Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Υποχρεώσεις τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών

Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1738/2013.

Περίληψη: Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης προς αποζημίωση. ΕΠΕΥ. Κώδικας δεοντολογίας. Υποχρεώσεις τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών. Επένδυση σε ομόλογα. Ο ενάγων δεν ενημερώθηκε για ουσιώδη όρο του ομολόγου που αγόρασε σύμφωνα με τον οποίο όταν το επιτόκιο Euribor παρέκκλινε του προκαθορισμένου ορίου, το προϊόν έπαυε να είναι τοκοφόρο, αλλά τον πληροφορήθηκε όταν το ομόλογο σταμάτησε να είναι τοκοφόρο μέχρι την λήξη του βάσει του όρου αυτού. Ρευστοποίησε πρόωρα με αποτέλεσμα να απωλέσει κεφάλαιο. Το Εφετείο απέρριψε την αγωγή γιατί έκρινε ότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά της τράπεζας δεν είχε αιτιώδη συνάφεια με την ζημία αφού ο ενάγων ρευστοποίησε πρόωρα με δική του πρωτοβουλία, η δε απώλεια τόκων θεωρήθηκε μη συναφής με την απώλεια κεφαλαίου. Κρίθηκε ότι το ομόλογο είναι σύνθετο τραπεζικό προϊόν και συνεπώς υπάρχει αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του επενδυτή για τον κίνδυνο. Ο ενάγων δεν θα επένδυε αν είχε ενημερωθεί για τον όρο αυτό. Η συμπεριφορά της τράπεζας ήταν παραπλανητική και είχε σαν αποτέλεσμα την πρόωρη ρευστοποίηση και την απώλεια κεφαλαίου από τον ενάγοντα σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Αναιρεί την με αρ. 6795/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Παραπέμπει.

[...] Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ «Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών .... Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς». Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297,298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β` του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 468/2003). Εφόσον οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα, κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας, πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 889/2000, ΑΠ 41/2010, 895/2011).

Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ`αριθ. 12263/β. 500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του αρθ. 7 παρ.1 του Ν.2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν.3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.".. Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς." Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς" (ΑΠ 446/2010). Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός όσων προελέχθηκαν), κατ` αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, νια την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα.

Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (Βλ. Γ. Γεωργιάδη: Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ Η 2008,865 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζη μία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Στην παρούσα υπόθεση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Με την από 17-5-2006 αγωγή, ο ενάγων (σημ: εδώ αναιρεσείων) ισχυρίσθηκε τα εξής: Τον Ιούνιο του 2005 επένδυσε το ποσό των 100.000 ευρώ στο επενδυτικό προϊόν (ομόλογο) «.... .», που του πρότεινε η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «.... ΤΡΑΠΕΖΑ», «οιονεί» καθολική διάδοχος της οποίας .... είναι η εφεσίβλητη. Κατά τις προφορικές διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπαλλήλου της παραπάνω εταιρίας, οι όροι του εν λόγω προϊόντος ήταν παρεμφερείς με αυτούς των προϊόντων «.» και «....», στα οποία είχε επενδύσει στο παρελθόν, δηλαδή α) επρόκειτο για ομόλογο, που είχε εκδοθεί από την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «......», β) έδιδε επιτόκιο 6 τοις εκατό ετησίως και ο τόκος ήταν καταβλητέος ανά τρίμηνο μετά την αφαίρεση του φόρου που αναλογούσε, γ) ήταν δεκαετούς διάρκειας με εγγυημένο το κεφάλαιο κατά τη λήξη του, αλλά, κατά τις διαβεβαιώσεις του πιο πάνω υπαλλήλου, επρόκειτο να ανακληθεί από την εκδότρια εταιρία, μέσα σε ένα έτος, το πολύ, από την έκδοση του, ενώ, παράλληλα, υπήρχε η δυνατότητα να πωληθεί σε τιμή ίση με την ονομαστική του αξία προσαυξημένη με τους δεδουλευμένους τόκους. Το Μάρτιο του 2006, ενώ το ομόλογο αυτό του είχε αποδώσει, στις δύο πρώτες περιόδους εκτοκισμού, το ποσό των 1.200 ευρώ, ο ίδιος ως άνω υπάλληλος της Τράπεζας τον ενημέρωσε, ότι, κατά το τρέχον τρίμηνο, το προϊόν θα αποδώσει ελάχιστο τόκο και ότι μέχρι τη λήξη του ενδέχεται να μην αποδώσει τόκο. Αυτό θα συνέβαινε, διότι, σύμφωνα με σχετικό όρο έκδοσης του ομολόγου, εάν κατά την ημερομηνία λήξης οποιασδήποτε περιόδου εκτοκισμού, το διατραπεζικό επιτόκιο «Euribor» εμφάνιζε απόκλιση από το προκαθορισμένο για την περίοδο αυτή όριο, τούτο θα είχε ως συνέπεια το ομόλογο να παύσει μέχρι τη λήξη του να δίνει οποιαδήποτε απόδοση, ακόμη και αν κατά τις επόμενες περιόδους εκτοκισμού, ο παραπάνω δείκτης «Euribor» βρισκόταν μέσα στα καθορισμένα όρια. Ουδέποτε είχε λάβει γνώση του παραπάνω όρου, ο οποίος καθιστά, κατά την κρίση του, ασύμφορη την επένδυση αυτή, στην οποία δεν θα είχε προβεί, αν τον γνώριζε. Ο ίδιος δε επένδυσε στο συγκεκριμένο ομόλογο βασιζόμενος στις προαναφερόμενες διαβεβαιώσεις για σύντομη ανάκληση του από την εκδότρια, επειδή δεν ήθελε να δεσμεύσει το κεφάλαιο του για μια δεκαετία.

Με δεδομένη τη μη ανάκληση του προϊόντος από την εκδότρια και την έλλειψη προοπτικής κερδοφορίας του, υποχρεώθηκε να ζητήσει από την τραπεζική εταιρία την πρόωρη ρευστοποίηση του, με αποτέλεσμα να λάβει το ποσό των 68.900 ευρώ, δηλαδή 31.100 ευρώ λιγότερα από το ποσό που είχε επενδύσει στο εν λόγω προϊόν (ομόλογο) και να υποστεί ισόποση ζημία. Εξαιτίας δε της πιο πάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τραπεζικής εταιρίας και της, συνεπεία αυτής, απώλειας κεφαλαίου, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 15.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 46.100 (31.100 + 15.000) ευρώ, λόγω της αδικοπραξίας, διαφορετικά, το ποσό των 31.100 ευρώ, από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.,». Η ένδικη αγωγή, με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, κατά το μέρας της, με το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η ευθύνη (αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική) της εναγομένης στη μη ενημέρωση του ενάγοντος, σχετικά με το ενδεχόμενο έλλειψης κερδοφορίας του επίδικου ομολόγου, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα περιστατικά, δεν υφίσταται η, απαραίτητη για την ύπαρξη ευθύνης προς αποζημίωση, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναφερόμενης ως ζημιογόνου συμπεριφοράς (παράλειψης) της εναγομένης και της ζημίας του ενάγοντος, η οποία δεν αφορά απώλεια κερδών από υπεσχημένες αποδόσεις του ομολόγου, αλλά μερική απώλεια του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Ειδικότερα, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το κεφάλαιο του ενάγοντος θα αποδιδόταν σε αυτόν αυτούσιο κατά τη λήξη ισχύος του ομολόγου, η δε πρόωρη ρευστοποίηση του έγινε κατόπιν δικής του εντολής, η μη ενημέρωση αυτού (ενάγοντος) κατά την κατάρτιση της σύμβασης σχετικά με το ενδεχόμενο έλλειψης κερδοφορίας του ομολόγου, δεν αποτελεί γεγονός πρόσφορο και ικανό, αντικειμενικά εξεταζόμενο, να προκαλέσει τη μερική απώλεια του κεφαλαίου του ενάγοντος, αφού τούτο ήταν διασφαλισμένο μέχρι τη λήξη ισχύος του προϊόντος, εκτός αν, ο ίδιος επιθυμούσε την πρόωρη εκταμίευση του, όπως και έπραξε. Η πρόωρη, όμως, εκταμίευση του κεφαλαίου που επένδυσε ο ενάγων, η οποία επέφερε την επικαλούμενη ζημία του, ανάγεται, αποκλειστικά, στη δική του σφαίρα ευθύνης, δηλαδή έγινε με δική του πρωτοβουλία και δεν αποτελεί ζημία, ευρισκόμενη σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το παραπάνω γεγονός, ώστε να δικαιούται αυτός να ζητήσει την αποκατάσταση της.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι, αν είχε ενημερωθεί σχετικά με το ενδεχόμενο έλλειψης κερδοφορίας, δεν θα επένδυε, εξαρχής, στο εν λόγω προϊόν, δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι κρίσιμος χρόνος για την επέλευση της ζημίας του δεν είναι αυτός της κατάθεσης των χρημάτων για την αγορά του ομολόγου, αλλά εκείνος της πρόωρης ρευστοποίησης του τελευταίου. Κατ` ακολουθία αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο, δεχόμενο, ότι μεταξύ της ζημίας που επικαλείται ο ενάγων ότι υπέστη και της πιο πάνω συμπεριφοράς της εναγομένης (μη ενημέρωσης του σχετικά με το ενδεχόμενο έλλειψης κερδοφορίας του ομολόγου) δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το σκέλος αυτό, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και όσα για το αντίθετο υποστηρίζει ο εκκαλών - ενάγων με το σχετικό λόγο της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330 ΑΚ, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, ΠΔΤΕ 2501/2002 και 288 ΑΚ καθόσον αφορά την θεμέλιου μένη κυρίως σε αδικοπρακτική και επικουρικά σε ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, βάση της αγωγής. Και τούτο διότι, από το περιεχόμενο αυτής, παραδεκτώς επισκοπούμενο, προκύπτει ότι, η επικαλούμενη ζημία από την έλλειψη ενημέρωσης του αναιρεσείοντος, ως προς τον επίμαχο -ουσιώδη - όρο (εκδόσεως του επενδυτικού προϊόντος "..5"), κατά τον οποίο: «Εάν κατά την ημερομηνία λήξης ενός οιουδήποτε τοκομεριδίου, το διατραπεζικό επιτόκιο EuTibor του ευρώ ενεφάνιζε απόκλιση, από ένα προκαθορισμένο για την περίοδο του τοκομεριδίου αυτού όριο, τότε ο τίτλος στον οποίο (ο αναιρεσείων) είχε επενδύσει θα έπαυε εφεξής και μέχρι τη λήξη του ".............." να δίδει οποιαδήποτε απόδοση (τόκους)», δεν θεμελιωνόταν μόνο στην έλλειψη κερδοφορίας του ομολόγου, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη, εκτιμώντας αυτό ως γεγονός απρόσφορο και μη «ικανό αντικειμενικά εξεταζόμενο να προκαλέσει τη μερική απώλεια του κεφαλαίου του ενάγοντος», αλλά σε πλείονα γενεσιουργά της ζημίας αυτής αίτια και δη: α) Στο ότι η εναγομένη Τράπεζα, παρότι κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 6.2 (δ) του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, είχε την υποχρέωση να του παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν (ομόλογο) στο οποίο του πρότεινε να προβεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τον ενημέρωσε για τον κίνδυνο να μη λάβει καθόλου απόδοση επί του κεφαλαίου της επενδύσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα εννέα και πλέον ετών, β) Στο ότι, παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος, όπως αυτή ορίζεται στη ΠΔΤΕ 2501/2002, (εφόσον η απόδοση του εξηρτάτο από τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor), η εναγομένη Τράπεζα, κατά παράβαση των οριζόμενων απ` αυτήν (ΠΔΤΕ) καμιά ειδική πληροφόρηση δεν του παρέσχε προκειμένου να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή, καμιά περιγραφή δεν έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση του και κανένα παράδειγμα δε χρησιμοποίησε για να τον διευκολύνει στην κατανόηση της φύσης του προϊόντος και των κινδύνων που ενείχε η επένδυση σ` αυτό, ν) Στο ότι Π εναγομένη Τράπεζα, παρότι γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει (άρθρο 6.2 (α), (β) και (γ) του Κώδικα Δεοντολογίας Ε Π ΕΥ), ότι το ποσό των 100.000 ευρώ που επενδύετο αποτελούσε τις αποταμιεύσεις πολλών ετών εργασίας του ως Πλοιάρχου ΕΝ (και ήδη συνταξιούχου), τις οποίες προόριζε για την ασφάλεια των γηρατειών του και την παροχή οικονομικής στήριξης κατά την έναρξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των δύο υιών του και ότι λόγω αυτών και της ηλικίας του πραγματοποιούσε πάντοτε επενδύσεις χαμηλότατου κινδύνου και ουδέποτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς δυνατότητα