Δικαίωση έρευνας Κεφαλαιαγοράς – Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν εκτενής και διεξοδική
Το Διοικητικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τα ευρήματα και δεν προχώρησε στην ακύρωση των προστίμων που είχαν επιβληθεί ως αποτέλεσμα της έρευνας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου σχετικά με την επένδυση της Λαϊκής Τράπεζας (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και της Τράπεζα Κύπρου σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ).Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε προχωρήσει στην επιβολή συνολικών διοικητικών προστίμων σε τότε διοικητικούς συμβούλους της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd ως ακολούθως:
- Ευθύμιος Μπουλούτας, διευθύνων σύμβουλος, €705.000.
- Παναγιώτης Κουννής, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, €430.000
- Ελευθέριος Χιλιαδάκης, εκτελεστικός σύμβουλος, €170.000
- Μάρκος Φόρος, μη εκτελεστικό μέλος, μέλος Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων, μέλος Επιτροπής Ελέγχου, €90.000.
Και οι τέσσερις προσέφυγαν κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Τα πρόστιμα αφορούσαν:1ον Παράβαση του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου αναφορικά με τη Δήλωση διοικητικών συμβούλων και άλλων που περιλήφθηκε στην εξαμηνιαία οικονομική έκθεση της εταιρείας για την περίοδο που έληξε 30.6.2010 και στην ετήσια οικονομική έκθεση της εταιρείας για το έτος που έληξε 31.12.2010.
2ον Παράβαση του Περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου σε σχέση με τα ενημερωτικά δελτία της εταιρείας ημερομηνίας 28.5.2010, 01.09.2010, 21.12.2010 και 19.5.2011, τα οποία υπέγραψαν (εκτός από τον κ. Φόρο).
Οι κ.κ. Μπουλούτας, Κουννής, Χιλιαδάκης και Φόρος καταχώρισαν προσφυγές κατά της πιο πάνω απόφασης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και το Διοικητικό Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 2020 αποφάσισε ότι κανείς από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας δεν ευσταθεί, επικυρώνοντας την απόφαση για επιβολή διοικητικού προστίμου στην οποία κατέληξε η ΕΚΚ.
Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι την ευθύνη για το ενημερωτικό δελτίο φέρουν τα πρόσωπα που το υπογράφουν, η έρευνα που διεξήχθη ήταν εκτενής και διεξοδική, η ΕΚΚ έδωσε αναλυτική επεξήγηση για τον καθορισμό του διοικητικού προστίμου και τους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη, δεν αποκλείεται ο διορισμός περισσοτέρων του ενός πρακτικογράφου με βάση τον Ν. 73(Ι)/2009 και ότι η έρευνα διεξήχθη εντός εύλογου χρόνου. Επιπλέον, αποφασίστηκε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός περί μεροληψίας της προέδρου ή/και της ΕΚΚ.
Επί της ουσίας της υπόθεσης, για την επένδυση στα ελληνικά ομόλογα, το δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς «ορθώς προχώρησε στην επιβολή σε αυτούς διοικητικών προστίμων».
Επίσης, αποδέχεται ότι τη θέση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως αναλύεται στην απόφασή της, ότι «ο πραγματικός κίνδυνος ως προς τα ΟΕΔ, ως εκαθορίζετο από τα θεμελιώδη δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και από τις αγορές, δεν ήταν μηδέν, ως η θέση των αιτητών, και ότι οι ορθολογικοί επενδυτές δεν είχαν πληροφόρηση επί των σοβαρών κινδύνων των ΟΕΔ (υψηλός κίνδυνος συγκέντρωσης και υψηλός πιστωτικός κίνδυνος)», και το δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ήταν υπό τις περιστάσεις ευλόγως επιτρεπτή και δεν διαπιστώνω ούτε πλάνη περί τα πράγματα, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση (σ.σ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς), ούτε έλλειψη αιτιολογίας η οποία θα δικαιολογούσε την επέμβαση του δικαστηρίου επί των επίδικων διαπιστώσεων που συνιστούν κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα».