Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Υποχρέωση ενημέρωσης ανάλογα με τον πελάτη και ανάλογα με το επενδυτικό προϊόν.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 6915/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Δήμητρα Κάββουρα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και το Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 10-4-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: ................, κατοίκου Αθηνών, οδός ................ αριθ. ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δομίνικου Αρβανίτη.

Της εναγομένης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «................», η οποία απορρόφησε την εταιρεία «................», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, ................ αριθ. ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Κόμη.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-9-2011 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου (αριθ. καταθ. δικογράφου 13271/2011), προσδιορίστηκε για συζήτηση κατά τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με την υπ` αριθμόν 122/1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β` 340/24.4.1997), δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως από το άρθρο 7 του Ν 2396/1996 και ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι κατ` αρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών.

Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τον ορίζοντα αντίληψης, τη μόρφωση και τις γνώσεις του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Γίνεται δεκτό ότι η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για νομικά φορολογικά ζητήματα. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εταιρεία πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (Βλ. Γ, Γεωργιάδη, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ Η72008,865 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας ΕΠΕΥ, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένουν συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση [(ευθύνη από αδικοπραξία) βλ. Σ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010,863 επ]. Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω και ο Ν 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή»- και στις ΕΠΕΥ- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή»- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ` - 9ε` του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α`, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως-με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύροιση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ` του Ν 2251/1994). Σύμφωνα, εξάλλου και με το άρθρο 8 παρ. 1 του ιδίου νόμου «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010,863 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α` του Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Ετσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Ετσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑΘ 3884/2006 ΕλλΔνη 48/2007,305). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ` αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής επενδυτικών προϊόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος ΕΠΕΥ. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτοδν, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011,461, Εφθεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,819). Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των ΕΠΕΥ μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του πελάτη της υπήρχε οπωσδήποτε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστοί και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Τέλος, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brother και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», ΔΕΕ 2010,136). Ο ενάγων εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή του ότι η εναγόμενη, η οποία του παρείχε επενδυτικές συμβουλές του πρότεινε μέσω των υπαλλήλων της την τοποθέτηση του κεφαλαίου που είχε συγκεντρώσει από την εργασία του ως ιατρός σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα έκδοσης θυγατρικών εταιρειών της Lehman Brothers Holding Inc. Οτι περίπου το έτους 2007, ενόψει της δεκαετούς συνεργασίας που διατηρούσε με την εναγόμενη και μετά από τις ρητές διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων εναγομένης περί του ασφαλούς της τοποθέτησης των χρημάτων του, αποφάσισε να επενδύσει το χρηματικό ποσό των 62.000 ευρώ στα ως άνω χρηματοπιστωτικά προϊόντα και συνολικά κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των 63.796,30 ευρώ. Οτι το Σεπτέμβριο του 2008 ενημερώθηκε από την εναγομένη ότι λόγω της πτώχευσης της εταιρείας «Lehman Brothers» έχει απολέσει το κεφάλαιο που έχει επενδύσει. Οτι ο ενάγων πλανήθηκε ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος, διότι η εναγόμενη παρέλειψε να τον ενημερώσει για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τη φύση και τους κινδύνους της επίδικης επένδυσης, ότι το κεφάλαιο δεν είναι 100% εξασφαλισμένο, ότι η διάρκεια του ήταν έως τον Απρίλιο του 2049 και παρέλειψε να τον ενημερώσει για τον πραγματικό εκδότη των ως ανω χρηματοπιστωτικών μέσων. Οτι η εναγόμενη όφειλε να προβεί σε τήρηση των υποχρεώσεων επαγγελματικής συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ, όπως αυτές ορίζονται στον ΚΔΕΠΕΥ, στο Ν. 3606/2007, καθώς και να προβεί σε πραγματική ανάλυση της γνώσης και της εμπειρίας που αυτός είχε στα χρηματοπιστωτικά μέσα, της χρηματοοικονομικής του κατάστασης καθώς και των επενδυτικών του στόχων, επιπλέον δε ουδέποτε τον πληροφόρησε για τους κινδύνους του επίδικου επενδυτικού προϊόντος. Οτι με αυτή της τη συμπεριφορά, όπως αυτή λεπτομερώς εξειδικεύεται στην υπό κρίση αγωγή, η εναγόμενη παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, το νόμο περί προστασίας καταναλωτή, καθώς αυτός ως ιδιώτης πελάτης, ο οποίος δεν διέθετε την απαραίτητη εμπειρία και γνώση στις επενδυτικές υπηρεσίες εντάσσεται στην έννοια του καταναλωτή αλλά και την υποχρέωση να συμπεριφέρεται σύμφωνα με την καλή πίστη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Οτι συνεπεία της ανωτέρω αντισυμβατικής, παράνομης και αντίθετα με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλονται από το νόμο κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, συμπεριφοράς της εναγομένης αυτός υπέστη θετική ζημία και ηθική βλάβη. Με βάση αυτά τα περιστατικά, ο ενάγων, ζητεί με την υπό κρίση αγωγή του να ακυρωθεί η επίδικη σύμβαση αγοράς του ομολόγου της Lehman Brotehers και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 62.000 ευρώ που κατέβαλε ως κεφάλαιο και το ποσό των 1.796,30 ευρώ που κατέβαλε ως αμοιβή της εναγομένης, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει τα παραπάνω ποσά καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατάρτισης της σύμβασης, ήτοι την 4η Απριλίου 2007, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμόδια (7, 9, 14 § 2 και 25 § 2 ΚΠολΔ) εισάγεται σε αυτό το Δικαστήριο για να συζητηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 334, 336, 345, 346 επ., 361, 713 επ., 914 επ., 922, 2 §§§ 1 περ. α, 6, 7 και 19 του Ν. 2396/1996, 1 § 4 στοιχ. α`, 4, 4α, 8, 9 α- 9δ, 9 θ Ν. 2251/1994, 907, 908 και 176 επ. ΚΠολΔ. Ομως, το αίτημα περί ακύρωσης της αγοράς της σύμβασης λόγω πλάνης είναι μη νόμιμο, καθώς το δικαίωμα του ενάγοντος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας έχει υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 157 Α.Κ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, καθώς από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης το Σεπτέμβριο του 2008 έως την άσκηση της αγωγής στις 11-11-2011 έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των δύο (2) ετών. Περαιτέρω, το αίτημα περί καταβολής τόκων είναι νόμιμο για το χρονικό διάστημα από την επομένη επίδοσης της αγωγής, καθώς ο υπόχρεος από αδικοπραξία καθίσταται υπερήμερος μετά από όχληση του δανειστή και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται ότι όχλησε την εναγόμενη για την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 13728023 διπλότυπο είσπραξης της ΔΥΟ Γ Αθηνών, το υπ’ αριθ. 718425 ένσημο του ΕΤΤΑ-ΤΑΝ και το υπ` αριθ. 008344 ένσημο του ΤΠΔΑ).

Η εναγόμενη με τις προτάσεις της συνομολογεί ότι παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες στον ενάγοντα, πλην όμως κατά τα λοιπά αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι οι επενδυτικές της υπηρεσίες περιορίζονταν στη λήψη και διαβίβαση οποιασδήποτε εντολής για αγορά κινητών αξιών, οι οποίες (εντολές) δίνονταν πάντοτε από τον ενάγοντα χωρίς η εναγόμενη να παρέχει επενδυτικές συμβουλές. Περαιτέρω, η εναγόμενη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ενημέρωσε πλήρως και ειδικώς τον ενάγοντα πριν την αγορά του επίδικου επενδυτικού προϊόντος για τα χαρακτηριστικά, τη λειτουργία και τους κινδύνους που συνεπαγόταν, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση έλλειψης υπαιτιότητας της εναγομένης, η οποία προτείνεται παραδεκτά και νόμιμα, στηριζόμενη στο άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία «................», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η εναγόμενη με συγχώνευση δι` απορροφήσεως, κατήρτισε με τον ενάγοντα, ο οποίος είναι ιατρός-ψυχίατρος την από 13-7-2006 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία η εναγόμενη ανέλαβε τη διαβίβαση παραγγελιών του ενάγοντος-επενδυτή αμέσως ή εμμέσως σε τρίτους για την κατάρτιση συναλλαγών επί αξιών και τίτλων της χρηματαγοράς για λογαριασμό του καθώς και την παροχή επενδυτικών συμβουλών στον επενδυτή κατόπιν σχετικού αιτήματος. Στη σύμβαση αναγράφεται ότι οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής όταν επενδύει σε αξίες κατά την παροχή σε αυτόν επενδυτικών υπηρεσιών από την ΕΠΕΥ είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, ήτοι η αδυναμία του εκδότη αξιών να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς τους μετόχους των αξιών, όπως ενδεικτικά η πληρωμή μερίσματος, τοκομεριδίων κ.α, ο κίνδυνος ρευστότητας, ήτοι αδυναμία πώλησης αξιών από πλευράς του επενδυτή λόγω έλλειψης σχετικής ζήτησης αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην πράξη η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να δίδει συμβουλές στον ενάγοντα για χρηματοπιστωτικά ζητήματα δεδομένου ότι η πληροφόρηση αυτή είχε μεγάλη σημασία για τον ίδιο, καθώς αυτή η πληροφόρηση θα αποτελούσε τη βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Επιπλέον, όσο έμπειρος και αν θεωρηθεί ο ενάγων είναι σαφές ότι η εναγομένη διαθέτει πολύ πιο εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις σχετικές με αυτά συναλλαγές με αποτέλεσμα οι συμβουλές της τελευταίας να είναι άκρως απαραίτητες για την διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος με την σειρά του βασίζεται στην υπεύθυνη πληροφόρηση εκ μέρους της εναγομένης, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση της. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης στις 17-7-2006 ο ενάγων έδωσε στην εναγομένη την εντολή αγοράς ομολόγων της Τράπεζας ................ με πιστοληπτική ικανότητα ................, ................, ................, αορίστου χρόνου με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 31-12-2009, σταθερού επιτοκίου με κουπόνι 5,5% στην τιμή 101,20 ευρώ εκάστου ομολόγου και απόδοση στη λήξη 5,10% συνολικού ποσού 63.000 ευρώ και συνολικά καταβλητέου ποσού 65.681,74 ευρώ, το οποίο ο ενάγων κατέβαλε και η ως άνω εντολή εκτελέστηκε. Στις αρχές του 2007 ο υπάλληλος της εναγομένης κ. ................, επισκέφθηκε τον ενάγοντα στον χώρο εργασίας του στον Ερυθρό Σταυρό, προκειμένου να του προτείνει την αγορά κάποιου άλλου επενδυτικού προϊόντος. Ο ενάγων, δε, κατόπιν της ενημέρωσης που του παρείχε ο ως άνω υπάλληλος της εναγομένης και λόγω της πολύχρονης συνεργασίας που είχε με την εναγομένη, καθώς άρχισε να επενδύει σε επενδυτικά προϊόντα της εν λόγω εταιρείας από το έτος 1997, πείστηκε από τις προτροπές του υπαλλήλου της και στις 4-4- 2007 παρείχε έγγραφη εντολή στην εναγομένη να προβεί στην πώληση των τραπεζικών ομολόγων της ................ στην τιμή των 100,40 για ονομαστική αξία 63.000 ευρού και καθαρό εισπραχθέν ποσό 64.224,13 ευρώ. Αμέσως ο ενάγων έδωσε εντολή για την αγορά των τραπεζικών ομολόγων της LEHMAN BROTHERS με πιστοληπτική ικανότητα FITCH Α αορίστου χρόνου με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 26-4-2012, σταθερού επιτοκίου με κουπόνι 5,75% σε ευρώ στην τιμή 101,70 ευρώ και απόδοση στην ανάκληση 5,34, συνολικού ποσού 62.000 ευρώ και συνολικά πληρωτέου ποσού 63.795,30 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο ενάγων και η εντολή εκτελέστηκε. Ακολούθως, στις 15-2-2008 ο ενάγων συμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε την οικονομική του κατάσταση, τις πηγές του εισοδήματός του, την επενδυτική του εμπειρία, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Από το ως άνω ερωτηματολόγιο προκύπτει ότι η βασική πηγή εισοδήματος του είναι το επάγγελμα του, τα περιουσιακά του στοιχεία αποτελούνται από ακίνητα και επενδύσεις σε χρηματαγορές, είχε εμπειρία πέντε ετών σε επενδύσεις αμοιβαίων κεφαλαίων, ο όγκος και η συχνότητα των συναλλαγών του ήταν πολύ μικρή, ήτοι μικρότερη από μία συναλλαγή το εξάμηνο και δεν επιθυμούσε να αναλάβει μεγάλο ρίσκο επενδύοντας σε παράγωγα. Περαιτέρω, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, στις 15.9.2008 η εταιρεία ................, ήτοι η μητρική εταιρεία της εκδότριας των κτηθέντων επ` ονόματι και για λογαριασμό του ενάγοντος ομολόγων Lehman Brothers κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης σηματοδοτώντας το ξέσπασμα της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ακολούθως, η εναγόμενη ενημέρωσε τον ενάγοντα το Σεπτέμβριο του 2008 σχετικά με την πλήρη απαξίωση του επενδυτικού προϊόντος της Lehman Brothers UK στην δευτερογενή αγορά, το οποίο ο τελευταίος διατηρούσε στο χαρτοφυλάκιο του. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων είχε το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε υψηλού κινδύνου επενδύσεις, προκειμένου να αποκομίσει τα υψηλότερα δυνατά οφέλη. Επομένως, ο ενάγων, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994 καθώς δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε τα ποσά, τα οποία επένδυε, ήταν τόσο υψηλά, ούτε αποδεικνύεται συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους διέθετε. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το κατόπιν εντολής του ενάγοντος κτηθέν επενδυτικό προϊόν φέρει τον χαρακτηρισμό perpetual, ήτοι ομόλογο ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας. Οι τίτλοι αυτοί, οι οποίοι εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα, στο πλαίσιο σύναψης ενός ομολογιακού δανείου, παρέχουν στον κομιστή - ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία- δικαίωμα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση- επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ` ελεύθερη αυτού βούληση. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους-επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους. Στην προκειμένη περίπτωση στην περιγραφή του αγορασθέντος επ` ονόματι και για λογαριασμό του ενάγοντος κτηθέντος επενδυτικού προϊόντος της Lehman Brothers αναγράφεται ότι είναι αόριστης διάρκειας με πιθανή ημερομηνία ανάκλησης την 26η-4-2012. Ομως, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν παρείχε επαρκή ενημέρωση στον ενάγοντα σχετικά με την ακριβή φύση του υποδεικνυόμενου από αυτόν επενδυτικού προϊόντος της και ειδικότερα δεν εξηγήθηκε στον ενάγοντα ότι παρόλο που είχε πιθανή ημερομηνία ανάκλησης, μόνον ο εκδότης αυτών δικαίωμα να ανακαλέσει το εν λόγω επενδυτικό προϊόν. Επίσης, αποδεικνύεται ότι δεν ενημερώθηκε σχετικά με το γεγονός της μη ύπαρξης δικαιώματος παράδοσης-επιστροφής του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας. Επιπροσθέτως, η εναγόμενη δεν παρείχε στον ενάγοντα κανενός είδους έγγραφη ενημέρωση σχετικά με την ακριβή φύση και την λειτουργία του συγκεκριμένου προϊοντος, καίτοι αυτό είναι σύνθετο. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη αρκέσθηκε σε μία προφορική ενημέρωση του ενάγοντος, κατά παράβαση του άρθρου 6.2 β του ΚΔΕΠΕΥ Υ A 122/1997), κατά την οποία διαβεβαίωνε τον ενάγοντα ότι το κεφάλαιο του δεν θα διέτρεχε κίνδυνο. Επιπλέον, δεν προέβη σε έγγραφη αναλυτική παρουσίαση των επενδυτικών κινδύνων που είναι συνδεδεμένοι ειδικά με το επίδικο επενδυτικό προϊόν της, όπως η απώλεια του κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη του. Εάν ο υπάλληλος της εναγομένης που τον προέτρεψε στη συγκεκριμένη επένδυση είχε εξηγήσει στον ενάγοντα ότι υπάρχει πιθανότητα απώλειας του κεφαλαίου του, ο ενάγων δεν θα είχε δώσει εντολή να προβεί η εναγόμενη στην αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου, αφού από το από 15-2-2008 ερωτηματολόγιο προκύπτει ότι αυτός δεν ήταν διατεθειμένος να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης της εναγομένης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν μερίμνησε, πριν προβεί στην παροχή οποιοσδήποτε συμβουλής σχετικά με την επίδικη επένδυση, να λάβει με την συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ή με άλλο έγγραφο μέσο τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίηση του ενάγοντος και την διαμόρφωση των παρεχομένων προς αυτόν πληροφοριώνκαι συμβουλών, ούτως ώστε να είναι ενήμερος των επενδυτικών του στόχων (άρθρο 6.2 β καιγ ΚΔΕΠΕΥ). Η ως άνω, δε, περιγραφείσα τουλάχιστον βαρέως αμελής συμπεριφορά της εναγομένης είναι αντίθετη στις διατάξεις του νόμου (ΚΔΕΠΕΥ), στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 και στις διατάξεις των άρθρων 4, 4α, 8, 9 α- 9δ, 9 θ Ν. 2251/1994. Ως εκ τούτου, ο ενάγων από την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγόμενης, ήτοι της υποχρέωσης διαφώτισης του αντισυμβαλλομένου της σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με το υποδεικνυόμενο από αυτήν επενδυτικό προϊόν, η οποία υποχρέωση απορρέει τόσο από την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όσο και από την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, υπέστη θετική ζημία συνιστάμενη στο χρηματικό ποσό των 62.000 ευρώ που επένδυσε για την αγορά του ομολόγου της Lehman Brothers, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτού και της αξίας του ως άνω ομολόγου, η οποία είναι μηδενική. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία του ενάγοντος, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στον ενάγοντα η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιχεόμενο της επένδυσης και να αποφασίσει εάν θα προβεί σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης είναι το ποσό των 1000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αμέλειας που η εναγόμενη επέδειξε σε βάρος του ενάγοντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες τέλεσε την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια πράξη της, το μέγεθος της ζημίας του ενάγοντος καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 63.000 (62.000 + 1000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση εν μέρει προσοορινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα που νίκησε εν μέρει και να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρο 178 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων (63.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, την 27/11/14, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.