Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Επιδίκαση αποζημίωσης για αξιόγραφα-Κυπρος

Κυπριακο Δικαιο σχετικα με τα αξιογραφα και την υποχρεωση αποζημιωσης !

Τα αξιόγραφα αποτέλεσαν σημείο τριβής και διαφοράς μεταξύ αγοραστών και τράπεζας, που αξιώνουν τα χρήματα που επένδυσαν, επικαλούμενοι ότι η τράπεζα δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της που προβλέπονται στο σχετικό νόμο για την προστασία επενδυτών και ότι η συμπεριφορά που επέδειξε συνιστούσε αμέλεια και παράβαση νομίμων καθηκόντων της, γεγονός που τους επιτρέπει την επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια που υπέστηκαν. Στηρίζουν την αξίωση τους στο ότι η τράπεζα τους παρείχε επενδυτικές συμβουλές η ίδια, αντί να τους παραπέμψει σε ανεξάρτητο επενδυτικό σύμβουλο, δεν αξιολόγησε την καταλληλότητα τους για την αγορά αξιογράφων και τους παρείχε παραπλανητική πληροφόρηση μη αναφέροντας τους κινδύνους, αλλά προωθούσε μόνο τα πιθανά οφέλη της εξασφάλισης των αξιογράφων για να τους δελεάσει να τα αγοράσουν. Σύμφωνα με το Ν.144(Ι)/2007, κάθε Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και κατ’ αναλογία η τράπεζα που έλαβε σχετική άδεια λειτουργίας οφείλει, κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, να ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της και να συμμορφώνεται ιδίως με συγκεκριμένες αρχές, όπως η παροχή πληροφοριών που να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Όταν παρέχει επενδυτικές συμβουλές, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά µε τη γνώση και την πείρα του πελάτη στον επενδυτικό τομέα, καθώς και σχετικά µε την οικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς του στόχους, ώστε να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του.

Ο πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κ. Χ. Χαραλάμπους, στην απόφαση του ημερ.4.12.2020, εξέτασε την απαίτηση αγοραστή αξιογράφων αξίας €1.700.000 για ακύρωση των συμφωνιών αγοράς τους και για αποζημιώσεις και επιστροφή των καταβληθέντων ποσών με τόκο. Στήριζε την αξίωση του, μεταξύ άλλων, σε αμέλεια και παράβαση καθήκοντος από την τράπεζα. Το δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα της παράβασης νομίμου καθήκοντος είναι ξεχωριστό και ιδιότυπο, καθώς και ότι μια τέτοια αξίωση δύναται να επιτύχει ή απορριφθεί ασχέτως και ανεξάρτητα από την τύχη της αξίωσης για αμέλεια. Θεώρησε ότι εξυπηρετείτο καλύτερα η εξέταση πρώτα της τυχόν παράβασης νομίμων καθηκόντων, δεδομένου ότι η τράπεζα ισχυριζόταν ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.144(Ι)/2007 και η σχετική Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας, διότι ουδεμία παροχή ή άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών έλαβε χώρα. Έκρινε ότι βασικός σκοπός του νόμου ήταν η ρύθμιση της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ότι οι τράπεζες που έλαβαν άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, μπορούσαν να παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες. Στο άρθρο 143 προβλέπεται αστική ευθύνη των παραβατών, οι οποίοι υποχρεούνται να αποζημιώσουν οποιονδήποτε υποστεί ζημιά ή απώλεια κέρδους που τυχόν έχει προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης τους κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από το νόμο.

Το δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο τα αξιόγραφα είναι χρηματοοικονομικά μέσα και έκρινε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως τα επίδικα αξιόγραφα κεφαλαίου αόριστης διάρκειας παρείχαν δικαίωμα αγοραπωλησίας, ήτοι αποτελούσαν μεταβιβάσιμες κινητές αξίες καλυπτόμενες από το νόμο και ως τέτοιες ήταν χρηματοοικονομικά μέσα. Τα αξιόγραφα ήταν ένα πολύπλοκο είδος χρηματοοικονομικού μέσου και η τράπεζα είχε καθήκον να παράσχει όχι μόνο γενική περιγραφή της φύσης του, αλλά κυρίως των εγγενών κινδύνων λόγω της κατηγοριοποίησης του αγοραστή ως ιδιώτη και της φύσης των αξιογράφων, αφού ήταν προφανές ότι αυτός δεν είχε οποιαδήποτε σχετική γνώση. Η τράπεζα είχε καθήκον να περιλάβει στην περιγραφή της τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης του αγοραστή και η παράλειψη αυτή συνιστούσε παράβαση των νομίμων καθηκόντων της.

Αναφορικά με την αμέλεια, παρέπεμψε σε νομολογία και έκρινε ότι η ζημιά που υπέστη ο ενάγων - αγοραστής ήταν προβλέψιμη με δεδομένο ότι αποκτώντας αξιόγραφα, στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ξαναπάρει πίσω τα χρήματα του εκτός αν η τράπεζα καθίστατο φερέγγυα και μόνο αν αυτή αποφάσιζε, κατ’ επιλογήν της να εξαγοράσει τα αξιόγραφα. Επίσης, υφίστατο σχέση εγγύτητας μεταξύ τράπεζας και πελάτη, η οποία τον γνώριζε και ότι ο πελάτης είχε τις καταθέσεις του σε αυτήν. Έκρινε ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να αναγνωριστεί νομική υποχρέωση επιμέλειας της τράπεζας έναντι του πελάτη. Κατέληξε ότι οι λειτουργοί της τράπεζας επέδειξαν αμέλεια δηλώνοντας τα όσα δήλωσαν και παρέχοντας τις πληροφορίες και συμβουλές που παρείχαν στον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη οικονομική απώλεια και του εξέδωσε ανάλογα απόφαση.

Γιώργος Κουκούνης   
* Δικηγόρος στη Λάρνακα

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.