Τράπεζα Κύπρου: Δεν παραδέχθηκαν οι κατηγορούμενοι
Μη παραδοχή στις κατηγορίες που τους απήγγειλε σήμερα η Κατηγορούσα Αρχή απάντησαν οι κατηγορούμενοι της 3ης , κατά χρονική σειρά, ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε στο δικαστήριο, εναντίον στελεχών της Τράπεζας Κύπρου και που αφορά στην επαναταξινόμηση των ομολόγων της Τράπεζας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 2, 3 και 4 Οκτωβρίου στις 9 το πρωί.
Η Κατηγορούσα Αρχή, μετά από άδεια του δικαστηρίου, προέβη σε εκτεταμένες αλλαγές στο κατηγορητήριο, μεταξύ των οποίων η διαγραφή της κατηγορίας για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.
Κατά την τελευταία ακροαματική διαδικασία, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Νίνος Κέκκος υπέβαλε αίτημα προς το δικαστήριο για τροποποίηση του κατηγορητηρίου, κάτι που προέκυψε, όπως είπε, μετά τη μελέτη του μαρτυρικού υλικού , το οποίο ενέκρινε το δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, αναστάληκαν οι δέκα εκ των δεκαοκτώ συνολικά κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι, τροποποιήθηκαν οι υπόλοιπες οκτώ και έγινε προσθήκη άλλων οκτώ κατηγοριών, οι πλείστες των οποίων αφορούν και πάλι τα ίδια αδικήματα με διαφορετικό ωστόσο λεκτικό και νέες λεπτομέρειες.
Οι κατηγορίες που αναστάληκαν και κατ’ συνέπεια απαλλάχθηκαν οι κατηγορούμενοι από αυτές είναι οι κατηγορίες με τους αριθμούς 1, 4, 5, 8, 9, 10, 11, 12, 13 και 18, ενώ η τροποποίηση των υπόλοιπων κατηγοριών έγινε με τρόπο έτσι ώστε οι κατηγορίες να αφορούν όλους τους κατηγορούμενους και σε αυτές προστέθηκαν τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα.
Οι οκτώ νέες κατηγορίες που προστέθηκαν με τους αριθμούς 19 έως 26 αφορούν και πάλι τα αδικήματα που περιλαμβάνονταν στο παλιό κατηγορητήριο και αφορούν τη συνωμοσία για καταδολίευση, της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της χειραγώγησης της αγοράς ως επίσης και ένα νέο αδίκημα που αφορά τις ψευδείς καταχωρήσεις σε λογιστικά βιβλία της τράπεζας.
Η κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος διαγράφηκε εντελώς από το κατηγορητήριο.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν έφεραν οποιαδήποτε ένσταση ως προς τις αλλαγές του κατηγορητηρίου ζήτησαν όμως χρόνο για να μελετήσουν το νέο κατηγορητήριο και το ενδεχόμενο να εγείρουν τυχόν προδικαστικές ενστάσεις προτού οι πελάτες τους απαντήσουν στις κατηγορίες εναντίον τους.
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων δεν ήγειραν προδικαστική ένσταση έτσι η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην απαγγελία των κατηγοριών εναντίον τους. Όλοι οι κατηγορούμενοι απάντησαν μη παραδοχή στις κατηγορίες και στη συνέχεια το δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση αρχές Οκτωβρίου.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι οι Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή, Χρίστης Χατζημιτσής, Νικόλας Καρυδάς, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, Ελίζα Λειβαδιώτου και Δέσποινα Κυριακίδου.
Σημειώνεται ότι οι Ανδρέας Ηλιάδης και Γιάννης Κυπρή είναι κατηγορούμενοι και στις άλλες δύο ποινικές υποθέσεις της Τράπεζας Κύπρου.
Όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στη συγκεκριμένη υπόθεση έχει διαπραχθεί το αδίκημα της συνωμοσίας για καταδολίευση του κοινού με την επαναταξινόμηση ομολόγων που κατείχε η Τράπεζα Κύπρου.
Το κατηγορητήριο έκανε λόγο για καταρτισμό πλαστού εγγράφου με σκοπό την καταδολίευση και τη διάπραξη κακουργήματος, κατηγορία η οποία διαγράφηκε από το κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα, καταρτίστηκε πρακτικό συνεδρίας της Επιτροπής Group ALCO, στο οποίο εμφανίζεται ότι η εν λόγω Επιτροπή συνεδρίασε και αποφάσισε την επαναταξινόμηση αριθμού ομολόγων, ενώ τέτοια συνεδρία ουδέποτε έγινε και ούτε λήφθηκε τέτοια απόφαση. Ακολούθως, το πλαστογραφημένο έγγραφο κυκλοφόρησε σε λειτουργούς και στους εξωτερικούς ελεγκτές της Τράπεζας.
Στην κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς, το κατηγορητήριο αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι μεταξύ 30/08/2010 και 28/02/2011 στη Λευκωσία χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, όπως εξηγεί το κατηγορητήριο, ενώ οι Ανδρέας Ηλιάδης και Γιάννης Κυπρή ήταν μέλη του ΔΣ, ο Χρίστης Χατζημιτσής ήταν ο Οικονομικός Διευθυντής, ο Νικόλας Καρυδάς ήταν Ανώτερος Γενικός Διευθυντής και οι Χριστόδουλος Πατσαλίδης, Ελίζα Λειβαδιώτου και Δέσποινα Κυριακίδου ήταν λειτουργοί της Τράπεζας Κύπρου, της οποίας οι τίτλοι ήταν εισηγμένοι στο ΧΑΚ, διέδωσαν πληροφορίες που έδιδαν παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα.
Δηλαδή, εξηγεί περαιτέρω, στην εξαμηνιαία οικονομική έκθεση η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 09/11/2010 και στην ετήσια οικονομική έκθεση της Τράπεζας Κύπρου για το έτος 2010, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 28/02/2011, περιλαμβάνονταν στοιχεία, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην αληθινή και δίκαιη εικόνα της τράπεζας.
Η υπόθεση καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 24/01/2017.
Πρόκειται για την τρίτη, κατά χρονολογική σειρά, ποινική υπόθεση που καταχωρείται εναντίον στελεχών της Τράπεζας Κύπρου, η διερεύνηση της οποίας έγινε στη βάση έκθεσης της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου, σε αντιδιαστολή με τις άλλες δύο ποινικές υποθέσεις της Τράπεζας που βρίσκονται ήδη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και οι οποίες στοιχειοθετήθηκαν στη βάση έκθεσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το δικαστήριο.