Σε κρίση η Δικαιοσύνη στην Κυπρο, ασθενής η Ν. Υπηρεσία
Eλλειψη εμπιστοσύνης, αναταραχή στον χώρο Δικαστηρίων και ποινικές αστοχίες
Η τελευταία εξέλιξη στην ποινική υπόθεση της Focus με την απαλλαγή δυο εκ των οκτώ κατηγορουμένων, θα είχε προκαλέσει σάλο εάν δεν είχαν προηγηθεί τέσσερις άλλες σοβαρές ποινικές υποθέσεις, η κατάληξη των οποίων δεν ήταν η προσδοκώμενη για τη Γενική Εισαγγελία. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας για λανθασμένους χειρισμούς από πλευράς κατηγορούσας αρχής, ήλθε να εδραιώσει την αντίληψη που έχει δημιουργηθεί αλλά και να εντείνει τα ερωτηματικά στην κοινή γνώμη για το έργο που επιτελείται στη Νομική Υπηρεσία. Μια εικόνα η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο καθαρά νομικό έργο, αλλά σχετίζεται με την εικόνα που εκπέμπει τα τελευταία χρόνια η Νομική Υπηρεσία, με τη δημόσια σύγκρουση του Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, αλλά και την πρόσφατη αναταραχή στο χώρο της Δικαιοσύνης. Η δημιουργηθείσα κατάσταση εν πολλοίς ευθύνεται, όπως υποστηρίζεται εντόνως, και για τα μειωμένα ποσοστά εμπιστοσύνης των πολιτών σε ένα ανεξάρτητο θεσμό όπως η Νομική Υπηρεσία αλλά και γενικότερα του δικαστικού συστήματος. Ειδικά στο τελευταίο τα όσα διημείφθησαν σε κοινή θέα, μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα, του Ανώτατου Δικαστηρίου αλλά και δικηγόρου, έχουν πληγώσει το κύρος της Δικαιοσύνης στην Κύπρο, λένε πρόσωπα που ζουν καθημερινά το παλμό του δικαστικού συστήματος. «Παλιά όταν χανόταν μια υπόθεση, μέσα στο καφενείο των Δικαστηρίων αυτός που έχανε την υπόθεση τα έριχνε πάνω στο δικηγόρο του, στον μάρτυρα. Μπορούσε να πει ότι ο Δικαστής έκανε λάθος αλλά ποτέ δεν έλεγε ότι ο Δικαστής αποφάσισε με αλλότρια κίνητρα», μας έλεγε παλαιός δικηγόρος της Λευκωσίας.
Κλίμα αναταραχής
Ένα ζήτημα που απασχολεί ευρέως το δικηγορικό κόσμο είναι το βαρύ κλίμα που επικρατεί στα Δικαστήρια, μετά την κρίση που ξέσπασε στο χώρο της Δικαιοσύνης. Μια κρίση για την οποία ευθύνες καταλογίζονται και στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στο νομικό κόσμο της πρωτεύουσας επικρατεί η άποψη πως η έκρηξη που παρατηρήθηκε με τις δημόσιες αντιπαραθέσεις είχαν ως αφετηρία την κατάληξη που είχαν οι δυο πρώτες υποθέσεις της τράπεζας Κύπρου. Υποστηρίζεται εντόνως πως αυτό ήταν το εφαλτήριο για την γνωστή επιστολή του Νίκου Κληρίδη, αδελφού του Γενικού Εισαγγελέα, για κλίμα οικογενειοκρατίας στο Ανώτατο. «Για να σώσει το δικό του γόητρο και υπόσταση, στην αρχή παρουσίαζε αυτές τις υποθέσεις ότι αφορούσαν την κατάρρευση της οικονομίας που δεν ήταν, και το είπε και το Κακουργιοδικείο στην πρώτη υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου, και μετά όταν τις έχανε προσπάθησε να τα ρίξει πάνω στο Δικαστήριο, χωρίς να λογαριάσει ότι αυτό έβαζε βόμβα στα θεμέλια της Δικαιοσύνης», είναι η άποψη που επικρατεί σε μια μερίδα του δικηγορικού κόσμου της Λευκωσίας.
Οι προσδοκίες
Τον Σεπτέμβριο του 2013 ο Κώστας Κληρίδης ανέλαβε το πόστο του Γενικού Εισαγγελέα με επιτακτική την ανάγκη να ικανοποιήσει το έντονο τότε, λόγω της οικονομικής καταστροφής, λαϊκό αίσθημα για απόδοση δικαιοσύνης. Έξι χρόνια μετά τα αποτελέσματα δεν έχουν δικαιώσει τις αρχικές προσδοκίες του ιδίου του κ. Κληρίδη έτσι όπως ο ίδιος τις αποκάλυπτε στην πρώτη συνέντευξή του στην «Κ», τον Οκτώβριο του 2013. «Το αίσθημα της ατιμωρησίας είναι κάτι που μας απασχολεί ιδιαίτερα, διότι η ατιμωρησία η ίδια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι ενθαρρύνει τη διάπραξη αδικημάτων. Οποιοσδήποτε βλέπει ένα πρόσωπο το οποίο φαίνεται ότι έχει διαπράξει ένα αδίκημα και παραμένει ατιμώρητο και ιδιαίτερα αδικήματα που αφορούν τη δημόσια ζωή, αυτό είναι κάτι το οποίο τείνει να ενθαρρύνει τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων και σίγουρα να μην επενεργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας». Ωστόσο αν κάποιος επιχειρήσει να αποτιμήσει με πραγματικά δεδομένα την προσπάθεια αυτή, θα καταλήξει σε αρνητικά συμπεράσματα.
Οικονομικές υποθέσεις
Ένα θέμα όπου υπάρχει έντονη αμφισβήτηση για το έργο της Νομικής Υπηρεσίας, έτσι όπως κατά καιρούς εκφράζεται από τον επικεφαλής της, είναι για την παραπομπή ενώπιον της Δικαιοσύνης υποθέσεων που είχαν σχέση με την οικονομική καταστροφή. Πέρα από τις όποιες απόψεις υπάρχουν για τον χαρακτήρα των υποθέσεων, στο χώρο της Δικαιοσύνης υποστηρίζεται εντόνως πως η Νομική Υπηρεσία μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ολοκληρώσει φάκελο με υπόθεση που να σχετίζεται με τα όσα οδήγησαν στο Μάρτιο του 2013. Επί του προκειμένου, οι απόψεις που διατυπώνονται από πηγές που ζήτησαν να μιλήσουν στην «Κ» υπό καθεστώς ανωνυμίας είναι έντονες, σε βαθμό τέτοιο που να τις χαρακτηρίζουν «ούτω καλούμενες» υποθέσεις για την οικονομία. Απόψεις που υιοθέτησε και το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στην πρώτη ποινική της Τράπεζας Κύπρου, με την πρόεδρο του, Λένα Δημητρίου να εκφράζει την απορία της. «Πολύ λανθασμένα δίδεται η εντύπωση στον κόσμο. Αυτό το πράγμα πρέπει να γίνει αντιληπτό σε όλους». Νουθεσία η οποία δεν αφορούσε μόνο τα Μέσα Ενημέρωσης. Αλλά και στο χώρο το Δικαστηρίων εκφράζονται ανάλογες απόψεις που θέλουν τη Νομική Υπηρεσία και κατ’ επέκταση τον Γενικό Εισαγγελέα να παρουσιάζουν υποθέσεις που υποστηρίζεται ότι δεν αφορούν την κατάρρευση της οικονομίας, μιας και όπως επισημαίνουν πρόσωπα με εμπλοκή μέχρι σήμερα λειτουργοί της εποπτικής αρχής αλλά και πολιτικά πρόσωπα όπως υπουργοί Οικονομικών έμειναν εκτός. «Πήρε μόνο στελέχη τραπεζών», σημείωσαν οι ίδιες πηγές.
Από τις τέσσερις ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν τις τράπεζες οι δυο είχαν τελεσίδικα αρνητικό αποτέλεσμα για τη Νομική Υπηρεσία.
Οι αστοχίες
Από τον Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι σήμερα, ενώπιον της Δικαιοσύνης έχουν παρουσιαστεί τέσσερις ποινικές υποθέσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την οικονομία. Και στις τέσσερις το αποτέλεσμα είναι σχεδόν αρνητικό για τη Νομική Υπηρεσία. Στο ερώτημα γιατί η κατηγορούσα αρχή δεν μπόρεσε να πετύχει καταδίκη, όσων παρουσίασε μέχρι σήμερα ενώπιον της Δικαιοσύνης, οι απόψεις που υπάρχουν επικεντρώνονται σε δυο λόγους που αφορούν άμεσα τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα. «Ο ένας λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν ποινικά αδικήματα, εάν υπάρχουν είναι διοικητικά και ο Γενικός Εισαγγελέας έκανε το νομικό λάθος να πάρει διοικητικά παραπτώματα τα οποία εξίσωσε με ποινικά. Αυτό συνέβη στις τρεις ποινικές υποθέσεις της Τράπεζας Κύπρου. Άρα μιλάμε για καθαρά λάθη χειρισμών». Όπως διευκρινίζεται, στη δεύτερη ποινική της Τράπεζας Κύπρου ήταν λανθασμένο το κατηγορητήριο, ενώ στην τρίτη της Τράπεζας Κύπρου, για τους Ανδρέα Ηλιάδη και Γιάννη Κυπρή, έγινε λανθασμένος χειρισμός διότι ενώ η κατηγορούσα αρχή γνώριζε τα δεδομένα για τους δυο και αντί να συμπεριλάβει τις κατηγορίες στις δυο προηγούμενες ποινικές το έκανε στην τρίτη. «Τόσο το Κακουργιοδικείο όσο και το Εφετείο θεώρησαν ότι αυτό είναι καταδίωξη, δεν είναι δίωξη και τους αθώωσε. Άρα στην δεύτερη και την τρίτη ήταν λάθος χειρισμού ενώ στην πρώτη ήταν νομικό λάθος».
1η BOC
Η αυλαία των μεγάλων ποινικών υποθέσεων ενώπιον της Δικαιοσύνης άνοιξε με την πρώτη της Τράπεζας Κύπρου και κατηγορούμενους τους: Θεόδωρο Αριστοδήμου και Ανδρέα Αρτέμη, πρώην προέδρων ΔΣ της τράπεζας, Ανδρέα Ηλιάδη Εκτελεστικό Διευθυντή, Γιάννη Πεχλιβανίδη και Γιάννη Κυπρή, πρώην στελέχη και την τράπεζα ως νομικό πρόσωπο. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αθώωσε του κατηγορούμενους εκτός του Ανδρέα Ηλιάδη και της Τράπεζας Κύπρου ως νομικό πρόσωπο. Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Ανδρέα Ηλιάδη ανατράπηκε στο Εφετείο, όπου προσέφυγε ο Ηλιάδης με το Δικαστήριο να ακυρώνει τις κατηγορίες. Από τις υποθέσεις που αφορούν την τράπεζα Κύπρου είναι η μόνη που τελεσιδίκησε.
2η BOC
Η δεύτερη ποινική υπόθεση αφορούσε και πάλι την Τράπεζα Κύπρου. Από τα έξι πρόσωπα που κατηγορήθηκαν, τα τρία ήταν στο κατηγορητήριο της πρώτης υπόθεσης. Ο Ανδρέας Ηλιάδης που καταδικάσθηκε, ο Γιάννης Κυπρή και ο Ανδρέας Αρτέμη που αθωώθηκαν. Η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Συγκεκριμένα η υπεράσπιση των κατηγορουμένων σε ένστασή της, ήγειρε θέμα πως το κατηγορητήριο της υπόθεσης δεν απεκάλυπτε αδίκημα, ότι ήταν ελλαττωματικό στην φρασεολογία των Δικαστηρίων. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν συμφώνησε με την υπεράσπιση η οποία προσέφυγε στο Ανώτατο για έκδοση διατάγματος certiorari. Το μονομελές Εφετείο ακύρωσε την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και συμφώνησε ότι το κατηγορητήριο έπασχε. Η έφεση που έγινε από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα εκδικάστηκε από πενταμελές Εφετείο το οποίο επικύρωσε την απόφαση του μονομελούς με αποτέλεσμα την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων.
Της Λαϊκής
Μετά τις δυο πρώτες της τράπεζας Κύπρου και στο ενδιάμεσο της τρίτης, στη Δικαιοσύνη κατέληξε η τρίτη ποινική για τραπεζικά θέματα, αυτή τη φορά της πρώην Λαϊκής. Κατηγορούμενοι υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας της περιόδου Βγενόπουλου. Ευθύμιος Μπουλούτας, Μάρκος Φόρος, Παναγιώτης Κουννής και Νεοκλής Λυσάνδρου κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο Λευκωσία, ωστόσο το Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινές φυλάκισης αλλά πρόστιμα. Η συγκεκριμένη υπόθεση βρίσκεται στο Ανώτατο μετά από έφεση των καταδικασθέντων, στην πρωτόδικη απόφαση. Η εκδίκαση της έφεσης εκκρεμεί.
3η BOC
Η τέταρτη ποινική, με αιχμή τις τράπεζες, αφορούσε και πάλι την Τράπεζα Κύπρου. Το κατηγορητήριο αποτελείται μόνο από εκτελεστικούς της τράπεζας. Ανάμεσα σε αυτούς για τρίτη υπόθεση, οι Ανδρέας Ηλιάδης και Γιάννης Κυπρή οι οποίοι χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία, αθωώθηκαν και πάλι. Συγκεκριμένα η υπεράσπιση των δυο υπέβαλε ένσταση για κατάχρηση διαδικασίας με το αιτιολογικό ότι το αντικείμενο της δίκης ήταν γνωστό εις τον Γενικό Εισαγγελέα, από την πρώτη υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου, και έπρεπε να συμπεριλάβει τις κατηγορίες είτε στην πρώτη είτε στην δεύτερη υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου. Το Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι είναι κατάχρηση διαδικασίας, εκφράζοντας απορίες για τον χειρισμό της Νομικής Υπηρεσίας. «Εκείνο το οποίο δεν κατανοούμε είναι, γιατί, αφού ο κοινός παρονομαστής ήταν εξαρχής γνωστός, καταχωρίσθηκε εσπευσμένα η πρώτη υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων χωρίς να ολοκληρωθούν οι αστυνομικές εξετάσεις», με το Δικαστήριο να επισημαίνει πως «το προαναφερθέν ερώτημα γίνεται πολύ πιο βασανιστικό μετά την καταχώριση και της δεύτερης υπόθεσης», με τους δικαστές να συνεχίζουν και να κάνουν αναφορά και στην καταχώρηση της τρίτης ποινικής με την επισήμανση «έχοντας πάντα τον ίδιο κοινό παρονομαστή». Η έφεση που ασκήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα δεν είχε τύχη στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η υπόθεση στο σύνολό της θα κριθεί τον επόμενο μήνα (17 και 18 Σεπτεμβρίου 2019) που έχει οριστεί η εκδίκαση της ένστασης τους για κατάχρηση διαδικασίας, επιχείρημα με το οποίο απηλλάγησαν από το ίδιο Δικαστήριο, οι Ηλιάδης και Κυπρή.
Γ. Εισαγγελέας: Κάνουμε το καθήκον μας
Από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα δεν γίνονται αποδεκτές οι απόψεις ή οι θέσεις που εκφράζονται για τις αστοχίες. «Η Νομική Υπηρεσία και ο Γενικός Εισαγγελέας έκαναν και κάνουν το καθήκον τους στο έπακρον. Εκεί όπου, ως αποτέλεσμα των αστυνομικών ερευνών και ανακρίσεων προέκυψαν υποθέσεις με ποινική πτυχή, τις στείλαμε χωρίς δισταγμό στο Δικαστήριο. Κάποιοι πρώην ανώτατοι τραπεζίτες καταδικάστηκαν, επιβλήθηκαν ποινές και φυλάκισης και ψηλών προστίμων. Άλλοι αθωώθηκαν τελικά ή αρχικά με τις γνωστές αποφάσεις και με δεδομένο ότι τελικός κριτής είναι πάντα τα δικαστήρια. Εκείνο που έχει σημασία, είναι να δοθεί, και δόθηκε πιστεύω, το μήνυμα ότι κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο και επιλήψιμες συμπεριφορές αυτού του είδους θα διώκονται» ήταν η επίσημη αντίδραση στην «Κ».
Σπασμένο τηλέφωνο Γ.Ε. και εκτελεστικής εξουσίας
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Νομική Υπηρεσία, στους πάνω ορόφους της, εν πολλοίς έχει να κάνει και με τις σχέσεις του Γενικού Εισαγγελέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η δημόσια αντιπαράθεση του Κώστα Κληρίδη με τον Νίκο Αναστασιάδη, κατά το πρώτο διάστημα της θητείας του Γενικού Εισαγγελέα, έχει δημιουργήσει μια πρωτοφανή, όπως τη χαρακτηρίζουν πολιτικά πρόσωπα, κατάσταση παρόμοια της οποίας δεν ενθυμούνται και που είχε ως αποκορύφωμα την δημόσια τοποθέτηση του Κώστα Κληρίδη κατά του Νίκου Αναστασιάδη, από τις πρώτες μέρες παρουσίας του, στη Νομική Υπηρεσία. «Με τη συνδρομή και υπόθαλψη του Ανώτατου Άρχοντα της χώρας οι κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατηγόρους, κατά τρόπο που προκαλεί ντροπή». Οι βαρύτατες κατηγορίες κατά του Νίκου Αναστασιάδη ήλθαν ως απάντηση, στη λύπη και προβληματισμό που είχε εκφράσει προηγουμένως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τη Νομική Υπηρεσία, με αφορμή την κατάληξη των ερευνών στην υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Θέμα εμπιστοσύνης
Το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Νομικού Συμβούλου του κράτους και εκτελεστικής εξουσίας δεν φαίνεται να έχει σμικρυνθεί, παρά το κλίμα νηνεμίας που επικρατεί το τελευταίο διάστημα. Γνωστός νομικός μας εκμυστηρευόταν πως μέλη της κυβέρνησης δεν εμπιστεύονται τις νομικές συμβουλές του Γενικού Εισαγγελέα, ειδικά σε υποθέσεις που εμπλοκή έχει και ο Γενικός Ελεγκτής. «Αυτό είναι γεγονός. Δυο υπουργοί με συμβουλεύονται διότι δεν έχουν εμπιστοσύνη να πάρουν συμβουλή από Γενικό Εισαγγελέα, έχουν την συναίσθηση ότι η συμβουλή που παίρνουν είναι κατευθυνόμενη και από τον Γενικό Ελεγκτή. Δεν υπάρχει προηγούμενο» μας είπε χαρακτηριστικά. Επί του προκειμένου έγκριτος συνταγματολόγος, καθηγητής νομικής σχολής μας ανέφερε ότι η συνήθης πρακτική, εξάλλου, του Γενικού Ελεγκτή να ζητά γνωμοδοτήσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα είναι αντισυνταγματική και παράτυπη αφού ως ανεξάρτητος αξιωματούχος που είναι και ελέγχει τα οικονομικά πεπραγμένα της Νομικής Υπηρεσίας, που προΐσταται ο Γενικός Εισαγγελέας, υπέχει σχέση ελεγκτή με ελεγχόμενο, άρα δεν δύναται να υπάρχει άλλη σχέση του πελάτη με τον δικηγόρο του. Βασικότερη αρχή της λειτουργίας του κράτους δικαίου .