αζήμιας πρόωρης ανάληψης του, κατά παράβαση της ρηθείσας διατάξεως ταυ Κώδικα Δεοντολογίας, τον έπεισε να επενδύσει στο εν λόγω ομόλογο, το οποίο ενόψει της οικονομικής, προσωπικής καταστάσεως του και των σκοπών για το οποίο το προόριζε, τα οποία είχε καταστήσει γνωστά σ` αυτήν από την πρώτη στιγμή που έγινε, προ τριετίας, πελάτης της, συνιστούσε προδήλως ακατάλληλη και «ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη» γι` αυτόν επένδυση, επί πλέον ότι, ούτε του επισημάνθηκε οποιαδήποτε διαφορά, ανάμεσα στο επενδυτικό αυτό προϊόν και τα προηγούμενα («... και 3 στα οποία είχε προηγουμένως επενδύσει), αλλά αντιθέτως όπως του «είχε εξηγηθεί, αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, ισοδύναμη με προθεσμιακή κατάθεση, εύκολα ρευστοποιήσιμη, χωρίς απώλειες κεφαλαίου», παραβιάζοντας συνεπεία αυτών τις νόμιμες υποχρεώσεις της, για προστασία των συμφερόντων του πελάτη της, προκειμένου να προβεί αυτός στην πλέον κατάλληλη γ` αυτόν επένδυση και δ) Στο ότι συνεπεία της προεκτεθείσας συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία ήταν παράνομη και υπαίτια, άλλως σε κάθε περίπτωση αντισυμβατική, υποχρεώθηκε ο ενάγων σε ρευστοποίηση της επένδυσης του, με αποτέλεσμα «να υποστεί ζημία οφειλόμενη σε απώλεια κεφαλαίου 31.1.00 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στο ποσό του κεφαλαίου που επένδυσε (100.000) στο προϊόν (ομόλογο) και στο ποσό που έλαβε (68.900) έναντι του κεφαλαίου με τη ρευστοποίηση του», παρότι η εναγομένη (κατά την αγωγή) «τον είχε διαβεβαιώσει παραπλανητικά ότι ο τίτλος του ομολόγου ήταν εύκολα ρευστοποιήσιμος... ελεύθερα διαπραγματεύσιμος με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε δυνατότητα πωλήσεως του σε τιμή ίση με την ονομαστική του αξία προσαυξημένη με το ποσό που αντιστοιχούσε στους δεδουλευμένους τόκους του εκάστοτε τρέχοντος τοκομεριδίου».

Η συμπεριφορά δε αυτή της αναιρεσιβλήτου, αληθής υποτιθέμενη, συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Συνακόλουθα, το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσης του, αναφορικά με την νομική ανεπάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική αβασιμότητα της, με την προεκτεθείσα παραδοχή του, καθώς και εκείνη ότι «η πρόωρη εκταμίευση του κεφαλαίου ..ανάγεται αποκλειστικά στη δική του (ενάγοντος) σφαίρα ευθύνης και δεν αποτελεί ζημία ευρισκομένη σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το παραπάνω γεγονός..», υπέπεσε στη αποδιδόμενη με τον πρώτο και δεύτερο λόγους, κατά το μέρος αυτό, αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., κατά την επιτρεπτή νοηματική απόδοση τους, καθόσον στην αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διελαμβάνοντο με νομική επάρκεια και πληρότητα τα προσαπαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της, στις ουσιαστικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Επομένως, κατά παραδοχή των λόγων αυτών, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ παρέλκει, κατόπιν αυτών, η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (αρθρ. 176,183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την υπ` αριθ. 6795/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.