Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


BOCY: Θολό το κόστος απορρόφησης της Λαϊκής

BOCY: Θολό το κόστος απορρόφησης της Λαϊκής

Μπέρδεμα έχει προκύψει τις τελευταίες βδομάδες σε σχέση με το τίμημα που κατέβαλε η Τράπεζα Κύπρου για να αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας.

Επιφύλαξη γα το θέμα διατήρησαν και οι ελεγκτές της τράπεζας, ο οίκος ΕΥ (Ernst & Young).

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Διατάγματος που εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 2013, η Αρχή Εξυγίανσης όφειλε να αποτιμήσει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που μεταφέρθηκαν από τη Λαϊκή Τράπεζα στην Εταιρία και να προσδιορίσει τη δίκαιη αποζημίωση της Λαϊκής Τράπεζας χωρίς να έχει δικαίωμα οποιασδήποτε περαιτέρω αποζημίωσης, αναφέρει στα αποτελέσματα της η Τράπεζα Κύπρου.

Η Αρχή Εξυγίανσης διόρισε ανεξάρτητο διεθνή οίκο για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που μεταφέρθηκαν από την Λαϊκή Τράπεζα. Το μεταβιβασθέν τίμημα εξαγοράς για αυτήν την συναλλαγή (μετοχές της Εταιρίας) καθορίστηκε από την Αρχή Εξυγίανσης σύμφωνα με το περί Έκδοσης Μετοχικού Κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου προς αποζημίωση της Λαϊκής Τράπεζας Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 30 Ιουλίου 2013, προστίθεται.

«Βάσει αυτού του Διατάγματος ορίστηκε σε 18,1% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας χωρίς περαιτέρω δικαίωμα για πρόσθετη αποζημίωση. Ανάλογα εκδόθηκαν 844.014 χιλιάδες μετοχές στην Λαϊκή Τράπεζα».

Σύμφωνα με τη λογιστική πολιτική της Τράπεζας Κύπρου, οι συνενώσεις επιχειρήσεων λογιστικοποιούνται χρησιμοποιώντας τη μέθοδο εξαγοράς.

«Μεταβιβασθέν τίμημα σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 3 ‘ Συνενώσεις Επιχειρήσεων’, το κόστος μιας εξαγοράς ορίζεται ως το σύνολο του τιμήματος που μεταβιβάστηκε επιμετρούμενου στην εύλογη αξία κατά την ημερομηνία εξαγοράς και του ποσού οποιονδήποτε δικαιωμάτων μειοψηφίας στον αποκτώμενο. Λόγω των ιδιάζουσων συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εν λόγω συναλλαγή, δηλαδή, την αναστολή της χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης των μετοχών της Εταιρίας από τις 15 Μαρτίου 2013, τις σημαντικές αβεβαιότητες που υπήρχαν κατά και κοντά στην ημερομηνία της εξαγοράς δεδομένου ότι οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα βρίσκονταν σε εξέλιξη και τη μη διαθεσιμότητα επικαιροποιημένης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης κατά την ημερομηνία της εξαγοράς, λόγω των συνεχών εξελίξεων και αβεβαιοτήτων, η Εταιρία δεν είναι σε θέση να καθορίσει μία αξιόπιστη εύλογη αξία για τις μετοχές που έχουν εκδοθεί την ημερομηνία της εξαγοράς».

Το ΔΠΧΑ 3, αναφέρει η τράπεζα, δεν παρέχει καθοδήγηση για περιπτώσεις όπου η εύλογη αξία του τιμήματος δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Ως εκ τούτου, η Εταιρία έχει αναφερθεί στο ΔΛΠ 8 ‘ Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη’, το οποίο ορίζει πως εν τη απουσία Προτύπου που εφαρμόζεται ειδικώς σε συναλλαγή ή σε άλλο γεγονός ή περίσταση, η διοίκηση θα αναπτύξει και θα εφαρμόσει κατά την κρίση της μία λογιστική πολιτική. Κατ' αναλογία με άλλα πρότυπα τα οποία αναφέρονται στην ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων, η Εταιρία έχει συμπεράνει ότι ενδείκνυται να καθορίσει την εύλογη αξία του μεταβιβαζόμενου τιμήματος με βάση την εύλογη αξία των μεμονωμένων εξαγοραζόμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, για τα οποία μπορεί να καθοριστεί αξιόπιστη εύλογη αξία.

«Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του πιο πάνω λογιστικού χειρισμού, δεν προκύπτει υπεραξία ή αρνητική υπεραξία από αυτή τη συναλλαγή.

Όπως φαίνεται και από τον πιο κάτω πίνακα, το σύνολο των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής ήταν 424.5εκ. ευρώ και αντίστοιχη ήταν και η εύλογη αξία τιμήματος εξαγορας για την οποία όμως, δόθηκαν 844.014χιλ. μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ.

Η θέση των ελεγκτών

Οι ελεγκτές της εταιρείας ΕΥ (Ernst & Young) εκφράζουν την επιφύλαξη τους για το συγκεκριμένο θέμα, αναφέροντας πως σε σχέση με την εξαγορά συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Λαϊκής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ (‘Λαϊκή Τράπεζα’), με βάση τις πρόνοιες του σχετικού Διατάγματος που εκδόθηκε και επιβλήθηκε από την Αρχή Εξυγίανσης, η Εταιρία δεν ήταν σε θέση να καθορίσει μια αξιόπιστη εύλογη αξία του μεταβιβαζόμενου τιμήματος, και ως εκ τούτου έχει καθορίσει αυτή την αξία με αναφορά στην εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που έχουν εξαγοραστεί και για τα οποία μπορεί να προσδιοριστεί μια αξιόπιστη εύλογη αξία.

«Λόγω της φύσης των πιο πάνω συναλλαγών και των συνθηκών που επικρατούσαν κατά την ημερομηνία των συναλλαγών αυτών, δεν ήμασταν σε θέση να αποκτήσουμε επαρκή και κατάλληλα ελεγκτικά τεκμήρια για να συμπεράνουμε την αξιοπιστία της επιμέτρησης της αξίας των μετοχών που εκδόθηκαν κατά την ημερομηνία των συναλλαγών και τις τυχόν αναπροσαρμογές στη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων του Συγκροτήματος που θα μπορούσαν να καταστούν αναγκαίες λόγω των λογιστικών χειρισμών που έχουν υιοθετηθεί».

Τα ίδια κεφάλαια και η οικονομική θέση του Συγκροτήματος δεν επηρεάζονται από τους πιο πάνω λογιστικούς χειρισμούς, αναφέρουν οι ελεγκτές.

Σημειώνουν επίσης, πως η εταιρία κατά τη λογιστικοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης δεν ήταν σε θέση να επιμετρήσει τις μετοχές που εκδόθηκαν στην εύλογη τους αξία όπως απαιτείται από τα ΔΠΧΑ που σχετίζονται με το διακανονισμό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, λόγω των ειδικών συνθηκών και των αβεβαιοτήτων που υπήρχαν κατά το χρόνο της συναλλαγής.

«Εάν η Εταιρία ήταν σε θέση να εφαρμόσει τις απαιτήσεις των ΔΠΧΑ και επιμετρούσε τις μετοχές που εκδόθηκαν στην εύλογη τους αξία, θα αναγνώριζε την οποιαδήποτε διαφορά με τη λογιστική αξία των υποχρεώσεων που έχουν διακανονιστεί στα κέρδη ή τις ζημιές».

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.