Πώς απαντά το Ανώτατο και ο Πρόεδρος του Σώματος στις καταγγελίες Κληρίδη
Συνεχεια "διαπλοκης" στην Κυπρο:
Στην επιστολή του δικηγόρου Νίκου Κληρίδη «τίθεται μια διαστρεβλωμένη εικόνα και επιχειρείται απροκάλυπτη επίθεση εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου», αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωση του το Ανώτατο «προς αποκατάσταση της αλήθειας και ενημέρωση του κοινού, το οποίο η Δικαιοσύνη υπηρετεί».
«Προκαλεί θλίψη στο Ανώτατο Δικαστήριο η χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση προσβολή του κύρους της Δικαιοσύνης και της εντιμότητας των Λειτουργών της. Σε μια εποχή που η κοινωνία μας χειμάζεται από ασύστολες σκοπιμότητες, είναι καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διαβεβαιώσει τον κάθε πολίτη της χώρας μας ότι διαθέτει τη βούληση αλλά και τους μηχανισμούς αυτοκάθαρσης και προστασίας των διαδίκων και θα παραμείνει εγγυητής της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των Δικαστών, τους οποίους και καλεί να συνεχίσουν να επιτελούν απρόσκοπτα και με προσήλωση το δικαστικό τους έργο, με γνώμονα και μόνο τη δικαστική τους συνείδηση και τον δικαστικό τους όρκο», αναφέρει η ανακοίνωση του Ανωτάτου.
«Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε», προσθέτει, «ότι στην επιστολή του δικηγόρου κ. Νίκου Κληρίδη τίθεται μια διαστρεβλωμένη εικόνα και επιχειρείται απροκάλυπτη επίθεση εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προκαλεί εύλογα ερωτηματικά ο χρόνος που επέλεξε ο κ. Κληρίδης να προχωρήσει στις καταγγελίες του, επικαλούμενος γεγονότα που έλαβαν χώραν προ δεκαετιών και επιχειρώντας να σπιλώσει ακόμη και τη μνήμη και προσφορά του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μ. Τριανταφυλλίδη, ενός εκ των κορυφαίων νομικών της χώρας μας».
Το Ανώτατο Δικαστήριο, συνεχίζει η ανακοίνωση, « είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο ως προς τον καθορισμό των συνθέσεων του προς εκδίκαση υποθέσεων. Ηδη προ δεκαετιών, με σχετικές εγκυκλίους, που διαφοροποιεί κατά καιρούς, ώστε να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες, αλλά και με γνώμονα την ομαλή λειτουργία αυτού και των πρωτόδικων Δικαστηρίων, αποκλείει την συμμετοχή στη σύνθεση Δικαστηρίου Δικαστών, όταν εμφανίζονται ενώπιόν τους παιδιά, σύζυγοι, αδελφοί (και μετά την υπόθεση Νίκολας, η οποία ουδόλως αναφερόταν σε διαφθορά) και συμπέθεροι, των Δικαστών στις υποθέσεις που αυτοί εκδικάζουν».
Σημειώνει ότι «με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η αμεροληψία, αλλά και η λειτουργικότητα στην εκδίκαση των υποθέσεων, με δεδομένο ότι η εξαίρεση του εργοδότη και ολόκληρου του γραφείου στο οποίο εργάζεται το παιδί, ο αδελφός κτλ, ασκώντας, αναφαίρετο, ατομικό και ανθρώπινο δικαίωμά τους, όπως γινόταν στο παρελθόν, δημιουργούσε σημαντικές δυσχέρειες στην κατανομή των υποθέσεων από τα Πρωτοκολλητεία και στον καθορισμό των συνθέσεων των Εφετείων, τα οποία λειτουργούν είτε υπό τριμελή είτε υπό πενταμελή σύνθεση».
Σημειώνει επίσης ότι «το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην πιο πάνω υπόθεση Νίκολας, αναγνώρισε τις δυσκολίες σε ένα μικρό τόπο όπως η Κύπρος για τις εξαιρέσεις Δικαστών. Ως εκ τούτου και περιόρισε την υποχρέωση του Δικαστή κυρίως στο καθήκον γνωστοποίησης στους διαδίκους της όποιας συγγενικής του σχέσης».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «η κατανομή των υποθέσεων ενώπιον των Δικαστών γίνεται από το Πρωτοκολλητείο κατά απρόσωπο τρόπο και με τη σειρά ανάθεσης των υποθέσεων είτε ενώπιον μονομέλειας, είτε ενώπιον πολυμέλειας. Υποθέσεις στις οποίες εμφανίζονται συγγενικά του Δικαστή πρόσωπα δεν τίθενται ενώπιόν του».
Υπό το φως των πιο πάνω, προστίθεται, «η υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου Πολ. Εφ. 423/2017 και η αίτηση Certiorari 126/2015, η οποία αφορούσε τον Αντώνη Ανδρέου, τις οποίες αναφέρει ο επιστολογράφος, τέθηκαν προς εκδίκαση από τις ανάλογες συνθέσεις Εφετείων και Μονομέλειας και εκδικάστηκαν με γνώμονα και μόνο τα δεδομένα και την εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών. Είτε αποφασίστηκαν επί προδικαστικών σημείων, είτε επί της ουσίας τους, σημασία έχει ότι τηρήθηκαν όλοι οι ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα εξαίρεσης οποιουδήποτε Δικαστή. Αντιθέτως, όπως εύκολα μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα πρακτικά των υποθέσεων, όλοι οι Δικαστές, ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων και των Δικαστών που αναφέρονται στην επιστολή Νίκου Κληρίδη, εξεπλήρωσαν πλήρως το καθήκον ενημέρωσης των διαδίκων για την αποκάλυψη της όποιας συγγενικής, εργασιακής ή άλλης σχέσης τους με τους διαδίκους ή δικηγόρους και οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένου του Εντιμου Γενικού Εισαγγελέα, δήλωσαν ευθαρσώς ότι δεν είχαν καμία ένσταση στον χειρισμό των υποθέσεων από τους υπό αναφορά Δικαστές, εκφράζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη τους προς το αμερόληπτο και ακριβοδίκαιο της εκδίκασής τους».
Σημειώνεται ότι «η Πολιτική ΄Εφεση 423/2017 απορρίφθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην αίτηση Certiorari 126/2015, την απόφαση της οποίας εξέδωσε πρωτοδίκως ο Δικαστής Ναθαναήλ, ασκήθηκε εκ μέρους του Εντιμου Γενικού Εισαγγελέα έφεση, η οποία απορρίφθηκε, επίσης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
«Επιβάλλεται όμως να σημειωθεί, προς αποκατάσταση της αλήθειας», αναφέρει περαιτέρω το Ανώτατο, « ότι η σύζυγος του Δικαστή Οικονόμου, ούτε «αφυπηρέτησε πρόσφατα», ούτε «ήταν ανώτερη υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου». Αφυπηρέτησε προ 20ετίας, συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1999 και υπηρετούσε ως ταμίας σε υποκατάστημα κοινότητας της επαρχίας Λάρνακας».
«Συνεπώς, με ποια λογική συνδέεται η εργασία της συζύγου με τη δικαστική κρίση στην ποινική έφεση της υπόθεσης Ηλιάδη; Ακόμη, πώς μπορεί να καταδειχθεί ύποπτη εργασιακή σχέση με το δικηγορικό γραφείο Χρυσαφίνη και Πολυβίου, εδραζόμενη στο γεγονός ότι ο Δικαστής Παμπαλλής εργάστηκε πριν από 35 χρόνια ως δικηγόρος στο εν λόγω γραφείο και στο γεγονός ότι η σύζυγος του Δικαστή Λιάτσου «εργάστηκε για χρόνια στο γραφείο του Χρ. Τριανταφυλλίδη πρώτου εξαδέλφου της συζύγου του Πολυβίου»; Παρόμοιο ερώτημα εγείρεται και σε σχέση με τον Δικαστή Χριστοδούλου, η μόνη σύνδεση του ονόματος του οποίου εξαντλείται στο γεγονός ότι ο γιος της συζύγου του εργοδοτείται στο υπό αναφορά γραφείο», προστίθεται.
Το Ανώτατο επισημαίνει ότι «η συνεχής και τυφλή επιθετική ρητορική απέναντι σε Δικαστές και δικαστικές αποφάσεις δημιουργεί σταδιακά ένα χάσμα ανάμεσα στα Δικαστήρια και στους πολίτες και μια ανεπανόρθωτη φθορά στην αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας και Δικαιοσύνης. Η αντίδραση του νομικού κόσμου σε αυτό τον κίνδυνο πρέπει να είναι άμεση και αποτελεσματική, προς αποτροπή δημιουργίας αμετάκλητων καταστάσεων. Τα κίνητρα δημαγωγικών επιθέσεων δεν έχουν καμία σχέση με τον αναγκαίο σεβασμό και την καλόπιστη κριτική σε δικαστικές αποφάσεις, που είναι και θεμιτή και καλοδεχούμενη, δεδομένου βεβαίως ότι αρθρώνεται τεκμηριωμένος επιστημονικός λόγος, ο οποίος στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα».
«Ως προς τις υποθέσεις συγγενικών προσώπων του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετική ανακοίνωση θα εκδοθεί από τον ίδιο», καταλήγει η ανακοίνωση.
Πρόεδρος Ανωτάτου: Προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός μου
Για προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός του κάνει λόγο ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μύρων Νικολάτος, προσθέτοντας ότι οι εξωδικαστικές διευθετήσεις αγωγών συγγενικών του προσώπων εναντίον της Τράπεζας Κύπρου έγιναν απόλυτα νόμιμα και νομότυπα.
Σε ανακοίνωση του αναφορικά με την επιστολή του Νίκου Κληρίδη προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, ο κ. Νικολάτος σημειώνει ότι «το υπονοούμενο του κ. Νίκου Κληρίδη ότι συγγενικά μου πρόσωπα είχαν ευνοϊκή μεταχείριση, στο παρελθόν, κατά την εξωδικαστική διευθέτηση αγωγών τους εναντίον της Τράπεζας Κύπρου, και ότι αυτό μπορεί να είχε κάποιαν επίδραση στη δικαστική μου κρίση, είναι συκοφαντικό και αποτελεί προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός μου, μετά από 33 χρόνια υπηρεσίας ως Δικαστής, που με έφερε στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2004 και στην Προεδρία του το 2014".
«Εξ όσων γνωρίζω οι εξωδικαστικές διευθετήσεις έγιναν απόλυτα νόμιμα και νομότυπα, μετά από διαβουλεύσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών και ουδεμίαν εύνοιαν ή χάρη γνωρίζω να δέχθηκαν τα συγγενικά μου πρόσωπα», προσθέτει.
Σημειώνει ότι «με εξωδικαστική διευθέτηση, δηλαδή με διευθέτηση που επιτυγχάνεται από τους διαδίκους, διεκπεραιώνεται η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών αγωγών ενώπιον των Δικαστηρίων».
«Τα συγγενικά μου πρόσωπα, πρώτου και δεύτερου βαθμού, ήταν ενήλικα, τόσο κατά τις διαβουλεύσεις, όσον και κατά τη διευθέτηση και εκπροσωπήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τους έγκριτους δικηγόρους Σταύρο Παύλου και Χρίστο Κληρίδη, αντίστοιχα», καταλήγει η ανακοίνωση του Προέδρου του Ανωτάτου.
Α. Κραμβής: Ασύνδετη η συμπερίληψη του ονόματός μου στην επιστολή του Ν. Κληρίδη
Ο Πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Κραμβής με σημερινή ανακοίνωση του αναφέρει ότι η συμπερίληψη του δικού του ονόματος στην επιστολή του δικηγόρου Νίκου Κληρίδη «είναι ασύνδετη με τις σκέψεις που έχουν ως επίκεντρο την Τράπεζα Κύπρου και συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα».
Ο κ. Κραμβής σημειώνει στην ανακοίνωση του ότι αναφέρεται σε πρόσφατη, δημοσιευθείσα στον Τύπο, επιστολή κ. Κληρίδη προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, με την οποία», όπως αναφέρει, « καταλογίζεται μεμπτότητα σε Δικαστές, κυρίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν ενεργεία και αφυπηρετήσαντες, ένεκα σχέσεων με το Δικηγορικό Γραφείο Χρυσαφίνης & Πολυβίου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την Τράπεζα Κύπρου».
«Ο επιστολογράφος επικαλείται το αποτέλεσμα υποθέσεων, στις οποίες το γραφείο Χ. Π. εκπροσώπησε την Τράπεζα για να εισηγηθεί ότι οι δικαστικές διαδικασίες ήταν, επομένως, διαβλητές», αναφέρει και προσθέτει: «Η συμπερίληψη του δικού μου ονόματος στην επιστολή είναι ασύνδετη με τις σκέψεις που έχουν ως επίκεντρο την Τράπεζα Κύπρου και συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα».
Αναφέρει επίσης ότι «αφορμή για την εναντίον μου μομφή αποτέλεσε το ότι, κατά το 2010, συμμετείχα, ως Μέλος του Εφετείου, σε υπόθεση στην οποία εμφανίστηκε, για την εντέλει επιτυχούσα Εφεσίβλητη, ο δικηγόρος κ. Πόλυς Πολυβίου, πατέρας της συζύγου του υιού μου, συνεταίρου στο ίδιο γραφείο μαζί τους».
«Τον Εφεσείοντα εκπροσώπησε έμπειρος δικηγόρος, που, είμαι βέβαιος, γνώριζε τη σχέση συγγένειας, αφού παρευρέθηκε στη δεξίωση του γάμου. Εμφανιζόμενος ενώπιον του Εφετείου, στην ακρόαση, δεν προέβαλε ένσταση αναφορικά με τη σύνθεση», αναφέρει.
Ο Εφεσείων, συνεχίζει, «προσέφυγε με άλλο δικηγόρο στο ΕΔΔΑ και, εν συνεχεία, επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση του αυτοπροσώπως. Προέβαλε, ανάμεσα σε άλλα, ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αγνοούσε την ύπαρξη της, υπό αναφορά, συγγενικής σχέσης».
Όπως εξηγεί «η προαναφερθείσα συμμετοχή μου στη σύνθεση του Εφετείου ήταν το επακόλουθο Δικαστικής Πρακτικής, την οποία, το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε καθορίσει με, κατά καιρούς, αποφάσεις του.
«Αυτή διελέμβανε ότι, πλην τυπικών εμφανίσεων, επιβαλλόταν η εξαίρεση Δικαστών όπου, συνήγοροι σε ενώπιον τους υποθέσεις ήταν στενά συγγενικά τους πρόσωπα. Η σχέση οριζόταν εξαντλητικά, ως εξής: Γονείς, σύζυγοι, τέκνα, τέκνα συζύγων, αδέλφια, όπως και σύζυγοι και τέκνα τους (Βλ. αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου επί Δικαστικής Πρακτικής, ημερομηνίας 17.3.1988, 21.7.1989, 18.9.2003 και 30.11.2006)», προστίθεται στην ανακοίνωση.
«Επιβάλλοντας την εξαίρεση στις ανωτέρω συγκεκριμένες περιπτώσεις», αναφέρει ο πρώην δικαστής του Ανωτάτου, «η εν λόγω Δικαστική Πρακτική, ως έκφραση της συλλογικής κρίσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έθετε και το πρέπον σε όλες τις άλλες περιπτώσεις».
«Και ενώ δεν αναιρείται η γενική αρχή, ότι παρέχεται στον Δικαστή η δυνατότητα της, κατά συνείδηση, απόσυρσης του, εν τούτοις, κατά τη γνώμη μου, η Δικαστική τάξη απαιτεί, στην απουσία συγκεκριμένου ικανού λόγου, τη συμμόρφωση με την εκάστοτε ισχύουσα Δικαστική Πρακτική», σημειώνει.
Με αυτό τον τρόπο, προσθέτει, «διασφαλίζεται η ομοιομορφία, ώστε η εμφάνιση της Δικαιοσύνης να είναι συμπαγής και όχι διασπασμένη στην προσέγγιση της επί πτυχής, όλως ιδιαιτέρως ευαίσθητης, αφού, ως αποτέλεσμα της, προσδιορίζεται ο φυσικός Δικαστής της υπόθεσης».
Σε ό,τι, λοιπόν, αφορά τη δική μου περίπτωση, όπως αναφέρει, «η συμμετοχή μου στη σύνθεση του Εφετείου, ήταν θεσμικά προβλεπόμενη, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε προσωπικής απόκλισης» και σημειώνει ότι «λίγο αργότερα, στις 4.10.2011, σε συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η τροποποίηση της Δικαστικής Πρακτικής, έτσι ώστε να συμπεριλάβει εξαίρεση των Δικαστών σε περιπτώσεις όπως η παρούσα».
«Στην προσφυγή του Εφεσίβλητου στο ΕΔΔΑ, το θέμα συμμετοχής μου στη σύνθεση του Εφετείου, κρίθηκε υπό το πρίσμα, όχι της υποκειμενικής πτυχής της αμεροληψίας, αλλά της αντικειμενικής εμφάνισης των πραγμάτων», επισημαίνει.
«Το ΕΔΔΑ, στην απόφασή του, εντόπισε, επί του προκειμένου, θεσμική αδυναμία στο νομικό μας σύστημα. Τούτο διότι, με δεδομένη τη Δικαστική Πρακτική που δεν απαιτούσε την εξαίρεση και με επίσης δεδομένη τη μη αναγκαιότητα παντού αυτόματης εξαίρεσης, το Εφετείο θα έπρεπε, ως ζήτημα γενικής αρχής, να προέβαινε σε πληροφόρηση των διαδίκων ώστε να μπορούν να θέσουν προς εξέταση το κατά πόσο το σύνολο των περιστάσεων καθιστούσε επιβεβλημένη την εξαίρεση. Με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, ευλόγως κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης (Βλ. Nicholas v. Cyprus)», αναφέρει τέλος ο κ. Κραμβής