Επενδυτές και νέα κεφάλαια για Τρ. Κύπρου
Βρήκε επενδυτές η HSBC, ενώ η πλειοψηφία του ΔΣ της τράπεζας στηρίζει την απόφαση
Του Μιχάλη Περσιάνη
Η πλειοψηφία του ΔΣ στηρίζει παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ουσιαστική μείωση των ποσοστών του στην τράπεζα.
Κοντά σε τελική απόφαση για την αύξηση κεφαλαίου βρίσκεται η Τράπεζα Κύπρου, μετά και την σχετική εισήγηση της HSBC, η οποία βρήκε ήδη τους βασικούς επενδυτές για την έκδοση τίτλων. Σύμφωνα με απόλυτα ενημερωμένες πηγές, εντός του Διοικητικού Συμβουλίου υπάρχει ήδη «έντονο ρεύμα που δέχεται την αύξηση», παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ουσιαστική μείωση των ποσοστών τους στην τράπεζα.
Τα μέλη του ΔΣ, οι οποίοι εκπροσωπούν τους μεγαλύτερους «κουρεμένους» καταθέτες, είχαν αρχικά ενδοιασμούς, αφού η αύξηση κεφαλαίου ισοδυναμεί, πρακτικά, με μείωση του ποσοστού των μετοχών τους. Ωστόσο, η πορεία της μετοχής της τράπεζας έδειξε πως η μείωση των ποσοστών τους θα μπορούσε να μεταφραστεί ταυτόχρονα και σε αύξηση της αξίας τους. Η μετοχή, η οποία έτυχε διαπραγμάτευσης τους τελευταίους μήνες σε τιμές μεταξύ 23 και 25 σεντ, θα μπορούσε να καταγράψει αύξηση, αφού η αύξηση κεφαλαίου ισοδυναμεί με τελική διάσωση της τράπεζας.
Η τελευταία φορά που καταγράφηκε απτό ενδιαφέρον για αγορά μετοχικού κεφαλαίου στην τράπεζα, η τιμή έφτασε στα 30 με 33 σεντ, μια τιμή αρκετά ανεβασμένη με δεδομένη την κατάσταση των βιβλίων της τράπεζας. (Η μετατροπή κατά το κούρεμα έγινε με ονομαστική αξία 1 ευρώ.)
Η εξέλιξη ίσως να αποτελεί και εξήγηση γιατί δεν ολοκληρώθηκε η συναλλαγή, η οποία με 33 σεντ ήταν αρκετά καλύτερη από την αναμενόμενη. Το ταμείο των ξενοδοχοϋπαλλήλων έκρινε πως η τιμή δεν ήταν συμφέρουσα, παρά το γεγονός ότι ήταν σχεδόν 40% υψηλότερη από τα 23 σεντ που είχαν καταγραφεί σε άλλες περιπτώσεις: Μια αύξηση κεφαλαίου θα δώσει το μήνυμα πως η τράπεζα έχει βρει μια κάποια λύση για την επιβίωσή της, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η αξία της μετοχής, ενδεχομένως και υψηλότερα από τα 33σεντ.
Ενστάσεις πάντως συνεχίζουν να υπάρχουν εντός του Διοικητικού Συμβουλίου, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία έχει αποδεχτεί πως, ασχέτως του ενδεχόμενου αύξησης της αξίας της μετοχής, που θα αντισταθμίσει το νέο «κούρεμα», λύνει και το πιο βασικό πρόβλημα της τράπεζας που δεν είναι άλλο από την επιβίωσή της.
Δεν είναι πάντως απόλυτα ξεκάθαρο το ποσό της αύξησης, με πληροφορίες να κάνουν λόγο για 0.5 δισ. ευρώ, με μέχρι και άλλα 2 δισ. να είναι «στα σκαριά» για έκδοση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (coco bonds), που θα μπορούν να ενισχύσουν τα Βασικά Ίδια Κεφάλαια ανά πάσα στιγμή με την μετατροπή τους σε μετοχές.
Μια τέτοια κίνηση θα μπορεί να δώσει στην Τράπεζα Κύπρου την ευκαιρία να πείσει και για την εξαγορά του 18% που κατέχει η πρώην Λαϊκή. Το ποσοστό αυτό σήμερα «προορίζεται» για πώληση σε οργανισμό που δεν λειτουργεί υπό την λογική της αγοράς, αλλά ενδεχομένως να πειστεί να το εξαγοράσει ως «βοήθεια» για την τράπεζα. Τέτοιοι οργανισμοί είναι η EBRD ή η IFC της Παγκόσμιας Τράπεζας. Με την αύξηση κεφαλαίου, όμως, θα μπορούσε να «βγει στην αγορά» το 18%.
Η αύξηση θα δώσει σημαντικές ανάσες στην Κύπρου, επιτρέποντας της να αυξήσει σε πιο λογικά επίπεδα τις προβλέψεις αλλά και να καταγράψει τις ζημιές από τα μεγαλύτερα δάνεια. Έτσι, η όποια είσπραξη θα μεταφράζεται σε κέρδος, με το νέο κεφάλαιο να έχει απορροφήσει την αρχική ζημιά.
Σημειώνεται πως η αύξηση κεφαλαίου δεν αποτελεί αντικατάστατο της όποιας διαχείρισης των προβληματικών δανείων, συμπεριλαμβανομένης και της «κακής τράπεζας» (της λεγόμενης «τράπεζας αναπτύξεως»). Παρόλο που θα δώσει βαθύτατες ανάσες στην Κύπρου, το ξεκαθάρισμα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, θα πρέπει να προχωρήσει ούτως ή άλλως.
Σύμφωνα με πληροφόρηση, η Κεντρική Τράπεζα προτίθεται να στηρίξει ως εποπτική αρχή μια τέτοια κίνηση, ενώ και η στήριξη της Τρόικας δεν είναι καθόλου κρυφή. Φαίνεται πως απόλυτα θετικό είναι και το Υπουργείο Οικονομικών. Το γεγονός ότι οι επενδυτές έχουν ήδη βρεθεί, και το ενδιαφέρον τους «δεν είναι φιλολογικό αλλά απτό», η κίνηση θα μπορούσε να αποτελέσει την σημαντικότερη απόφαση για την σωτηρία της Τράπεζας Κύπρου.
Αξίζει να σημειωθεί πως η εξέλιξη δικαιώνει και όσους επέμεναν πριν από ένα σχεδόν χρόνο πως το ύψος του κουρέματος ήταν ανεπαρκές και πως αυτό θα έπρεπε να είχε κινηθεί στο όριο του 60% με 67%, αντί για 47.5%.