Πώς οι Τράπεζες παγιδεύουν πελάτες με τα «αιώνια ομόλογα»
Σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων από την ελληνική Δικαιοσύνη και βροχή προστίμων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τα «perpetual bonds». Τζόγος με τα λεφτά των καταθετών.
Επενδύσεις υψηλού ρίσκου από την Τράπεζα Κύπρου
Μία ακόμη περίπτωση είναι αυτή ιδιώτη που το 2008 αποφάσισε να μετατρέψει μέρος των αποταμιεύσεων του που διατηρούσε στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα. Συγκεκριμένα ο ιδιώτης πείστηκε από τους υπαλλήλους υποκαταστήματος της τράπεζας να μετατρέψει σε χρεόγραφα περί τα 105.000 ευρώ. Πράγματι ο ιδιώτης δέχτηκε. Άλλωστε οι υπάλληλοι του παρουσίασαν «το εν λόγω τραπεζικό προϊόν ως μία προνομιακή προθεσμιακή κατάθεση».
Έτσι τον Ιούλιο του 2008 ο ιδιώτης υπέγραψε «δύο ανέκκλητες αιτήσεις εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, ποσού 52.500 ευρώ η καθεμία». Οι επενδύσεις συνεχίστηκαν και το 2009 από συγγενικό πρόσωπο του ιδιώτη, μετά από προτροπή διευθυντή υποκαταστήματος της Τράπεζας.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση ο διευθυντής τους διαβεβαίωσε ότι τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, «είχαν κύρια χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι διασφαλισμένη απόδοση κεφαλαίου στο τέλος της πενταετίας και ελκυστικές επιτοκιακές αποδόσεις».
Ως αποτέλεσμα το 2009 ο ιδιώτης προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων ποσού 105.000 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της ίδιας αξίας ενώ το συγγενικό του πρόσωπο επένδυσε δύο χρόνια μετά ακόμη 200.000 δολάρια στο ίδιο προϊόν.
Τον Ιούνιο του 2012 η Τράπεζα Κύπρου ακυρώσε την πληρωμή του τόκου στους κατόχους των επενδυτικών αυτών προϊόντων, λόγω κεφαλαιακού ελλείμματος που εμφάνισε. Λίγο μετά η Τράπεζα Κύπρου τέθηκε «υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως» και επιβλήθηκε «κούρεμα» καταθέσεων και ομολόγων. Επίσης με απόφασή της η Τράπεζα μετέτρεψε τα ΜΑΕΚ σε μετοχές Δ΄ Τάξεως με τιμή μετατροπής το ένα ευρώ.
Οι μη ενοποιημένες μετοχές ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Αυτό είχε ως συνέπεια οι δύο ιδιώτες που είχαν επενδύσει στα ΜΑΕΚ να ζημιωθούν κατά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Η Τράπεζα ενημέρωσε τους κατόχους για τα τεκταινόμενα τον Αύγουστο του 2013.
Έχασαν περί τα 330.000 ευρώ
Λόγω της εκμηδένισης της αξίας των Μ.Α.Ε.Κ., τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μειωμένης εξασφάλισης, οι επενδυτές υπέστησαν περιουσιακή ζημία συνολικής αξίας 330.000 ευρώ (ο πρώτος 223.427 ευρώ και ο δεύτερος 105.000 ευρώ).
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και εδώ, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υπάλληλοι της Τράπεζας ουδέποτε παρείχαν στους δύο ιδιώτες, «σαφείς διευκρινίσεις ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους των ΜΑΕΚ». Όπως επισημαίνεται «πρόκειται για πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, που αντιπροσώπευαν μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της εναγομένης, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο
«Επρόκειτο, δηλαδή, για επενδυτικά προϊόντα, τα οποία σχεδιάστηκαν ως «μέσα απορροφήσεως ζημιών» της εναγόμενης τράπεζας, ιδίως δε τα Μ.Α.Κ. και προεχόντως τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτέλεσαν προστατευτικό μέσο («μαξιλάρι»), το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής εκθέσεως της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο προκλήσεως των οποίων ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εναγόμενης τράπεζας»
Το 2020 οι δυο επενδυτές, κάτοικοι πλέον των ΗΠΑ κατέθεσαν αγωγή αποζημίωσης σε βάρος της Τράπεζας Κύπρου, μετέπειτα Τράπεζα Πειραιώς. Οι ενάγοντες έκαναν λόγο για δικοπρακτική ευθύνη τράπεζας στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ειδικότερα ότι απέκρυψαν ουσιώδη χαρακτηριστικά από επενδυτικά προϊόντα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 5590/2023 απόφαση του αποφάσισε την καταβολή αποζημίωσης 226.427 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και 108.000 ευρώ στο δεύτερο ενάγοντα