Απευθυνθείτε στο κράτος και την ΕΕ
Ο Ρος παραπέμπει τους κουρεμένους στην Κυβέρνηση
Για πρώτη φορά μετά από 20 μήνες μπαίνει το δάκτυλο στον τύπο των ήλων
Έχουν περάσει περισσότεροι από 20 μήνες από τότε που οι ανασφάλιστοι λεγόμενοι καταθέτες υποχρεώθηκαν σε «κούρεμα» της περιουσίας τους στην Τράπεζα Κύπρου και κανείς, ποτέ, έστω ακροθιγώς, δεν είπε τίποτε για την υποχρέωση του κράτους να αποζημιώσει αυτούς τους ανθρώπους. Μόλις την 21η Νοεμβρίου, ο αντιπρόεδρος και εκ των μεγαλομετόχων της Τράπεζας Κύπρου, Γουίλμπερ Ρος, αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην οφειλή του κράτους προς τους ανασφάλιστους καταθέτες, σε δηλώσεις του για το πρόβλημα με τους κατόχους αξιογράφων.
Τον περασμένο Μάιο, η εφημερίδα μας έγραψε, πρώτη, ότι οι ασφαλισμένοι καταθέτες θα έπρεπε να αποζημιωθούν από το κράτος και όχι από τους απλούς πολίτες, που είχαν καταθέσεις πέραν των 100.000 ευρώ, βαφτίστηκαν εν τω άμα «ανασφάλιστοι» και πλήρωσαν τη νύφη: 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ εν μια νυκτί.
Γιατί έπρεπε να αναλάβει το κράτος αυτήν την υποχρέωση; Μα για τον απλούστατο λόγο, (όπως είχαμε γράψει τον περασμένο Μάιο), ότι όφειλε να διαθέτει τα χρήματα που χρειάζονταν για την αποζημίωση των ασφαλισμένων καταθετών, φυλαγμένα σε ένα ταμείο, το «Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων», στο οποίο ΘΑ έπρεπε να υπάρχουν χρήματα για αποζημίωση των καταθέσεων μέχρι και 100.000 ευρώ, σε περίπτωση που μια τράπεζα κατέρρεε για οποιοδήποτε λόγο. Ήταν υποχρεωμένο, όπως υποχρεωμένες είναι -με βάση τη συμφωνία που υπέγραψαν πριν από μερικά χρόνια-, και όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Συμπονώ και καταλαβαίνω, αλλά…
Τα ίδια είχαμε γράψει και δυο μέρες (στις 23 Νοεμβρίου συγκεκριμένα) μετά τη συνέντευξη του Γουίλμπερ Ρος, ο οποίος μιλώντας στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο «CNBC» είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Συμπονώ και καταλαβαίνω αυτούς που υπέστησαν το κούρεμα (των αξιογράφων), αλλά "δικαιούνται" να διαμαρτύρονται εναντίον της Κυβέρνησης και της Ε.Ε., αφού εμείς, κανένας από εμάς, δεν ήταν εκεί τότε, και ούτε καν αποδέκτες του μέτρου αυτού είμαστε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα, εφόσον είναι πλέον μέτοχοι (της Τράπεζας Κύπρου), είναι να προσπαθήσουμε να ανεβάσουμε την αξία της μετοχής, ώστε να μπορέσουν να ανακτήσουν μέρος ή όλα όσα έχασαν. Αυτό όμως προϋποθέτει τετραπλασιασμό απ' εδώ που είμαστε, και δεν θέλω να κάνω τέτοια πρόβλεψη για μια μετοχή, θα καταβάλουμε όμως το άπαν των δυνάμεών μας».
Παραπέμπει, δηλαδή, ο αντιπρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου, και πολύ ορθά, τους ανασφάλιστους καταθέτες αλλά και τους κατόχους αξιογράφων στην Κυβέρνηση για αποζημιώσεις.
Μια νύφη αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων
Όπως γράψαμε επανειλημμένα, το κόστος της προστασίας των ασφαλισμένων καταθετών, που ανερχόταν στα 2,5 δισεκατομμύρια, θα έπρεπε να πληρωθεί από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, ιδιοκτήτης του οποίου είναι το κράτος. Το κράτος, λοιπόν, θα έπρεπε να διαθέτει τα 2,5 δισεκατομμύρια για να αναγνωρίσει και να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, έναντι των ασφαλισμένων καταθέσεων. Δεν είχε όμως τα χρήματα. «Δεν έχω», είπε, κι έβαλε τελεία, αφήνοντας το βάρος αυτό στους ώμους των ανασφάλιστων καταθετών, οι οποίοι καμία υποχρέωση είχαν να «αποζημιώσουν» τους ασφαλισμένους. Η λογική του κράτους σ’ αυτήν την περίπτωση λειτούργησε στη βάση της απλουστευμένης έκφρασης:
«Οφείλω, δεν έχω, άρα δεν οφείλω, πληρώστε εσείς». Αν όμως με πρότυπο τη λογική του κράτους, αρχίσουμε όλοι οι πολίτες να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο, έχει φανταστεί κάποιος πού μπορούμε να καταλήξουμε; Γιατί αντιγράφοντας αυτήν τη λογική μπορεί ο οποιοσδήποτε οφειλέτης να πει στο κράτος, στις τράπεζες και σε οποιονδήποτε άλλον δανειστή του: «Δέχομαι ότι σου χρωστώ, επειδή όμως δεν έχω να σε πληρώσω, δεν σου οφείλω τίποτε».
Αναγνώριση έστω της οφειλής
Για το ίδιο ακριβώς θέμα, είχαμε γράψει ότι μια σώφρων ενέργεια, η οποία θα συνέβαλλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Κύπριων πολιτών έναντι του κράτους, θα ήταν μια δήλωση από την Κυβέρνηση, με την οποία θα αναγνώριζε την οφειλή της έναντι των κουρεμένων πολιτών, έστω σε βάθος χρόνου και με κάποια μικρή απόδοση. Πέντε, δέκα χρόνια, δεν έχει τόση σημασία.
Όλη η σημασία βρίσκεται (και μετρά για τους πολίτες αυτής της χώρας) στην αναγνώριση της αδυναμίας του κράτους να καταβάλει όσα το ίδιο όφειλε να πληρώσει, αδυνατούσε όμως και έτσι τα φόρτωσε στους ίδιους. Η σημασία βρίσκεται επίσης στην αναγνώριση από πλευράς της Κυβέρνησης, ότι τα δισεκατομμύρια αυτά τα οφείλει στους πολίτες, στους κουρεμένους καταθέτες κι ότι θα τα δώσει πίσω κάποια μέρα.
Σε διαφορετική περίπτωση όλα όσα λέγονται περί επανεκκίνησης της οικονομίας, ηχούν στ’ αυτιά των πολιτών περίπου ως «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Πώς θα επανεκκινήσει η οικονομία, όταν οι τράπεζες αδυνατούν να δανείσουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επειδή απλώς δεν εισπράττουν; Από ποιους να εισπράξουν άλλωστε; Από τους άνεργους; Από τους κουρεμένους καταθέτες; Από τους μισθωτούς με τους μισθούς πείνας; Ή από όσους έχουν ακόμα λίπος αλλά αρνούνται να δώσουν έστω κι ένα μικρό κομμάτι αν δεν πάρουν πίσω όσα τους οφείλει το κράτος και οι τράπεζες; Πώς θα επανεκκινήσει η οικονομία, πώς θα ξαναρχίσει η ανάπτυξη όταν κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν;
«Η τράπεζα μού στέλνει συχνά-πυκνά επιστολές», έλεγε προχθές κάποιος κουρεμένος καταθέτης, «και με καλεί να της εξοφλήσω το δάνειό μου. Η απάντηση μου είναι απλή: Δώστε μου πίσω τα λεφτά που μου πήρατε πέρσι, όταν με κουρεύατε και θα σας πληρώσω το δάνειο. Τόσο απλό».