νεα-απόφαση-αρείου-πάγου-στην-υπόθεση MAEK
Απο την ιστοσελιδα του δικηγορικου γραφειου Μ.Μαρκουλακου
Με την πρόσφατη με αρ. 2061/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης της τράπεζας κατά της υπ’ αριθμ. 4250/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και κατά εντολέων μας και έτσι η τελευταία αυτή απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Η εν λόγω απόφαση συνεχίζει νομολογιακά προγενέστερες κρίσεις του Αρείου Πάγου επί της συγκεκριμένης υπόθεσης (ΑΠ 1182/2021, 1183/2021, 1083/2022) και δικαιώνει τους εντολείς μας.
Μεταξύ άλλων στην άνω απόφαση διαλαμβάνονται τα εξής:
«Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 342 και 914 του ΑΚ, καθόσον τα παραπάνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη σύμβαση (παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με σύσταση), παράνομη και υπαίτια (υπό τη μορφή του δόλου) συμπεριφορά των προστηθένων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, λόγω παραβίασης των συναλλακτικών υποχρεώσεών τους, που επιβάλλονται από την αρχή της καλής πίστης και τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις, υφίσταται δε μεταξύ της συμπεριφοράς αυτών και της επελθούσας ζημίας των […]των αναιρεσιβλήτων αιτιώδης σύνδεσμος, αφού η ανωτέρω συμπεριφορά ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων της αναιρεσείουσας αδικοπραξία αυτών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής των παραπάνω αναιρεσιβλήτων. Ορθά, επίσης, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με τη μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση με ίδια μέσα, δυνάμει των οποίων τα ως άνω ΜΑΕΚ μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές … καθόσον, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των ως άνω αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάστηκε ως προς την επέλευσή του από τον ως άνω, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα οποία, επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, την υπαίτια και με απατηλά μέσα παραπλάνηση αυτών και την αποσιώπηση των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης επένδυσης, στο πλαίσιο οργανωμένου από την αναιρεσείουσα σχεδίου προσέλκυσης, από τους ανωτέρω υπαλλήλους της, και πρόκλησης απόφασης των αναιρεσιβλήτων πελατών της να επενδύσουν στα ένδικα επενδυτικά προϊόντα, δηλαδή υπό συνθήκες μη εξαπάτησής τους, σωστής πληροφόρησης περί των χαρακτηριστικών της ανωτέρω επένδυσης και ορθής παροχής υπηρεσιών, οι παραπάνω επενδυτές – καταναλωτές αναιρεσίβλητοι, δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτήν και θα απείχαν από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των χρημάτων τους, διατηρώντας αυτά στην περιουσία τους, και έτσι η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της εξαπάτησης αυτών και της παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης πληροφόρησης και παροχής υπηρεσιών, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια δηλαδή της παραπλάνησης αυτών και της πλημμελούς πληροφόρησης εκ μέρους των προστηθέντων της αναιρεσείουσας, και, ως εκ τούτου, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της προηγηθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας τράπεζας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των προστηθέντων της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που καθένας των ως άνω αναιρεσιβλήτων τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στους ανωτέρω πλείονες συρρέοντες νόμιμους λόγους ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα ττρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων, η οποία, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων (Μ.Χ. 2008, Μ.Α.Κ. 2009, Μ,Α.Ε.Κ. 2011), δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των παραπάνω υπαλλήλων – προστηθέντων της αναιρεσείουσας οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που τους εμφάνισαν οι προστηθέντες της αναιρεσείουσας και προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά υβριδικούς τίτλους, άληκτους για τα Μ.Α.Κ. και Μ,Α.Ε.Κ. και κατ’ ουσίαν άληκτους και για τα Μ.Χ., χωρίς καμία υποχρέωση της αναιρεσείουσας για εξαγορά των άνω επενδυτικών προϊόντων, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμά της αυτό, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας».