ονομάστηκαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι γεγονός αποδεδειγμένο πλήρως ότι η εναγομένη παρά την τεταμένη -οικονομικά και πολιτικά- κατάσταση στην Ελλάδα, την συνεχή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητος της Ελλάδος και των ομολόγων της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ήδη από τα τέλη του έτους 2009, παρά τις ανησυχίες των οίκων αξιολόγησης για τη μετάσταση της κρίσης και στις κυπριακές τράπεζες, που κατείχαν ομόλογα της Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και τις δημοσιευμένες δηλώσεις της εκκαλούσης στις οικονομικές καταστάσεις της του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 ότι είναι κεφαλαιακά επαρκής, με πολύ ισχυρό δείκτη core tier 1, άνω του 8%, επιδόθηκε σε μια επιθετική-Κερδοσκοπική επιχειρηματική πολιτική σε σχέση με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο και από τον Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 αύξησε την έκθεση της σε ΟΕΔ (2,4 δις ευρώ), την στιγμή που τα ίδια κεφάλαια της ήταν 2,5 δις ευρώ (συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου σε ποσοστό 80% δίχως λήψη μέτρου μετριασμού του). Λόγω αυτής ακριβώς της άκρως επιθετικής επενδυτικής στρατηγικής, υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαια από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ (2010) ύψους 529.513.000 ευρώ. Επειδή όμως η λογιστική αναγνώριση- αποτύπωση της ζημίας αυτής θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον δείκτη core tier 1, αφενός δεν αποτύπωσε λογιστικά στις οικονομικές της καταστάσεις τη ζημία αυτή (προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις), παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες, μέσω των υπαλλήλων των καταστημάτων της στην Ελλάδα ως προς τις προοπτικές και την πραγματική της αξία, την πραγματική της οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα, αφετέρου σχεδίασε και προώθησε μέσω των ως άνω υπαλλήλων της τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, τα οποία πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν και ρήτρες υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές και υποχρεωτικής αναστολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρως αυξημένες εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες που θα οδηγούσαν είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των προϊόντων σε συνήθεις μετοχές. Γνώριζε δε ότι το πολύπλοκο αυτό χρηματοοικονομικό προϊόν θα ήταν το «μαξιλάρι» που θα απορροφούσε τις ζημιές από τα ΟΕΔ, που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, αλλά δεν είχαν αποτυπωθεί, όπως προεκτέθηκε. Στη συνέχεια αντιλαμβανόμενη την εξαιρετική σπουδαιότητα και σημασία επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= στο σύνολο τους, εκμεταλλεύτηκε την ασύμμετρη και προνομιακή αυτή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τους ενάγοντες επενδυτές, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε τις καταθέσεις των πελατών της και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τους έπεισε δολίως να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε αυτά, χωρίς όμως να προβεί στο αναγκαίο έλεγχο συμβατότητος αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην από 12-7-2013 έκθεση της εταιρίας Grant Thornton για τη σκοπιμότητα έκδοσης των εν λόγω προϊόντων με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που συντάχθηκε κατόπιν ερωτήματος του νομικού παραστάτη των εναγόντων, τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= αποτελούν, υπό προϋποθέσεις, ήδη μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, λόγο για τον οποίο δεν απεικονίζονται στο δανειακό κεφάλαιο και όταν γίνουν κοινό μετοχικό κεφάλαιο, θα επαυξήσουν και το core tier 1 της τράπεζας, αφού σχεδιάστηκαν με τη μορφή αυτή για να απορροφήσουν ζημιές. Η εναγόμενη γνώριζε ως ενδεχόμενη και αποδέχτηκε την πρόκληση της ζημίας σε βάρος τους ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Έτσι, για την υλοποίηση των στόχων της, ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του δικτύου για τα καταστήματα ιδιωτών, όπως πειστικά κατέθεσαν οι ενόρκως βεβαιούντες ..., οι οποίοι εργάζονταν ως υπάλληλοι στην εναγομένη κατά το έτος 2011. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγόμενης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκείμενου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα τού προϊόντος που θα τους Οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάζουν» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, τον Μάιο του 2011 όλοι οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, με τους οποίους έκαστος εξ αυτών συναλλασσόταν μέχρι τότε, προκειμένου να επενδύσουν τα χρήματα τους στο ανωτέρω προϊόν. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγόντων κατά τον ως άνω χρόνο ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την διευθύντρια του υποκαταστήματος της εναγομένης στην περιοχή Γιόφυρου, στο 1° χλμ. Ηρακλείου- Μοιρών, ..., προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής καταθέσεως του στο εν λόγω προϊόν. Ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων σε επίσκεψη τους, κατά τον ίδιο χρόνο, κλήθηκαν και ενημερώθηκαν για τον ίδιο ως άνω σκοπό από τον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Βριλησσίων, στη ..., .... Ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων κατά το Μάιο του έτους 2011 κλήθηκαν τηλεφωνικά από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στη Ραφήνα Αττικής, ..., ακολούθως δε, συναντήθηκαν με αυτόν και με το διευθυντή του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, ..., και στις 9-5-2011 με τον αντικαταστάτη αυτού ..., οι οποίοι τους συνέστησαν την αγορά των επίμαχων <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Η έκτη των εναγόντων επισκέφτηκε το υποκατάστημα της εναγομένης στη Λιβαδειά Βοιωτίας στις 6-5-2011, (κατόπιν προτροπής του γνωστού της υποδιευθυντή καταστήματος ...), όπου συναντήθηκε με τον οικογενειακό της φίλο και διευθυντή στο εν λόγω υποκατάστημα ..., ο οποίος αναφερόμενος στα Μ.Α.Ε.Κ. της πρότεινε μία νέα επένδυση, χωρίς ρίσκο, ισοδύναμη της προθεσμιακής κατάθεσης, που έως τότε διατηρούσε. Περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2011 ο έβδομος των εναγόντων, συναλλασσόμενος με την εναγομένη δια μέσου του υποκαταστήματος αυτής στον Κορυδαλλό Αττικής, συναντήθηκε με την διευθύντρια ..., η οποία και προσφέρθηκε να τον ενημερώσει για τα οφέλη της τοποθέτησης των χρημάτων του στο συγκεκριμένο προϊόν. Ο όγδοος των εναγόντων στις 13-5-2011 και ο ένατος στις 9-5-2011 επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στα Ιωάννινα, με το οποίο και συναλλάσσονταν, κατόπιν τηλεφωνικής πρόσκλησης του διευθυντή ..., ο οποίος και τους προέτρεψε να επενδύσουν στο εν λόγω προϊόν. Ο δέκατος, η ενδέκατη και ο δωδέκατος των εναγόντων στα μέσα Μαΐου 2011 δέχτηκαν τηλεφώνημα από τον ..., διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Ηγουμενίτσα, όπου και τηρούσαν προθεσμιακούς λογαριασμούς, προκειμένου να ενημερωθούν για τα Μ.Α.Ε.Κ. και να επενδύσουν σε αυτά, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του συγκεκριμένου υπαλλήλου, χαρακτηρίσθηκαν ως «ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης». Το Μάιο του έτους 2011 η διευθύντρια του υποκαταστήματος Τρικάλων της εναγομένης ..., τηλεφώνησε στον δέκατο τρίτο των εναγόντων, με σκοπό να τον προτρέψει στην αγορά των εν λόγω αξιόγραφων. Περί τα μέσα Μαΐου 2011

ο υπάλληλος της εναγομένης στο υποκατάστημα Πύργου Ηλείας, ..., επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους 14° και 15η των εναγόντων, με τους οποίους και διατηρούσε μακρόχρονη συνεργασία, προκειμένου να τους ενημερώσει για τα κρίσιμα νέα προϊόντα. Κατά τον ως άνω χρόνο οι 16η και 17η των εναγόντων συναντήθηκαν με την ..., υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Μοναστηρακίου Αττικής, ή οποία και τους πρότεινε να επενδύσουν τα χρήματα τους σε ένα νέο προϊόν, απόλυτα προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους, σύμφωνα με τις περιγραφές της, ήτοι τα εν λόγω ΜΑ.Ε.Κ. Το Μάιο του έτους 2011 οι 18ος, 19η και 20ος των εναγόντων συνομίλησαν με την προϊσταμένη του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καλλιθέα Αττικής, ..., η οποία και τους προέτρεψε να προβούν στην αγορά των επίμαχων αξιόγραφων. Ο 21ος των εναγόντων, το Μάιο του 2011 κλήθηκε τηλεφωνικά από τον υπάλληλο της εναγομένης στο υποκατάστημα Νέας Μάκρης ..., ο οποίος και τον συμβούλεψε να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό που δεν θα είχε άμεση ανάγκη σε νέο προθεσμιακό λογαριασμό με μεγαλύτερο επιτόκιο, υπονοώντας τα προεκτεθέντα επενδυτικά προϊόντα. Πρέπει να σημειωθεί ότι έκαστος των εναγόντων (με εξαίρεση τους 7°, 16° και 17η εξ' αυτών) είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προεκτεθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, με τον οποίο και συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑ.Ε.Κ.) ως -ένα- ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους συνοπτικά ότι αφενός δε θα τους επιβαλλόταν από την εναγόμενη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως των προθεσμιακών καταθέσεων τους και αφετέρου ότι το νέο αυτό τραπεζικό προϊόν ήταν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Οι ενάγοντες, οι οποίοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προεκτεθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, αφού τεχνηέντως δεν τους επισημάνθηκαν, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα τους αγοράζοντας το. Για το λόγο αυτό κατήρτισαν στις 16-5-2011 οι τρίτη, έβδομος και δέκατος τέταρτος των εναγόντων, στις 17-5-2011 ο δεύτερος, στις 9-5-2011 οι τέταρτος, πέμπτη και ένατος, στις 13-5-2011 οι όγδοος, δέκατος και ενδέκατη, στις 12-12-2011 οι δωδέκατος, δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός, στις 24-5-2011 η δέκατη πέμπτη, στις 8-6-2011 οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη, στις 10-5-2011 ο εικοστός πρώτος εξ αυτών, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών από την εναγόμενη τραπεζική εταίρο υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αϋλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Οι δε πρώτος, έκτη και δέκατος τρίτος των εναγόντων είχαν καταρτίσει τέτοιου είδους συμβάσεις με την εναγομένη, ήδη από τις 16-6-2010, 19-9-2003 και 10-6-2010 έκαστος εξ αυτών αντίστοιχα, καθώς είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για αγορά μετοχών. Τα εν λόγω έγγραφα έχουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης υπογράφει από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και το Διευθυντή έκαστου υποκαταστήματος κατά περίπτωση. Στις 13-5-2011 ο πρώτος των εναγόντων, στις 17-5-2011 ο δεύτερος, στις 16-5-2011 η τρίτη, στις 12-5-2011 οι τέταρτος και πέμπτη, στις 6-5-2011 η έκτη, στις 16-5-2011 οι έβδομος και όγδοος, στις 11-5-2011 ο ένατος, στις 17-5-2011 οι δέκατος, ενδέκατη και δέκατος τέταρτος, στις 13-5-2011 ο δωδέκατος, στις 16-5-2011 ο δέκατος τρίτος, στις 24-5-2011 η δέκατη πέμπτη, στις 16-5-2011 ο δέκατος έκτος, στις 8-6-2011 η δέκατη έβδομη, στις 12-5-2011 ό δέκατος όγδοος, στις 12-12-2011 οι δέκατη ένατη και εικοστός και στις 11-5-2011 ο εικοστός πρώτος εξ αυτών, κατήρτισαν παράλληλα συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγόμενη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», μέσω των οποίων αυτοί αγόραζαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 500.000 ευρώ ο πρώτος, 39.651,44 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη, 80.000 ευρώ οι τέταρτος και πέμπτη 50.000 ευρώ η έκτη, 30.000 ευρώ ο έβδομος, 40.000 ευρώ ο όγδοος, 24.157,92 ευρώ ο ένατος, 150.000 ευρώ οι δέκατος και ενδέκατη, 70.000 ευρώ ο δωδέκατος, 50.000 ευρώ ο δέκατος τρίτος, 100.000 ευρώ οι δέκατος τέταρτος και δέκατη πέμπτη, 100.000 ευρώ οι δέκατος έκτος και δέκατη ,έβδομη, 45.000 ευρώ οι δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός και 20.000 ευρώ ο εικοστός πρώτος εξ αυτών, που θα καταβάλλονταν σ' αυτή δια της μεταφοράς του αντίστοιχου ποσού από τους τηρούμενους λογαριασμούς των εναγόντων στην εν λόγω τράπεζα. Προς πιστοποίηση της συνάψεως των προεκτεθεισών συμβάσεων αγοράς εκ μέρους των εναγόντων των Μ.Α.Ε.Κ., εκδόθηκαν από την εναγομένη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβάνεται το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεως τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σ' αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, όμως, ακόμη κι αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, τα κρίσιμα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι 2ος έως και 21ος από τους ενάγοντες, ρισμένοι εκ των οποίων μάλιστα, ως προαναφέρθηκε, είχαν ασχοληθεί περιστασιακά και με την αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Αλλά ούτε και ο 1ος ο οποίος είχε μεγαλύτερη εμπειρία, δεν είχε χαρακτηρισθεί ως επαγγελματίας επενδυτής και δεν αντελήφθη σε όλη της την έκταση την νέα επένδυση, εμπιστευθείς τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Επομένως, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς παρείχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή κατ σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ' αυτούς ποσά δεν ήταν, στην πλειονότητα τους, τόσο υψηλά και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αλλά και άτυπη συμβουλή να μην υπήρχε, ουδέποτε διενεργήθηκε εκ μέρους της εναγομένης ο επιβαλλόμενος έλεγχος συμβατότητος των συγκεκριμένων επενδυτών. Καθίσται ως εκ τούτου σαφές ότι όλοι οι ενάγοντες, που επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, αν γνώριζαν την αλήθεια και αν είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγόμενη τράπεζα ότι τα επίδικα προϊόντα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ήταν υψηλού ρίσκου ως υβριδικά, μειωμένης διασφάλισης, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση, την φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγόμενης Τράπεζας και ως εκ τούτου τα χρήματα τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα (αόριστης διάρκειας) και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, και ως εκ τούτου η εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τους στόχους τους, ότι ή εναγομένη Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε κακόπιστα την πληροφοριακή ασυμμετρία ανάμεσα τους για να τους προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγόμενη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές), ότι η εναγόμενη κατ' ουσία καθόριζε ακόμα και την ίδια την αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, η οποία επηρεάζεται από την τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής της εκδότριας, την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας, την προσφορά και τη ζήτηση αλλά και τις γενικότερες χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Και βέβαια η εναγομένη τήρησε τυπικά την ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών, πλην όμως η εκκαλουμένη, διέλαβε στην κρίση της περί της νομικής βασιμότητος της αγωγής τις διατάξεις που κατά την αγωγή παραβίασε η εναγομένη και υπήγαγε τά αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σ'αυτές και όχι στις διατάξεις που τήρησε η εναγόμενη για την έκδοση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Η παροχή εκ μέρους της εναγομένης επενδυτικών συμβουλών, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκε η ίδια, αποδεικνύεται και από την από 9/700/10.12.2014. απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, με την οποία επεβλήθη πρόστιμο στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (<webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν.3606/2007 και της υπ' αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Περαιτέρω, με την απο 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= 5-4-2011. Προσέτι δε ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ' αριθ. 4.995/25.2.2013 έγγραφη σύσταση του αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του ν. 3606/2007 αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά συνέπεια, ορθά η εκκαλουμένη έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο που η εκδότρια των τίτλων τους διέθετε πρωτογενώς στην αγορά, εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007, αφού, όπως πλήρως αποδείχθηκε, η εναγομένη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι οποίες, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό που εμπεριέχεται στην υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι «μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται α: κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσο, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου». Και πάντως, επισημαίνεται και πάλι ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε ο αναγκαίος έλεγχος συμβατότητος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η εναγομένη είχε έως την 31-12-2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους ύψους 20.212,33 ευρώ (στον 1 °), 1.884,35 ευρώ (στους 2° και 3η), 3.233,97 ευρώ (στους 4° και 5Π), 2.021,23 ευρώ (στην 6η), 1.212,74 ευρώ (στον 7°), 1.374,44 ευρώ (στον 8°), 975,85 ευρώ (στον 9°)} 6.063,70 ευρώ (στους 10° και 11ο), 2.829,73 ευρώ (στον 12°), 1.718,05 ευρώ (στον 13°), 4.042,47 ευρώ (στους 14° και 15η), 4.664,38 ευρώ (στους 16° και 11"), 1.819,11 ευρώ (στους 18°, 19η και 20°) και 687,22 ευρώ (στον 21°) γι' αυτά, εντούτοις στη συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Την 29-3-2013, η εναγόμενη τραπεζική εταιρία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ' αριθ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της με ίδια. μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των με αριθ. 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές Δ Τάξης με τιμή μετατροπής 1 ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης Τράπεζας. Κάθε μία μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ. Εν συνεχεία κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των κρίσιμων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής από τους εν πολλοίς ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ' αυτούς Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η εναγόμενη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής και πάντως όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, παριστώντας εν γνώσει της ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω. Έτσι συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά, των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 500.000 ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των 39.651,44 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη, στο ποσό των 80.000 ευρώ για τους τέταρτο και πέμπτη, στο ποσό των 50.000 ευρώ για την έκτη, στο ποσό των 30.000 ευρώ για τον έβδομο, στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον όγδοο, στο ποσό των 24.157,92 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 150.000 ευρώ για τους δέκατο και ενδέκατη, στο ποσό των 70.000 ευρώ για το δωδέκατο, στο ποσό των ευρώ για τό δέκατο τρίτο, στο ποσό των 100.000 ευρώ για τους δέκατο τέταρτο και δέκατη πέμπτη, στο ποσό των 100.000 ευρώ για τους δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη, στο ποσό των 45.000 ευρώ για τους δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη και εικοστό και στο ποσό των 20.000 ευρώ για τον εικοστό πρώτο εξ αυτών.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες διατάξεις και ορθά επίσης εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι οι προστηθέντες της εναγομένης υπάλληλοι ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, όπως προεκτέθηκε, εζημίωσαν τους ενάγοντες. Όθεν απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος στο σύνολο του κρίνεται ο πρώτος λόγος της έφεσης.

Με τον 2° λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται διότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, και της επελθούσης ζημίας των εναγόντων.

Από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει, όπως προεκτέθηκε, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Πρόσφορος θεωρείται εκείνος όρος που είχε γενικά την τάση (την ικανότητα), κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Βασικό κριτήριο για την κατάφαση της ευθύνης είναι η προβλεψιμότητα του αποτελέσματος. Ως προς το ζήτημα ποια στοιχεία πρέπει να αφορά η πρόβλεψη, γίνεται δεκτό ότι δεν χρειάζεται να αφορά όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία και τις συνθήκες, υπό τις οποίες επήλθε τελικά η ζημία, σε κάθε τους λεπτομέρεια. Αρκεί η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η πράξη του δράστη μπορεί να προκαλέσει τη ζημία, χωρίς ειδικότερο καθορισμό του είδους της, των περιστάσεων κ.λπ. Εξάλλου το πόσο αφηρημένη ή συγκεκριμένη είναι η πρόβλεψη της ζημίας προκύπτει και από τη διάταξη που ιδρύει τον οικείο νόμιμο λόγο ευθύνης. Ειδικά δε για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία ης απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του με το εξής σκεπτικό: όταν μια τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωση της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί λοιπόν από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν πολύ πιθανό ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωση της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010.137).

Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας εις βάρος των εναγόντων αντισυμβαλλόμενων πελατών αυτής και καταναλωτών στα πλαίσια της χορηγήσεως σ' αυτούς επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ' αριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η πρόεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων Και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. ʼλλωστε η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές.

Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Αβάσιμος ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι αν η επένδυση στα Μ.Α.Ε.Κ. ήταν ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει τη ζημία, γιατί αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης. Προϋποθέτει με άλλα λόγια ότι θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγόμενη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε. Το κρίσιμο είναι αυτό που αποδείχθηκε και ορθώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμενη απόφαση ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της Τράπεζας, η οποία κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα εκδόσεως της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που συντήρησε και επέτεινε καθόλη τη διάρκεια της επίμαχης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το ν. 3606/2007, το ν. 3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Εάν σι ενάγοντες είχαν την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι εάν γνώριζαν την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (<webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=), τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, τα προβλεπόμενα δικαιώματα της Τράπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαιναν στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Πρέπει, ως εκ τούτου να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο 2ος λόγος της έφεσης.

Η εκκαλούσα με τον 3° λόγο της έφεσης της πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή άρθρων 300 § 1 ΑΚ, 281 ΑΚ και 25 Ν. 3606/2007, έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω έλλειψης αιτιολογίας άλλως λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αναφορικά με την συνυπαιτιότητα των εφεσίβλητων στην πρόκληση όσο και στην έκταση της προβαλλόμενης ζημίας.

Όπως αποδείχθηκε από τα προμνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα, τα επίδικα προϊόντα ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Αντιθέτως, ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της, όπως και σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοση τους έγινε. Σύμφωνα με τα διδάγματα της Κοινής πείρας και λογικής, κανένας ορθολογικός και σωστά ενημερωμένος επενδυτής δεν θα αναλάμβανε τον υψηλό κίνδυνο ολικής απώλειας του κεφαλαίου που περιείχαν ιδίως μάλιστα επενδύοντας σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων του σε επισφαλή και άκρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα που λειτουργούσαν ως «μαξιλάρι» απορρόφησης ζημιών μίας τράπεζας, χωρίς σημειωτέον να είναι σε θέση να γνωρίζει την αληθή οικονομική της κατάσταση. Περαιτέρω δε , είναι μεν αληθές ότι το εκδοθέν από την τράπεζα «ενημερωτικό δελτίο» περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά. Όμως πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη οτι το δελτίο τούτο καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε ένα, που δεν είναι συστηματικός ή "θεσμικός" επενδυτής, με εξειδικευμένες, μάλιστα, οικονομοτεχνικές γνώσεις. Οι όροι, πράγματι, «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated) ή «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetual bonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier I) κ.ά. δεν κατανοούνται από τον οποιονδήποτε τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν κατανοούνται οι όροι αυτοί, και το νομικό καθεστώς, εν γένει, των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, και οι έννομες συνέπειες της εκδόσεως και της πώλησης τους, από ένα, που δεν διαθέτει και επαρκείς, εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν, το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο, στη σελίδα 41, θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό — και νομικό (=αναφέρεται σε άλλα σημεία του δελτίου)- σύμβουλο) για να αξιολογήσει. Όμως, η εναγομένη τράπεζα (καταχρώμενη, όπως αποδείχθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους περί τις τοιούτες συναλλαγές, και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευση της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Προσέτι, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου, την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key=. Απέκρυψε, δηλαδή, από τους υποψήφιους επενδυτές, την δυσχερή οικονομική κατάσταση, στην οποία ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ την 5.4.2011, που είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή δε την ίδια περίοδο τα «ίδια κεφάλαια της», (=στοιχεία του ενεργητικού της, διαθέσιμη περιουσία της) ανέρχονταν στα 2,8 δίς ευρώ την 31.3.2011, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα, ^ορθώνοντας τον κλονισμένο ήδη δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας από την συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και αποκτώντας, ταυτόχρονα, ένα πολυδύναμο εργαλείο -ένα «μαξιλάρι», με οικονομοτεχνικούς όρους- για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της σχεδόν βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων, με τον ενδεικνυόμενο, κατά περίπτωση, τρόπο, όπως προεκτέθηκε. Όσον αφορά δε την προφορική τους ενημέρωση, αυτή ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο δε υπάλληλος της εναγομένης που τους ενημέρωνε, τους υποχρέωνε να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς τη δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία» , ενώ ήταν ολοφάνερο ότι γνώριζε ότι ουδόλως συνάδει με την αλήθεια, δεδομένων των γνώσεων και της εμπειρίας τους και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης των προϊόντων. Περαιτέρω, δεν μπορεί να καταλογιστεί ως συντρέχουσα αμέλεια τους, όπως ορθά επισημαίνεται, η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου που πιθανόν να είχε τις γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίμαχων επενδύσεων, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και αναμενόμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών ιδίως της λιανικής τραπεζικής (retailbanking).

Η εκκαλούσα επαναφέρει μέ τον 3° λόγο της έφεσης της τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της ότι οι ενάγοντες ουδέν έπραξαν για τον περιορισμό της ζημίας τους σε χρόνο μεταγενέστερο της αγοράς των κρίσιμων προϊόντων υποστηρίζοντας ότι αν είχαν ρευστοποιήσει τα προϊόντα αυτά στην τιμή αποτίμησης τους στο πρώτο statement που ο καθένας τους είχε λάβει, θα είχαν περιορίσει τη ζημία τους στα κατά τα έφεση της αναφερόμενα ποσά από την πώληση των προϊόντων αυτών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο.

Ο λόγος αυτός της έφεσης στηριζόμενος στην διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ είναι αβάσιμος και ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ασφαλώς διότι δεν αποτελούσε επιδίωξη των. εναγόντων η πώληση στο χρηματιστήριο, καθώς στόχος τους ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας. Είναι δε αμφίβολο αν και πόσοι γνώριζαν από αυτούς τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων αυτών στο Χρηματιστήριο. Αναφορικά με τα statements που επικαλείται η εκκαλούσα/εναγομένη, ορθά υποστηρίχθηκε και έγινε δεκτό ότι η εμπιστοσύνη πού είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, προκάλεσε στους ενάγοντες την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα χρήματα τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν την λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Σημειωτέον άλλωστε ότι όσοι από αυτούς έλαβαν σχετικά statements, απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους, για να λάβουν την απάντηση ότι τα έγγραφα αυτά είναι τυπικά που δεν τους αφορούν και δεν επηρεάζουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους και την επιστροφή του στο ακέραιο στη λήξη της πενταετίας. Είναι δε ολοφάνερο ότι το άκρως συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους δεν συνάδει με άτομο που θα ρισκάρει το σύνολο των αποταμιεύσεων του, αν γνώριζε ότι μόνο με την πώληση του στο ΧΑΑ μπορεί να μειώσει τη ζημία του, με δεδομένο μάλιστα ότι τα <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= ήταν άληκτα και δεν υπήρχε καμία νομική υποχρέωση της εκκαλούσας (εναγομένης) εξαγοράς τους. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογική μάλιστα ο μέσος επενδυτής, τη στιγμή που θα τον πληροφορούσαν ότι η τράπεζα που συνεργαζόταν δεν πληροί τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δεν θα διατηρούσε ούτε ένα ευρώ όχι μόνο σε υβριδικά/μετοχικά προϊόντα μιας χρεοκοπημένης τράπεζας αλλά μετά βεβαιότητας θα έσπευδε να διακόψει και κάθε συνεργασία με αυτήν αποσύροντας όλα τα κεφάλαια του φοβούμενος τις περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες. Αναφορικά με τη ρευστοποίηση στην αναγραφόμενη στο πρώτο statement τιμή αποτίμησης, όπως η εκκαλούσα με την ένσταση και τον 3° λόγο της έφεσης της υποστηρίζει, λεκτέα τα εξής: Οι αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο που προσδιορίζει την συγκεκριμένη αξία των επίμαχων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα κρίσιμα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον που δεν μπορεί να προσδιοριστεί Ακολούθως, σε αντίθεση με τα από την εκκαλούσα υποστηριζόμενα, είναι πολύ πιθανό ότι η πώληση αυτών θα ήταν αδύνατη.

Πράγματι, σύμφωνα με τους όρους του ενημερωτικού δελτίου που αγνοούσαν οι ενάγοντες, η εναγομένη/εκκαλούσα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας αγοράς, καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που ιδίως τότε ήταν μικρή και ρηχή, ενώ είχαν από την έκδοση τους περιπέσει σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές) και γι' αυτό δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating), όπως συνηθίζεται. Με βάση αυτά η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων θα ήταν μετά βεβαιότητας μηδενική. Εξάλλου, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, η επιλογή της ρευστοποίησης Οα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής ζημίας, αφού ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος τους και των επιδιώξεων τους να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιό τους, πεπεισμένοι άλλωστε ότι αυτό θα γινόταν στην λήξη της πενταετίας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι όταν η Τράπεζα ανακοίνωσε ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 - 29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σ. 278 της οποίας η Τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημιά λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας...». Αυτό δηλαδή που, υποθετικά, θα προσέφεραν οι Πελάτες προς πώληση τον Ιούνιο του 2012 ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetual bond), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή του κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία όμως είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η αγοραία αξία των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εμφανισθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ή εκποίηση των <webtop:message key=ΜΑΕΚ<webtop:message key= στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε μεν θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν όμως εν τοις πράγμασι εφικτή. Ορθά συνεπώς η εκκαλουμένη απέρριψε την εν λόγω ένσταση στο σύνολο της, απορριπτόμενου ως ουσία αβασίμου και του 3ου λόγου της έφεσης.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τα ποσά των τόκων, που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την. περίοδο από 30-6-2011 έως 30-12-2011, ήτοι το ποσό των 20.212,33 ευρώ ο πρώτος, το ποσό των 1.884,35 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη, το ποσό των 3.233,97 ευρώ οι τέταρτος και πέμπτη, το ποσό των 2.021,23 ευρώ η έκτη, το ποσό των 1.212,74 ευρώ ο έβδομος, το ποσό των 1.374,44 ευρώ 0 όγδοος, το ποσό των 975,85 ευρώ ο ένατος, το ποσό των 6.063,70 ευρώ ο δέκατος και η ενδέκατη, το ποσό των 2.829,73 ευρώ ο δωδέκατος, το ποσό των 1.718,05 ευρώ ο δέκατος τρίτος, το ποσό των 4.042,47 ευρώ ο δέκατος τέταρτος και η δέκατη πέμπτη, το ποσό των 4.664,38 ευρώ οι δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη, το ποσό των 1.819,11 ευρώ οι δέκατος όγδοος, δέκατη ένατη και εικοστός και το ποσό των 687,22 ευρώ ο εικοστός πρώτος, δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Καθίσταται ούτω φανερό ότι το κεφάλαιο των τόκων ως κέρδος έχει αυτοτέλεια έναντι των εκ του νόμου συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και συνεπώς δεν υπολογίζεται με την ζημία. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεωγράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με οποίο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Το ότι εκδότρια των τίτλων είναι η ίδια η τράπεζα και ότι έτσι οι ενάγοντες, λαμβάνοντες και τους τόκους ωφελούνται, αβασίμως υποστηρίζεται με βάση την πιο πάνω αιτιολογία, η οποία ουδόλως διαφοροποιείται με βάση το ποιος εκδίδει το προϊόν. ʼλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους, ορθά απορριφθείσης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση των εναγόντων του ποσού των τόκων που αυτοί έλαβαν, καθώς και σχετικού με το κεφάλαιο αυτό 40Β λόγου της έφεσης ως ουσία αβασίμου.

Η εκκαλούσα παραπονείται με τον 4° επίσης λόγο της εφέσεως της ότι η προσβαλλόμενη εσφαλμένως έκρινε ότι οι μετοχές που κατείχαν οι ενάγοντες την 25-2-2015 είχαν μηδενική αξία, διότι η αξία μίας μετοχής την 25-2-2015 ήταν 0,195 ?ευρώ «ως όφειλε να γνωρίζει η προσβαλλόμενη». Η εκκαλούσα πρωτοδίκως ζήτησε να αφαιρεθεί η ονομαστική αξία των μετοχών που όμως, δεν ταυτίζεται με την πραγματική αξία αυτών. Ήδη με την έφεση της παραπονείται διότι η εκκαλουμένη δεν αφαίρεσε την χρηματιστηριακή αξία αυτών. Η εκκαλουμένη έκρινε ότι: «Περαιτέρω, η θετική ζημία των εναγόντων συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων [...]χωρίς να αφαιρεθεί η σημερινή ονομαστική αξία των μετατραπέντων σε μετοχές <webtop:message key=ΜΑΕΚ, που αποτελεί το 1% μόλις του τιμήματος αγοράς τους από τους ενάγοντες. Και τούτο διότι η πραγματική σημερινή αξία των εν λόγω μετοχών, λόγω της προπεριγραφόμενης καθοδικής πορείας των Μ.Α.Ε.Κ, είναι μηδενική, εφόσον δεν υπάρχει πλέον το ανάλογο αγοραστικό ενδιαφέρον προς απόκτηση τους». Η εκκαλουμένη συνεπώς διέλαβε σκέψη και για την πραγματική αξία των μετοχών κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Και μπορεί μεν η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών την 25-2-2015 να ήταν μηδαμινή πλην όμως δεν ήταν μηδενική , αλλά αντιστοιχούσε 0,195 ευρώ για έκαστη μετοχή, ποσό το οποίο, κατά μερική παραδοχή της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, που εισάγεται με τον 4° λόγο εφέσεως, θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την επιδικασθείσα σ' αυτούς αποζημίωση, αφού οι μετοχές αυτές αποτελούν πράγματι κέρδος, έστω και ελάχιστο, των εναγόντων, σε αιτιώδη συνάφεια ευρισκόμενο με τη ζημία τους, το οποίο θα μπορούσαν πράγματι να αποκομίσουν ρευστοποιώντας, και κατά την ύστατη ώρα, τις μετοχές τους. Έτσι, θα πρέπει, κατά μερική παραδοχή της εκ των άρθρων 297,298 ΑΚ ενστάσεως της εναγομένης, να λάβουν με βάση τις μετοχές που κατείχαν: Ο 1ος εφεσίβλητος το ποσό των 499.025 ευρώ (500.000-975,00) για 5.000 μετοχές, οι 2°ς και 3η το ποσό των 39.564,47 ευρώ (39.651,44-86,97 ευρώ) για 446 μετοχές, οι 4°ς και 5η το ποσό των 79.844 ευρώ (80.000-156,00) για 800 μετοχές, η 6η το ποσό των 49.902,50 ευρώ (50.000-97,50) για 500 μετοχές, ο 7ος το ποσό των 29.941,50 (30.000-58,50) για 300 μετοχές, ο 8ος το ποσό των 39.922 ευρώ (40.000-78,00) για 400 μετοχές, ο 9ος το ποσό των 24.104,88 ευρώ (24.157,92-53,04) για 272 μετοχές, οι 10ος και 11η το ποσό των 149.707,50 ευρώ (150.000-292,50 ) για 1.500 μετοχές, ο 12ος το ποσό των 69.863,50 ευρώ (70.000-136,50) για 700 μετοχές ο 13ος το ποσό των 49.902,50 ευρώ (50.000-97,50) 500 μετοχές, οι 14ος και 15η το ποσό των 99.805 ευρώ (100.000-195) για 1.000 μετοχές, οι 16ος και 17η το ποσό των 99.805 ευρώ (100.000-195) για 1.000 μετοχές, οι 18ος, 19η και 20ος το ποσό των 44.912,25 ευρώ (45.000-87,75) για 450 μετοχές και ο 21ος το ποσό των 19.922 ευρώ (20.000-78) για 400 μετοχές. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος παραδεκτά εισάγεται με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, έσφαλε και γι' αυτό θα πρέπει κατά τούτο να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση.

Η εκκαλούσα με τον 5° λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτοδίκως η περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ένσταση της και βάλλει κατά της εκκαλουμένης απόφασης με την αιτίαση ότι «δεν αιτιολογεί καθόλου η έστω επαρκώς την απόρριψη της προβληθείσας ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών δικαιωμάτων των εφεσίβλητων υποπίπτοντας στην πλημμέλεια της στερήσεως νόμιμης βάσης». Επειδή με βάση τα όσα αποδείχθηκαν και δέχθηκε ως τέτοια η εκκαλουμένη από το αιτιολογικό της, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού της συλλογισμού, προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, ήταν αναγκαία για να αχθεί στην κρίση ότι δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών δικαιωμάτων των εναγόντων χωρίς να δημιουργούνται από τις παραδοχές της απόφασης αμφιβολίες για το αν ορθώς δεν εφαρμόσθηκε η ως άνω ουσιαστική διάταξη νόμου, απορριπτόμενου ως ουσία αβασίμου του 5ου λόγου της έφεσης.

Η εκκαλούσα με τον 6° λόγο της έφεσης της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ. Και ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος καθόσον από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε πλήρως, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε η εκκαλουμένη, η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και η εξ αυτής απορρέουσα αξίωση των εναγόντων/ζημιωθέντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία επιδίκασε η εκκαλουμένη, το ύψος της οποίας δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα.

Πρέπει, μετά ταύτα, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη και δη ως προς τη διάταξη της περί αποζημιώσεως των εναγόντων (της διατάξεως περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης παραμένουσας), να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα, να κρατηθεί και να δικαστεί κατ' ουσίαν η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή κατά τα στο διατακτικό εκτιθέμενα και να συμψηφιστεί στο σύνολο της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του ότι κρίνεται ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, 183, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ) κατά τα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την από 20-10-2016 (αρ.εκθ.καταθ. 4283/20-10-2016) έφεση κατά της υπ' αριθ. 3961/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλουμένη απόφαση και δη κατά την περί αποζημιώσεως διάταξή της.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει κατ' ουσίαν την από 27-1-2014 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον 1° ενάγοντα το ποσό των 499.025 ευρώ, στους 2° και 3η το ποσό των 39.564,47 ευρώ, στους 4° και 5η το ποσό των 79.844 ευρώ, στην 6η το ποσό των 49.902,50 ευρώ, στον 7° το ποσό των 29.941,50 ευρώ, στον 8° το ποσό των 39.922 ευρώ, στον 9° το ποσό των 24.104,88 ευρώ, στους 10° και 11η το ποσό των 149.707,50 ευρώ, στον 12° το ποσό των 69.863,50 ευρώ, στον 13° το ποσό των 49.9002,50 ευρώ, στους 14° και 15η το ποσό των 99.805 ευρώ, στους 16° και 17η το ποσό των 99.805 ευρώ, στους 18°, 19η και 20ός το ποσό των 44.912,25 ευρώ και στον 21° το ποσό των 19.922 ευρώ, άπαντα δε τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι στις 15 Μαΐου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:     Μαρία Καραγιάννη
Δικηγόροι:     Ιωάννης Μαρκουλάκος, Μαρία Φερφέλη
Εισηγητές:     Γεώργιος Σχοινοχωρίτης
Μέλη:     Γεώργιος Σχοινοχωρίτης, Σοφία Λιγνού
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
     
Δημοσίευση:     ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
           

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.