Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Υποθέσεις ΜΑΕΚ: Δικαίωση εντολέων μας στον Άρειο Πάγο

Με τις υπ’ αριθμ. 1182/2021 και 1183/2021 αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναίρεσης της τράπεζας κατά των υπ’ αριθμ. 4507/2019 και 4509/2019 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και κατά εντολέων μας και έτσι οι τελευταίες αυτές αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες.
Οι αποφάσεις αυτές είναι εξόχως σημαντικές καθώς κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    Ο ειδικός νόμος του 2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα κυπριακά διατάγματα που επικαλείτο η τράπεζα ως δήθεν απρόοπτα γεγονότα που αναιρούσαν την προγενέστερη παράνομη συμπεριφορά της «αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας»


    Οι εντολείς μας, υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Συνεπώς, έκρινε ο Άρειος Πάγος «η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας τράπεζας».
    «Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια».
    «Η ζημία είχε ήδη επέλθει με την καταβολή των χρηματικών ποσών για την αγορά των άληκτων υβριδικών τίτλων, η οποία ζημία απλώς πιστοποιήθηκε το 2013».

Έχει κριθεί πλέον αμετακλήτως ότι τα προϊόντα της εναγόμενης τράπεζας ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα, με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και, μονομερώς, υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου. Αντιθέτως ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και
η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς της. Συνεπώς οι εντολείς μας υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων της τράπεζας, η οποία και
οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό που ο καθένας κατέβαλε για την αγορά των προϊόντων αυτών.

Ιδίως αναφορικά με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας παρατίθεται ένα απόσπασμα από την με αρ. 1183/2021 απόφαση ΑΠ:

«Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώνεται με το σχετικό σκέλος του πρόσθετου λόγου της, η αναιρεσείουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών
αιτιολογιών της απόφασης για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα παραπονείται για σφάλμα του Εφετείου ως προς το ότι δεν δέχθηκε ότι η ψήφιση, στις 22/3/2013 του νόμου για την εξυγίανση, των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί διακοπτικό γεγονός του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου
συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας ενώ όσον αφορά τους δεύτερο, ένατο και δέκατο των εναγόντων διακοπτικό γεγονός αποτελεί η οικειοθελής μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές τον Μάρτιο του 2012. Όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά τις πιο πάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε δεχόμενο, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της
αναιρεσείουσας αντίκειται, στα χρηστά ήθη και στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 και ως εκ τούτου είναι παράνομη, ότι μεταξύ αυτής της συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας των εναγόντων- αναιρεσίβλητων υφίσταται αιτιώδης, υπό την έννοια της πρόσφορης αιτιότητας, σύνδεσμος, αφού η αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της
εναγομένης – αναιρεσείουσας, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων,, να επιφέρει τη ζημία αυτή, την οποία, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα, ως άνω, παραδοχές του και επέφερε στην συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, η οποία (ζημία) δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Ορθά, επίσης, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις,απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με την μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα τής Κεντρικής Τράπεζας τής Κύπρου για την θέση της
αναιρεσείουσας σε εξυγίανση. […] Με βάση, ωστόσο, όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των εναγόντων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το έπελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της
Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τα οποία επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκείμενη επένδυση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν, από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Η αγορά των ένδικων ομολογιών αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας τράπεζας. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα
περιουσιακή κατάσταση) η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Όπως το Εφετείο δέχεται, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση, συμβουλή και αδικοπρακτική
συμπεριφορά της τράπεζας, οι ενάγοντες δεν θα αγόραζαν τα ένδικα ΜΑΕΚ και δεν θα υφίσταντο την ζημία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι υπό κανονικές συνθήκες οι επενδυτές δεν θα είχαν προχωρήσει στη συγκεκριμένη επένδυση και ότι συνεπώς η ζημία συνίσταται τελικά στα ίδια τα ποσά που επενδύθηκαν. Επομένως, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. […] Εφόσον λοιπόν η ζημία των εναγόντων, κατά τις ανωτέρω “αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς
των προστηθέντων της εναγόμενης, οι ενάγοντες διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά άληκτους υβριδικούς τίτλους χωρίς καμία υποχρέωση της εναγομένης για εξαγορά τους, αφού μόνο προαιρετικό ήταν
το δικαίωμά της αυτό, υπάρχει δηλαδή χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’, εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της
Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ, σε μετοχές, που αποτελούν γεγονότα νομικά αδιάφορα ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. […]»

απο την ιστοσελιδα του γραφειου Μιχαλη Μαρκουλακου & Συνεργατων

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.